Γιάννης Γαβράς: Για μένα η γραφή είναι ξέσπασμα

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ποτέ σκεφθεί να γράψω βιβλίο. Πριν από πέντε περίπου χρόνια ήμουν σε μία φάση αναζήτησης, με τα γνωστά υπαρξιακά ερωτήματα που λίγο- πολύ απασχολούν όλους τους ανθρώπους. Ένοιωθα να «λιμνάζω», ήθελα να βρω ένα καινούργιο νόημα στη ζωή μου, και στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης  ανακάλυψα το σεμινάριο «Αφήγηση Ζωής» που μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Δεν είναι ένα συνηθισμένο σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Παρακολούθησα δύο κύκλους,  όπου ξαναθυμήθηκα την γοητεία της γραφής, που σίγουρα προϋπήρχε , όμως με τον καιρό την είχα λησμονήσει.

Ήρθα σε επαφή με τον συγγραφικό μου εαυτό, ο οποίος δεν είναι μόνο ένας, βρίσκεται πιο μπροστά από μένα, και τον άφησα ελεύθερο να εκφραστεί. Βούτηξα σε παλιά βιώματα και σε ξεχασμένες αναμνήσεις, που όταν καταγράφονται στο χαρτί αλλάζουν την υπόσταση του παρελθόντος.

Στην ουσία, γράφοντας, ανακατασκευάζουμε το παρελθόν, φτιάχνουμε μία άλλη πραγματικότητα. Θεωρώ όμως ότι, η πιο πολύτιμη εμπειρία που αποκόμισα, ήταν η αλληλεπίδραση με τους άλλους συμμετέχοντες, αυτό το ειλικρινές και ανθρώπινο μοίρασμα. Μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις των συμμετεχόντων, και σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης  βιώνουμε όλη την γκάμα των συναισθημάτων. Σε κάποιες ιστορίες  συγκινηθήκαμε, σε άλλες  θυμώσαμε ή γελάσαμε, και όλο αυτό είναι  λυτρωτικό. Κάπως έτσι, και με την παρότρυνση όλων, γεννήθηκε η ιδέα και ξεκίνησα να γράφω το «Σαμποτάζ».

Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχω εμπνευστεί από αληθινές ιστορίες και βιώματα, τόσο δικά μου, όπως για παράδειγμα τα παιδικά μου χρόνια στην Αφρική, όσο και άλλων ανθρώπων και φίλων του κοντινού μου περιβάλλοντος, όμως στην γραφή έχει γίνει μια σύνθεση όλων αυτών σε μία ανακατασκευασμένη βερσιόν.
Το Σαμποτάζ είναι  καρπός αυτού του «παντρέματος» πραγματικότητας και φαντασίας.

Όταν γίνει η αρχή και το νερό μπει στο αυλάκι όπως συνέβη με αυτήν την πρώτη νουβέλα, τότε το κείμενο ρέει ελεύθερα, η πραγματική αφήγηση εναλλάσσεται με τη μυθοπλασία και όλο αυτό είναι κάτι απελευθερωτικό και με γεμίζει.

Κατά την διαδικασία της γραφής, διαπίστωσα ότι  «κουμάντο» κάνει ο ήρωας – αφηγητής και όχι ο συγγραφέας. Ακόμα, είδα, χωρίς αυτό να γίνεται συνειδητά, ότι για κάθε μια περίοδο του ήρωα όπου  αναφερόμουν, χρησιμοποιούσα και την αντίστοιχη γλώσσα (παιδί, έφηβος, κλπ.). Κι εδώ εμφανίζονται οι διαφορετικές φωνές του συγγραφικού εαυτού, όταν αυτός αφήνεται ελεύθερος και δεν λογοκρίνεται.

Γράφω όσο πιο λιτά γίνεται.  Ως αναγνώστης κουράζομαι με τα «φορτωμένα» κείμενα και τα γλωσσικά φτιασιδώματα. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να μπορεί κάποιος μέσα σε λίγες σελίδες να μεταφέρει σκηνές και εικόνες χωρίς να εξηγεί, μόνο να δείχνει, να μπορεί να μεταδώσει το συναίσθημα στον αναγνώστη, ίσως και να τον κάνει να ταυτιστεί, να περάσει ένα μήνυμα, χωρίς όμως να γίνεται διδακτικός.

Για μένα η γραφή είναι ξέσπασμα, φυγή από την πραγματικότητα τρόπος έκφρασης και ύπαρξης.-

*Την Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020, 20:30, IANOS και οι εκδόσεις της Εστίας παρουσιάζουν το βιβλίο Σαμποτάζ του Γιάννη Γάβρα:

θα μιλήσουν μιλήσουν οι:

Κρυσταλία Πατούλη δημοσιογράφος-σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, που επιμελήθηκε τη νουβέλα.

Βασίλης Βασιλικός συγγραφέας

Αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Πηνελόπη Σταυροπούλου.

Θα συνοδεύσει μουσικά ο Δημήτρης Κουκουλιτάκης (κλασική κιθάρα).

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Το ποτό έγινε το ελιξίριο της ελευθερίας μου. Ήταν μια πράξη επαναστατική, μια πράξη αντίδρασης, αντίστασης. Στην αρχή μπορεί και να ήταν έτσι. Το οινόπνευμα άνοιγε δρόμους. Τι πλάνη! Η επανάσταση πνίγηκε μέσα σε θάλασσες αλκοόλ, σε μεθυσμένες νύχτες καταστροφής, στα κόκκινα μάτια, σε ανόητα φιλιά, στο αλόγιστο ξόδεμα του χρόνου. Πέρασα και καλά, μα σαν ήρθε η ώρα, το αλκοόλ που μου «έδινε» απλόχερα τον πρώτο καιρό, ήρθε σαν τοκογλύφος πιστωτής, όχι μόνο να μου τα πάρει όλα, μα και να με ρίξει στην ανημπόρια, στην αρρώστια και στο χάσιμο του ίδιου μου του εαυτού.

Μια καταιγιστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση ζωής ενός νέου που, σε ρόλο σαμποτέρ στην οικογένεια, στο σχολείο και στην κοινωνία, πέρασε διά πυρός και σιδήρου, για να κερδίσει τελικά τη μάχη, για «μία μέρα τη φορά, μόνο για σήμερα».

Σημείωμα

Η πρώτη εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας του Γιάννη Γαβρά με τη νουβέλα του Σαμποτάζ έχει όλα τα στοιχεία που προοιωνίζονται έναν γεννημένο μελλοντικό πεζογράφο της γενιάς του. Γιατί περιέχει όλα όσα προαπαιτούνται σε μιαν ολοκληρωμένη αφήγηση: ύφος κοφτό, γλώσσα κατεργασμένη, εξέλιξη της πλοκής καταιγιστική, ολοκληρωμένους χαρακτήρες και τα λοιπά. Κι αυτό που μου συνέβη, όταν τη διάβασα δυο φορές με απόσταση μιας εβδομάδας, και την πρώτη αλλά και τη δεύτερη φορά, ενώ γνώριζα πια την υπόθεση, πάλι την ξαναδιάβασα μονορούφι.

Ρέει όπως το λαγαρό νερό σε αυλάκι από τσιμέντο. Είναι έτσι δομημένη που δεν σου επιτρέπει καμιά διακοπή. Αρχίζει όπως ξεκινούν τα τρένα, ξεκολλώντας μαλακά από τον σταθμό κι ανεβάζουν ταχύτητα όσο απομακρύνονται από την αφετηρία τους. Μου θυμίζει την πρώτη ταινία του θείου του, Κώστα Γαβρά, Διαμέρισμα δολοφόνων, με το συναρπαστικό μοντάζ της. Στη νουβέλα του ανεψιού δεν έχουμε βέβαια κανένα φόνο, αλλά μιαν αυτοκαταστροφή. Στην ταινία, η αγωνία του θεατή οφείλεται στην αναζήτηση του δολοφόνου από τους πέντε συνεπιβάτες του τραίνου. Στο Σαμποτάζ αγωνιούμε για το αν ο πρωταγωνιστής που αυτοκαταστρέφεται θα τη βγάλει καθαρή στο τέλος ή όχι.

Και τη «βγάζει», με την τελευταία παράγραφο του βιβλίου: «Βγάζω το μπλοκάκι μου απ’ το μπουφάν και αρχίζω να γράφω. Ευτυχώς, έχω και αυτό. Το μπάχαλο του μυαλού μου, στο χαρτί, μπαίνει σε μια τάξη. Καθώς οι λέξεις κυλούν σαν νερό, το τοπίο ξεκαθαρίζει. Βουρκώνω. Λύτρωση».

Άρα, η ίδια η γραφή σώζει. Και χωρίς το βιβλίο να είναι αυτοβιογραφικό. Μπορεί βέβαια ο συγγραφέας να έζησε και να μεγάλωσε μέχρι τα οκτώ χρόνια του στη Σενεγάλη της Αφρικής, όπως και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής του, αλλά πέραν αυτού, όλο το υπόλοιπο είναι καθαρή μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, γραμμένη με στυλ τηλεγραφικό, αποφεύγοντας τη διαδικτυακή φλυαρία πολλών μυθιστοριογράφων της γενιάς του. Διαβάστε το και θα συμφωνήσετε μαζί μου. Είμαι σίγουρος.

Βασίλης Βασιλικός

17.02.2019

Μήνυμα ζωής

Η γοητεία του βιβλίου του Γιάννη Γαβρά είναι ότι η αφήγηση του απλώνεται σε πολλά αλληλένδετα επίπεδα, που μας συνδέουν με συλλογικές μνήμες και βιώματα. Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει μ’ έναν απλό και άμεσo τρόπο να μεταφέρει μηνύματα που αγγίζουν την ψυχή και τον νου του αναγνώστη.

Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται σε αφορισμούς και μονοδιάστατες ερμηνείες αλλά αντίθετα περιγράφει τη μεγάλη εικόνα μέσα στην οποία όλα τα πρόσωπα (γονείς, επαγγελματίες ψυχικής υγείας, δημόσιοι υπάλληλοι όπως και ο ίδιος) είναι εγκλωβισμένοι σε ρόλους που καθορίζονται από συστημικές δυναμικές που διαμόρφωσαν και διαιωνίζουν όλων των ειδών τα κατεστημένα (ψυχιατρικά, οικογενειακά, κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά). Παρόλο που το ανατρεπτικό και προκλητικό του ύφος θυμίζει καταγγελία και βαθιά αμφισβήτηση του κατεστημένου, αυτό που καθιστά την αφήγηση του μοναδική είναι ότι στηλιτεύει εξίσου και τον ίδιο του τον εαυτό.

Πίσω από τη διάχυτη πεσιμιστική ατμόσφαιρα της διήγησης, ο συγγραφέας στέλνει ένα μήνυμα ζωής: Στο χαοτικό και τοξικό περιβάλλον όπου όλοι ζούμε, δεν έχουμε άλλο δρόμο από το να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να πορευόμαστε ελπίζοντας για μια, όσο γίνεται, πιο λειτουργική ύπαρξη και συνύπαρξη. Ο Κώστας, ο ήρωας της νουβέλας του Γαβρά, είναι ένας «επαναστάτης» που δεν προσπαθεί να σώσει τον κόσμο αλλά πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει λίγο καλύτερος, αν προσπαθήσει ο καθένας μας να σώσει τον εαυτό του και αν αντιμετωπίζει τους άλλους με κατανόηση και συμπόνια. Η αποφθεγματική του ρήση «Αυτός ο πάτος θα έχει πολύ ταβάνι» συμπυκνώνει το μήνυμα ολόκληρου του βιβλίου.

Χάρις Κατάκη

Ψυχολόγος, Ιδρύτρια του Εργαστηρίου Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσεων

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Γιάννης Γαβράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Αποφοίτησε από το Λύκειο Αναβρύτων και σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Εργάζεται στο Δημόσιο.

Η ποιητική συλλογή Της ζωής ο σκηνοθέτης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος το 2019, ενώ έχουν δημοσιευτεί δύο διήγηματά του στο συλλογικό έργο με τίτλο Αδέσποτα, από τις εκδόσεις Ταξιδευτής.  Το Σαμποτάζ είναι το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο.


Via: https://tvxs.gr/news/biblio/giannis-gabras-gia-mena-i-grafi-einai-ksespasma

Η Χάρις Κατάκη για το βιβλίο: Άνδρας, η σιωπηρή επανάσταση

Η Δρ. Χάρις Κατάκη, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια και ιδρύτρια του Εργαστηρίου Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσεων, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του συλλογικού έργου «Άνδρας, η σιωπηρή επανάσταση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

  • Πώς δημιουργήθηκε η ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο για τον άνδρα;

Έστω και με μια φευγαλέα ματιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων διεθνώς, στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο, φτάνει για να διαπιστώσει κανείς ότι στην θεματολογία τους κυριαρχούν τα λεγόμενα women’s issues. Πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, από πολύ νωρίς, ασχολήθηκα με θέματα που αφορούσαν τον άνδρα. Αναρωτήθηκα ποιος είναι τελικά αυτός ο άνδρας που δημιούργησε τον κόσμο μας και τον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε; Tι κρύβεται πίσω από την ορατή πραγματικότητα που θεωρούσαμε ακλόνητη και αμετακίνητη όπως άλλωστε και ο ίδιος;

Για μένα, ουσιαστικά, η συγγραφή αυτού του βιβλίου, ξεκίνησε πριν 34 χρόνια. Στο κεφάλαιο με τίτλο Άνδρας: Η φανερή δύναμη και η κρυμμένη αδυναμία, περιέγραφα τον άνδρα που διατηρεί τα αρχετυπικά στοιχεία της ανδρικής ταυτότητας. Ταγμένος να μένει αμετακίνητος ώστε να διατηρεί τις απαραίτητες ισορροπίες για να εξελίσσεται ο κόσμος μας, είχε βρεθεί σε αδιέξοδο.

  • Υπήρχαν και προσωπικά βιώματα, δηλαδή, που σάς οδήγησαν στην επιλογή της συγγραφής αυτού του βιβλίου;

Βέβαια. Έχω συνειδητοποιήσει προ καιρού και κυρίως μέσα από την προσωπική μου θεραπεία ότι η ενασχόλησή μου με τον άνδρα είχε και βαθιά προσωπικά κίνητρα. Να καταλάβω τον εαυτό μου, να συνδεθώ με τα ανδρικά στοιχεία της ταυτότητάς μου. Μάλιστα, στο βιβλίο μου με τίτλο Το ημερολόγιο ενός θεραπευτή, αναφέρθηκα, επανειλημμένα, στους άνδρες της ζωής μου που σφράγισαν την επιστημονική μου πορεία. Τον πατέρα μου, τον άνδρα μου και το δάσκαλό μου. Ας μείνουμε, όμως, εδώ, γιατί αν αρχίσω να μιλάω γι’ αυτό, θα τελειώσουμε αύριο!

  • Και πώς καταλήξατε στο να το γράψετε;

Νομίζω πως αυτό οφείλεται στο ότι στην καθημερινή μου πρακτική, παρακολουθώ εδώ και δεκαετίες τους προβληματισμούς ανδρών με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό, από το πώς οι άνδρες αυτοί παρουσιάζονται στον περίγυρό τους.
Έχοντας την ευκαιρία να εξερευνώ μαζί τους πλευρές του ψυχισμού τους, που οι επιταγές της καθιερωμένης ανδρικής τους ταυτότητας τους υπαγορεύουν να τις κρατούν μύχιες, απέκτησα μια άμεση εμπειρία για το πώς βλέπουν οι άνδρες τον εαυτό τους και οι άλλοι αυτόν.
Στόχος μου ήταν να φωτίσουμε την ύπαρξη του, να  αφουγκραστούμε την σιωπή του, να αυξήσουμε την ένταση της φωνής του για να ακούσουμε να μιλάει για το πώς βλέπει και πώς αισθάνεται για τον εαυτό του.

  • Το βιβλίο δεν ασχολείται μόνο με την θεραπεία των ανδρών, αλλά και με τις αλλαγές τις ανδρικής ταυτότητας σε κοινωνικοπολιτισμικό επίπεδο;

Καθώς αρχίσαμε να προβληματιζόμαστε σχετικά με τους βασικούς πυλώνες της κατασκευής του βιβλίου που είχαμε στα σκαριά, γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι χωρίς γνώση για το πώς η θεραπευτική διαδικασία συνδέεται με την κοινωνική πραγματικότητα ήταν σαν να χτίζαμε ένα οικοδόμημα χωρίς  επαρκή θεμελιακή στήριξη.
Με βάση το σκεπτικό ότι η θεραπεία είναι μια διαδικασία αλληλένδετη με την αλλαγή και την εξέλιξη σε πολλά επίπεδα, αποφασίσαμε να μην περιοριστούμε σ’ ένα κείμενο για την θεραπεία των ανδρών, αλλά να εντάξουμε την γνώση και την εμπειρία μας μέσα στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι και να συνδέσουμε την θεραπευτική μας εμπειρία με κοινωνικοπολιτισμικές τάσεις αποφεύγοντας έτσι μια περιγραφική και στατική προσέγγιση του θέματος.
Αυτή η διεύρυνση του πλαισίου αναφοράς, μάς οδήγησε στο να προηγηθεί στο πρώτο μέρος μια διεξοδική ανάλυση για τις εξελίξεις που συντελούν στις αλλαγές της ανδρικής ταυτότητας. Τα δύο αυτά αλληλένδετα αλλά και αυτόνομα μέρη του βιβλίου μπορούν να διαβαστούν με όποια σειρά επιλέξει ο αναγνώστης.

  • Πως ήταν η διαδικασία συγγραφής ενός πολυδιάστατου – πολυεπίπεδου βιβλίου;

Μια τέτοια διαδικασία δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε απρόσκοπτη, αφού το θέμα της ανδρικής ταυτότητας είναι πολυσχιδές και αχανές. Ήταν σαν να είχαμε να φτιάξουμε ένα παζλ με χιλιάδες κομμάτια χωρίς να έχουμε στη διάθεση μας την μεγάλη εικόνα. Η ρήση του Αντόνιο Ματσάδο Διαβάτη, δεν υπάρχει μονοπάτι, το μονοπάτι το δημιουργείς βαδίζοντας, εκφράζει την βασανιστική ασάφεια του όλου εγχειρήματος.

  • Πώς επιλέξατε τον Χρήστο Ζιούβα ως συνεργάτη στην επιμέλεια του βιβλίου;

Η απόφαση μου να γραφτεί  ένα βιβλίο για τον άνδρα με συν-συγγραφείς εμένα και τον Χρήστο Ζιούβα ήταν συνειδητή και προμελετημένη. Θεώρησα ότι ήταν σημαντικό να αποτυπωθεί τόσο η ανδρική όσο και γυναικεία οπτική για τον άνδρα και τη σχέση του με τη γυναίκα. Οι βασικές προϋποθέσεις για μια γόνιμη συνεργασία με τον Χρήστο υπήρχαν, αφού για χρόνια συνεργαζόμαστε ως συνθεραπευτές, εκπαιδευτές και επόπτες του Προγράμματος Ειδίκευσης στην Συστημική Θεραπεία.
Εξαιρετικά σημαντική ήταν επίσης και η συμβολή όλων των υπόλοιπων μελών της  συγγραφικής ομάδας* που είναι επίσης θεραπευτές που λειτουργούν μέσα σε ένα ολιστικό θεωρητικό πλαίσιο. Αυτή ήταν και η μαγεία της διαδικασίας της συγγραφής του. Πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι με δικό τους στιλ, δική τους αντίληψη για τα πράγματα και πολλά διαφορετικά ερεθίσματα και βιώματα  είχαν την ελευθερία και την ικανοποίηση να αποτυπώνουν τις σκέψεις τους με το δικό τους μοναδικό τρόπο. Καθένας μας έπαιξε ένα διακριτό ρόλο σε αυτή τη μακρόχρονη και ιδιόμορφη ομαδική διεργασία.

  • Τι εμπειρίες αποκομίσατε, πιστεύετε, σε αυτή την πορεία;

Υπήρξε για όλους μας ένα ταξίδι ανάπτυξης κι εξέλιξης από κάθε πλευρά: επαγγελματική, εκπαιδευτική, προσωπική. Η ενασχόληση μας με το θέμα της εξέλιξης της ανδρικής ταυτότητας ήταν μια βαθιά θεραπευτική και λυτρωτική εμπειρία. Ψάχνοντας απαντήσεις για το τι σημαίνει να είναι κανείς άνδρας, γιος,  σύντροφος,  φίλος, πατέρας, συνάδελφος και συνεργάτης, καλλιεργούσαμε συνειδητές και, πολύ περισσότερο, ασυνείδητες προσωπικές πτυχές της αυτογνωσίας μας.

  • Πως νιώθετε τώρα που έχει ολοκληρωθεί η έκδοση και βρίσκεται στα χέρια των αναγνωστών;

Θα είμασταν ικανοποιημένοι αν έχουμε συμβάλει στην ανάπτυξη και διατήρηση ενός ζωντανού διαλόγου για τα θέματα της μεταλλασσόμενης ανδρικής ταυτότητας, ο οποίος, συνήθως, είναι είτε άτονος είτε στη σκιά του προβληματισμού για την εξέλιξη της γυναικείας ταυτότητας. Έστω όμως και αν δεν καταφέραμε να χωρέσουμε όλα αυτά που θα θέλαμε μέσα σε ένα βιβλίο, άξιζε τον κόπο και μόνο η διαδρομή.
Ελπίζουμε  η ανάγνωση του βιβλίου να είναι όσο απολαυστική ήταν για μας ή συγγραφή του και να έχουμε προσθέσει έστω ένα μικρό πετραδάκι στην αυτογνωσία και την εξέλιξη του κάθε αναγνώστη.-


Άνδρας, η σιωπηρή επανάσταση
Επιμέλεια: Χρήστος Ζιούβας, Χάρις Κατάκη
*Συλλογικό έργο: Χρήστος Ζιούβας, Χάρις Κατάκη, Κάτια Βούτσα, Όλγα Κοτρώτσου, Βασίλης Μανάτος, Ζωή Μυλωνά, Ελίνα Πανταλέων, Αφροδίτη Παπαϊωάννου – Σπυρούλια
Εκδόσεις Πατάκη, 2019 – 603 σελ.

Οι διεργασίες αλλαγής της ανδρικής ταυτότητας, που πρόσφατα επιταχύνθηκαν εντυπωσιακά αποκαλύπτοντας μια πιο εσωτερική και πιο ιδιωτική πλευρά του άνδρα, γίνονται όλο και πιο ορατές σε κοινωνικοπολιτισμικό, σε οικογενειακό και σε προσωπικό επίπεδο και αντανακλώνται στη δομή και στη λειτουργία της οικογένειας, στη σχέση του ζευγαριού, στις εργασιακές και σε λοιπές κοινωνικές σχέσεις.

Το βιβλίο «Άνδρας: Η σιωπηρή επανάσταση» προσεγγίζει την υπό διαμόρφωση, νέα ανδρική ταυτότητα μέσα από ποικίλες οπτικές γωνίες. Οι συγγραφείς παρακολουθούν τον σύγχρονο άνδρα σε μια πρωτόγνωρη για τα παραδοσιακά μας στερεότυπα πορεία να απεκδύεται σιωπηρά την πανοπλία του και να αμφισβητεί τη μονοδιάστατη εικόνα που είχε εκείνος για τον εαυτό του και οι άλλοι γι’ αυτόν. Εγκαταλείποντας την αρχετυπική ηγεμονική του θέση, έρχεται να σταθεί σε ένα υπαρξιακό σταυροδρόμι, όπου αναθεωρεί πολλά, βαθιά ριζωμένα στοιχεία του παραδοσιακού του εαυτού.

Εφοδιασμένοι με τα ενορατικά εργαλεία κατανόησης που προσφέρει η συστημική επιστημολογία και με μια ευρύτερη, ολιστική οπτική, οι συγγραφείς αναπτύσσουν θεωρητικούς προβληματισμούς και διερευνούν τη σταδιακή μεταβολή της εικόνας του άνδρα στην Ελλάδα και σε άλλες δυτικές κουλτούρες μέσα από ερευνητικό υλικό, τον κινηματογράφο και τη θεραπευτική διαδικασία με άνδρες και με σημαντικούς άλλους.

Ένα βιβλίο για τις θεμελιακές μεταβολές της ανδρικής ταυτότητας, γραμμένο από θεραπευτές που έρχονται καθημερινά σε επαφή με τον ανδρικό ψυχισμό και καταγράφουν, δεκαετίες τώρα, τη σιωπηρή επανάσταση του άνδρα στην επιλογή και στην εκ νέου ιεράρχηση των κοινωνικών του ρόλων, των προσωπικών του αξιών και, τελικά, των επιδιώξεων που του δίνουν ένα νέο νόημα ζωής.


Via: https://tvxs.gr/news/biblio/i-xaris-kataki-gia-biblio-andras-i-siopiri-epanastasi

Μια μικρή άγνωστη λύπη. Του Ηλία Γκότση

Tvxs.gr

Ο Ηλίας Γκότσης Κοινωνιολόγος – Οικογενειακός Ψυχοθεραπευτής & Επιστημονικά Υπεύθυνος Τμήματος Εκπαίδευσης ΟΚΑΝΑ, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr, τη δημιουργική εμπειρία –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- της συγγραφής του βιβλίου του «Μια μικρή άγνωστη λύπη» που μόλις κυκλοφόρησε από την εκδόσεις Αρμός.

«Το βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται τον Αύγουστο του 2012, μέσα στην καρδιά  της κρίσης. Εκείνη η περίοδος χαρακτηριζόταν αφενός από τις μεγάλες διαδηλώσεις που είχαν προηγηθεί  ενάντια στα μνημόνια  και  οι οποίες αρχικά φάνηκε ότι θα αποτελούσαν μια συνέχεια της νεανικής εξέγερσης του 2008. Το 2012 ωστόσο είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται η επερχόμενη ήττα των κινημάτων  και των  αφηγήσεων που προσπαθούσαν να αντιπαρατεθούν στις κυρίαρχες πολιτικές  επιλογές.

Τότε εξακολουθούσα να είμαι  Επιστημονικά Υπεύθυνος στην Μονάδας Εφήβων και Νέων ΑΤΡΑΠΟΣ ΟΚΑΝΑ και παράλληλα εργαζόμουν ως ατομικός, οικογενειακός και ομαδικός  ψυχοθεραπευτής. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των οικογενειών που ζητούσαν βοήθεια από την ΑΤΡΑΠΟ ήταν ότι οι γονείς αισθάνονταν φοβισμένοι και ηττημένοι, αδύναμοι να διαχειριστούν τις επιδράσεις της χρήσης ουσιών  των παιδιών τους , συνηχώντας  με κάποιο τρόπο με το κυρίαρχο συλλογικό συναίσθημα εκείνης της περιόδου.

Από την μεριά μου είχα βιώσει σε προσωπικό επίπεδο απώλειες σημαντικών προσώπων και ταυτόχρονα προσπαθούσα μέσα από μια αυτό-αναφορική διαδικασία να επανα- τοποθετηθώ και να νοηματοδοτήσω εκ νέου τη θέση μου και την ταυτότητά μου τόσο στο  προσωπικό όσο και στο  επαγγελματικό πεδίο.

Τα ερωτήματα που με απασχολούσαν ήταν έντονα και συνδέονταν αρχικά με την διαχείριση της απώλειας, της ήττας, την επεξεργασία των συναισθημάτων, τη  ροή των προσωπικών και συλλογικών αφηγήσεων.

Παρά το γεγονός ότι μετά την έκδοση του βιβλίου οι περισσότεροι άνθρωποι που το διαβάζουν εστιάζουν στην απώλεια των προσώπων και στο πένθος που αυτή συνεπάγεται, η δική μου ανάγκη ήταν να μιλήσω για  το ελλιπές Φαντασιακό, για την απώλεια της ικανότητας των ανθρώπων να επιθυμούν και να ονειρεύονται ένα εναλλακτικό μέλλον, στο οποίο θα μπορούν να έχουν έναν σχετικό έλεγχο στις επιλογές και τα συναισθήματά τους  και να έρθουν πιο κοντά σε αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλούσε ατομική και κοινωνική αυτονομία.

Μέσα σε αυτό το κλίμα με αφορμή ένα όνειρο στο οποίο κυριαρχούσε η συνάντηση με μια μικροσκοπική φιγούρα, την οποία ονόμασα αμέσως «Μια μικρή άγνωστη λύπη», ξεκίνησε σταδιακά να γράφεται ένα κείμενο που είχε ως αρχικό στόχο να απαντήσει στα προσωπικά ερωτήματα, στα οποία αναφέρθηκα.

Σταδιακά καθώς το κείμενο εδραιωνόταν, μέσα από μια αυτόματη γραφή που εμπνεόταν από την Πολυφωνία, τον Σουρεαλισμό, τον Μαγικό Ρεαλισμό και από την πρακτική της Αποδόμησης, προστίθεντο καινούργιες θεματικές οι οποίες αφορούσαν σε ερωτήματα και εσωτερικούς διαλόγους για την ενηλικίωση, τη νοσταλγία, τη διαχείριση της μνήμης, τους διαλόγους με τις εσωτερικές μας πλευρές και τη σχέση μας με τους εσωτερικευμένους άλλους.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος, και εγώ μαζί τους, αναζητούν τη θέση τους στην ιστορία, μια θέση που θα τους επιτρέψει να εκφέρουν τη δική τους αφήγηση, τη δική τους εκδοχή για όσα συμβαίνουν τόσο μέσα τους όσο και στο περιβάλλον που ζουν.

Το κείμενο που προέκυψε είναι έντονα βιωματικό. Οι ιστορίες των ανθρώπων με τους οποίους έχω εργαστεί συναντώνται με τις δικές μου ιστορίες, οι συνηχήσεις φέρνουν στην επιφάνεια  κοινά συναισθήματα και βιώματα.
Το βιβλίο μιλά ακόμα για τη μνήμη και τους ανθρώπους που κουβαλάμε μέσα μας, για τη συμφιλίωση και τη συγχώρεση.

Η συγγραφή του ήταν μια δύσκολη και επώδυνη συναισθηματική διεργασία. Συχνά μετά το πέρας των θεραπευτικών συναντήσεων, αφηνόμουν να σκεφτώ αναστοχαστικά  πως οι ιστορίες και τα λόγια αυτών των ανθρώπων συνδέονταν με τις δικές μου ιστορίες. Συχνά επίσης μετά από όνειρα που έβλεπα, τα οποία κατέγραφα, προσπαθούσα μέσω μιας αυτό-ανάλυσης, να τα  συνδέσω με τα πρόσωπα του βιβλίου.

Καθώς ο χρόνος περνούσε το κείμενο προσκαλούσε σε συνομιλία σημαντικά βιβλία και συγγραφείς που έχουν επηρεάσει την επαγγελματική και προσωπική μου διαδρομή: Ο Μπαχτίν και η Διαλογικότητα, ο Ντοστογιέφσκι και το Έγκλημα και Τιμωρία, ο Καμύ και ο Ξένος, ο Μπορίς Βιάν και το Θα φτύσω στους τάφους σας, Ο Μαρκές  και τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, ο Μπρετόν και οι Σουρεαλιστές , ο Σάμπατο και το Περί Ηρώων και Τάφων, ο Μανσέτ και η Πρηνήρης Στάση του Σκοπευτή, ο Κούντερα η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, και η Αθανασία, ο Τζόυς και ο Οδυσσέας, ο Μούζιλ και ο Άνθρωπος δίχως Ιδιότητες, ο Μπέργκμαν και η Έβδομη Σφραγίδα και ίσως περισσότερο από όλους ο Ταρκόφσκι με την Νοσταλγία, έρχονταν μέσα από μια ασυνείδητη διαδικασία, από μια κρύπτη, όπως ανέφερε και η Κατερίνα Μάτσα, στην παρουσίαση του βιβλίου, να εισβάλουν απροσκάλεστοι στον λόγο μου, στις λέξεις και τις ιδέες μου.

Τα ερωτήματα που φέρνει στην επιφάνεια αυτή η έκδοση, μπαίνουν συχνά στην κουβέντα με τους ανθρώπους σε μια ψυχοθεραπευτική σχέση και συνδέονται με το πώς τελικά ονειρευόμαστε, το πώς λαμβάνουμε τις αποφάσεις αλλά και το πώς πράττουμε για να υποστηρίξουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας.

Το βιβλίο είναι αυτό-αναφορικό, ένας εσωτερικός διάλογος για τις απώλειες και για τις προσωπικές ή συλλογικές ήττες, αλλά με ένα τρόπο προσκαλεί σε ένα διάλογο τους αναγνώστες να αναρωτηθούν για το πώς οι ίδιοι διαχειρίζονται την απώλεια, για το πώς αναγνωρίζουν και φροντίζουν την ιστορία τους και τα συναισθήματά τους, για το πώς επιτρέπουν στον εαυτό τους τη συγχώρεση και τη συμφιλίωση με τις εσωτερικές τους πλευρές και τους εσωτερικευμένους άλλους.
Το βιβλίο μας προσκαλεί εν τέλει να απαντήσουμε εάν εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές στις μικρές και τις μεγάλες αφηγήσεις μας.

Τον Ιούνιο 2017, μετά από μια συνάντηση με τον εκδότη του ΑΡΜΟΥ, κο Χατζηιακώβου, αποφασίστηκε η έκδοση του. Χρειάστηκαν πολλές εσωτερικές διαπραγματεύσεις για να καταλήξω σε μια τέτοια απόφαση.
Τα ερωτήματα που κυριαρχούν μέσα μου συνδέονται με την έκθεση σε μια κοινή θέα, κυρίως στους ανθρώπους με τους οποίους έχω εργαστεί θεραπευτικά, των συναισθημάτων και των προσωπικών απαντήσεων, για βασικά υπαρξιακά ερωτήματα, που αφήνω να διαφανούν στις σελίδες του.

Μετά την ολοκλήρωση και την έκδοσή του, μια θεραπευόμενη που το διάβασε, μού έθεσε ένα καίριο και σημαντικό ερώτημα, εάν ως θεραπευτής αφήνω τον εαυτό μου να κατακλυστώ από τις ιστορίες  των ανθρώπων με τους οποίους εργάζομαι.

Η απάντηση από ένα θεραπευτή, σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι περισσότερο σύνθετη από ένα ναι ή ένα όχι.
Ίσως αφορά περισσότερο στο πως αυτός επιτρέπει στον εαυτό του να συνδέεται βαθειά με τα προσωπικά του βιώματα και εάν αυτή η καταβύθιση οδηγεί σε πιο αυθεντικές συναντήσεις και συνομιλίες με τους ανθρώπους με τους οποίους εργάζεται.

Εν κατακλείδι «Πολλά από όσα γράφω είναι λόγια των ανθρώπων που έχω δουλέψει μαζί τους εδώ και 22 χρόνια, άλλα είναι λόγια ποιητών και συγγραφέων που εισχώρησαν βαθιά μέσα μου, άλλα είναι δικά μου ή συνδέονται με τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου. Τώρα πια, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορώ να ξεχωρίσω σε ποιόν ανήκουν.»

Υ.Σ.
Στην παρουσίαση του βιβλίου τόσο η Κατερίνα Μάτσα, όσο και η Φωτεινή Τσαλίκογλου, οι οποίες είχα την τιμή να παρουσιάσουν το βιβλίο μου, αναφέρθηκαν εκτενώς  στον Angelus Novus, του Klee  και στην αναφορά του Μπένζαμιν σε αυτό το έργο και στην σχέση του πίνακα με το βιβλίο. Πραγματικά τα πρόσωπα του βιβλίου είναι υπό την επήρεια μιας τρομακτικής καταιγίδας που έρχεται γενεογραμματικά από το παρελθόν τους, η οποία αποθέτει στα πόδια τους ένα σωρό από συντρίμμια, που προέρχονται  από ένα παράδεισο που ποτέ δεν υπήρξε, παρά τις επιθυμίες ή τις ματαιωμένες προσδοκίες τους.

Μέσα σε αυτό το εφιαλτικό σκηνικό,  σε αυτό το Δυστοπικό Τοπίο, όπου οι άνθρωποι είναι ηττημένοι τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, τα πρόσωπα του βιβλίου προσπαθούν να ησυχάσουν, να αναγνωρίσουν και να τακτοποιήσουν τα τρομακτικά συναισθήματα που τους διαπερνούν, να βρούν μια θέση προσωπικής αφήγησης.

Η πορεία τους θα είναι επίπονη, ώσπου να κατορθώσουν να συμφιλιωθούν με τους ανθρώπους που τους εγκατέλειψαν, τους οποίους κουβαλούν αναπόφευκτα μέσα τους, δεμένοι μαζί τους με μια Αγάπη γεμάτη από ενοχή, επιμένοντας παρόλα αυτά να αναζητούν την Αγάπη της Αθωότητας, για να παραφράσω ένα σπουδαίο Ψυχοθεραπευτή, τον Hellinger».

Γκότσης Ηλίας
Κοινωνιολόγος –Συστημικός Ψυχοθεραπευτής –Οικογενειακός Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικά Υπεύθυνος Τμήματος Εκπαίδευσης ΟΚΑΝΑ


Μια Μικρή Άγνωστη Λύπη, Ηλίας Γκότσης, Εκδ. ΑΡΜΟΣ, 2018

Περίληψη

«Ο Αφηγητής είναι ένα πρόσωπο δίχως όνομα που αναζητά ιστορίες που θα του φανούν χρήσιμες στην συγγραφή ενός βιβλίου. Στην πορεία συναντά ένα νεαρό, τον Μιχάλη, ο οποίος μοιράζεται μαζί του τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του, τα οποία ο Αφηγητής οικειοποιείται προκειμένου να γράψει το βιβλίο που ονειρεύεται. Στην εξέλιξη της ιστορίας, όλα τα σημαντικά πρόσωπα αναζητούν την δική τους θέση, την δική τους φωνή, συνθέτοντας ένα Πολυφωνικό Τοπίο Αφηγήσεων, στο οποίο οι φωνές, οι λέξεις και τα συναισθήματα αναζητούν επίσης την μοναδικότητά τους, έως ότου όλα τα πρόσωπα δικαιωθούν.»

Το παρόν βιβλίο είναι ένα βιωματικό μυθιστόρημα που μιλά για την σχέση μας με την απώλεια, τα συναισθήματα, τις αφηγήσεις για τον εαυτό μας και τη ζωή μας. Μιλά ακόμα για την μνήμη και τους ανθρώπους που κουβαλάμε μέσα μας, για την συμφιλίωση και την συγχώρεση.

Ο Ηλίας Γκότσης γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1967. Σπούδασε Κοινωνιολογία και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε στη Συστημική και Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία.
Έχει δουλέψει για πολλά χρόνια ως οικογενειακός, ατομικός και ομαδικός ψυχοθεραπευτής. Από το 1995 εργάζεται στον ΟΚΑΝΑ, όπου το  2002  ίδρυσε την Μονάδα Απεξάρτησης Εφήβων και Νέων ΑΤΡΑΠΟΣ-ΟΚΑΝΑ, στην οποία υπήρξε Επιστημονικά Υπεύθυνος έως το 2015. Έκτοτε είναι υπεύθυνος για τις εκπαιδευτικές δράσεις του οργανισμού.
Το επιστημονικό του ενδιαφέρον εστιάζεται στις Βιωματικές Πρακτικές και στις  Αφηγηματικές και Συνεργατικές/Πολυφωνικές προσεγγίσεις στην Ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση. Είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη.

Διπλό βιβλίο: Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση και η Ιστορική ανάγνωση

Παρόλο που όλοι γνωρίζουμε ότι η ραχοκοκαλιά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού υπήρξαν οι αγρότες, η διαμόρφωση της μνήμης του εμφυλίου έγινε από την ηγεσία του κινήματος, η οποία βρισκόταν στην Αθήνα και ελάχιστη σχέση είχε με την ελληνική ύπαιθρο. Η Σταματία Μπαρμπάτση, φτωχή -γι’ αυτό και αγράμματη- αγρότισσα, συμμετείχε στην Αντίσταση της δεκαετίας του ’40, μεταφέροντας εφόδια για τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, βασανίστηκε από τη συμμορία του Βουρλάκη στη διάρκεια της «λευκής» τρομοκρατίας(’45-’46), στον εμφύλιο βγήκε στο βουνό για να σωθεί και εντάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, τραυματίστηκε με διαμπερές τραύμα στα γεννητικά όργανα, συνελλήφθη, ξανα-βασανίστηκε, πέρασε στρατοδικείο και έζησε στη φυλακή σχεδόν για 10 χρόνια.

Η ερευνήτρια ιστορικός και συγγραφέας Τασούλα Βερβενιώτη, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr για την αφήγηση της αντιηρωίδας Σταματίας Μπαρμπάτση και την ιστορική της ανάγνωση από την ίδια στο Διπλό Βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκίδα:

Τ.Β.: «Το Διπλό Βιβλίο είναι μια πραγματεία πάνω στην προφορική ιστορία και τη μνήμη του εμφυλίου. Και είναι πράγματι διπλό. Συγκροτείται από την Αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση, το κείμενο δηλαδή που έγραψε η Σταματία και ένθετα περιέχει τμήματα από τη συνέντευξη που είχε δώσει, καθώς και την Ιστορική ανάγνωση. Η Ιστορική Ανάγνωση, με αφετηρία τη μαρτυρία της Σταματίας και σε συνδυασμό με τις αρχειακές πηγές καθώς και με άλλες γραπτές μαρτυρίες (31 τίτλοι στην περίπτωση των φυλακών Αβέρωφ), προσπαθεί να ανιχνεύσει  ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 οραματίστηκαν, μέσα στους καπνούς του πολέμου, μια άλλη κοινωνία και έδωσαν ακόμα τη ζωή τους για την πραγματοποίησή της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο, τον Οκτώβρη 1945, στην Κεντρική Επιτροπή δεν εξελέγη κανένα από τα στελέχη που αναδείχτηκαν μέσα από το αντιστασιακό κίνημα και ενώ η νεολαία, η ΕΠΟΝ, είχε 800.000 μέλη εξελέγη μόνο ένας: ο Φ. Βέτας που ήταν και Ακροναυπλιώτης. Επιπλέον, ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος Ν. Ζαχαριάδης όταν αναπτυσσόταν αυτό το μεγαλειώδες κίνημα βρισκόταν εκτός Ελλάδας.

Η μνήμη λοιπόν της αντίστασης και ειδικότερα του εμφυλίου διαμορφώθηκε μέσα από τις μαρτυρίες των στελεχών που βρίσκονταν στην Αθήνα, γιατί οι άνθρωποι της ελληνικής επαρχίας υπέφεραν πολύ περισσότερο από τις διώξεις της ‘εθνικόφρονας’ δεξιάς. Οι επαρχιώτες επίσης δεν είχαν τη δυνατότητα να γράφουν αλλά και να εκδίδουν μαρτυρίες. Και το σημαντικότερο είναι ότι οι ιστορικοί δεν είχαν πρόσβαση στα αρχεία. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1989 όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα αποφάσισαν να στείλουν ‘τους φακέλους’ (τα αρχεία της Αστυνομίας) στην πυρά της Χαλυβουργικής και ότι ακόμα και σήμερα τα αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ),  ο οποίος είχε αναλάβει τον εφοδιασμό των «στρατοπέδων πειθαρχημένης διαβίωσης» του εμφυλίου, τον επαναπατρισμό των παιδιών από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ κ.ά. πολλά, δεν είναι προσβάσιμα στους ιστορικούς.

Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση όσο και Η ιστορική ανάγνωση δεν αναπαριστούν ένα νεκρό παρελθόν∙ απηχούν τη φωνή ενός ‘απλού’ ανθρώπου και όχι ενός ήρωα-μάρτυρα. Η ίδια βίωσε τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας του ’40 και τα αφηγείται μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον, το περιβάλλον του χωριού της, την καθημερινότητα των πολέμων της δεκαετίας του ’40, ενός τραυματισμού, αλλά και μιας δεκαετούς φυλάκισης που υπήρξε το επακόλουθο της συμμετοχής της στον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία.

Γεννήθηκε το 1922 στο Περιβόλι Δομοκού και ήταν μια φτωχή αγρότισσα, σαν τόσες άλλες, που η επίσημη ιστορία τις παρέλειπε. Δεν ήταν ‘μορφωμένη’. Δεν μπόρεσε να πάει στο Γυμνάσιο γιατί το κοντινότερο, στο Δομοκό, απείχε πέντε ώρες με τα πόδια. Μπροστά από το χωριό της πέρναγε η σιδηροδρομική γραμμή, πίσω βρίσκονταν τα βουνά και λίγο πιο πέρα τα μεταλλεία χρωμίου. Στη διάρκεια της Κατοχής (1941-44) ήταν χώρος επίζηλα διεκδικήσιμος από τους Γερμανούς και τους αντάρτες. Η Σταματία θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ και με το γαϊδουράκι της, τη Φούλα, θα μεταφέρει εφόδια για τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Θα φτάσει ως την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Με το τέλος του πολέμου και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, θα υποστεί τις συνέπειες της ‘λευκής τρομοκρατίας’ από τη συμμορία του Βουρλάκη.

Το 1947, σε μια επιχείρηση του Στρατού, μαζί με άλλους συγχωριανούς της θα βγουν στο βουνό για να κρυφτούν. Εκεί θα συναντήσουν τους αντάρτες. Αυτοί θα ζητήσουν από τους νέους «όσοι θέλουν, είπαν» να τους ακολουθήσουν. Θα πάρει μέρος σε μια πορεία προς το Γράμμο από όπου θα γυρίσει οπλισμένη και ‘ντυμένη’. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της -με το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων- γύρισαν πίσω στο χωριό, το οποίο στη συνέχεια εκκενώθηκε από το Στρατό.

Ως αντάρτισσα του Δημοκρατικού Στρατού πήρε μέρος στη μάχη του Άι Βλάση και σε άλλες επιχειρήσεις στην περιοχή της Τριχωνίδας και της Αιτωλίας. Σε μία από αυτές τις μάχες τραυματίστηκε: διαμπερές τραύμα στην κοιλιακή χώρα. Στάλθηκε σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο, το οποίο διαλύθηκε λόγω των επιχειρήσεων, με το όνομα «Χαραυγή», που έκανε ο Στρατός με στόχο την ‘εκκαθάριση’ των ανταρτών από τη Ρούμελη.

Η επιχείρηση «Χαραυγή» έγινε την άνοιξη του 1948. Η Σταματία, ενώ το τραύμα δεν είχε ακόμα κλείσει, προσπαθώντας να φτάσει στα γνώριμά της μέρη, θα δει το φρικτό θέαμα των θερισμένων από τα αεροπλάνα ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άμαχοι που είχαν προσφύγει στον Δημοκρατικό Στρατό. Στο διάστημα αυτής της πορείας της τη συνέλαβαν.

Στη διάρκεια των ανακρίσεων της έβγαλαν δυο νύχια από τα πόδια. Την έστειλαν στις φυλακές Λαμίας, όπου το Έκτακτο Στρατοδικείο καθημερινά έβγαζε καταδίκες σε θάνατο και γίνονταν εκτελέσεις. Από τις φυλακές Λαμίας την έστειλαν στις φυλακές Πάτρας και από εκεί πάλι στη Λαμία για να δικαστεί. Μετά την καταδίκη της μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ‘έζησε’ περίπου δέκα χρόνια.

Μετά την αποφυλάκισή της πήγε στο χωριό της, αλλά δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί και ήρθε στην Αθήνα. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές, παντρεύτηκε, αγόρασε σπίτι και έκανε και κάποια ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν ευτύχησε στο γάμο της. Ζούσε μόνη στο Χολαργό όταν έγραψε τη μαρτυρία της, το 1996. Το βιβλίο με τη μαρτυρία της εκδόθηκε το 2003, γιατί οι εκδοτικοί οίκοι δεν έβρισκαν και πολύ ενδιαφέρουσα τη μαρτυρία μιας αγρότισσας φτωχής και αγράμματης.

Ωστόσο, τα βιώματά της αναδεικνύουν τον ενεργό ιστορικό ρόλο των «συνηθισμένων» ανθρώπων σε κρίσιμες φάσεις του ιστορικού γίγνεσθαι, όπως και η σημερινή. Η ιστορία της δεν αναδεικνύει μια εξαιρετική, μια ιδιάζουσα περίπτωση, αλλά αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των ανθρώπων της αγροτικής -τότε- Ελλάδας που ονειρεύτηκαν και πολέμησαν για ένα καλύτερο αύριο.

Διαβάζοντας την ιστορία της, ίσως οι αναγνώστες κατανοήσουν ότι όλοι είναι ενεργοί παίκτες στην Ιστορία. Εξάλλου, όπως -σωστά-υποστηρίζεται, η προφορική ιστορία χρησιμοποιεί το παρελθόν για να διαμορφώσει το παρόν και κατ’ επέκταση το μέλλον. Δημιουργεί την Ιστορία».


Απόσπασμα από τη μαρτυρία της Σταματίας για τα Δεκεμβριανά, όπως τα έζησε τη «λευκή» τρομοκρατία που ακολούθησε:

Ο πόλεμος δεν τέλειωσε
Μετά από το θάνατο του πατέρα μου δεν άργησαν οι Γερμανοί να φύγουν. Ένα, δυο μήνες μετά, έφυγαν. [Σε όλο αυτό το διάστημα] η αγωνία και η κούραση συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο. Τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται [καθαρά] ότι οι Γερμανοί θα φεύγαν. Τα Τμήματα συγκεντρωνότανε πιο κάτω και η δική μας η κούραση μεγάλωνε. Και τώρα αρχίζει ένας καινούργιος Γολγοθάς. Εκείνο το πιο οδυνηρό για μας [ήταν που] βγήκαν οι επονίτες με τον τηλεβόα και φώναζαν γύρω στα βουνά: «Οι γερμανοί φεύγουνε».

Μόλις φύγανε οι Γερμανοί, θυμάμαι βγήκε ένας με τον τηλεβόα πάνω στα βουνά και λέει «Φεύγουν οι Γερμανοί! Ακούστε, ακούστε, χωριανοί φεύγουν οι Γερμανοί! Θα κατέβουμε αύριο στο χωριό». Και τα μαζέψαμε την ίδια μέρα.
Οι χωριανοί χαιρότανε και χόρευαν και μεις κλαίγαμε για τον καλό μου πατέρα που δεν χάρηκε τη Λευτεριά της πατρίδας και που εμείς δεν είχαμε κανένα να μας βοηθήσει να φτιάξουμε κανένα καλύβι να κατέβουμε στο χωριό. Και έτσι η τυραννία η δική μας μεγάλωνε. […]

Και τώρα ας αρχίσουμε [με] την ανοικοδόμηση. Φέρναμε ξύλα από μακριά, εννέα ή δέκα ώρες, και φτιάχναμε τα καμένα. Για μας βέβαια ήταν λίγο δύσκολο που δεν είχαμε άντρα στο σπίτι να μας βοηθάει και έπρεπε να πληρώνουμε. Πού να βρεθούνε; Και όμως τα καταφέρναμε.

Έλα όμως [που] δεν σταθήκαμε ήσυχοι! Έγιναν τα Δεκεμβριανά. Κατάφτασε η Αθήνα κοπάδια κοπάδια [για] να τους φροντίζουμε να τρώνε, να κοιμούνται και έπειτα φεύγανε αυτοί, έρχονταν άλλοι. Αυτό γινότανε ώσπου να φτιάξουν τα πράγματα. Και όμως το δικό μας μαρτύριο δε θα σταματήσει. Δεν ήταν μόνο που τρώγανε και κοιμόντουσαν, μας γεμίσανε και ψείρα. Κάναμε υπομονή ώσπου να δούμε τι θα γίνει.
Που καλύτερα να το κάνανε αυτό το πράγμα. Να διώχνανε  τους αριστερούς και να γίνουμε κι εμείς δύο. Θα ήταν καλύτερα.
–  Τί δύο;
Μισή χώρα, όπως έγινε η  Γερμανία. Έπρεπε να τις αφήσουν. Είχαν κουβαληθεί οι άνθρωποι οι περισσότεροι εκεί. Δεν  είχαμε που να τους βάλουμε. Να ταΐζουμε, να κοιμούνται, να περνάνε απ’ τα σπίτια γεμάτα. Περνούσαν και πήγαιναν προς το βορρά επάνω. Αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε εδώ πέρα. Λάβανε εντολή και ξαναγύρισαν στα σπίτια τους οι άνθρωποι.

Η «λευκή» τρομοκρατία: οι Βουρλάκηδες
Κάποτε πέρασε και αυτό. Δεν άργησαν [όμως] να έρθουν τα χειρότερα. Δήθεν είχαν τα πράγματα ησυχάσει –με τα λόγια, όχι με τα έργα. Δεν μας έφτανε το χάλι μας που παλεύαμε να φτιάξουμε τα καμένα, να μπούμε μέσα και μεις και [τα] λίγα ζώα που είχαμε, η Πολιτεία οργάνωσε τους ταγματασφαλίτες. Τους πλήρωσε να αρχίσουνε την τρομοκρατία και όπως έγινε.

Μόλις  έφυγαν οι Γερμανοί, αυτό πρέπει να γράψετε, αυτό είναι το πιο κύριο, φτάσανε οι μαυροσκούφηδες στα χωριά.

Εκεί κοντά σε μας είχαμε τους Βουρλάκηδες, από διάφορα χωριά κοντά στη Λαμία: Στίρφακα, Καρυά και άλλα που δεν τα ξέρω. Στη Θεσσαλία τους Σούρληδες που αυτοί κατάφεραν με το ξύλο και το σκότωμα να δημιουργήσουν τον εμφύλιο.

Εμείς στο χωριό μας δεν είχαμε [ταγματασφαλίτες]. Έρχονταν απ’ έξω. Από κάτι χωριά εκεί πέρα που ήταν αυτός –ένας καπετάνιος– ο Βουρλάκης που λεγότανε. [Από] ένα χωριό Καρυά, Στίρφακα από κει πέρα. Μάζευε δικούς του, που ήταν παλιά όλο κλέφτες και έκλεβαν τα κατσίκια τα δικά μας. Ερχόντουσαν και μας τα κλέβανε απ’ τα μαντριά. Αυτοί βγήκαν όλοι και έγιναν ταγματασφαλίτες τότε και πληρώνονταν κι’ έρχονταν και κυνηγούσαν εμάς.

Κρύβονταν οι άνθρωποι στα βουνά και μετά το έριξαν στους κομμουνιστές ότι έκαναν στον εμφύλιο. Άρχισαν με τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις να φωνάζουν ενάντια στους κομμουνιστές και τους παρουσιάζανε όπως αυτοί θέλανε. Ληστοσυμμορίτες, σφαγιαστές και ό,τι άλλο μπορούσαν. Άντε τώρα εσύ να βγάλεις από τα μυαλά των απλών ανθρώπων αυτά που ακούγανε κάθε μέρα. Τους έκαναν πλύση εγκεφάλου.

Άρχισαν συλλήψεις, κάθε μέρα: όπου καταλάβαιναν κάποιον αριστερό τον αρπάχνανε. Είχαμε βλέπεις και τους πληρωμένους χαφιέδες που παρακολουθούσαν τα πάντα και έκλεισαν τους μισούς Έλληνες στη φυλακή.

Θα σας γράψω λίγα για τους ταγματασφαλίτες να καταλάβετε τι γινότανε. Το 45 παλέψαμε σκληρά να ξαναφτιάξουμε πάλι τα καμένα καλύβια [για] να μείνουμε εμείς, να βάλουμε τα λίγα ζώα που γλιτώσαμε, να βάλουμε τροφές για το χειμώνα. Εμείς είχαμε κάνει στο αλώνι μας μία μεγάλη αχυρώνα για τις τροφές για τα ζώα. Αυτή κατήντησε να είναι η κρυψώνα των επιδρομ[έ]ων του Βουρλάκη. Τα αλώνια ήτανε πιο κάτω από το χωριό και βολευότανε αυτοί.

Η πρώτη επιδρομή ήτανε μέσα στο χωριό πρωί πρωί. Δεν είχε καλοφέξει ακόμα. Το σπίτι μας εμάς ήτανε στο τέλος του χωριού. Ήτανε η μεγάλη πλατεία του χωριού και από εκεί άρχιζε ο κάμπος γι αυτό ό,τι και να γινότανε στο χωριό το δεχόμασταν εμείς πρώτα. Εκείνο το πρωινό είμαστε με την αδελφή [μου] μόνες στο σπίτι. Σηκώθηκα να βγάλω δυο τρεις κατσίκες που είχαμε να τις πάρει ο τσοπάνος. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπω μπροστά μου ένα καβαλάρη με οπλοπολυβόλο στα χέρια έτοιμος να πυροβολήσει και πιο πέρα γεμάτη η πλατεία ταγματασφαλίτες με τα όπλα στα χέρια.  Δεν πρόλαβα καλά καλά να καταλάβω [τί γινότανε]. Έβαλε εμπρός ο καπετάνιος να ρίχνει από πάνω από τα σπίτια. Του πέφτουν οι σφαίρες κάτω και μου φωνάζει: «Μάζεψε τις σφαίρες». Εγώ άλλο από το φόβο, άλλο από τον ύπνο δεν τις έβλεπα. «Πάρε και αυτές. Πάρε!» φώναζε από το άλογο. Ρίχνανε και οι άλλοι στον αέρα. Κι από το φόβο έτρεμα. Τις έτρεμα  πιο πολύ αυτούς παρά τους Γερμανούς, απ’ αυτά που τραβήξαμε.
Τους μαζεύει όλους και φεύγει και μου λέει: «Σήμερα δεν σας πείραξα. Άλλη φορά θα σας μαζέψω όλες και θα μαρτυρήσετε ποια ήτανε στο ΕΛΑΣ, ποια ήτανε στην ΕΠΟΝ». Και έτσι έγινε.

Το μαρτύριο ήταν μεγάλο στο χωριό. Κάθε τρεις και λίγο οι Βουρλάκηδες στην τρομοκρατία. Φόβος, ξύλο και δεν τους εμπόδιζε κανείς. Θα σας γράψω μόνο ένα περιστατικό να καταλάβετε. Ένα βράδυ ήρθανε κρυφά. Κύκλωσαν το χωριό και παρουσιαστήκανε το πρωί και τα κάνανε λίμπα. Στη γειτονιά μας είχαμε [κάτι] ανιψιές του Νικηφόρου, που ήτανε αξιωματικός του ΕΛΑΣ, και δεν είχαν καλές πληροφορίες και πιάσανε εμένα και την αδελφή μου. Και αν δεν ερχότανε μια χωριανή -δεν ξέρω αν ήταν και συγγενής του- να μας βγάλει από τα χέρια του, θάχαμε κακά ξεμπερδέματα. [Αυτή] άρχισε και τον τράβαγε να τον ρίξει κάτω από το άλογο.

Κι ήρθε μια χωριανή του και τον πιάνει και του λέει «Έλα εδώ βρε κατσίκι» του λέει –συγγενή τον είχε τι τον είχε δεν ξέρω— «αυτά τα καλύτερα κορίτσια του χωριού πας να δείρεις; Γιατί τα δέρνεις τα κορίτσια; Κι αν βρέθηκαν τα κορίτσια στο Βουνό κι αν βοηθούσαν τα κορίτσια, τα κορίτσια φταίνε ή ο Γερμανός που ήρθε μέσα; Δεν ντρέπεστε λίγο», λέει, «που βγήκατε και κυνηγάτε τον κόσμο;» Και γλυτώσαμε εκείνη τη φορά. Γλυτώσαμε, γιατί ήρθε η γυναίκα αυτή.

Λεγόταν Σκαλιστήρα αυτή η κυρία. Μας έσωσε τότε.

Διπλό Βιβλίο

Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση

Η ιστορική ανάγνωση

Τασούλα Βερβενιώτη, Εκδ. Κουκίδα – 2017

Το Διπλό Βιβλίο είναι ένα καινοτόμο βιβλίο. Η Αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση περιλαμβάνει τη γραπτή και ένθετα την προφορική μαρτυρία της. Η Ιστορική Ανάγνωση γίνεται με βάση την αφήγηση της Σταματίας, μιας γυναίκας που ακολούθησε τον ρυθμό της εποχής της, του χωριού της, της οικογένειάς της, όπως άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι τους οποίους μέχρι τώρα η ιστορία συστηματικά τούς παρέλειπε.
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα μέρη: Το πρώτο αναφέρεται στη ζωή της στο προπολεμικό Περιβόλι, στην ΕΠΟΝ και στον Δημοκρατικό Στρατό. Το δεύτερο -για τις φυλακές- είναι πιο εκτεταμένο, γιατί η ανάγνωσή του έθεσε πολλά ερωτηματικά. Η αφήγηση της Σταματίας δουλεύτηκε συγκριτικά με 31 άλλες γραπτές μαρτυρίες γυναικών κρατουμένων. Το τρίτο μέρος αφορά την ιδεολογική ταυτότητα των εαμογενών αριστερών, των αντιστασιακών. Το τέταρτο αποτελεί μια απόπειρα ιστορικής κειμενικής ανάλυσης της γραπτής και της προφορικής μαρτυρίας της Σταματίας.

Η Τασούλα Βερβενιώτη είναι ιστορικός και η ερευνητική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία της δεκαετίας του 1940. Έχει γράψει τα βιβλία: Η Γυναίκα της Αντίστασης. Η Είσοδος των Γυναικών στην Πολιτική 1994 (Οδυσσέας 1994) & (Κουκκίδα 2013)∙  Το Διπλό βιβλίο. Η Αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση. Η ιστορική ανάγνωση που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας-Χρονικού (2004)∙ Το Αναπαραστάσεις της Ιστορίας  (Μέλισσα 2009) που αναδεικνύει τα προβλήματα του άμαχου πληθυσμού τη δεκαετία του 1940 και περιέχει περίπου 500 φωτογραφίες από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού∙ Το Κούλα Ξηραδάκη «Εγώ δεν τα Παράτησα…» (Κουκκίδα 2012) αποτελεί έναν φόρο τιμής στην αυτοδίδακτη ιστορικό.

Έχει πάρει μέρος σε πολλά συνέδρια και έχει γράψει πλήθος άρθρων στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Από το 2011 πρωτοστατεί στην οργάνωση σεμιναρίων και την ίδρυση Ομάδων Προφορικής Ιστορίας.

Η Σταματία Μπαρμπάτση γεννήθηκε το 1922 στο Περιβόλι Δομοκού, που βρίσκεται στις αρχές του ορεινού συγκροτήματος της Πίνδου, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και τα μεταλλεία χρωμίου. Στην Κατοχή ήταν χώρος επίζηλα διεκδικήσιμος και για τους Γερμανούς και τους αντάρτες. Τότε η Σταματία εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και κουβαλούσε φορτία για τους αντάρτες. Μετά την απελευθέρωση, υπέστη τις τιμωρίες της συμμορίας του Βουρλάκη. Το 1947, μαζί με άλλους συγχωριανούς της βγήκε στο Βουνό, λόγω του φόβου των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Στρατού. Εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, πήρε μέρος σε μία πορεία 1.000 χλμ. προς τον Γράμμο, καθώς και σε μάχες∙ τραυματίστηκε, συνελήφθη  και έμεινε στη φυλακή περίπου δέκα χρόνια. Επέστρεψε στο Περιβόλι, αλλά δεν έμεινε. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

 

 

Δημοσιεύτηκε: Tvxs – Διπλό βιβλίο: Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση και η Ιστορική ανάγνωση

Εκδήλωση για το βιβλίο του Γιώργου Κολέμπα: «Επιστροφή προς τα… μπρος»

Τη Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017, 8μμ, στο βιβλιοπωλείο των Συναδέλφων, οι εκδόσεις Ταξιδευτής παρουσιάζουν το αφήγημα του Γιώργου Κολέμπα «Επιστροφή προς τα …μπρος!» το οποίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.

Όπως αφηγείται ο ίδιος ο συγγραφέας:

«Το τελευταίο αυτό βιβλίο υπο μορφή αφηγήματος, είναι η σύνοψη απόψεων, προτάσεων, δράσης και τρόπου ζωής ενός μικρού κινήματος ανθρώπων, που την προηγούμενη 20ετία προσπαθούσαν «δια του παραδείγματος» να αναδείξουν ένα άλλο τρόπο ζωής και κοινωνικοπολιτικής πράξης, πέρα του κυρίαρχου νεοελληνικού κοινωνικού παραδείγματος και της πολιτικής-κομματικής δράσης. Σήμερα στα πλαίσια της συνολικής κρίσης και του «ναυαγίου» του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρώ ότι η στροφή προς την «επανατοπικοποιημένη» κοινωνία μπορεί να αφορά σε ένα ευρύτερο σύνολο στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.»

Διαβάστε στο tvxs.gr: Γιώργος Κολέμπας: Επιστροφή προς τα… μπρος!

Στη συζήτηση – παρουσίαση θα συμμετέχουν, ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου και η δημοσιογράφος – σύμβουλος ψυχικής υγείας, Κρυσταλία Πατούλη(Η Έρευνα για την κρίση (2010-2014), σεμινάριο Αφήγηση Ζωής. Στην εκδήλωση συμπράτουν φορείς Αλληλέγγυας και Συνεργατικής Οικονομίας.

Info:
Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017, 8μμ.
Βιβλιοπωλείο των Συναδέλφων
Καλλιδρομίου 30, Αθήνα

Επιστροφή προς τα …μπρος!, εκδόσεις Ταξιδευτής

“Εμείς δε χρησιμοποιούσαμε τον όρο «αποκέντρωση». Προτιμούσαμε το «επανατοπικοποίηση». Συνδέαμε τον τόπο εγκατάστασής μας με τον «ου τόπο». Την ουτοπία που ξέραμε ότι δεν υπήρχε κάπου και που θα έπρεπε να τη δημιουργήσουμε. «Να δημιουργήσουμε τον κόσμο μας, μέσα στον κόσμο που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας». Ήταν το σύνθημά μας. Επιστροφή, αλλά όχι προς τα πίσω! Επιστροφή… προς τα μπρος! Ήταν το άλλο σύνθημά μας. […]»
Για εμάς ένας άλλος κόσμος δεν είναι μόνο εφικτός, είναι ΥΠΑΡΚΤΟΣ.”

Μια παρέα νέων της πόλης, προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, προετοιμάζονταν με συζητήσεις και αυτοεκπαίδευση να αφήσουν πίσω τους τη «χαβούζα» του Λεκανοπεδίου για μια δημιουργική μετεγκατάσταση στην ελληνική περιφέρεια.

Τελικά κατέληξαν να εγκατασταθούν το 1990 στο Πήλιο, μεταξύ δύο χωριών, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια «διευρυμένη οικογένεια» από 3-4 ζευγάρια, με ένα διαφορετικό -από τον κυρίαρχο- τρόπο ζωής. Συνάντησαν πολλές δυσκολίες στο εγχείρημά τους, δεν κατάφεραν πλήρως να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, αλλά είχαν κοινές δραστηριότητες και με άλλους ανθρώπους ντόπιους ή «νεοφερμένους» στην περιοχή προσπαθώντας να λειτουργήσουν σαν
παράδειγμα στην τοπική κοινωνία, ασχολούμενοι π.χ. με τη βιολογική-φυσική καλλιέργεια, τις βιοκλιματικές κατασκευές και εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τη διακίνηση οικολογικών προϊόντων, με το κίνημα των οικοκαλλιεργητών και το κίνημα ενάντια στα μεταλλαγμένα.

Καταγόμενοι οι ίδιοι ή έχοντας γονείς από χωριά, την επιστροφή τους ή την επανατοπικοποίησή τους -όπως την χαρακτήριζαν- δεν την έβλεπαν σαν «αναχώρηση» και απομόνωση από τη ζωή της πόλης ή σαν επιστροφή προς τα πίσω στο παρελθόν, αλλά σαν επιστροφή σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής, συνδεδεμένη με τη φύση και τα προβλήματα του συγκεκριμένου τόπου, τον οποίο ήθελαν να μετασχηματίσουν σε «ευ-τόπο». Για αυτό η επιστροφή τους …ήταν προς τα εμπρός, γιατί προσπάθησαν να δημιουργήσουν στοιχεία ενός μελλοντικού κόσμου, στα πλαίσια του κόσμου που άφησαν πίσω τους, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση ένας κρίσιμος αριθμός ανθρώπων, ικανών να βάλουν σε κίνηση και την ίδια την κοινωνία με στόχο την «ευζωία» της.

Ο Γιώργος Κολέμπας, γεννημένος το 1950 στην Ήπειρο, τέλειωσε Γυμνάσιο-Λύκειο στον Πειραιά, σπουδές στα Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1968-1972) με μεταπτυχιακό Aufbaustudium Informatik στο Μόναχο (1974-77). Στο διάστημα 1986-90, που ήταν καθηγητής στο Ελληνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Φραγκφούρτης έκανε σπουδές Οικολογίας στο πανεπιστήμιο Φραγκφούρτης.

Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης (1978-2008) με οργάνωση πολλών περιβαλλοντικών προγραμμάτων και συμμετοχή στα τοπικά κοινωνικά και οικολογικά κινήματα πολιτών. Ταυτόχρονα από το 1990, που εγκαταστάθηκε στο Πήλιο, έγινε και οικο-γεωργός με στόχο την προώθηση και οργάνωση της βιολογικής οικο-παραγωγής στην Ελλάδα και τη διακίνηση των οικολογικών προϊόντων. Από το 2008 ασχολείται πλέον εκτός από τις βιοκαλλιέργειες και με τη διαμόρφωση του προτάγματος της Τοπικοποίησης. Μιας στρατηγικής  στα πλαίσια της γενικότερης πρότασης της απο-ανάπτυξης. Σαν απάντηση στη παγκοσμιοποίηση και σαν δυνατότητα μετάβασης σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη-αμεσοδημοκρατική, οικολογική και αταξική κοινωνία της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών.

Έχει εκδώσει το αντίστοιχο βιβλίο: Τοπικοποίηση, από το παγκόσμιο στο τοπικό, καθώς και το βιβλίο: Κοινωνικοποίηση, η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη. Με τον Γιάννη Μπίλλα έχει εκδόσει το βιβλίο: Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης- τοπικοποίησης. Στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο: Άμεση δημοκρατία τον 21ο αιώνα έχει συμμετάσχει με το κείμενο: η οικονομία της μετάβασης προς την άμεση δημοκρατία. Έχει εκδώσει επίσης το βιβλίο με  τίτλο: Ο Σύγχρονος Κοινοτισμός. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο: Επιστροφή προς τα…μπρος, ένα αφήγημα βασισμένο σε πραγματική ιστορία.

 

Γιώργος Κολέμπας: Επιστροφή προς τα… μπρος!

Tvxs.gr

[…] Εμείς δε χρησιμοποιούσαμε τον όρο «αποκέντρωση». Προτιμούσαμε το «επανατοπικοποίηση». Συνδέαμε τον τόπο εγκατάστασής μας με τον «ου τόπο». Την ουτοπία που ξέραμε ότι δεν υπήρχε κάπου και που θα έπρεπε να τη δημιουργήσουμε. «Να δημιουργήσουμε τον κόσμο μας, μέσα στον κόσμο που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας». Ήταν το σύνθημά μας. Επιστροφή, αλλά όχι προς τα πίσω! Επιστροφή… προς τα μπρος! Ήταν το άλλο σύνθημά μας […] Για εμάς ένας άλλος κόσμος δεν είναι μόνο εφικτός, είναι ΥΠΑΡΚΤΟΣ. […]
Ο καθηγητής και οικογεωργός Γιώργος Κολέμπας, μιλά για την πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου Επιστροφή προς τα …μπρος!, ένα αφήγημα βασισμένο σε πραγματική ιστορία, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ταξιδευτής.

Το τελευταίο αυτό βιβλίο υπο μορφή αφηγήματος, είναι η σύνοψη απόψεων, προτάσεων, δράσης και τρόπου ζωής ενός μικρού κινήματος ανθρώπων, που την προηγούμενη 20ετία προσπαθούσαν «δια του παραδείγματος» να αναδείξουν ένα άλλο τρόπο ζωής και κοινωνικοπολιτικής πράξης, πέρα του κυρίαρχου νεοελληνικού κοινωνικού παραδείγματος και της πολιτικής-κομματικής δράσης.

Σήμερα στα πλαίσια της συνολικής κρίσης και του «ναυαγίου» του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρώ ότι η στροφή προς την «επανατοπικοποιημένη» κοινωνία μπορεί να αφορά σε ένα ευρύτερο σύνολο στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτό φαίνεται και από τα πολλά αυτοοργανωμένα, αυτοδιαχειριστικά και κοινοτικά εγχειρήματα, που ξεπήδησαν σήμερα, κατά την περίοδο της κρίσης, που έχει έρθει για να μείνει για πολύ καιρό στη χώρα.

Περισσότεροι πολίτες της  βλέπουν ότι είναι αναγκαίο από τη μια να ξεπερασθεί το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό μοντέλο «ανάπτυξης» που μας οδηγεί σε οικονομικές και οικολογικές καταστροφές. Από την άλλη αντιλαμβάνονται ότι για να είναι αυτό δυνατό, θα χρειασθεί ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και των ανέργων των πόλεων να μετεγκατασταθεί με δημιουργικό τρόπο στην περιφέρεια. Για να την αναζωογονήσουν και να στραφούν στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με εφαλτήρα τον αγροδιατροφικό τομέα και την μεταποίηση και όχι μόνο με τις υπηρεσίες και τον υπερδιογκωμένο μέχρι σήμερα τριτογενή.

Όλα αυτά τα χρόνια κάποιοι προσπαθούσαμε να υλοποιήσουμε  κάποιες πλευρές αυτής της πρότασης, σαν επιλογή,  και σαν τρόπο ζωής. Αυτοί οι πειραματισμοί ενός μικρού κινήματος μέχρι τώρα στην Ελλάδα, αλλού είναι αρκετά αναπτυγμένοι. Στην Αυστραλία π.χ, σχεδόν το 30% του πληθυσμού αφήνει πίσω τον μέχρι τώρα τρόπο ζωής του και επιλέγει ένα αποκεντρωμένο στηριγμένο στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα νέο τρόπο ζωής και δράσης.

Αν λοιπόν από ανάγκη στραφούν περισσότεροι νέοι προς αυτούς τους κοινωνικούς πειραματισμούς, πλατύτερα κοινωνικά στρώματα, τότε υπάρχουν πολλές δυνατότητες να λυθεί και το κοινωνικό και το οικολογικό πρόβλημα. Είναι μια επιλογή που θα μπορούσε να αποδειχθεί λύση για την επιβίωση, ιδίως των νέων σήμερα, αλλά και των επερχόμενων γενεών.

Στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας αυτής,  μπορεί να βοηθήσει το βιβλίο. Βέβαια όλα αυτά εκφράσθηκαν σε ένα κύκλο προηγούμενων βιβλίων με τη μορφή δοκιμίων. Γράφθηκαν εν μέρει μαζί με άλλους φίλους: Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο… στο τοπικό, Κοινωνικοποίηση, Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης – τοπικοποίησης, Η άμεση δημοκρατία στον 21ο αιώνα με το κείμενο: H οικονομία της μετάβασης προς την άμεση δημοκρατία και  Ο σύγχρονος κοινοτισμός.

Με τη μορφή αφηγήματος όμως, έχουμε περισσότερες δυνατότητες για επικοινωνία με μεγαλύτερο κύκλο ανθρώπων και πολιτών. Με όσους προβληματίζονται για την σημερινή πραγματικότητα του «γκριζόμαυρου», της παθητικότητας, της μη ανάληψης ευθυνών και της ανάθεσης σε «σωτήρες» από τον «μέσο πολίτη». Προωθώντας την ελπίδα που μπορεί να πηγάσει από την θετική προσωπική στάση, από την υπεύθυνη δημιουργική δράση, από τη στήριξη στα κοινά συλλογικά αγαθά και κυρίως από την ανάδειξη των διαπροσωπικών σχέσεων σε αυτό που ονομάζουμε σχεσιακά αγαθά στα πλαίσια ομάδων και συλλογικοτήτων.

Η γραφή με τη μορφή αφηγήματος που αναφέρεται στην προσπάθεια μιας παρέας φίλων για συνειδητή επιστροφή στην περιφέρεια, όπου υπάρχουν καλύτερες συνθήκες για τη δημιουργία συνθηκών του αύριο στα πλαίσια της ευτοπίας τους, άρχισε ταυτόχρονα με τη συγγραφή των δοκιμίων. Γραφόταν τμηματικά αναπολώντας στη μνήμη μου τα βιώματά τους.

Γι’ αυτό δεν περιγράφω ακριβώς όπως εξελίσσονταν τα πράγματα -πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να αναπαραχθεί ακριβώς το παρελθόν στο παρόν- αλλά όπως είχαν καταχωνιασθεί μέσα μου σαν μέλος της «διευρυμένης οικογένειας» και ξεπηδούσαν σιγά-σιγά στο συνειδητό και στη μνήμη μου, παίρνοντας ταυτόχρονα και μια απολογητική-αυτοκριτική χροιά μέσα από την διαμόρφωση του λόγου και των διαλόγων κυρίως.

Όπως καταλήγω στο τέλος:  Όταν σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι πάνω σε αυτά, διαπιστώνω από τη μεριά μου ότι διακατέχομαι μάλλον από την αθεράπευτη ελπίδα ότι ο άνθρωπος θα επιλέξει, ή τελικά θα αναγκασθεί, να στραφεί πάλι προς τις δύο «μάνες» που τον έφεραν σαν είδος ως εδώ. Την πρωταρχική μάνα γαία που τον γέννησε και τον τρέφει, και τη δεύτερη μάνα του που είναι η ομάδα, η κοινότητα, η κοινωνία, στα πλαίσια των οποίων μπορεί να εξασφαλίσει όχι μόνο την επιβίωση, αλλά και το ευ ζειν που λέγανε οι αρχαίοι μας, το buen vivir που λένε σήμερα οι ιθαγενικοί λαοί.

Η επιστροφή προς αυτές τις δύο μάνες δεν θα είναι προς τα πίσω, αλλά… προς τα εμπρός. Οι γιοί και οι κόρες μας, τα παιδιά και τα εγγόνια της σημερινής γενιάς των ανθρώπων, θα χρειασθεί, όχι μόνο να παίρνουν από αυτές τις μάνες και να τις εξαντλήσουν, όπως το κάνανε οι μέχρι τώρα γενιές. Θα χρειασθεί να τις φροντίσουν κιόλας, για να μπορούν να υπάρχουν μαζί και στο μέλλον. Για αυτό και η επιστροφή σε αυτές θα γίνει όχι προς τα πίσω, αλλά βασικά προς τα εμπρός.

Επιστροφή σημαίνει να ρίχνουμε ματιές προς τα πίσω για να ξαναπιάσουμε κάποια θετικά νοήματα του παρελθόντος, να τα αναδείξουμε στο παρόν, να τα πλέξουμε με καινούργια νοήματα και αξίες, ώστε να έχουμε ξανά το νήμα που θα μας οδηγήσει στην ευζωία των σημερινών και των μελλοντικών γενιών. Το προς τα εμπρός έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του ευτοπικού μας μέλλοντος υπό τις νέες συνθήκες που υπάρχουν και που απαιτούν αποκατάσταση των μέχρι τώρα καταστροφών και επαναφορά της οικολογικής ισορροπίας…

Η ελπίδα μου στηρίζεται ακριβώς εκεί, ότι δηλαδή κάποια στιγμή ο homo oeconomicus θα ξαναγίνει homo sapiens sapiens, ο «σοφός μοντέρνος άνθρωπος», και θα παραιτηθεί από την επέκταση της κυριαρχίας του σε όλο τον πλανήτη και θα αποφασίσει να ενταχθεί με ισορροπία στο φυσικό και κοινωνικό οικοσύστημα. Γι’  αυτό ευγνωμονώ τα παιδιά μας, που μεγαλώνοντας στο κτήμα κοντά μας, έχουν αντιληφθεί τις αγωνίες μας και μας έχουν ανανεώσει τις ελπίδες μας ότι με τα εφόδια που τους δώσαμε, με τις ιδέες μας και τον τρόπο ζωής που τους προσφέραμε, θα χαράξουν τον δικό τους δρόμο, ένα δρόμο επιστροφής… προς το δικό τους εμπρός, την ευτοπική πολυνησία της Ατλαντίδας τους.

Και μια τελευταία αναφορά μου: χωρίς τις συμβουλές και την επιμονή της Κρυσταλίας Πατούλη-δεν είχα προηγούμενη εμπειρία σε αφηγηματικό τρόπο γραφής-δεν θα είχε φθάσει στο τυπογραφείο η «Επιστροφή προς τα …μπρος!»
Γ.Κ.

Επιστροφή προς τα …μπρος!, Εκδόσεις Ταξιδευτής – 2017, 328 σελ.

Μια παρέα νέων της πόλης, προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, προετοιμάζονταν με συζητήσεις και αυτοεκπαίδευση να αφήσουν πίσω τους τη «χαβούζα» του Λεκανοπεδίου για μια δημιουργική μετεγκατάσταση στην ελληνική περιφέρεια.

Τελικά κατέληξαν να εγκατασταθούν το 1990 στο Πήλιο, μεταξύ δύο χωριών, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια «διευρυμένη οικογένεια» από 3-4 ζευγάρια, με ένα διαφορετικό -από τον κυρίαρχο- τρόπο ζωής. Συνάντησαν πολλές δυσκολίες στο εγχείρημά τους, δεν κατάφεραν πλήρως να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, αλλά είχαν κοινές δραστηριότητες και με άλλους ανθρώπους ντόπιους ή «νεοφερμένους» στην περιοχή προσπαθώντας να λειτουργήσουν σαν παράδειγμα στην τοπική κοινωνία, ασχολούμενοι π.χ. με τη βιολογική-φυσική καλλιέργεια, τις βιοκλιματικές κατασκευές και εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τη διακίνηση οικολογικών προϊόντων, με το κίνημα των οικοκαλλιεργητών και το κίνημα ενάντια στα μεταλλαγμένα.

Καταγόμενοι οι ίδιοι ή έχοντας γονείς από χωριά, την επιστροφή τους ή την επανατοπικοποίησή τους -όπως την χαρακτήριζαν- δεν την έβλεπαν σαν «αναχώρηση» και απομόνωση από τη ζωή της πόλης ή σαν επιστροφή προς τα πίσω στο παρελθόν, αλλά σαν επιστροφή σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής, συνδεδεμένη με τη φύση και τα προβλήματα του συγκεκριμένου τόπου, τον οποίο ήθελαν να μετασχηματίσουν σε «ευ-τόπο». Για αυτό η επιστροφή τους …ήταν προς τα εμπρός, γιατί προσπάθησαν να δημιουργήσουν στοιχεία ενός μελλοντικού κόσμου, στα πλαίσια του κόσμου που άφησαν πίσω τους, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση ένας κρίσιμος αριθμός ανθρώπων, ικανών να βάλουν σε κίνηση και την ίδια την κοινωνία με στόχο την «ευζωία» της.


Picture

Ο Γιώργος Κολέμπας, γεννημένος το 1950 στην Ήπειρο, τέλειωσε Γυμνάσιο-Λύκειο στον Πειραιά, σπουδές στα Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1968-1972) με μεταπτυχιακό Aufbaustudium Informatik στο Μόναχο (1974-77). Στο διάστημα 1986-90, που ήταν καθηγητής στο Ελληνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Φραγκφούρτης έκανε σπουδές Οικολογίας στο πανεπιστήμιο Φραγκφούρτης.

Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης (1978-2008) με οργάνωση πολλών περιβαλλοντικών προγραμμάτων και συμμετοχή στα τοπικά κοινωνικά και οικολογικά κινήματα πολιτών. Ταυτόχρονα από το 1990, που εγκαταστάθηκε στο Πήλιο, έγινε και οικο-γεωργός με στόχο την προώθηση και οργάνωση της βιολογικής οικο-παραγωγής στην Ελλάδα και τη διακίνηση των οικολογικών προϊόντων. Από το 2008 ασχολείται πλέον εκτός από τις βιοκαλλιέργειες και με τη διαμόρφωση του προτάγματος της Τοπικοποίησης. Μιας στρατηγικής  στα πλαίσια της γενικότερης πρότασης της απο-ανάπτυξης. Σαν απάντηση στη παγκοσμιοποίηση και σαν δυνατότητα μετάβασης σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη-αμεσοδημοκρατική, οικολογική και αταξική κοινωνία της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών.

Έχει εκδώσει το αντίστοιχο βιβλίο: Τοπικοποίηση, από το παγκόσμιο στο τοπικό, καθώς και το βιβλίο: Κοινωνικοποίηση, η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη. Με τον Γιάννη Μπίλλα έχει εκδόσει το βιβλίο: Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης- τοπικοποίησης. Στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο: Άμεση δημοκρατία τον 21ο αιώνα έχει συμμετάσχει με το κείμενο: η οικονομία της μετάβασης προς την άμεση δημοκρατία. Έχει εκδώσει επίσης το βιβλίο με  τίτλο: Ο Σύγχρονος Κοινοτισμός. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο: Επιστροφή προς τα…μπρος, ένα αφήγημα βασισμένο σε πραγματική ιστορία

 

Ελεωνόρα Σταθοπούλου: Ζούμε σε μία εποχή νομοτελειακά αποκαλυπτική

219876-eis_eleytherian2Η συγγραφέας Ελεωνόρα Σταθοπούλου αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη την εμπειρία της συγγραφής τού βιβλίου της Εις Ελευθερίαν, με αφορμή την πρόσφατη παρουσίασή του σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία από την Μαρία Αιγινίτου:

«Ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο είναι η αίσθηση πως ζούμε σε μία εποχή νομοτελειακά αποκαλυπτική. Από τα ακραία καιρικά φαινόμενα μέχρι τις ακραίες συμπεριφορές, τα πάντα αποκαλύπτουν την ακραία αδηφαγία που τα προκάλεσε.

Η αδηφαγία αυτή – όπως και όλα τα ελαττώματα εξάλλου – δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο να αναγνωρίζεται ως προτέρημα.

Κανείς, δηλαδή, δεν λέει επαινετικά ότι ο τάδε π.χ. είναι πολύ κακός άνθρωπος. Λέει όμως ότι ο τάδε είναι «γάτα» ή ότι είναι «τσακάλι» και τα μάτια του λάμπουν από έναν θαυμασμό που η λέξη «κακός» ποτέ δεν θα επέτρεπε.

Στην φυλακή αυτής της υποκρισίας βρίσκονται όλοι σχεδόν οι ήρωες του «Εις Ελευθερίαν», με εξαίρεση τους κλειδούχους.

Αν είχα γράψει το διήγημα νεώτερη, οι τελευταίοι θα ήταν πρόσωπα εξαιρετικά αντιπαθή στον αναγνώστη. Επειδή όμως είναι πολλοί αυτοί που πάγωσαν από θυμό στις μέρες μας, το ένστικτο της επιβίωσης με έκανε να επιλέξω το χιούμορ.

Έτσι οδηγήθηκα στην καθαρεύουσα. Σαν γλώσσα μιας αλαζονικής εξουσίας προκάλεσε κάποτε κι αυτή το θυμό, για να καταλήξει στο γέλιο.

Η χρήση της με βοήθησε να προβάλω τη γελοιότητα του κακού, αντίληψη έμφυτη εξάλλου σε όλους τους έλληνες.

Αντίθετα, για τους έγκλειστους επέλεξα μια άλλη γλώσσα: αυτή των θαυμάτων.

Το καλό δε μεταμορφώνεται σε καρικατούρα όπως το κακό αλλά του δίνεται το χάρισμα της πτήσης.

Τα σκοτωμένα παιδιά γίνονται πεταλούδες. Ο πνιγμένος ναυαγοσώστης, δελφίνι. Ο ερωτευμένος σχοινοβάτης, αστέρι. Ο εγκληματίας, άγγελος, κ.οκ.. Όλοι επανακτούν δηλαδή τη μορφή της βαθύτερης φύσης τους και μ’ αυτόν τον τρόπο ελευθερώνονται.

Η επιλογή των δύο αυτών γλωσσών μού ήταν τόσο απαραίτητη ώστε μου φάνηκε φυσική όπως στον ερωτευμένο το χάδι.

Γι’ αυτό όταν με φόβισαν πως γράφω σε μία ξένη γλώσσα, χάρηκα γιατί σκέφτηκα ότι γράφω για ξένους. Όταν όμως μου τους μέτρησαν στα δάχτυλα του ενός χεριού, ξύπνησα γιατί είναι εξαιρετικά σπάνιο μέσα στα εκατομμύρια των ομοιόμορφων κυμάτων να βρεθεί ο ξένος που θα διαβάσει το γράμμα στο μπουκάλι σου.

Σίγουρα θα έμενα στη μοναξιά αυτής της εντύπωσης αν δεν αποφάσιζα να δω το έργο στο θέατρο.

Πήγα χωρίς όρεξη να παρακολουθήσω κάτι που είχα ήδη ξεχάσει. Δεν ήταν άδεια η αίθουσα όπως περίμενα. Αντίθετα γέμισα σαν από θαύμα. Και σαν από θαύμα το κοινό γέλαγε και οι ηθοποιοί λες και μίλαγαν μια γλώσσα μητρική.

Και καθόλου δεν πείραζε που ο χώρος ήταν και φαινόταν ένα πρώην εργαστήριο επισκευής τηλεοράσεων.

Στα μόρια του αέρα είχε κάτι από το σπίτι μου που σαν από θαύμα γέμισε κόσμο.-»

Η συλλογή διηγημάτων «Εις Ελευθερίαν» της Ελεωνόρας Σταθοπούλου που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εστία, παρουσιάζονται σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία της Μαρίας Αιγινίτου στον Πολυχώρο ΚΕΤ για 16 παραστάσεις.

«Στις σκοτεινές της τυραννίας εποχές, οι άνθρωποι συνθλίβονται από την πραγματικότητα. Εκείνοι, που συνεχίζουν να πιστεύουν στο θαύμα της συμμετοχής στο μυστήριο του βίου, συχνά ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Μέσα στο μαγικό κόσμο της Ελεωνόρας Σταθοπούλου, τα πλάσματα αυτά, μέσω της μαρτυρικής τους σιωπής, αναδύονται στο φως» ως χαράς επιφώνημα, ως αυταπαρνήσεως δύναμη».  Μαρία Αιγινίτου

Η Λουΐζα Φόξη, μετά το θάνατο του αδελφού της, ζει έγκλειστη υπό την αυστηρή επίβλεψη του πατέρα της. Μεγαλώνοντας φυλακισμένη, χωρίς πρόσβαση στη γνώση, αποκλεισμένη από την τοπική κοινωνία της Σύρου, βρίσκει καταφύγιο σ’ έναν κόσμο φανταστικό, όπου «πλήθος θαυμάτων συντελούνται διαρκώς». Τη μέρα των δέκατων έκτων γενεθλίων της θα εγκαταλείψει το πατρικό της σπίτι προς άγνωστη κατεύθυνση, «εις ελευθερίαν»…


Συντελεστές της παράστασης:

Διασκευή – Σκηνοθεσία: Μαρία Αιγινίτου
Επιμέλεια σκηνικού χώρου, κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου – Αριστοτέλης Καρανάνος
Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς
Μουσική: Ελένη Ευθυμίου
Επιμέλεια κίνησης: Φαίδρα Σούτου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου
Παίζουν: Γιώργος Σταυριανός, Τάνια Παλαιολόγου, Λάμπρος ΠαπαγεωργίουΦωτογραφίες: Γιάννης Πρίφτης

Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά

Από τις 14 Ιανουαρίου μέχρι και τις 26 Φεβρουαρίου 2017, κάθε Σάββατο και Κυριακή | ώρα 21:00

Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων: Κύπρου 91Α & Σικίνου 35Α, Κυψέλη. Επικοινωνία: 213 00 40 496, 69 45 34 84 45, info@polychorosket.gr
Είσοδος: 10 €, 8 €, 5 € (φοιτητικό, κάρτα ανεργίας, ΣΕΗ)

Πρόσβαση:

  • Με αυτοκίνητο: εύκολο παρκάρισμα
  • Με λεωφορείο: (στάση Καλλιφρονά): 054, 608, 622, Α8, Β8
  • Με τρόλει: (στάση Καλλιφρονά): 3, 5, 11, 13, 14, στάση Πλατεία Κυψέλης): 2, 4
  • Με ΗΣΑΠ: Άγιος Νικόλαος (12 λεπτά με τα πόδια)
  • Χάρτης

Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/theatro/eleonora-stathopoyloy-zoyme-se-mia-epoxi-nomoteleiaka-apokalyptiki

Φωτεινή Τσαλίκογλου: Είμαστε πλάσματα υπό μετακόμιση

219804-tsalikoglou[…] Η ηρωίδα της μετακόμισης έχει ημερομηνία γέννησης, αλλά δεν έχει ημερομηνία θανάτου. Ο λόγος είναι απλός: Η Ευρυδίκη Ματθαίου είναι αυτό που λέμε συγγραφέας. Με άλλα λόγια, είναι κάποιος που φτιάχνει ιστορίες για να ξεγελάει το θάνατο. Με λέξεις και με λευκές σελίδες, με γραμμένα και με κενά, άγραφα διαστήματα, ταξιδεύει. Και αυτό το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ […] Αυτό το «μαζί» κάνει το λόγο να αποκτά μια δύναμη, σα να τον ανασύρει από το λήθαργο και τη λήθη του εαυτού […] Ίσως εκεί βρίσκεται και η μυστική δύναμη των λέξεων: Μια υπόσχεση για ασφάλεια μαζί με ελευθερία […]

Η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Η μετακόμιση» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Φ.Τσ.: Η Μετακόμιση μιλά για μια γυναίκα που λόγω ηλικίας -έχει περάσει τα 80- και λόγω συνθηκών έχει μείνει μόνη της –αφού όλοι οι κοντινοί της συγγενείς έχουν φύγει από τη ζωή.

Έχει χάσει οικογένεια, γονείς, φίλους, εραστές, την θετή της κόρη. Το μόνο που τής απομένει είναι το πατρικό της σπίτι το οποίο συμπυκνώνει όλη την ιστορία της ζωής της, που όμως, ετοιμάζεται να το εγκαταλείψει.

Όλη η ιστορία εξελίσσεται αυτό το τελευταίο βράδυ στο πατρικό της σπίτι, πριν έρθει να την πάρει ένα αυτοκίνητο για να την πάει σε έναν οίκο φιλοξενίας ηλικιωμένων, που κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε «ευγηρίας».

Από το σπίτι της που έζησε τις τέσσερις εποχές της ζωής της, ετοιμάζεται να μετακομίσει σε ένα χώρο που τον ονομάζω «Πέμπτη εποχή».

Τι θα πάρει μαζί της; Τι θα αφήσει; Ποια ιστορία ζωής θα κουβαλήσει μαζί της; «Ιστορία ζωής, που…» όπως και συ το λες, μέσα από τη φράση του Μαρκές: «…δεν είναι αυτή που ζήσαμε, αλλά εκείνη που θυμόμαστε, κι όπως τη θυμόμαστε για να τη διηγηθούμε», ή ίσως αυτή που ξεχνάμε για να ξανασυναρμολογήσουμε όταν, κι αν, χρειαστεί.

Αυτή την τελευταία νύχτα στο πατρικό της, θα φτιάξει μια τέτοια ιστορία ζωής και με αυτήν υπό μάλης θα επιβιβαστεί για τη νέα της κατοικία.

Δώδεκα ώρες, λοιπόν, τής μένουν, για να θυμηθεί, να αναπλάσει, να επινοήσει, να κατασκευάσει, μια ιστορία ζωής, να δοκιμάσει τις δυνατότητες που έχει η γλώσσα της να αναπαραστήσει τα γεγονότα. Όσα έζησε, όσα λησμόνησε, όσα λαχτάρησε, όσα φοβήθηκε.

Μαζί με την ηρωίδα μου, σαν συγγραφέας, αναρωτιέμαι μαζί της,  τί μπορεί να κάνει ο λόγος, η γλώσσα; Τι μπορεί να κάνει για τα κενά της μνήμης της, πώς μπορεί να προστατευτεί από αυτά τα κενά; Ή πώς μπορεί να αφεθεί σ’ αυτά τα κενά;  Πώς μπορεί να τα εμπιστευτεί; Και μήπως έχουν κάτι να της πουν αυτά τα κενά της μνήμης;

Τι μπορεί να κάνει με τα κενά της μνήμης, μια γυναίκα που έχει άνοια; Αυτό το «α» το στερητικό, της άνοιας, όμως δεν ισχύει εδώ. Είναι ένα «α» εμπλουτιστικό στην περίπτωσή της. Όλα αυτά που ξεχνάει είναι ένας πλούτος στην ιστορία της.

Κρ.Π.: Σε μία μεταβατική φάση του κάθε ανθρώπου, σε μία… μετακόμιση, δηλαδή, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, έχει σημασία, υπάρχει ανάγκη, να ανανοηματοδοτήσουμε την ιστορία μας και τα κενά της;

Φ.Τσ.: Ναι, είμαστε πλάσματα υπό μετακόμιση έτσι ή αλλιώς, για να μη πω ότι ζούμε σε ένα σύμπαν υπό μετακόμιση. Με αυτή την έννοια, αυτή η γυναίκα, είναι μία εμβληματική φιγούρα. Ίσως δεν είναι τυχαίο και το όνομά της, Ευρυδίκη, που όπως συμβολίζεται από την μυθολογία, είναι ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα.

Βέβαια η γοητεία με τη γραφή, είναι ότι μεταμορφώνει τον συγγραφέα σε αναγνώστη. Μοιράζομαι τώρα μαζί σου σκέψεις εκ των υστέρων, αφού τελείωσε το βιβλίο.

Υπάρχει αυτό το μαγικό εκ των υστέρων, που πολλαπλασιάζει ένα βιβλίο, σε κάνει να νομίζεις ότι μπορεί να είναι δέκα και είκοσι βιβλία, άπειρα βιβλία μαζί, γιατί κάθε φορά σού προσφέρεται για μια διαφορετική ανάγνωση. Άρα είναι σα να σου χαρίζεται και μια νέα ζωή.

Ο συγγραφέας, είναι λίγο σα να έχει την ψευδαίσθηση ότι δεν πεθαίνει ποτέ, σα να του χαρίζεται άλλη μια ζωή, όπως με τη Σεχραζάτ και τον πέρση βασιλιά στο Χίλιες και μια νύχτες, που όσο του έλεγε την ιστορία δεν την σκότωνε, δεν πέθαινε.

Είναι η αγωνία, επομένως, η ιστορία να μην τελειώσει ποτέ για να μην πεθάνεις, ή ίσως η Ευρυδίκη κομίζει αυτή την αγωνία: Η ιστορία να μην τελειώσει ποτέ! Και δεν τελειώνει ποτέ, γι’ αυτό και δεν πεθαίνει η ηρωίδα μου.

Κρ.Π.: Κι αν τελειώσει βίαια η ιστορία και η ανανοηματοδότησή της, χάνεται και η δυνατότητα του μοιράσματος με τους άλλους;

Φ.Τσ.: Έχει κακό τέλος η ιστορία που δεν ανανοηματοδοτείται και δεν μοιράζεται. Ενδέχεται να βρεθείς σαν πτώμα, φιμωμένος, βιασμένος, κρυμμένος, από ένα άλλο επίσης πτώμα που υποδύεται τον άνθρωπο, που έχει κι αυτός χάσει ή που του έχουν στερήσει τη δυνατότητα ομιλίας του, την δυνατότητα αφήγησής του.

Κρ.Π.: Η Ευρυδίκη, δεν έχει χάσει την ομιλία της, αλλά έχει έναν δικό της τρόπο να ανανοηματοδοτεί τις λέξεις…

Φ.Τσ.: Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, την βρίσκουμε σε μια στιγμή να λέει ότι είναι ποιήτρια, γιατί είναι σα να βλέπει τις λέξεις για πρώτη φορά.

Αυτό, το να βλέπει κάποιος τις λέξεις για πρώτη φορά, μπορεί να το κάνει ένα παιδάκι, μπορεί να το κάνει ένας τρελός, μπορεί να το κάνει ένας ανοϊκός, μπορεί όμως να το κάνει κι ένας μεγάλος συγγραφέας, όπως ο Χέμινγουέι: «Σε όλη μου τη ζωή κοίταζα τις λέξεις σα να τις βλέπω  πρώτη φορά». Να βλέπουμε για πρώτη φορά, τη λέξη, ή το θαύμα της ζωής. Σα να γεννιέται η λέξη από το πουθενά. Σα να είναι ένας Θεός, δηλαδή.

Εδώ, στο θαύμα της λέξης, στην έκπληξη που γεννά, είναι το σημείο τομής, που συναντάται ένας συγγραφέας με έναν αλλαφροϊσκιωτο, με έναν ανοϊκό ή με ένα μωρό.

Όσοι γράφουν το νιώθουν μέσα στο δέρμα, στο μυαλό, στην καρδιά τους, πως «είναι άνθρωποι οι λέξεις, κι αν δεν τις ακούσεις, πεθαίνουν».

Κρ.Π.: Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή η Ευρυδίκη έχει αυτή την σχέση έκπληξης με τις λέξεις, μπορεί να πραγματοποιήσει και το παιδικό της όνειρο, που είναι ν’ αρχίσει να γράφει;

Φ.Τσ.: Που είναι να γράφει ή να μην τελειώνει ποτέ η εξιστόρηση της ιστορίας, που λέγαμε πριν… Να αρχίζει ξανά.

Και δεν είναι τυχαίο, που σε εκείνο το σημείο υπάρχει ένα απόσπασμα από την Οδύσσεια. Γιατί ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη για να ξαναφύγει. Δεν μένει στην Ιθάκη. Νομίζουμε ότι τελειώνει η ιστορία του, με την επιστροφή στην Ιθάκη, αλλά δεν τελειώνει. Μένει λίγο, και φεύγει ξανά. Κι αυτό είναι αυτό που κάνει τον Οδυσσέα, Οδυσσέα: Όχι το ότι επέστρεψε, αλλά ότι δεν έμεινε εκεί που επέστρεψε.

Κρ.Π.: Άρα το μεγαλύτερο «έγκλημα» είναι να σταματήσουμε το ταξίδι μιας ιστορίας;

Φ.Τσ.: Είναι σαν το ακίνητο σώμα. Το ακίνητο παραπέμπει στο νεκρό. Παραπέμπει στην κακοποίηση, παραπέμπει σε μια φρικτή ιεροτελεστία θανάτου.

Κρ.Π.: Αυτό είναι, θα λέγαμε, και το κύριο μήνυμα της Μετακόμισης; Ότι μια ανθρώπινη ιστορία, δεν πρέπει να τελειώνει ποτέ; Κι ότι συνέχεια χρειάζεται να ανανοηματοδοτείται και να μοιράζεται;

Φ.Τσ.: Ναι! Χρειάζεται όμως κάποιος να είναι εκεί, για να την αφουγκραστεί και να σε κάνει να πιστέψεις ότι αξίζει, κι ότι αυτή η ιστορία, δεν είναι κάτι που το λες μόνο εσύ στον εαυτό σου σαν κάποιον που ονειροβατεί, που μέσα στο ύπνο του μιλάει και ακούει πίσω του την ηχώ της φωνής του, να επαναλαμβάνει αυτά που λέει.

Κρ.Π.: Το μοίρασμα έχει μεγάλη σημασία, δηλαδή. Όπως έχει πει ο ψυχαναλυτής Κώστας Νασίκας, πως: Αν δεν μοιράζονται τα βιώματα, χάνεται η ανθρώπινη διάσταση;

Φ.Τσ.: Το μοίρασμα, ή μια συνακρόαση.

Κρ.Π.: Όπως και στο βιβλίο σου, που η Ευρυδίκη Ματθαίου, λέει ότι θα πρότεινει στην νεαρή ψυχολόγο: «Για μια και μόνο ώρα να ήμασταν μαζί»;

Φ.Τσ.: Ναι, αυτό το «μαζί», που είναι μια λέξη που την έχουμε ευτελίσει και την έχουμε κάνει  διαφημιστικό σλόγκαν.

Αυτό το «μαζί» είναι μια ιερή έννοια. Πάμε να την αδειάσουμε από το νόημά της, αλλά αυτό το «μαζί» έχει ένα νόημα που από μόνο του αντιστέκεται, που πραγματικά τιμάει την μοναχικότητα του λόγου.

Δηλαδή, αυτό το «μαζί» κάνει το λόγο να αποκτά μια δύναμη, σα να τον ανασύρει από το λήθαργο και τη λήθη του εαυτού.

Κρ.Π.: Μαζί, για μην αποκλειστεί κανείς, δηλαδή. Μα, και αρχετυπικά από την αρχαία Ελλάδα, η μεγαλύτερη ύβρις ήταν ο αποκλεισμός κάποιου από την κοινότητα, ή να τον ξεχάσουν. Ο αποκλεισμός, η αδικία και η λήθη, ανάγκαζαν τις επόμενες γενιές να εμπλακούν για εξιλέωση. Άρα πώς να αντέξει να αποκλείσει κάποιος από το ίδιο το μυαλό του τη ζωή του;

Φ.Τσ.: Αυτή η άγνωστη γλώσσα, που δεν μπορεί να επικοινωνηθεί. Αν κάποιος δεν μπορεί να επικοινωνήσει τη γλώσσα του και να μοιραστεί την ιστορία του, ανοίγει ο δρόμος για την βια. Αυτή είναι και η διαγενεαλογική διάδοση της βίας. Είναι ένα τρομακτικό στίγμα, κάθε εποχής, το ότι μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Είναι ο κύκλος της βίας που αναπαράγεται.

Κρ.Π.: Οπότε για να αντέξει η ηρωίδα τον «αποκλεισμό» της μέσα σε ένα γηροκομείο, για να το πούμε με άλλα λόγια, εφευρίσκει έναν δικό της τρόπο;

Φ.Τσ.: Και που δεν είναι μόνο ένας αποκλεισμός μέσα σε ένα γηροκομείο, είναι και ένας αποκλεισμός μέσα σε μία τάξη πραγμάτων και σημαινόντων, όπου, π.χ.: ο ουρανός πρέπει να είναι μπλε, ο μαθητής πρέπει να είναι ήσυχος ή άτακτος, το ύφασμα πρέπει να είναι μονόχρωμο ή πολύχρωμο, όπου οι λέξεις πρέπει να έχουν ένα μόνο συγκεκριμένο νόημα.

Κι όταν πας να αναταράξεις αυτό το νόημα, και να πεις π.χ.: ο άτακτος ουρανός ή ο μπλε μαθητής, βάζοντάς τις λέξεις σε μια άλλη μεταξύ τους σύναψη, αυτόματα αυτή η διαφοροποίηση σε αποκλείει από την τάξη των έλλογων όντων.

Η κυρία Ευρυδίκη θέλει να το υπερασπιστεί αυτό, δεν θέλει αυτό να είναι ένας δείκτης της έκπτωσης λόγω γήρατος των νοητικών της λειτουργιών.

Η κυρία Ευρυδίκη διεκδικεί ο ιδιαίτερος τρόπος που αντιλαμβάνεται τον κόσμο να είναι ένας δείκτης ενός δημιουργικού μυαλού, που εξακολουθεί με τους δικούς του όρους να ξαναγράφει την ιστορία. Μέσα στην περιβάλλουσα ρευστότητα  να προσλαμβάνει συνεχώς με νέους όρους, το νόημα των πραγμάτων.

Κρ.Π.: Και να ανακατασκευάζει συνέχεια το παρελθόν, άρα το παρόν και το μέλλον;

Φ.Τσ.: Ένα χαρακτηριστικό σημείο είναι το οικογενειακό άλμπουμ, που φτιάχνει για το θετό μωρό της, που βρήκε στην χώρα των προγόνων της την Κωνσταντινούπολη, και δεν ξέρει από που κατάγεται. Μπορεί να είναι εβραιοπουλάκι, μπορεί να είναι μουσουλμανάκι, μπορεί να είναι χριστιανάκι.

Φτιάχνει, λοιπόν αυτό το άλμπουμ με φωτογραφίες που διαλέγει από ένα παλαιοπωλείο, κατασκευάζει μια βιολογική οικογένεια για το παιδί της. Φτιάχνει μια ιστορία από το πουθενά. Γιατί η ιστορία είναι κι αυτή που φτιάχνουμε εμείς για τον άλλον, και όχι αυτή που ο άλλος έζησε.

Κρ.Π.: Όμως φαίνεται πως το παιδί αυτό μεγαλώνοντας αντέδρασε σε αυτή την κατασκευή.

Φ.Τσ.: Ναι, αντέδρασε η κόρη της, γιατί δεν αντέχεται τελικά μια άκρως κατασκευασμένη ιστορία. Δεν πρόλαβε να έχει τα υλικά για να ξεχωρίσει μια άλλη αλήθεια που μπορεί να κρύβεται μέσα στην κατασκευή. Θέλεις να έχεις τη θαλπωρή μίας ιστορίας όπως έγινε, κι όχι όπως τη φαντάστηκε η μαμά σου. Εκεί, αρχίζουν τα δύσκολα. Το μωράκι της μεγάλωσε, έγινε κοπέλα, που θέλησε να μάθει μια αλήθεια που δεν πρόλαβε η μητέρα της να μοιραστεί μαζί της. Μια αλήθεια αποδεσμευμένη από το «γεγονός».

Αυτό το βιβλίο κάπου βασανίζεται με το καθεστώς της αλήθειας και του ψεύδους. Δηλαδή, βασανίζεται να τοποθετηθεί στο καθεστώς τού τι είναι αλήθεια, τι είναι ψεύδος, τι είναι απάτη… Η φράση του Paul Veyne «Η αλήθεια δεν είναι η ύψιστη των γνωστικών αξιών» είναι συνεχώς στο μυαλό μου.

Κρ.Π.: Και ο καθένας έχει ανάγκη να έχει για τον άλλον μια ιστορία συγκεκριμένη, αλλά καμία ιστορία δεν είναι συγκεκριμένη; Και γι αυτό χρειάζεται το μαζί και το μοίρασμα σε μία συνεχή εξέλιξη των ιστοριών μας; Διότι αν γίνουν συγκεκριμένες, όπως είπες, και μπει μια τελεία και μια παύλα, έρχεται ο θάνατος;

Φ.Τσ.: Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι που θα πεθάνουμε, παλεύουμε ανάμεσα σε μια ζωτική ανάγκη για ασφάλεια και σε μια εξίσου ζωτική ανάγκη για ελευθερία.

Κρ.Π.: Τελικά όμως μια μορφή ασφάλειας από πού μπορεί πραγματικά να προέλθει; Από το μαζί; Από τη γνώση ότι ο άλλος είναι εκεί, δίπλα μας;

Φ.Τσ.: Ναι, κι ότι μέσα στην ελευθερία δεν κινδυνεύεις να κακοποιηθείς, δεν κινδυνεύεις να αφανιστείς, ότι υπάρχει και ασφάλεια μέσα στην ελευθερία, μέσα στην αυτοδιάθεση. Θα είναι ο άλλος εκεί, ή ο άλλος εαυτός σου για να σε προστατεύσει, να σε περιθάλψει.

Το μητρικό στοιχείο, τελικά, αυτή η φαντασίωση μιας μητέρας που θα σε περιέχει μέσα στην αγκαλιά της. Κι ότι αυτή η μητρική αγκαλιά, θα υπάρχει μέσα στο καθεστώς ελευθερίας. Αυτό είναι.

Κρ.Π.: Μια μητρική αγκαλιά, που πρέπει και εμείς να την προσφέρουμε στον εαυτό μας και στους άλλους, και οι άλλοι στον εαυτό τους και σε μας…

Φ.Τσ.: …Που να μην υπάρχει μόνο στη βρεφική, αλλά και στην ενήλικη ζωή σου. Στην ενήλικη, ελεύθερη, αυτοδύναμη, υποτίθεται, ζωή σου. Δεν την υπονομεύει, συμπορεύεται μαζί της, αυτό το στοιχείο του μητρικού.

Κρ.Π.: Μα, δεν λέμε ότι, οι άνθρωποι ενηλικιώνονται όταν γίνουν οι γονείς του εαυτού τους; Άρα πρέπει να έχουμε πάντα μέσα μας αυτό το μητρικό και το πατρικό;

Φ.Τσ.: Ίσως εκεί βρίσκεται και η μυστική δύναμη των λέξεων: Μια υπόσχεση για αυτή την ασφάλεια μαζί με ελευθερία…

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Η μετακόμιση, Εκδόσεις Καστανιώτη – 2016

«Όταν μεγαλώσω, δεν ξέρω τι θα θέλω να κάνω, μπορεί να μου αρέσει να γίνω συγγραφέας και να γράφω ιστορίες. Μπορεί να θέλω να γίνω γιατρός. Μπορεί να είμαι τυχερή… Να βρω το φάρμακο που θα διώχνει μακριά τις σφαίρες, την πείνα, τα άγρια μάτια».

Να κατασκευάζεις μια ιστορία ή πολλές διαφορετικές κι ασύμβατες μεταξύ τους ιστορίες για τον εαυτό σου και τον κόσμο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από αυτές τις επινοημένες ιστορίες ζωής.

Η Ευρυδίκη Ματθαίου γεννήθηκε στις 19 Απριλίου του 1937. Η μετακόμιση είναι η αληθινή ιστορία της ζωής της, όπως κατάφερε να την αναπλάσει στη μνήμη της μια νύχτα του 2019: μετά τον πόλεμο χάνει τη μικρή αδελφή της από αδέσποτη σφαίρα, δεκατεσσάρων χρόνων μέσα σε ένα περίπτερο κάνει έρωτα για πρώτη φορά, η μαμά ακούει Τένεσι Ουίλιαμς στο ραδιόφωνο, ένας εξόριστος άντρας είναι ερωτευμένος με τον πατέρα της, αργότερα ένα ξένο μωρό στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δικό της μαζί με ένα κλεμμένο οικογενειακό άλμπουμ, μια γάτα, η Καρλότα, αδιαφορεί για τα νεκρά παιδιά στις θάλασσες του Αιγαίου.

Γερνάω, θυμάμαι, λαχταρώ, επινοώ, επισκευάζω τα κενά μνήμης, ανακαλύπτω. Γεννιέμαι ξανά.

Η Ευρυδίκη λίγο πριν από το τέλος πραγματοποιεί το παιδικό της όνειρο.

Κεντρική φωτογραφία: Αλέξανδρος Ακρίβος

Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/biblio/foteini-tsalikogloy-eimaste-plasmata-ypo-metakomisi

Πώς γράφτηκε η νουβέλα: Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους Φούρνους

203232-kamouzas_papaioannou[…] Ήθελα να φτιάξω μια ιστορία που να μιλάει για τη δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων που σφυρηλατούνται κι ανθίζουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες.  Για τη δύναμη που πηγάζει από τη θέληση του ανθρώπου για ζωή. Για το φως που υπάρχει πάντα μέσα στο σκοτάδι, για την έμφυτη και ζωτική ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία. Για όλα τα ωραία που ανακαλύπτει κανείς, μέσα στα πιο βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης, σκληρής, Ιστορίας. […] Η Μαριλένα Παπαϊωάννου αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– της νουβέλας «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους Φούρνους«, εκδόσεις Εστία.

«Το «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους Φούρνους» γράφτηκε, αρχικά, εν βρασμώ ψυχής. Μετά έμεινε στο συρτάρι για κάμποσο καιρό μέχρι να καταλαγιάσουν τα μέσα μου, και πολύ αργότερα, επανήλθε στο φως.

Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η ιστορία του βιβλίου βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη τον Αύγουστο του 1947 στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, και το οποίο βρήκα πριν από μερικά χρόνια καταγεγραμμένο στις προσωπικές σημειώσεις του παππού μου.

Την περίοδο των μαζικών συλλήψεων, των εκτοπισμών σε τόπους εξορίας και των εκτελέσεων αριστερών και συμπαθούντων την αριστερά ανδρών και γυναικών, σ’ ένα μικροσκοπικό κελί, βρέθηκαν στοιβαγμένοι καμιά εικοσιπενταριά άνδρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι δάσκαλοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες.

Περιμένοντας να μάθουν «τι θ’ απογίνουν…», όπως γράφει ο παππούς μου, και σε συνθήκες φρικτής ζέστης και βρώμας, κάθε μεσημέρι, στα κρατητήρια συνέβαινε ένα μικρό θαύμα. Ο χωροφύλακας υπηρεσίας, ένας από τους «άλλους», εμφανιζόταν μπρος απ’ τα κελιά των ανδρών, και ενώ τους έβριζε ουρλιάζοντας χυδαία, γέμιζε κρυφά τα παγούρια τους με νερό που έφερνε από την παγωνιέρα της αστυνομίας.

Δεν γνώριζε κανέναν από τους κρατούμενους, ούτε και ποτέ συνδέθηκε μαζί τους προσωπικά, όμως, για όσο παρέμεινε εκεί τούτη η ομάδα ανδρών, κάθε μέρα τούς δρόσιζε με φρέσκο νερό.

Ο παππούς μου περιγράφει αυτό το σκηνικό σε δύο μόνο παραγράφους, με τρόπο εντυπωσιακά ψύχραιμο και αποστασιοποιημένο, αφήνει όμως ξεκάθαρα να φανεί πως η πράξη του χωροφύλακα υπήρξε ευεργετική, αν όχι σωτήρια, για τα σώματα, και κυρίως για τις ψυχές, των κρατουμένων.

Όταν το διάβασα, η αλήθεια είναι ότι σχεδόν δεν μπορούσα να το πιστέψω. Με συγκλόνισε σαν άνθρωπο, χαράχτηκε στη σκέψη και στην καρδιά μου, κι έκτοτε δεν ξεκόλλησε ποτέ.

Πολύ γρήγορα, και με τρόπο υποσυνείδητο, με παρακίνησε να πλάσω μια ιστορία γύρω από το συγκεκριμένο συμβάν, χωρίς βέβαια να γνωρίζω ή έστω να διαισθάνομαι τότε το γιατί – τώρα ξέρω, ήθελα απλώς να μοιραστώ μια ιστορία που μέσα μου είχα καταγράψει ως σπουδαία.

Αν και το όνομα του χωροφύλακα δεν υπάρχει στις σημειώσεις του παππού μου(ίσως μάλιστα να μην το γνώριζαν οι κρατούμενοι), η κίνησή του έμεινε στην ψυχή μου ως ένα συγκινητικό δείγμα ανθρωπιάς.  Ήταν συγκλονιστική, γιατί μέσα της έκλεισε όλη την απλότητα, μα και τη δύναμη, της ανθρώπινης ψυχής.

Για να μπορέσω να πλάσω μια πειστική ιστορία γύρω από το συμβάν αυτό, πέρα από τις σημειώσεις του παππού μου και τις προφορικές αφηγήσεις των δικών μου, ανέτρεξα σε ιστορικά βιβλία, ντοκουμέντα και αρχεία, αλλά και σε υλικό που έχει καταγραφεί σχετικά με τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων, τους τόπους εξορίας, τις φυλακές και τα έκτακτα στρατοδικεία.

Έπεσα πάνω σε ανατριχιαστικά στοιχεία, πολλά από τα οποία μου φάνηκαν σχεδόν μη πιστευτά. Διάβασα κι άκουσα πράγματα που μ’ έκαναν να ντρέπομαι που είμαι άνθρωπος, μα κι άλλα που μ’ έκαναν να νιώσω βαθιά συγκίνηση. Εξού και αποφάσισα να εισάγω ένα φανταστικό πρόσωπο στην ιστορία μου, τη Γαλιανή.

Ήθελα με κάποιον τρόπο να μπορώ να «βγάζω» τους κρατούμενους από τον πραγματικό τους κόσμο και να τους βάζω, για λίγο, σε έναν φανταστικό. Ήθελα, περιμένοντας τον θάνατό τους, οι άνθρωποι αυτοί να μπορούν να ονειρεύονται τη ζωή.

Εκ των υστέρων, και έχοντας πλέον μια κάποια συναισθηματική απόσταση, νομίζω ότι αυτό που ήθελα να κάνω είναι πολύ απλό. Ήθελα να φτιάξω μια ιστορία που να μιλάει για τη δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων που σφυρηλατούνται κι ανθίζουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες.

Για τη δύναμη που πηγάζει από τη θέληση του ανθρώπου για ζωή. Για το φως που υπάρχει πάντα μέσα στο σκοτάδι, για την έμφυτη και ζωτική ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία. Για όλα τα ωραία που ανακαλύπτει κανείς, μέσα στα πιο βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης, σκληρής, Ιστορίας.-»


Μαριλένα Παπαϊωάννου, Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους Φούρνους, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016

«Ο Λάιος τον διέκοψε απότομα.
Και πάλι δεν με κατάλαβες, είπε απελπισμένος και τον έπιασε απ’ το μπράτσο κάνοντας ένα νόημα στους άντρες που παρακολουθούσαν τη συζήτηση να πλησιάσουν κι άλλο, δεν είναι μόνο ότι μαθεύτηκε, το πράγμα είναι πιο σοβαρό, κυκλοφορεί η φήμη πως έρχεται.
Ο Δαμιανός απόρησε˙ ποιος έρχεται άνθρωπέ μου; ποιος, πανάθεμά τον, που σ’ έχει κάνει να πανιάσεις έτσι;
Ο Καμουζάς, είπε ο Λάιος, έρχεται ο Καμουζάς».

Στις 27/06/2016 και ώρα 8μμ θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Μωβ σκίουρος (Πλ. Καρύτση), όπου θα μιλήσει και η σκηνοθέτις Μαρία Αιγινίτου η οποία πρόσφατα ανέβασε (σε διασκευή της ίδιας και της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ) την ομώνυμη παράσταση στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου στο Φεστιβάλ με θέμα τον Ελληνικό Εμφύλιο.

Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/biblio/pos-graftike-i-noybela-katebainei-o-kamoyzas-stoys-foyrnoys

 

 

Το τανγκό της βροχής. Του Στέλιου Βισκαδουράκη

11:02 | 29 Ιαν. 2016

[…] Άγνωστο γιατί, τόσο απλά, μ’ ένα άγγιγμα και δυο σκέψεις, τριάντα επτά χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα στο σχολείο, η βροχή είχε αλλάξει τη διάθεσή μου, αυξάνοντας τις όποιες αντοχές μου. Ήταν σαν μια μικρή κάθαρση, μια αναπάντεχη μικρή μεταμόρφωση. Αυτή, η από ουρανού δύναμή της, μου έδωσε το έναυσμα να σταθώ. Λίγες μέρες μετά, άρχισα να γράφω […] Οι δώδεκα ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται μια βροχερή μέρα από τις 8:10 το πρωί έως τις 2:15 το μεσημέρι. Όποιον ήρωα αγγίζει η βροχή, μεταμορφώνει τις σκέψεις και τις πράξεις του προκαλώντας μια κάθαρση […] Ο κρητικός καλλιτέχνης, αρθρογράφος και συγγραφέας Στέλιος Βισκαδουράκης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του διηγήματός του με τίτλο «Το Τανγκό της βροχής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Η αιτία

«Η έμπνευση, η δημιουργία, δεν προκαλούνται από τον θόρυβο της κραυγής, αλλά από τον κρότο της σιωπής»

Όταν είσαι μεγαλωμένος στις πέτρινες αλάνες του ’70, οι «κατεβατές» στα χέρια σου από ξύλινο τετράγωνο χάρακα ή από τη στρογγυλή βίτσα ενός δασκάλου, δεν είναι μόνο ένα συνηθισμένο φαινόμενο, είναι και κάτι το ασήμαντο, για να μην πω, ώρες-ώρες κι αστείο.

Εκείνο όμως το πρωί του ’73, στην αυλή του σχολείου, ο δάσκαλος της άλλης, της 5ης τάξης κι όχι της δικής μου, με το μικρό μαύρο μουστακάκι που τον έκανε να μοιάζει με φιγούρα του Μποτέρο, βγαλμένο κατευθείαν από αργεντίνικη χούντα, με χτυπούσε μ’ έναν τρόπο ασυνήθιστα δυνατό, λυσσαλέο. Γονάτισα απ’ τον πόνο.

Ο Γιάννης «ο χοντρός», το άλλο παιδί που πάλευα μαζί του λίγο πριν, δεν άντεξε τις «κατεβατές» και γύρισε την πλάτη του. Έφαγε τέσσερις στη ραχοκοκαλιά από τον παχύ, τετράγωνο, διαφανή χάρακα που κυκλοφορούσε τότε στην αγορά και ήταν πολύ της μόδας. Ο χάρακας έσπασε και πετάχτηκε κάτω στα ζωγραφισμένα, μπεζ πλακάκια με τα μαύρα κι άσπρα ημικύκλια, στην είσοδο της τάξης. Την άλλη μέρα, η μάνα του Γιάννη τον γυρνούσε στη γειτονιά με σηκωμένη μπλούζα, δείχνοντας στους γείτονες τις μπλε, σαν από μαστίγιο, χαρακιές στην πλάτη του.

Ο δάσκαλος μετά ξαναγύρισε σε μένα κι άρχισε να με κτυπάει δυνατά στο πρόσωπο με τα χέρια. Οι υπόλοιποι δάσκαλοι, μαζί με τον δάσκαλο της τάξης μου, είχαν βγάλει τα κεφάλια τους, άλλοι απ’ τα παράθυρα κι άλλοι απ’ τις πόρτες των αιθουσών και κοιτούσαν σιωπηλοί, ανίκανοι, μαρμαρωμένοι και ξαφνιασμένοι απέναντι στη διαπαιδαγώγηση του συναδέλφου τους, απέναντι σε μια λύσσα που, προφανώς, όμοιά της δεν είχαν ξαναδεί.

Τους κοίταξα όσο δυνατότερα μπορούσα, μήπως κατάφερνα να ενεργοποιήσω, με την παιδική αγωνία και την αδυναμία μου μπροστά σ’ αυτήν την ξαφνική βία, τη δύναμη του πολιτισμού των ποιητών, των συγγραφέων και των ηρώων που μας δίδασκαν με στόμφο, σαν θεωρία, κάποια πρωινά. Απ’ τη σιωπή τους κατάλαβα ότι η μετατροπή της θεωρίας σε πράξη είναι κάτι δύσκολο και πρέπει κάποιος να διαθέτει κότσια και γρήγορα αντανακλαστικά.

Χωρίς καμιά ελπίδα απ’ τους μεγάλους, μες στον πόνο μου, κοίταξα προς τους συμμαθητές μου ψάχνοντας μια σανίδα σωτηρίας στις κοινές, ήσυχες, περασμένες στιγμές μας και στο βλέμμα τους. Μερικές συμμαθήτριες έκλαψαν κι ο κολλητός μου φίλος κρατούσε το στόμα του.

Έκλαψα, γιατί άλλο δεν μπορούσα να κάνω. Μάζεψα όση δύναμη είχα, τράβηξα απότομα το χέρι μου από το δυνατό κράτημα του δασκάλου κι έτρεξα απεγνωσμένα προς την αυλή και τους δυο μεγάλους πράσινους φοίνικες, γράφοντας από εκείνη τη στιγμή στα παλιά μου τα παπούτσια ό,τι είχε σχέση με δασκάλους, σχολεία και μαθήματα.

Η πραγματική μου επιθυμία ήταν να παραμείνω έξω, στην αυλή του σχολείου μέχρι το τέλος του έτους. Νοερά, παρέμεινα. Κι αυτό γιατί είδα καθαρά, με το μάτι του παιδιού, κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να δεχτώ ούτε μπορούσα τότε να στηρίξω, να αναλύσω μα, πάνω απ’ όλα, να εκφράσω. Απλά τότε το έβλεπα, το ήξερα, όπως το ήξεραν και οι υπόλοιποι παιδαγωγοί, που στάθηκαν σιωπηλοί μπροστά σε τούτη τη σκηνή και έπρεπε απλά εγώ, ως αδύναμος, να το υποστώ.

Ο δάσκαλος-τιμωρός, εκείνη τη στιγμή δεν χτυπούσε μανιωδώς εμένα και τον συμμαθητή μου, που παλεύαμε στην αυλή ενώ είχε χτυπήσει το κουδούνι για την είσοδο μας στην τάξη. Κάτι που γίνεται δεκάδες χρόνια σε κάθε τόπο, από χιλιάδες παιδιά. Κάτω από τη μάσκα και την κάλυψη του παιδαγωγού, εκείνη την ώρα πάνω μου και στον συμμαθητή μου, εκτόνωνε τις προσωπικές αποτυχίες του. Τη γυναίκα του που δεν έκανε καλά, τα παιδιά του που δεν όριζε, τα οικονομικά προβλήματά του, τη δουλειά του που δεν απολάμβανε, τον ίδιο του τον εαυτό.

Το μεσημέρι, έφυγα αποσβολωμένος, περπατώντας στους άδειους δρόμους του ΄73. Έβρεχε. Κατά έναν περίεργο τρόπο, περπάτησα και δεν ξέρω πως, αλλά βρέθηκα σπίτι μου. Τώρα, έχω την αίσθηση ότι για πρώτη φορά σκεφτόμουν πού αληθινά βρισκόμουν, σε τι κόσμο, σε ποια αλήθεια και σε ποια επικινδυνότητα.

Από τη μια στιγμή στην άλλη, μια αθωότητα είχε τρέξει μακριά μου. Λες κι είχα μεγαλώσει απότομα. Όλα ήταν πιθανά να μου τύχουν. Είχα την εντύπωση μιας πρωτοεμφανιζόμενης αόριστης απειλής κι ενός φόβου.

Έφτασα στην πόρτα μου. Δεν μπήκα μέσα, έκατσα στο σκαλοπάτι. Δεν ήθελα να με δει η μάνα μου, δεν έφταιγε κι εκείνη, είχα αόρατη πληγή πάνω μου, μέσα μου. Η βροχή είχε δυναμώσει, είχα βραχεί. Έμεινα καθισμένος, αμίλητος, να προστατευτώ κάτω από την πόρτα και το λαμαρινένιο, βρεγμένο περβάζι.

Κάποια στιγμή, σήκωσα το κεφάλι ψηλά και το κοίταξα. Είδα μια σταγόνα να κρέμεται στην άκρη του. Μεγάλη σταγόνα, οβάλ σχήμα. Κάνει να πέσει, αγωνιά, κρέμεται, διστάζει, σφίγγει τη λαμαρίνα. Εκείνο που παρατήρησα ήταν η μοναξιά της. Μου θύμισε κάτι. Υπήρχαν κι άλλες σταγόνες, μα εκείνη ήταν μεγαλύτερη. Μάκραινε, μάκραινε, χαλώντας το σχήμα της. Στο τέλος δεν άντεξε, άφησε το περβάζι κι άρχισε να πέφτει αργά.

Σιωπή. Μουσική μοναξιά μιας κάθετης πορείας και προσμονή για μια σύγκρουση. Κατάλαβα ότι αν έσκαγε, θα διαλυόταν στο τσιμέντο της αυλής και θα χανόταν, ασήμαντη, χωρίς σχήμα ανάμεσα στις άλλες σταγόνες.

Άπλωσα το χέρι. Χτύπησε πάνω του, στάθηκε όρθια κι απλώθηκε αργά στη στεγνή παλάμη μου. Δεν της φαινόταν, αλλά χάνοντας το σχήμα της και παίρνοντας το σχήμα του χεριού μου, είδα ότι έκρυβε περισσότερο νερό τ’ ουρανού απ’ ότι έδειχνε. Την κοίταξα, την έσφιξα, σήκωσα το χέρι και την πασάλειψα στο πρόσωπό μου.

Αργά, στάθηκα όρθιος. Κάτι είχε γίνει. Ένιωθα πιο σίγουρος και δεν είχα καταλάβει γιατί. Μπήκα στο σπίτι. Δεν είπα τίποτα στη μάνα μου. Της το είπα την άλλη μέρα το μεσημέρι. Ο πατέρας αφηνίασε κι αν η ψυχή της μάνας δεν ήταν κρύσταλλο και τέμπλο εκκλησιάς μαζί, η εξέλιξη για τον δασκαλάκο θα ήταν δύσκολη. Εκείνη, μόνο ένα γράμμα έστειλε ένα πρωί στο γραφείο του, σε άσπρο χαρτί, με δυο σκαλιστές λέξεις πάνω του.

Η αφορμή

Το «Τανγκό της Βροχής» το ξεκίνησα πριν πέντε χρόνια, το 2010. Ήμουν 47 ετών. Μια Τετάρτη πρωί, έβρεχε. Καθόμουν στο σαλόνι μου κοιτώντας έξω, λίγο βαρύς, στενοχωρημένος από ένα πρόβλημα, όχι συνηθισμένο, που με λύγιζε και με ψιλοράγιζε. Κοιτούσα τις σταγόνες που έσκαγαν στα πλακάκια του μπαλκονιού μου, λες και τα ανασήκωναν ελαφρά.

Σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα δυο σύννεφα στον ουρανό. Τα κτυπούσε ένας κρυμμένος εναπομείνας ήλιος. Πάλευε μαζί τους. Είχαν πάρει ουράνιες φωτεινές αποχρώσεις. Έμοιαζαν σφιχταγκαλιασμένα και μες στην κίνηση της μικρής καταιγίδας, χόρευαν ένα ουράνιο τανγκό.

Σηκώθηκα, άνοιξα την μπαλκονόπορτα, βγήκα έξω και στάθηκα κάτω απ’ το τσιμεντένιο περβάζι του μπαλκονιού. Σταγόνες κρέμονταν στην άκρη του. Πέφταν. Άπλωσα το χέρι μου έξω στη βροχή. Μερικές κτύπησαν πάνω του. Είπα να τις απλώσω στο πρόσωπό μου, δεν το ΄κανα. Με το άγγιγμά τους, μια σκέψη με χρώμα που κόντραρε το γκρίζο τ’ ουρανού, κύλησε μπρος μου. Ένιωσα καλύτερα.

Ήταν σαν μια στιγμιαία αυτοσυγκέντρωση, μικρή άσκηση ουράνιας ηρεμίας κι ανεπαίσθητη μεταμόρφωση. Πήρα μια καθαρή υγρή αναπνοή και δυο δυνάμεις. Πίσω απ’ τα σύννεφα, συνέχισε να κρύβεται ο ήλιος.

Άγνωστο γιατί, τόσο απλά, μ’ ένα άγγιγμα και δυο σκέψεις, τριάντα επτά χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα στο σχολείο, η βροχή είχε αλλάξει τη διάθεσή μου, αυξάνοντας τις όποιες αντοχές μου. Ήταν σαν μια μικρή κάθαρση, μια αναπάντεχη μικρή μεταμόρφωση. Αυτή, η από ουρανού δύναμή της, μου έδωσε το έναυσμα να σταθώ. Λίγες μέρες μετά, άρχισα να γράφω.

Το βιβλίο

«Μια βροχή, μια μαγική βροχή είναι έτοιμη να πέσει πάνω σε μια ξύλινη πόλη, να λειάνει τις γωνίες της και να μαλακώσει τις ψυχές της. Δίπλα της, στο βουνό του Δία που την κοιτά αιώνια, ο Διάβολος συναντά έναν καλόγερο και τον προειδοποιεί: «Ετούτη η βροχή, κάθε σταγόνα της, εμπεριέχει τον ίδιο τον Θεό και μια ψυχή. Φτάνει να σας αγγίξει στο πρόσωπο για ν’ αλλάξει τις ζωές σας».

Οι δώδεκα ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται μια βροχερή μέρα από τις 8:10 το πρωί έως τις 2:15 το μεσημέρι. Όποιον ήρωα αγγίζει η βροχή, μεταμορφώνει τις σκέψεις και τις πράξεις του προκαλώντας μια κάθαρση.

Δίπλα από την πόλη, στο βουνό του Δία που την κοιτά αιώνια, ο διάβολος συναντά έναν καλόγερο. Ένας κωφός πιανίστας παίζει τη μουσική του καθοδηγούμενος από βρόχινες σταγόνες, ένας φούρναρης μάχεται μια πόρνη, ένας γερο-Ινδός διδάσκει ένα παιδί, ένα αυτιστικό κορίτσι συναντά τη ντίβα Μαρία Κάλλας, μια μάγισσα «κερνά» μια συνάντηση σε μια νεαρή γυναίκα με τον νεκρό άνδρα της, ένας φωτογράφος απαθανατίζει μια εγκυμονούσα Μόνα Λίζα, ένας σχιζοφρενής χορευτής χορεύει ένα μαγικό τανγκό με τη βροχή. Η έκβαση και το τέλος αυτών και των άλλων ιστοριών, καθορίζονται από το άγγιγμα μιας σταγόνας βροχής στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Πρέπει να πω ότι το βιβλίο πραγματεύεται θέματα διαχρονικά όπως η φιλία, η συντροφικότητα, ο θάνατος, η αρρώστια, ο έρωτας αλλά και εξίσου το επίκαιρο θέμα των οικονομικών μεταναστών.

Πιστεύω ότι τα αίτια και οι αφορμές για ένα βιβλίο μπορεί να είναι πολλές, συνειδητές ή ασυνείδητες.  Ίσως παρατηρηθεί ότι πάντα επιδιώκω ένα δίδαγμα, που σαν βάση έχει το συναίσθημα. Φυσικά, είναι η προσωπική μου άποψη. Έχω την αίσθηση ότι, χωρίς την επιδίωξη ενός διδάγματος, κάπου χάνεται το ερέθισμα της γραφής.

Συγχρόνως, βέβαια, είναι και μια μορφή αυτοψυχανάλυσης και διερεύνησης, τόσο των δικών μου απόψεων όσο και των άλλων ανθρώπων. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι στο χέρι του αναγνώστη να κρίνει και να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο και τη δική του άποψη, τις ιστορίες του βιβλίου.

 «Οι τελευταίες σταγόνες της βροχής ακουγόταν σαν αποχαιρετισμός. Σαν το τέλος μιας μουσικής κι ενός παθιασμένου χορού. Του φάνηκε ότι η βροχή χόρευε τα τελευταία βήματα ενός αιώνιου πάθους, με παρτενέρ της ανθρώπους πολλούς, διαφορετικούς, μα τόσο ίσους».


(2015) Το τανγκό της βροχής, διήγημα του Στέλιου Βισκαδουράκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης (σελ. 245)

«Ένας κωφός πιανίστας παίζει τη μουσική του, καθοδηγούμενος από βρόχινες σταγόνες στη γυμνή πλάτη του. Ένας φούρναρης μάχεται μια πόρνη, παλιό απωθημένο του. Ένας γέρο-Ινδός διδάσκει ένα παιδί. Ένα αυτιστικό κορίτσι συναντά τη ντίβα Μαρία Κάλλας. Μια μάγισσα «κερνά» μια συνάντηση σε μια νεαρή γυναίκα με το νεκρό άνδρα της. Ένας φωτογράφος απαθανατίζει μια εγκυμονούσα Μόνα Λίζα. Ένας σχιζοφρενής χορευτής αγκαλιάζει τη βροχή και χορεύει μαζί της ένα μαγικό τανγκό.

Η έκβαση και το τέλος αυτών κι άλλων ιστοριών καθορίζονται από το άγγιγμα μιας σταγόνας βροχής στα πρόσωπα των ανθρώπων.
Γιατί, ετούτη η βροχή, είναι μια αιωνιότητα σε μια στιγμή η μια στιγμή σε μια αιωνιότητα.
Δηλαδή, είμαστε εγώ, εσύ… Δηλαδή, είμαστε Εμείς…»

Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/biblio/tangko-tis-broxis

Χαϊνης Δ. Αποστολάκης: Γιατί δεν επαναστατούν οι άνθρωποι;

cxzxainΓιατί δεν επαναστατούν οι άνθρωποι; Ποιός είναι ο ορισμός της πορνείας; Γιατί οι φονιάδες είναι ιεροφάντες; Γιατί η ευχή «καλή ανάσταση!» είναι ανήθικη; Γιατί είναι καλύτερα να μας βομβαρδίζουν παρά να διασκεδάζουμε; Γιατί αν πεις την αλήθεια σε περιμένει η μοναξιά; Γιατί το να λένε τη γνώμη τους όλοι είναι φασιστικό;
Ο καλλιτέχνης και διανοητής Xαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης απαντά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το πρώτο του βιβλίο «Φτου ξελευτερία για όλους!» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Κρ.Π.: Πως προέκυψε αυτό το πρώτο σου βιβλίο;

Χαϊνης Δ. Απ.: Μοιάζω πολύ με τα έντομα, με τυφλώνει ένα φως και πάω προς αυτό. Είναι το φως που με κάνει να κλαίω και να γελώ΄ είναι το φως που έχω ανάγκη για να μην αυτοκτονήσω. Είναι ο μόνος τρόπος να πορευτώ. Έτσι ορμούμενος από μια καθολική υπαρξιακή παρόρμηση προχωρώ σαν τυφλός.

Κρ.Π.: Καταγράφεις βιώματα και σκέψεις σ’ αυτό το βιβλίο που είναι κυρίως αυτοβιογραφικό και μοιάζει σαν εξομολόγηση για όποιον και ό,τι στιγμάτισε τη ζωή σου. Και για μένα που το διάβασα απνευστί, γέλασα, σκέφτηκα, συμφώνησα ή διαφώνησα, συγκινήθηκα, ήταν σαν ένα δώρο…

Χαϊνης Δ. Απ.: Είναι εξομολόγηση, αλλά δεν το βλέπω σα δώρο ή προσφορά εκ μέρους μου, γιατί  δεν εστιάζω σε αυτά που δίνω, όσο σε αυτά που παίρνω.

Κρ.Π.: Επειδή αναφέρεσαι στο βιβλίο και στα παιδικά σου χρόνια στην Κρήτη, πόσο σημαντικά πιστεύεις ότι είναι τα παιδικά χρόνια για τη μετέπειτα ενήλικη ζωή;

Χαϊνης Δ. Απ.: Οι επιστήμονες λένε ότι ο κόσμος είναι πρόβλημα συνοριακών συνθηκών (Boundary Condition Problem). Στην ουσία τα παιδικά μου χρόνια, δεν τα αναφέρω επειδή αφορούν κάποιον, αλλά για το λόγο ότι πριν από δυο τρεις δεκαετίες οι άνθρωποι ζούσαν όπως ακριβώς ζούσαν και πριν από έξι χιλιάδες χρόνια παγκοσμίως, στις απαρχές των πρώτων σουμεριακών πολιτισμών στο στο δέλτα του Τίγρητος και του Ευφράτου.

Κι ο λόγος που αναφέρω τα παιδικά μου χρόνια δεν είναι γιατί θέλω να κάνω κανέναν συγκινησιακό εκβιασμό, ούτε γιατί διακατέχομαι από κάποιο αίσθημα παρελθοντολαγνείας, αλλά γιατί η σωστή δράση είναι εκείνη που πάει από το όλον στο μέρος.

Το όλον δεν είναι μόνο χωρικό είναι και χρονικό. Για να επιτελέσεις μια σωστή δράση στο εδώ και στο τώρα πρέπει να ψυχανεμίζεται το παντού και το πάντα. Δηλαδή, τον απώτατα μακρινό παρελθοντικό χρόνο, μέχρι τον πιο οραματικά μελλοντικό.

Κρ.Π.: Αυτό το βιβλίο, τώρα που το έχεις γράψει και έχει τελειώσει, αν το σκεφτείς τι είναι αυτό που σου έρχεται στο μυαλό;

Χαϊνης Δ. Απ.: Ότι είμαι μια γελοία οντότητα. Έχω κάνει πάμπολλες εργασίες από 12 χρονών. Οπότε μοιάζω με τον Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης γραμματικός, ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιόζης φούρναρης, και τώρα ο Καραγκιόζης συγγραφέας. Αλλά αυτό το πράγμα, από τη μια μεριά είναι εξόχως άβολο για μένα, από την άλλη είναι παρηγορητικό αφού ξέρω καλά ότι καλλιτέχνης σημαίνει ιερή ακροβασία μεταξύ τραγικού και γελοιότητας.

Κρ.Π.: Αυτές οι αντιφάσεις που γράφεις πως καθορίζουν την δημιουργία και εν δυνάμει την τέχνη;

Χαϊνης Δ. Απ.: Ακριβώς. Η ζωή είναι σύνθεση! Και η σύνθεση είναι πάντρεμα αντιθέσεων. Όταν τα παντρέματα εμπεριέχουν έρωτα, η ζωή αποκτά ποίηση, γίνεται τέχνη. Γιατί η τέχνη δεν είναι η παράσταση δυο ώρες το βράδυ μιας ομάδας μουσικών, ηθοποιών ή χορευτών. Η παράσταση είναι από τη στιγμή που θα ανοίξεις τα μάτια σου μέχρι που θα τα κλείσεις. Η παράσταση διαρκεί από τη στιγμή που γεννιέσαι μέχρι τη στιγμή που φεύγεις από αυτόν τον κόσμο. Η παράσταση είναι μια, κι όποιος την χωρίζει σε επιμέρους χωρικά ή χρονικά κομμάτια είναι ή αφελής ή πονηρός.

Και κάθε καλλιτεχνικό έργο αξίζει μόνο όταν μπορεί να καταστεί γεννήτορας πολλαπλών ερμηνειών. Αυτό συμβαίνει όταν συντίθενται φαινομενικά αγεφύρωτες αντιφάσεις.

Γιατί είμαστε οντότητες τυφλές. Είμαστε σαν τυφλοί νάνοι  που ψάχνουμε να ανιχνεύσουμε την ουσία της ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι ένας ελέφαντας. Εμείς τυφλοί τον ψαχουλεύουμε με τα χέρια μας. Ο ένας ψαχουλεύει την ουρά του ελέφαντα και λέει ότι «Α! Ο ελέφαντας, τριχωτός είναι». Ο άλλος ψαχουλεύει την προβοσκίδα του ελέφαντα και λέει «Α! Ο ελέφαντας ελαστικός είναι». Ο άλλος ψαχουλεύει τους χαυλιόδοντες και λέει «Είναι λείος και στιλπνός». Όμως ο ελέφας–ύπαρξη γελά με όλα αυτά, γιατί είναι όλα αυτά και τίποτα απ’ όλα αυτά.

Κρ.Π.: «Ίσως η μεγαλύτερη επανάσταση να προκύψει από το γέλιο», όπως αναφέρεις επίσης στο βιβλίο;

Χαϊνης Δ. Απ.: Το γέλιο είναι η άσκηση ελευθερίας μας.

Ο άνθρωπος πορεύεται προς την ελευθερία του, γιατί η ελευθερία είναι πορεία δεν είναι κατάσταση. Όλα τα ιδανικά είναι πορείες. Δηλαδή, αν μου ζητούσαν να ετυμολογήσω τη λέξη ελευθερία θα έλεγα ότι είναι η έλευση προς το εράν, η πορεία προς την αγάπη΄ αυτό θα έλεγα.

Η μέγιστη ελευθερία μιας ατομικής συνείδησης, είναι όταν μάθει από μικρό το υποκείμενο να σεναριογραφεί, να σκηνοθετεί τον εαυτό του, να γίνεται ο ίδιος ηθοποιός και εκτελεστής μιας μοναδικής παράστασης στον κόσμο.

Οπότε, λοιπόν, το γέλιο, αναγκάζει το υποκείμενο να γίνει σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ηθοποιός, κινησιολόγος, χορευτής, performer΄ να αποκτήσει, δηλαδή, όλες τις ιδιότητες του ανθρώπου-κέντρου αφηγηματικής βαρύτητας.

Άρα το γέλιο είναι η άσκηση ελευθερίας μας. Σε όλες τις εκφάνσεις του. Από τον αυτοσαρκασμό μέχρι το τρανταχτό γέλιο μιας κοινωνικής συνεύρεσης. Είναι όλες πολυποίκιλες ασκήσεις ελευθερίας, και επίσης ο ύψιστος διαλογισμός.

Κρ.Π.: Αλλά, όπως γράφεις «Τι μπορεί να αφηγηθεί κάποιος που δεν έχει σκοτώσει τον εαυτό του;»

Χαϊνης Δ. Απ.: Η ιδέα του σταθερού εαυτού είναι μια ψευδαίσθηση και μια νοσηρή φαντασία του σημερινού καταναλωτικού ατόμου στο σύγχρονο καπιταλισμό του τζόγου, αφού κάθε μέρα εκατομμύρια κύτταρα πεθαίνουν και εκατομμύρια κύτταρα γεννιούνται, σκέψεις και όνειρα πεθαίνουν και καινούργια γεννιούνται. Οπότε λοιπόν η φύση είναι ένας διαρκής κύκλος θανάτων και αναγεννήσεων. Οι μεγαλύτερες αντιδραστικές πράξεις, είναι αυτές που αντιβαίνουν στο φυσικό ρου και εδράζονται στην εσφαλμένη ιδέα της σταθερότητας και της ασφάλειας. Αφού η φύση όπως είπαμε είναι ο αέναος κύκλος θανάτων και αναγεννήσεων.

Άρα λοιπόν η φονιάδες είναι οι ιεροφάντες των αρχέγονων τελετουργιών θεοφαγίας και θεογονίας. Ταυτόχρονα είναι και οι μόνοι αφηγητές. Είναι οι μόνοι που μπορούν να μιλήσουν για τη ζωή, αφού γνώρισαν το θάνατο.

Κρ.Π.: Και για να αναγεννηθεί κάποιος πρέπει πρώτα να σκοτώσει τον εαυτό του;

Χαϊνης Δ. Απ.: Η «Καλή Ανάσταση» προϋποθέτει έναν καλό θάνατο. Μη το ξεχνάμε αυτό.

Και η αποσιώπηση της ευχής «Καλό Θάνατο» είναι μια ανήθικη απόκρυψη, αφού στην ουσία το κόστος της θυσίας αποκρύβεται. Κάτι το οποίο όμως αποτελεί τη μεγαλύτερη έμπνευση στην ιστορία του ανθρώπου και είναι το μόνο που αποτυπώνεται ποιητικά. Μην ξεχνάμε για παράδειγμα ότι η Οδύσσεια είναι το ποιητικό αποτύπωμα του κόστους της θυσίας του Οδυσσέα. Μετά που φτάνει στην Ιθάκη, ο Όμηρος σιωπά. Δεν υπάρχει πια ποίηση μετά το πλήρωμα του κόστους.

Το ίδιο πράγμα γίνεται στον Ερωτόκριτο, ή σε όλα τα έπη που αποτελούν το απαύγασμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και γιατί αποτελούν το απαύγασμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα έπη; Γιατί ακριβώς μόνο στα έπη δικαιολογείται το αίσιο τέλος.

Το ίδιο γίνεται και στον Ερωτόκριτο, το ίδιο γίνεται και παντού. Αφού ο ήρωας φτάνει στην ανάστασή του, έρχεται η σιωπή, έχουμε το τέλος της αφήγησης. Στην ουσία δηλαδή όλος ο κόσμος είναι αφηγήσεις κόστους.

Αν αποσιωπηθεί το πάθος του Θεανθρώπου, με την έννοια τουΥιού του ανθρώπου, τότε δεν έχει καμιά απολύτως σημασία, και καμιά ποίηση η ανάστασή Του.

Κρ.Π.: Λες ακόμη πως «Στις μέρες μας τα ελάχιστα πολύτιμα πετράδια της τέχνης εξαφανίζονται μέσα στην πληθώρα των σκουπιδιών της βιομηχανίας της κουλτούρας»

Χαϊνης Δ. Απ.: Θέλω να πω ότι η μαζική κουλτούρα είναι ο πραίτορας της εξουσίας. Μας το είπε χρόνια τώρα η Σχολή της Φρανκφούρτης: Μαρκούζε, Αντόρνο, Βέμπερ, Χορκχάϊμερ, κλπ. Και συγκεκριμένα είπαν ότι είναι προτιμότερο να περάσει ένα βομβαρδιστικό από πάνω μας, παρά η μαζική κουλτούρα. Αφού οι άνθρωποι είναι βαριά απομονωμένοι, νιώθουν ανήμποροι, είναι ισχυρά κατατεθλιμμένοι και εξόχως φοβισμένοι, χωρίς να μπορούν να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξή τους, το ερώτημα γι’ αυτούς είναι: Γιατί δεν επαναστατούν οι άνθρωποι;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι η κοινωνία που έχουμε οικοδομήσει παρέχει δύο ισχυρά κατευναστικά ναρκωτικά για να μην επαναστατούμε. Το ένα κατευναστικό είναι η μονοσήμαντη ερμηνεία των κυρίαρχων ΜΜΕ, και το δεύτερο κατευναστικό ναρκωτικό είναι η μαζική κουλτούρα. Δηλαδή, σκεφτείτε πως θα δρούσαν οι άνθρωποι εάν στην απελπισία τους δεν είχαν ως καταφύγιο και ως βαλβίδα εκτόνωσης την τηλεόραση, το σκυλάδικο, ή το εντεχνάδικο, που είναι σκυλάδικο σε χάρτινο, οικολογικό περιτύλιγμα.

Οι άνθρωποι δεν έρχονται μπροστά στο κατοπτρικό τους είδωλο επειδή υπάρχει ο παραμορφωτικός καθρέφτης της τηλεοπτικής οθόνης ή του θεάματος. Αυτός είναι ο ορισμός της πορνείας., δηλαδή το να αισθάνεται ο θεατής ότι αλληλεπιδρά με τον τραγουδιστή στην απέναντι σκηνή ή με τον τηλεοπτικό αστέρα στην απέναντι οθόνη. Η πορνεία είναι η αγοραία προσομοίωση του έρωτα. Ακριβώς αυτό συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ο έρωτας είναι ακριβός, ριψοκίνδυνος και περιπετειώδης. Η πορνεία έρχεται σα φτηνό υποκατάστατο, για να εκτονωθούν οι σκλάβοι και να μη διασαλευτεί η κοινωνική ειρήνη.

Οπότε λοιπόν η βιομηχανία της κουλτούρας προτείνει αντί για το βιβλίο, ένα περιοδικό, ή αντί για την ψυχαγωγία, την διασκέδαση, που είναι βατοί δρόμοι για το ατομικό υποκείμενο που δεν χρειάζεται να αλλάξει εαυτό, δεν χρειάζεται δηλαδή να κουνηθεί από τη θέση του για να αλληλεπιδράσει, διότι η ψυχαγωγία ή το βιβλίο απαιτούν από σένα να ξεβολευτείς από τη θέση σου, να δράσεις, να συναντηθείτε κάπου και να εξελιχθείτε μαζί.

Οι ερμηνείες που θα προσάψεις στο καλλιτεχνικό ή στο πνευματικό έργο είναι βασικά οι ερμηνείες που ανακλούν πάνω σου. Είναι αυτό που λέμε στην επιστήμη «ανάδραση ακτινοβολίας» (Radiation Reaction). Το σώμα που αλλάζει κινητικότητα ακτινοβολεί και η ακτινοβολία αυτή επιδρά και στον εαυτό του.
Έτσι λοιπόν, τα έργα της μαζικής κουλτούρας δεν χρειάζεται να ξεβολευτείς για να τα κατακτήσεις. Είναι έργα μη κατάκτησης. Και τα έργα μη κατάκτησης είναι βαθιά ψεύτικα, βαθιά απατηλά.

Η πιο ηχηρή δήλωση υποτέλειας του σκλάβου στο αφεντικό του είναι να ανοίξει την τηλεόραση, να διαβάσει ένα περιοδικό, ή να πάει σ’ ένα εντεχνοσκυλάδικο. Είναι η χαμερπής παράκληση του εθελόδουλου στον αφέντη του: «Δώσε μου τη δόση μου, για να αντέχω το βιασμό της καθημερινής μισθωτής σκλαβιάς και τη σκοτεινιά της απουσίας οραμάτων».

Κρ.Π.: Αναφέρεις και ότι «Αν πεις την αλήθεια σε περιμένει η μοναξιά».

Χαϊνης Δ. Απ.: Η δυσλειτουργία αυτού του κόσμου καθρεφτίζεται στο γέλιο των τρελών. Οι αποκλίνουσες περιπτώσεις μάς δίνουν ζωή, μάς αλλάζουν, εκτρέπουν την πορεία του κόσμου, που πάει ολοταχώς στο γκρεμό. Όμως, αυτές οι αποκλίσεις εισάγουν ‘καινά δαιμόνια’, γίνονται απόστολοι μιας ασυνάρτητης μελλοντικής θρησκείας, που απαιτεί μη προβλεπόμενη κίνηση.

Οπότε το κοινωνικό σύνολο, σα σύνολο μάζας και αδρανούς πλειοψηφίας, έχει την τάση, αυτές τις αποκλίνουσες περιπτώσεις, φυγόπονα, να τις εξαλείψει από το πεδίο αντίληψης των αισθήσεών του. Και λέει: Κοίταξε κυρία αποκλίνουσα περίπτωση, ή θα συμφωνήσεις μαζί μας ότι το άσπρο είναι άσπρο και το μαύρο είναι μαύρο όπως το ορίσαμε εμείς, ειδάλλως σε περιμένει εξοντωτική μοναξιά. Κι αυτό δεν είναι τόσο κοινωνικός εκβιασμός όπως θα παρατηρούσε κάποιος κοινωνιολόγος, αλλά είναι βαθιά βιολογικός εκβιασμός, από τη στιγμή που η φύση του ανθρώπου εδώ και εκατομμύρια χρόνια είναι να ζει αγελαία.

Τονίζω λοιπόν ότι είναι βαθύς βιολογικός εκβιασμός της κοινωνίας των αντιτύπων και της αδράνειας, σε αντιδιαστολή με τον πλουραλισμό και τη διαρκή κινητικότητα της φύσης. Και τη φύση τη φέρουν σαν ασυνείδητη δωρεά μόνο οι προφήτες των αποκλινουσών περιπτώσεων.

Κρ.Π.: Μετά από αυτό το βιβλίο, που πάς;

Χαϊνης Δ. Απ.: Δεν ξέρω που πάω. Η αλήθεια είναι ποτέ δεν ήξερα που πάω. Κι όσες φορές προσπάθησα να το μάθω, απέτυχα. Η ζωή ξέρει κάτι παραπάνω από μένα. Κι όταν λέω η ζωή εννοώ η θέληση του οικουμενικού σπόρου να βλαστήσει. Ο εαυτός μου δεν είναι ούτε καν το δάσος, ούτε καν το δέντρο, ούτε το κλαδί. Είναι ένα μικρό νεύρο στο φύλλο ενός κλαδιού κάποιου δέντρου σε ένα δάσος. Αλλά ταυτόχρονα ξέρω ότι είμαι όλο το θησαυροφυλάκιο της θεϊκότητας. Η ασημαντότητα της ύπαρξής μου ταλαντώνεται με τη μοναδικότητά της. Κι αυτό το πράγμα είναι ένα εξωφρενικό συμπαντικό ταξίδι, ένα κοσμικός χορός τον οποίο δεν μπορώ να προβλέψω, αλλά μπορώ να ακολουθήσω τη φυσική ροή του.

Ξέρεις, μπορώ μόνο να ζω. Το ποτάμι της ζωής είναι ένα ποτάμι παράξενο που δεν ξέρεις σε ποια θάλασσα σε βγάζει. Η μια όχθη είναι η όχθη της επιθυμίας. Η άλλη όχθη είναι η όχθη του φόβου, που στην ουσία δεν είναι η ζωή, γιατί δεν είναι το παρόν. Γιατί τόσο η επιθυμία όσο και ο φόβος είναι αναμνήσεις παρελθούσας ηδονής ή αναμνήσεις ενός παρελθόντος πόνου. Όταν προσκολλούμαι στις όχθες, χάνω τη ροή του ποταμού και του απρόβλεπτου της θάλασσας ή του ωκεανού που θα με βγάλει. Οπότε αφήνω τον εαυτό μου, όπως με πάει.

Κρ.Π.: Γράφεις και πως είναι μέγα λάθος το «Όλοι πρέπει να λένε τη γνώμη τους»

Χαϊνης Δ. Απ.: Είναι τραγικό λάθος. Θεωρώ πως αυτό που πολλές φορές ονομάζουμε δημοκρατικό είναι βαθιά φασιστικό. Τη γνώμη του, πρέπει να τη λέει κάποιος για κάποιο θέμα, όταν έχει πληρώσει το αντίτιμο της θυσίας. Οφείλει να την πει τη γνώμη του σ’ αυτή την περίπτωση. Στην αντίθετη περίπτωση είναι καταστροφικός, δυσλειτουργικός και ανασταλτικός για τη συλλογική συνεξέλιξη.

Κρ.Π.: Για ποια πράγματα πιστεύεις πως εσύ έχεις πληρώσει αυτό το κόστος;

Χαϊνης Δ. Απ.: Εσείς θα κρίνετε. Δεν ξέρω τι δίνω, μπορώ να σου πω όμως, ότι έχω πληρωθεί από όλους τους ανθρώπους από καταβολής κόσμου και με το παραπάνω. Και δεν ξέρω αν μπορώ να ξεπληρώσω το ακριβό κέρασμα που μου κάνανε.

Κρ.Π.: Από το «Φτου ξελευτερία για όλους!», αν πρέπει να κρατούσες μόνο μια λέξη, ποια θα διάλεγες;

Χαϊνης Δ. Απ.: Το «Φτου!» γιατί η ζωή αξίζει όταν έχεις κάτι να τσακώνεσαι.

Κρ.Π.: Αυτό που κυρίως λείπει σήμερα από την Ελλάδα και παγκοσμίως τι είναι;

Χαϊνης Δ. Απ.: Το όραμα. Και δεν το χρησιμοποιώ ούτε ως αφελή ονειροπόληση, ούτε ως ελπιδοφόρα ψευδαίσθηση. Προς Θεού! Εννοώ ότι το μόνο όραμα είναι το βιωμένο στο παρόν, είναι αυτό που φέρει τη μυρωδιά στο τώρα, και στο εδώ, του μελλοντικού απόκοσμου, απρόβλεπτου, φυσικού και θεϊκού λουλουδιού που έρχεται. Τίποτε άλλο. Καμία ελπίδα.

Κρ.Π.: Ετοιμάζεις κάτι για το άμεσο μέλλον;

Χαϊνης Δ. Απ.: Έχουν προγραμματιστεί παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα με τους Χαϊνηδες και μια μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη, αυτόν το χειμώνα. Επίσης, εντελώς παράξενα και διαφορετικά μεταξύ τους τοπία,  φαίνεται να με καλούν και τα αποτελέσματα των εξερευνήσεων θα ανακοινωθούν, εάν και εφόσον τα γεγονότα-τρένα αποφασίσουν να περάσουν από τις ράγες της καρδιάς μου.-

«Φτου ξελευτερία για όλους!», Χαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης, Εκδόσεις Καστανιώτη
Νεοελληνική πεζογραφία – Διήγημα
168 σελ.


Δείτε επίσης:

Δημοσιεύτηκε: http://tvxs.gr/news/biblio/xainis-dimitris-apostolakis-i-zoi-einai-synthesi

 

 

 

 

 

Στο στίβο της κριτικής. Του Περικλή Σφυρίδη

[…] Με τον παρόντα τρίτο τόμο ολοκληρώνω, ύστερα από τριάντα πέντε συνολικά έτη, τη θητεία μου στον στίβο της κριτικής και βγαίνω στη σύνταξη […] Μόνο με την εντιμότητά του ο κριτικός μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν ενδίδει σε αλισβερίσι ή κάθε είδους άλλες πιέσεις. Αυτά όμως έχουν κόστος. Δημιουργούν εχθρούς, χαλάνε φιλίες […] Ο πεζογράφος, ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Περικλής Σφυρίδης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου του βιβλίου:

Το βιβλίο μου Παραφυάδες ΙΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013, κυκλοφόρησε φέτος (2015) από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας, με εισαγωγή, επιλογή κειμένων και επιμέλεια της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου.

Πρόκειται για τον τρίτο τόμο μιας προσπάθειάς μου με κριτικά κείμενα που άρχισε το 1979 από το περιοδικό Διαγώνιος (1958-1983) του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου δημοσίευσα την πρώτη βιβλιοκρισία μου για τη συλλογή διηγημάτων Τα μάτια του σμηνία του Αλέκου Δαμιανίδη.

Την ίδια ακριβώς χρονιά αρχίζω και τη συνεργασία μου με τη Διαγώνιο ως διηγηματογράφος. Η Σταυρακοπούλου ισχυρίζεται – και δεν έχει άδικο – ότι η πορεία μου ως κριτικού λογοτεχνίας υπήρξε παράλληλη με αυτήν του πεζογράφου.

Μάλιστα η Σταυρακοπούλου, ως καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Α. Π. Θ., ασχολήθηκε πρώτα με το κριτικό μου έργο στον τόμο Παραφυάδες ΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1989-2008 (Καστανιώτης, 2008) πριν καταπιαστεί με το πεζογραφικό μου, με το βιβλίο της Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του (Εστία, 2011), παρότι είναι και η ίδια μια καθιερωμένη πεζογράφος, διότι, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Μελετώντας, εδώ και μια δεκαετία το σύνολο της δουλειάς του έκρινα σκόπιμο να αναδείξω πρώτα τη σημασία του κριτικού του έργου κι ύστερα του πεζογραφικού, επειδή το κριτικό του έργο παρέμενε στη σκιά της πεζογραφικής προσφοράς του, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους του καιρού μας».

Έτσι για να σας μιλήσω για την «ιδέα» να δημοσιεύω κριτικά κείμενα πρέπει να πάμε πίσω στο 1979 και η «δημιουργική εμπειρία της γραφής» μέχρι να πάνε τα πρώτα κείμενα στο τυπογραφείο διήρκησε είκοσι ολόκληρα χρόνια, αφού ο πρώτος τόμος Παραφυάδες [Ι]. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1979-1998 κυκλοφόρησε το 1998 (Καστανιώτης).

Με τον παρόντα τρίτο τόμο ολοκληρώνω, ύστερα από τριάντα πέντε συνολικά έτη, τη θητεία μου στον στίβο της κριτικής και βγαίνω στη σύνταξη.

Ο αγαπητός φίλος Γιάννης Πατίλης, που κι αυτός έχει μια μακρά λογοτεχνική πορεία και προσφορά ως ποιητής και εκδότης  / διευθυντής του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, χαρακτήρισε την προσπάθειά μου αυτή, μ’ ένα ευχαριστήριο e-mail για την αποστολή του βιβλίου μου, ως «πολύτιμη μαρτυρία για μια ολόκληρη εποχή!».

Θα σας πω επομένως λίγα πράγματα για το βιβλίο και κάποια για την εποχή. Πρώτα  για την «ιδέα» ή μάλλον το «κίνητρο» που με ώθησε να ασχοληθώ, παράλληλα με την πεζογραφία, και με την κριτική λογοτεχνικών κειμένων.

Έχοντας μια εκτεταμένη λογοτεχνική παιδεία, αφού από τα δώδεκά μου χρόνια διάβαζα ελληνική και ξένη λογοτεχνία (κυρίως αγγλόφωνη στην αρχή), είχα κατορθώσει, ύστερα από εξετάσεις, να κερδίσω μια υποτροφία στο Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια (απ’ αυτές που χορηγούσε το Κολέγιο σε καλούς μαθητές που οι γονείς τους, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, αδυνατούσαν να πληρώσουν τα ακριβά δίδακτρα του σχολείου αυτού).

Σύμφωνα με την αμερικάνικη νοοτροπία που επικρατούσε στο Κολέγιο (πολύ σωστή κατά την άποψή μου), οι άποροι αυτοί υπότροφοι έπρεπε να δουλεύουν κάπου στο σχολείο για να «κερδίζουν» το κόστος της υποτροφίας.

Ευτύχησα να με τοποθετήσουν ως βοηθό βιβλιοθηκονόμου στην μεγάλη και πλούσια βιβλιοθήκη του Ανατόλια. Από τότε άρχισα να διαβάζω μανιωδώς λογοτεχνία, κάτι που μου έγινε τρόπος ζωής, γι’ αυτό και  συνέχισα την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων ακόμα και την περίοδο που ήμουν μαθητής της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1953-1959), όπου απαγορευόταν αυστηρά η ανάγνωση εξωπανεπιστημιακών βιβλίων.

Αγόραζα λογοτεχνικά βιβλία από έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη, που αράδιαζε την πραμάτεια του πάνω σε μια λινάτσα έξω από την κεντρική πύλη του πανεπιστημίου μας, τα καμουφλάριζα με εξώφυλλα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και τα διάβαζα στο αναγνωστήριο της Σχολής.

Καναδυό φορές όμως με πιάσανε οι επιτηρητές αξιωματικοί και την έβγαλα στο πειθαρχείο για αρκετές μέρες. Μερικά από αυτά τα βιβλία (πρόχειρες εκδόσεις με φτηνό χαρτί, αλλά καλές οι μεταφράσεις στα ξενόγλωσσα) τα έδωσα αργότερα σε βιβλιοδέτη και τα έντυσε με πάνινο σκληρό εξώφυλλο. Τα έχω στη βιβλιοθήκη μου και τα καμαρώνω.

Αυτή, λοιπόν, η παρακαταθήκη της λογοτεχνικής μου παιδείας ήταν η «αιτία» που με ώθησε να μπω μεσήλικας πια στον στίβο της λογοτεχνικής κριτικής, αφού πρώτα είχα αποκτήσει μια σοβαρή εμπειρία γραφής κριτικών κειμένων, ως τεχνοκριτικός της Διαγωνίου, παρουσιάζοντας από το περιοδικό, αλλά και με δικά μου ξεχωριστά βιβλία, το έργο ζωγράφων της Θεσσαλονίκης, τόσο το συνολικό των καθιερωμένων, όσο – και κυρίως – το έργο πρωτοεμφανιζόμενων που εξέθεταν τα έργα τους στη «Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος», όπου, επί μια εικοσαετία επιλέγαμε μαζί με τον Χριστιανόπουλο έργα από τα σπίτια ή τα ατελιέ των ζωγράφων και στήναμε, πάντα μαζί, τις νέες εκθέσεις ανά δεκαπενθήμερο.

Έρχομαι τώρα στο «κίνητρο». Έβλεπα ότι αξιόλογα λογοτεχνικά βιβλία, κυρίως νέων συγγραφέων της Θεσσαλονίκης ή της μακεδονικής περιφέρειας, περνούσαν απαρατήρητα χωρίς τη στοιχειώδη προβολή, ενώ για  κάποια άλλα του αθηναϊκού κέντρου, που διαβάζοντάς τα μου έδιναν την εντύπωση παραλογοτεχνικών κατασκευασμάτων, χαλούσε ο κόσμος.

Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης για να προβάλουν το έργο τους εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπως είναι π.χ. οι Γιώργος Ιωάννου, Μανόλης Αναγνωστάκης, κ.ά.

Προς Θεού μην παρεξηγηθώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα  δεν είχε και έχει πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες, αφού αποτελεί, εκτός των άλλων (πολιτικό, επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, κτλ.), και το πνευματικό κέντρο της χώρας.

Εκεί, λοιπόν, υπάρχει η δυνατότητα να προβάλλουν το έργο τους όχι μόνο οι σημαντικοί λογοτέχνες αλλά και μετριότητες ή παραλογοτέχνες (με διάφορους ανορθόδοξους τρόπους) ως σπουδαίο, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν το λογοτεχνικό βιβλίο μπήκε με ορμή στην αγορά κι άρχισαν να το κυνηγούν και οι σοβαροί εκδότες για να κάνουν ένα best seller.

Ξέρω ότι θα με ρωτήσετε και πώς μπορώ να ξεχωρίσω την καλή ή σοβαρή λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία; Υπάρχουν όρια ή κανόνες; Πιστεύω πως όχι. Τα όρια είναι ασαφή και κάποιους κανόνες που αναφέρω στο δοκίμιό μου «Που το πάει η λογοτεχνία;» στον παρόντα τόμο, είναι υποκειμενικοί. Είναι σαν τον καφέ. Άλλη η αίσθηση που έχει ένας περιστασιακός καφεπότης για το τι είναι ο καλός καφές κι άλλη εκείνη ενός θεριακλή.

Ποιανού η γνώμη είναι πιο έγκυρη; Του θεριακλή ασφαλώς, που έχει την πείρα και τη γνώση. Αν όμως του ζητήσει κανείς να ορίσει τα στοιχεία που κάνουν τον έναν καφέ καλύτερο από τον άλλο, φοβάμαι πως δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει πειστικά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λογοτεχνία.

Δυο λόγια τώρα για τον τίτλο. Γιατί Παραφυάδες; Διότι στην αρχή δεν είχα συνειδητοποιήσει τη σημασία του κριτικού μου έργου που είχα αρχίσει. Το βάρος έπεφτε στο λογοτεχνικό.

Πιστεύω πως αν δεν γινόμουν λογοτέχνης, πιθανόν να μην καταπιανόμουνα ποτέ με την κριτική. Έτσι το κριτικό μου έργο ξεπήδησε ως παραφυάδα από το πεζογραφικό μου.

Και επιπλέον δεν θεωρώ τον εαυτό μου «επαγγελματία» κριτικό. Ο επαγγελματίας κριτικός αμείβεται για τη δουλειά που κάνει και τέτοιοι στον τόπο μας είναι οι δημοσιογράφοι / κριτικοί των εφημερίδων, που συχνά τους βλέπουμε και τους ακούμε και στα τηλεοπτικά κανάλια. Φυσικά είναι αυτοί που ως κριτικοί λογοτεχνίας αποκτούν και τη μεγαλύτερη δημοσιότητα.

Αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε έναν «συστηματικό» κριτικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν έχω εποπτεία του συνόλου της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής (θα μου πείτε και ποιος έχει;) όπως οφείλει να έχει ένας κριτικός.

Ο καημός μου είναι να μοιράζουμε με τον αναγνώστη τη συγκίνηση που πήρα από την ανάγνωση ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου ή να πω τη γνώμη μου για το συνολικό έργο ενός δημιουργού ή την προσφορά ενός σοβαρού λογοτεχνικού περιοδικού, κτλ. Έτσι θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν «επαρκή αναγνώστη».

Ως «επαρκής αναγνώστης» έγραφα και δημοσίευα αυτά τα κείμενα κριτικής. Όταν τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβαζα είχαν αρετές αλλά και αρκετές αδυναμίες, τότε δεν δημοσιοποιούσα τη γνώμη μου σε κάποιο έντυπο, αλλά έστελνα ανελλιπώς μια ιδιωτική επιστολή / κριτική στον  συγγραφέα.

Όσο καιρό έγραφα με το χέρι δεν κρατούσα αντίγραφα, στο αρχείο μου όμως υπάρχουν αρκετά γράμματα με απαντήσεις των συγγραφέων. Κάποιοι με ευχαριστούν για τις παρατηρήσεις μου, άλλοι την άρπαξαν.

Δεν κατάλαβαν ότι ο συγγραφέας κερδίζει όταν του επισημαίνεις, εκτός από τις συγγραφικές του αρετές και τις αδυναμίες του, γιατί αυτές είναι που βλάπτουν την ποιότητα του έργου του. Τις αρετές τις έχει.

Και πάλι δεν λέω να δεχθεί ως θέσφατο τις παρατηρήσεις μου, αλλά ας τις σκεφτεί, βρε αδελφέ! Δεν έχει να χάσει τίποτα. Να κερδίσει έχει. Εγώ τουλάχιστον ωφελήθηκα πολύ από τις παρατηρήσεις κριτικών που αφορούσαν το πεζογραφικό μου έργο. Αλλά είναι θέμα χαρακτήρα.

Από το 2005 που άρχισα κι εγώ να γράφω σε υπολογιστή, τέτοιες επιστολές έμειναν στον σκληρό δίσκο του. Τις ανακάλυψε η Σταυρακοπούλου και ως επιμελήτρια πρόσθεσε, μετά τα κείμενα λογοτεχνίας και τις βιβλιοκρισίες, ένα τρίτο μέρος στο βιβλίο ως παράρτημα, δημοσιεύοντας δέκα στις Παραφυάδες ΙΙ και τριάντα μία στις Παραφυάδες ΙΙΙ.

Έρχομαι τώρα στον υπότιτλο: γιατί κείμενα λογοτεχνίας και  βιβλιοκρισίες και όχι δοκίμια, όπως γράφουν στα βιβλία τους οι περισσότεροι (πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, κριτικοί, λογοτέχνες, κ.ά.).

Ο όρος «δοκίμιο» είναι ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος,  που το πρωτολανσάρισε ο Γάλλος Μ. Μοntaigne ήδη από το 1580 (Essais=Δοκιμές). Αυτοί όμως που το καθιέρωσαν ήταν οι Αγγλοσάξονες με πρώτο τον F. Βacon, που στα τέλη του 16ου αιώνα αποκάλεσε τα δικά του κείμενα Essays.

Θυμάμαι ότι στο Ανατόλια, ένας Αμερικανός φιλόλογος μάς έκανε ολόκληρο μάθημα για τα Essays. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα με λογοτεχνικό μεράκι, όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται ένα θέμα καταθέτοντας τις δικές του απόψεις.

Οι μελέτες ή οι βιβλιοκρισίες επομένως είναι δοκίμια; Ο όρος έχει δεινοπαθήσει στον τόπο μας, αφού όλα μαζί, μελέτες, βιβλιοκρισίες, κριτικές, κ.ά. μπουζουριάζονται κάτω από τον όρο «Δοκίμια». Αυτό μ’ ενοχλεί γιατί φανερώνει την επιπολαιότητα που κυριαρχεί στον τόπο μας ακόμα και σε πνευματικούς κύκλους.

Στον παρόντα τόμο μόνο δύο κείμενά μου μπορεί να θεωρηθούν δοκίμια, τα «Που το πάει η λογοτεχνία;» και «Η Κατοχή και ο Εμφύλιος: κάποιες νύξεις στη μεταπολεμική λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης».

Πώς θα μπορούσα να ονομάσω τα πολλά άλλα κείμενά μου που αμφιρρέπουν ανάμεσα στη μελέτη και την κριτική; Υιοθέτησα έναν γενικό όρο «Κείμενα λογοτεχνίας».

Θυμάμαι ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπισε και ο Γιώργος Ιωάννου όταν λανσάρισε ένα είδος πεζού λόγου, μια ρεαλιστική πρόζα μικρής φόρμας, μέσα στον οποίο χώρεσε προσωπικά βιώματα, παρατηρήσεις δοκιμιακού χαρακτήρα, ιστορικά στοιχεία, κ.ά., που τα έδεσε με μια συνειρμικού τύπου αφηγηματική τεχνική που παρέπεμπε στον «εσωτερικό μονόλογο» του Ν. Γ. Πεντζίκη. Για να είναι τίμιος με τους αναγνώστες του δεν ονόμασε τα κείμενά του αυτά διηγήματα (όπως τόσοι άλλοι), αλλά τους έδωσε τον γενικό όρο πεζογραφήματα. Κάπως έτσι σκέφτηκα κι εγώ.

Κάποιες απόψεις μου τώρα για τον ρόλο του «επαρκή αναγνώστη» που γράφει κριτικές. Πιστεύω πως ο κριτικός είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον συγγραφέα ή σε συγκεκριμένο βιβλίο του (αν πρόκειται για βιβλιοκρισία) και τον αναγνώστη.

Στον αναγνώστη που γνωρίζει τον συγγραφέα κι έχει διαβάσει το βιβλίο του, προσπαθεί να πει τη γνώμη του για το είδος και την ποιότητα του βιβλίου καταθέτοντας τη δική του «ματιά», αφού κάθε λογοτεχνικό κείμενο επιδέχεται πολλές και ενίοτε διαφορετικές αναγνώσεις.

Για τον αναγνώστη που αγνοεί τον συγγραφέα ή το κρινόμενο βιβλίο, να τον κατατοπίσει και με τις παρατηρήσεις επί του κειμένου να του προκαλέσει το ενδιαφέρον να το αγοράσει και να το διαβάσει.

Για τον τρόπο πραγματοποίησης του διπλού αυτού σκοπού επέλεξα την αγγλοσαξονική ρήση που γνώριζα από τα ιατρικά συγγράμματα: «να πεις τα πιο σπουδαία πράγματα με την πιο απλή γλώσσα».

Έχω διαβάσει βιβλιοκρισίες και δεν έχω καταλάβει τι λένε. Μια γλώσσα «κουλτουριάρικη», με την οποία καμουφλάρουν τις αερολογίες ή τις κοινοτοπίες που γράφουν. Διαβάζω άλλες στις οποίες ο κριτικός δεν προσπαθεί να προβάλει το βιβλίο αλλά τον εαυτό του ή τις γνώσεις του.

Επίσης, ο κριτικός δεν πρέπει να κρίνει το βιβλίο ή το συνολικό έργο ενός λογοτέχνη ως αυθεντία, αλλά να καταθέτει τις απόψεις του και να τις τεκμηριώνει με επιλεγμένα αποσπάσματα μέσα από το κρινόμενο κείμενο.

Κι αφού μιλήσει για τις αρετές του βιβλίου, να μη διστάσει να αναφέρει και τις τυχόν αδυναμίες, όπου τις ανιχνεύει.

Μόνο με την εντιμότητά του ο κριτικός μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν ενδίδει σε αλισβερίσι ή κάθε είδους άλλες πιέσεις. Αυτά όμως έχουν κόστος. Δημιουργούν εχθρούς, χαλάνε φιλίες.

Για χρόνια είχα φιλική σχέση με έναν πεζογράφο της Θεσσαλονίκης, του οποίου το έργο είχα ποικιλοτρόπως προβάλει γιατί το θεωρώ αξιόλογο. Μια φορά μου ζήτησε να γράψω κριτική για ποιητική συλλογή μιας φίλης του.

Αρνήθηκα, γιατί τα ποιήματά της δεν με είχαν κερδίσει. Εκείνος επέμενε και προσπαθούσε να με μεταπείσει. Του έδωσα ένα επτασέλιδο κείμενο με τις παρατηρήσεις μου για τις αδυναμίες των ποιημάτων της φίλης του. «Πάρ’ το», του είπα, «να δεις το πόσο με απασχόλησαν τα ποιήματά της. Αν νομίζεις ότι οι παρατηρήσεις μου θα την βοηθήσουν να βελτιώσει την ποιητική προσφορά της, να της το δώσεις να το διαβάσει. Αν πιστεύεις ότι θα την στενοχωρήσω, τότε να το σκίσεις». Μου γύρισε την πλάτη και η φιλία μας κόπηκε μαχαίρι.

          Πώς ξεκίνησε όμως η τακτική συγγραφή κριτικών κειμένων; Από το 1985 έως το 1991 ήμουν υπεύθυνος σύνταξης δύο λογοτεχνικών περιοδικών ταυτόχρονα.

Της Παραφυάδας (1985-1990), που ήταν μια ετήσια έκδοση που κυκλοφορούσε τα Χριστούγεννα, με ανέκδοτα κείμενα όλων σχεδόν των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου παρουσίασα πολλά νέα ταλέντα που σήμερα είναι καθιερωμένοι λογοτέχνες.

Και της τρίτης διαδρομής του λογοτεχνικού περιοδικού Το Τραμ (1987-1991), με εκδότη τον Γιώργο Κάτο. Η Παραφυάδα με βοήθησε να μελετήσω το συνολικό έργο καθιερωμένων πεζογράφων της πόλης μας και να ανακαλύψω νέα ταλέντα.

Έγραφα, επομένως, κριτικά κείμενα και βιβλιοκρισίες που δημοσίευα στο Τράμ. Ασφαλώς η εμβέλεια των βιβλιοκρισιών δεν αφορούσε μόνο τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης αλλά όλη τη χώρα.

Επίσης σ’ αυτό με συνέδραμε και μια ολιγάριθμη ομάδα που είχα συγκροτήσει από Αθηναίους και Θεσσαλονικείς κριτικούς. Το κύριο βάρος όμως έπεσε στους ώμους μου. Την πενταετία αυτή δημοσίευσα στο Τραμ είκοσι τέσσερα κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες. Ας πούμε ότι εκεί πήρα το βάπτισμα του πυρός στην κριτική.

          Επόμενος σταθμός ήταν η συνεργασία μου με το περιοδικό Διαβάζω, με κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες, από το 1984 έως το 2009.

Την περίοδο αυτή διευθυντές του περιοδικού υπήρξαν διαδοχικά οι Γιώργος Γαλάντης, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπαθή και Γιάννης Μπασκόζος. Οι τρεις πρώτοι δεν μου έθεσαν ποτέ θέμα έκτασης των κειμένων μου. Έτσι είχα την ελευθερία να διατυπώνω αβίαστα τις απόψεις μου στα κριτικά κείμενα που τους έστελνα.

Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Όταν το 2006 ανέλαβε τη διεύθυνση του Διαβάζω ο Μπασκόζος, θέλησε να  «εκσυγχρονίσει» το περιοδικό και άρχισε να δημοσιεύει βιβλιοκρισίες μικρές, τόσων λέξεων.

Προσωπικά πρώτη φορά άκουσα ότι η έκταση των κειμένων μετριέται με τις λέξεις κι όχι με τις σελίδες, όπως είχα μάθει. Τόσο καθυστερημένος ήμουν.

Έτσι το 2009, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, διέκοψα τη συνεργασία μου με το Διαβάζω, όπου είχα δημοσιεύσει είκοσι τρία κείμενα.

Η αλήθεια είναι ότι όταν το 2012 το περιοδικό έκλεισε, στενοχωρήθηκα πολύ. Με τον Γαλάντη, τον Παπαλέξη και τη Σπαθή είχα δημιουργήσει και μια προσωπική σχέση, πες την φιλία.

          Ακολούθησε το περιοδικό Νέα Εστία, όπου ο τότε διευθυντής της Σταύρος Ζουμπουλάκης (που την ανέδειξε, από το 1998 έως το 2012, που είχε την αποκλειστική ευθύνη της ύλης, ως το καλύτερο λογοτεχνικό περιοδικό του τόπου) δεν μου έβαζε κανένα φραγμό στην έκταση των βιβλιοκρισιών που του έστελνα.

Με τη Νέα Εστία συνεργάστηκα από το 2006 ώς το 2011 και δημοσίευσα δώδεκα βιβλιοκρισίες (και δύο διηγήματα). Όλο αυτό το διάστημα διαισθανόμουνα ότι με τον Ζουμπουλάκη είχαμε ταύτιση απόψεων ως προς την αισθητική αξιολόγηση των λογοτεχνικών κειμένων. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που, ενώ σπανίως ανταμώναμε, τον ένιωθα σαν προσωπικό μου φίλο.

Τέλος, πρέπει να σημειώσω ότι με κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες έχω συνεργαστεί με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας (Εντευκτήριο, η λέξη, Μπιλιέτο, Πόρφυρας, Φιλόλογος, Οδός Πανός, Ένεκεν, Παρέμβαση, Εμβόλιμον, Ακτή [Κύπρου], Δίοδος 66100, Νέα Ευθύνη, Φρέαρ, κ.ά.).

Αν τώρα σ’ αυτά προσθέσουμε τις εισηγήσεις μου στα τέσσερα συνέδρια που διοργάνωσα για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης (για την πεζογραφία το 1996, την ποίηση το 2001, τα λογοτεχνικά περιοδικά το 2005 και την κριτική και τους κριτικούς το 2008) και τα κείμενά μου στη σειρά λογοτεχνικών εκδόσεων του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου (έντεκα τομίδια ως πρακτικά αντίστοιχων λογοτεχνικών εκδηλώσεων) που πραγματοποιήσαμε με τη Σταυρακοποπούλου τη διετία 2009-2010, ε, τότε καταλαβαίνετε πως «ανεπαισθήτως» χτίστηκε αυτό το κριτικό έργο των τριών τόμων και 1334 σελίδων (συνυπολογίζω και τις εισαγωγές της Σταυρακοπούλου στις Παραφυάδες ΙΙ και ΙΙΙ).

Θα υπάρχουν άραγε στο μέλλον φιλόλογοι που θα ασχοληθούν με τη λογοτεχνία της εποχής αυτής; Δεν ξέρω. Αν υπάρξουν, τότε πιστεύω ότι τα κριτικά μου κείμενα θα είναι ένα κάποιο βοήθημα στο έργο τους.

Εγώ πάντως πέρασα καλά. Αφού το γράψιμο μου έχει γίνει τρόπος ζωής, τα κείμενα λογοτεχνίας, οι βιβλιοκρισίες και οι άλλες μελέτες μου που αποτέλεσαν το υλικό κάποιων άλλων βιβλίων μου, υπήρξαν η λύση για να γεμίζω τα κενά του χρόνου, όταν η έμπνευση για τη συγγραφή πρωτότυπου έργου (διηγήματα, αφηγήματα, μυθιστορήματα) μ’ εγκατέλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

          Θα σας πω τώρα κάποια πράγματα για την εποχή. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η παρουσίαση ενός νέου βιβλίου κάποιου λογοτέχνη ήταν στη Θεσσαλονίκη τελετουργία.

Για το βιβλίο μιλούσαν ένας, το πολύ δύο σοβαροί εισηγητές, που δεν μασούσαν τα λόγια τους (πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, καθιερωμένοι κριτικοί και λογοτέχνες). Αν χρειαζόταν, ο συγγραφέας έλεγε κι αυτός δυο λόγια για το βιβλίο του ή διάβαζε κάποια μικρά αποσπάσματα. Ακολουθούσε πάντα ουσιαστική συζήτηση με το κοινό.

Οι παρουσιάσεις αυτές μπορεί και να διαρκούσαν δυο ώρες, αλλά κανείς δεν κουραζόταν ή διαμαρτύρονταν. Το ακροατήριο – άνθρωποι των γραμμάτων οι περισσότεροι – έφευγαν από την εκδήλωση έχοντας αποθησαυρίσει μια ακόμα λογοτεχνική εμπειρία.

Οι χώροι όπου γίνονταν αυτές οι εκδηλώσεις ήταν ή δημόσιοι, όπως το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ή ιδιωτικοί, όπως ήταν τα βιβλιοπωλεία Ραγιάς, Μπαρμπουνάκης, Ιανός, Παρατηρητής, Βιβλιορυθμός, κ.ά.

Από της αρχές του 21ου αιώνα η εποχή άρχισε να αλλάζει. Κάθε νέος συγγραφέας ήθελε περισσότερους ομιλητές που συνέρευσαν από εξωλογοτεχνικούς κύκλους (πολιτικοί, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, τραγουδοποιοί, κ.ά.).

Άρχισε να επικρατεί η νοοτροπία ότι όσο πιο πολλοί ήταν οι ομιλητές τόσο πιο σημαντικό ήταν το βιβλίο. Θυμάμαι μια τέτοια παρουσίαση, όπου ένας πολιτικός που για κάποιο διάστημα είχε διατελέσει και υφυπουργός, παίρνοντας τον λόγο είπε με ειλικρίνεια:

«Εγώ δεν διαβάζω λογοτεχνία αλλά ο συγγραφέας με παρακάλεσε να έρθω και να πω τη γνώμη μου!»

Ένα άλλο φαινόμενο που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων ήταν οι πολλές παρόμοιες εκδηλώσεις που γίνονταν σχεδόν καθημερινά και ταυτόχρονα.

Κι εδώ αρχίζει το αλισβερίσι μεταξύ των συγγραφέων: «θα μιλήσω για το βιβλίο σου αλλά και εσύ για το δικό μου». Πήγα αρκετές φορές σε τέτοιες εκδηλώσεις και μόνο καλά λογάκια άκουγα. Θαρρείς κι όλοι οι συγγραφείς ήταν άξιοι για Νόμπελ.

Κι αν τύχαινε κάποιος ή κάποια να καταφέρει και να αποσπάσει κανένα βραβείο (με τους γνωστούς τρόπους που απονέμονται τα βραβεία στην Ελλάδα), ε, με κοιτούσαν χαμογελώντας ειρωνικά, επειδή είχα αρνητική άποψη για το σχετικό πόνημά τους.

Για να προσελκύουν κοινό οι συγγραφείς (ιδίως οι νέοι) άρχισαν να προσκαλούν στις εκδηλώσεις γνωστούς ηθοποιούς για να διαβάσουν ποιήματα (εάν το παρουσιαζόμενο βιβλίο ήταν ποιητική συλλογή) ή πεζά αποσπάσματα (εάν επρόκειτο για πεζογράφημα).

Καθώς οι εκδηλώσεις με τον καιρό πλήθαιναν, άρχισαν να έρχονται και οι μουσικοί: πιανίστες που συνόδευαν τραγουδίστριες, μπουζουξήδες που τραγουδούσαν ρεμπέτικα, λυράρηδες, ακόμα και ολόκληρες κομπανίες.

Και ο κόσμος συνέρρεε. Σε μια τέτοια εκδήλωση σε βιβλιοπωλείο είδα έναν φίλο μου τραγουδιστή που αμφιβάλλω αν στη ζωή του είχε αγοράσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να το διαβάσει. «Πώς από δω;» τον ρώτησα, «γνωρίζεσαι με τον συγγραφέα;» «Όχι», μου λέει, «είμαι φίλος της τραγουδίστριας!»

Ξύπνησαν και οι βιβλιοπώλες και ορισμένοι άρχισαν να ζητούν χρήματα (ένα ποσόν ταρίφα) για να παραχωρούν τον χώρο των εκδηλώσεων στα βιβλιοπωλεία τους. Έτσι άρχισαν οι βιβλιοπαρουσιάσεις σε καφέ-μπαρ και άλλα παρόμοια στέκια, όπου οι ιδιοκτήτες τους αρκούνται στα ποτά που καταναλώνει το ακροατήριο.

Τελευταίοι εμφανίστηκαν και κάτι επαγγελματίες παρουσιαστές. Μιλώ για καθιερωμένους λογοτέχνες, με βραβεία στο ενεργητικό τους και μεγάλη «αναγνωρισιμότητα»  από την τηλεόραση. Παρουσιάζουν τα βιβλία χωρίς κείμενο, από στήθους ή πρόχειρες σημειώσεις.

Παρακολούθησα μερικές τέτοιες παρουσιάσεις τους. Έχουν τον τρόπο να λένε μόνο καλά λόγια αλλά με σοβαροφάνεια.

Μια φορά έτυχε να έχω διαβάσει το βιβλίο και παρευρέθηκα στην παρουσίασή του. Ήταν τόσο επαινετική η βιβλιοπαρουσίαση του εν λόγω λογοτέχνη / κριτικού που δεν μπόρεσα να κρατηθώ, κι όταν τελείωσε η εκδήλωση τον πλησίασα και τον ρώτησα αν μιλούσε για το βιβλίο που είχα διαβάσει κι εγώ ή για κάποιο άλλο. «Ε, τι να κάνουμε;» δικαιολογήθηκε, «επαγγελματίας είμαι». Έμεινα. Δηλαδή τι εννοούσε; Πληρωνόταν; Δεν θέλησα να μάθω – δεν μ’ ενδιαφέρει πια.

Η κρίση που περνάει η χώρα – για να έρθω και στη δική σας έρευνα, κ. Πατούλη – δεν είναι μόνο πολιτική ή οικονομική, αλλά κυρίως πολιτισμική. Και πολύ φοβάμαι ότι οι νοοτροπίες που επικρατούν πια (στην πολιτική, στην οικονομία, στις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις, παντού) είναι πλέον μη αναστρέψιμες. Σκέφτηκα μόνο ότι αν κάποιος ανέβαινε στην κορυφή ενός βουνού με κοπριές θα τον θεωρούσαμε επαγγελματία ορειβάτη;

Περικλής Σφυρίδης, Παραφυάδες ΙΙΙ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας – 2015, σελ. 536.


http://tvxs.gr/news/biblio/sto-stibo-tis-kritikis

Μια αφήγηση συγγραφής σε …πρώτο πρόσωπο. Του Μάνου Κοντολέων

Ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του τελευταίου του βιβλίου Δάχτυλα πάνω στο σώμα της που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

Μετά από τόσα χρόνια που γράφω τόσα διαφορετικά είδη λογοτεχνικών κειμένων, είναι νομίζω λογικό να αναζητώ νέα θέματα, θέματα που μπορεί να προκαλέσουν, να ταράξουν…

Βέβαια, εγώ είμαι αυτός που έχει τονίσει πως ο κάθε συγγραφέας άσχετα με το πόσα έργα έχει γράψει, στην ουσία ένα και μόνο ένα έργο συνέχεια συνθέτει. Μια -ίσως δυο- να είναι οι συγγραφικές εμμονές του.

Λοιπόν, οι δικές μου εμμονές είναι από τη μια ο Έρωτας και από την άλλη οι ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Μα κάποια στιγμή κατάλαβα πως και οι δυο αυτές εμμονές μου κάτω από μια άλλη υπάρχουν. Αυτή που έχει να κάνει με την ελεύθερη έκφραση της ταυτότητας του καθένα από εμάς.

Αναζητώντας ένα νέο θέμα μυθιστορηματικής σύνθεσης –εκεί στις πρώτες, πρώτες μέρες του 2014- έτυχε να προσέξω την πιο κάτω θέση της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, έτσι όπως την έχει καταγράψει στην εισαγωγή του έργου της «Αλέξης»

Γράφει, λοιπόν, η Γιουρσενάρ : Ίσως να μην έχει τονισθεί αρκετά ότι το πρόβλημα της ελευθερίας των αισθήσεων κάτω απ΄ όλες του τις μορφές είναι σε μεγάλο βαθμό ένα πρόβλημα ελευθερίας της έκφρασης.

Αυτά διάβασα κι αμέσως… Ναι, με αυτό τον μαγικό τρόπο που η έμπνευση έρχεται να συναντήσει τον κάθε συγγραφέα, δίπλα μου ήρθε και κάθισε… η Λία. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος που αναζητούσα το κεντρικό του πρόσωπο.

Ένα μυθιστόρημα που θα μιλούσε για μια άλλη γυναικεία ταυτότητα, για ένα άλλο ερωτικό ένστιχτο… Για μία πολιτική πράξη.

Πολιτική πράξη; Ναι, ο τρόπος που εκφράζει ο καθένας από εμάς τη σεξουαλική του ταυτότητα, μα κυρίως η διάθεση να την υποστηρίξουμε μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, είναι μια ουσιαστική πολιτική πράξη. Ιδίως αν αυτή η ταυτότητα αποτελεί για τους πολλούς μια παρεκτροπή.

Εκείνες τις πρώτες, πρώτες μέρες του 2014, εκεί στο σπίτι μου στο χωριό του Πηλίου, ξεκινούσα μια περιπέτεια. Αποφάσιζα να υλοποιήσω μια υπέρβαση.

Εγώ, ένας εκπρόσωπος του ανδρικού φύλου, να ανασύρω τις εσωτερικές φωνές, να ανιχνεύσω τα πάθη μιας γυναίκας που αναζητά να της αναγνωριστεί το δικαίωμα να στρέφει τη σεξουαλική της προτίμηση προς σώματα παρόμοια με το δικό της.

Η λεσβιακές σχέσεις ελάχιστα έχουν απασχολήσει τη ελληνική λογοτεχνία. Γιατί άραγε; Στην ουσία –κι αν είναι σωστή η έρευνά μου- μόνο τρία μυθιστορήματα με παρόμοιο προβληματισμό έχουν γραφτεί μέσα στα τελευταία σχεδόν 80 χρόνια. Και τα τρία από γυναίκες.

Το δικό μου –«Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», σχεδόν από την πρώτη μέρα είχα αποφασίσει πως αυτή η φράση θα ήταν ο τίτλος του- θα ήταν το μοναδικό που γραφότανε από άνδρα. Αλλά και το μόνο που θα προσπαθούσε να στηριχτεί στις πλέον σύγχρονες θεωρίες πάνω στην ταυτότητα του φύλου.

Ένας συγγραφέας ασφαλώς και δεν έχει ζήσει ότι περιγράφει. Μα το έχει βαθιά μελετήσει και με ευαισθησία παρατηρήσει έτσι όπως συμβαίνει σε άλλους -σε άλλους ανθρώπους, σε άλλους ήρωες μυθιστορημάτων.

Το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» πολλά οφείλει σε όσα άκουσα να συζητάνε κάποιοι, σε όσα κάποιοι άλλοι μου εξομολογηθήκανε, σε όσα εγώ –με την γνωστή αυθαιρεσία του δημιουργού- επινόησα. Αλλά και στις μελέτες μου –κείμενα θεωρητικά, κείμενα λογοτεχνικά.

Το μυθιστόρημα καθώς τελείωνε η χρονιά, το ολοκλήρωνα.

Άραγε σκέφτομαι   –τώρα που πια κυκλοφορεί- οι ηρωίδες μου θα πείσουν τους αναγνώστες μου;

Το μόνο στοιχείο που πάνω του μπορώ να στηριχτώ για να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση είναι αν εμένα με έχουν πείσει. Αν καθώς περιέγραφα συναισθήματα και πράξεις τους, αισθανόμουνα πως δεν ήμουνα εγώ αυτός που ‘μιλούσε’, αλλά εκείνες που με χρησιμοποιούσαν, που χρησιμοποιούσαν τη γραφή μου για να εκφράσουν τα πάθη , τα όνειρα, τους εφιάλτες τους.

Και ξέρω πως κάτι τέτοιο το αισθάνθηκα.

Ξέρω, όμως και κάτι άλλο. Πολλοί θα είναι εκείνοι που θα σκεφτούνε το πώς είναι δυνατόν ένας άνδρας να μιλά για τον τρόπο που μια γυναίκα ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα. Να εμβαθύνει σε μια σχέση όπου ο ίδιος όχι μόνο ως άτομο, αλλά και ως σεξουαλικό ον απουσιάζει.

Οι άνδρες –αν όχι όλοι, πάντως πολλοί, ίσως και οι περισσότεροι- αρέσκονται στο να παρακολουθούν ερωτικές σκηνές μεταξύ γυναικών. Τους αρέσει γιατί επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του φύλου τους. Αντίθετα δε θέλουν να παρακολουθούν ερωτικές περιπτύξεις μεταξύ ανδρών –τότε η φυλετική τους κυριαρχία αυτοϋπονομεύεται.

Αλλά το μεγάλο μυστήριο για κάθε άνδρα είναι πάντα η γυναίκα. Γι αυτό και τόσοι συγγραφείς έχουν ‘γεννήσει’ μεγάλες ηρωίδες.

Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να κατανοήσεις κάτι, είναι να το δημιουργήσεις.

Ως άνδρας καθορίστηκα από τις γυναίκες.

Μέσα από τα έργα μου προσπάθησα να κατανοήσω τους διάφορους ρόλους των γυναικών, να πλησιάσω τις κρυφές τους ανάγκες.

Τώρα πλέον και την πλέον απόκρυφη. Την πλέον… ‘αμαρτωλή’.

Και ίσως γι αυτό επέλεξα αμέσως κάτω από το τίτλο του έργου μου, να τοποθετήσω ένα στίχο που τόσους αιώνες πριν μια γυναίκα –η Σαπφώ- είχε γράψει:

Αλήθεια σε μελλούμενους καιρούς

κάποιος θα βρίσκεται να με θυμάτ΄ εμένα.

 Μάνος Κοντολέων

Δάχτυλα πάνω στο σώμα της

Δάχτυλα πάνω στο σώμα της, Εκδόσεις Πατάκη, 2015, 422 σελ.

Απλή ζωή έζησε και ζει η Λία. Προστατευµένα παιδικά χρόνια, συνετές σπουδές, δικό της ιατρείο, γάµο µε άντρα που την αγάπησε. Πίσω από αυτή τη σταθερή ζωή, κατάφερνε να κρύβει απαγορευµένες επιθυµίες και ένοχα µυστικά. Μα τώρα η Λία ερωτεύτηκε. Μια γυναίκα. Και πλέον τα πάθη και τα µυστικά ενώνονται µε πράξεις κοινωνικής συµπαράστασης και ιδέες ελευθερίας της έκφρασης. Κι έτσι η σταθερή ζωή της Λίας µπορεί -ίσως- να αποκτήσει ένα άλλο νόηµα. Άλλο σκοπό. Ένα µυθιστόρηµα για µια άλλη γυναικεία ταυτότητα, για ένα άλλο ερωτικό ένστικτο… Για µια πολιτική πράξη.

Πέτρος Μάρκαρης: Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μη χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κανένας

Συνέντευξη του συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη στην Κρυσταλία Πατούλη


Π.Μ.: Ανήκω σε αυτούς τους συγγραφείς που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να μη χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κανένας.

Μπορεί να μην είναι αυτοβιογραφικό ένα μυθιστόρημα, αλλά έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, εξ ορισμού! Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

Θα σας πω ένα παράδειγμα γι’ αυτό που σας λέω:

Όταν ασχολήθηκα με τη γυναίκα του Χαρίτου, την Ανδριανή, σκέφτηκα ότι πρέπει να της βάλω -γιατί απ’ την αρχή ήταν η κλασική γυναίκα αστυνομικού, δηλαδή, νοικοκυρά- κάποιο χαρακτηριστικό. Σκέφτηκα, λοιπόν, τότε, ότι το χαρακτηριστικό θα είναι αυτά τα περίφημα «γεμιστά».

Γιατί τα γεμιστά; Γιατί η μάνα μου, έφτιαχνε καταπληκτικά γεμιστά! Και στο σπίτι όταν ήρθε, γιατί πέθανε η γυναίκα μου και η κόρη μου ήταν πολύ μικρή και έπρεπε να τη φροντίσει κάποιος, έφτιαχνε πολύ συχνά.

Η κόρη μου, της έλεγε: γιαγιά, θα φτιάξεις γεμιστά; Εκείνη άρχιζε, λοιπόν, ένα καταπληκτικό παιγνίδι, γιατί η μάνα μου ήταν, εντός εισαγωγικών, «ντίβα». Κι έλεγε: Α, δεν μπορώ. Είναι πάρα πολύ κουραστικό φαγητό. Ποιός θα κάτσει να κόψει τις ντομάτες, να κάνει τη γέμιση, να… Πα πα πα! Δεν το κάνω με τίποτα! Η κόρη μου, έφτανε στο σημείο σχεδόν γονατιστή να την εκλιπαρεί, για να της πει η γιαγιά στο τέλος: Ναι, αλλά θα είναι η τελευταία φορά, και να το ξέρεις. Ε, ποτέ δεν ήταν η τελευταία φορά. Ήταν πάντα η προτελευταία!

Αυτό ήταν που με οδήγησε να πω: Α! Τα γεμιστά! Από εκεί ξεκίνησα.

Ένα άλλο παράδειγμα: Όταν έφτασε το τρίτο μυθιστόρημα, δηλαδή Ο Τσε αυτοκτόνησε, έχουν πυροβολήσει το Χαρίτο, και έχει αναρρωτική άδεια, οπότε η ιστορία αναφέρεται συχνά στη γυναίκα του. Το διαβάζει η αδελφή μου, και μου λέει: Ρε συ, αυτή είναι η μάνα μας! Της λέω: Γιατί το λες; Μου λέει: Έτσι μας τρομοκρατούσε όταν ήμασταν άρρωστοι από το φόβο μην πάθουμε τίποτα!

Λοιπόν, σήμερα, η Ανδριανή(η γυναίκα του Χαρίτου), είναι ταυτισμένη με τη μητέρα μου. Απόλυτα! Καμιά φορά, όταν θέλω να τσιγκλήσω τους ακροατές, τους ρωτάω: Σας αρέσει η Ανδριανή; Κι όταν μου λένε, ναι, αλλά, ξέρετε… τους απαντώ: Ναι, αλλά, δεν θα σας άρεσε και η μητέρα μου! Και κει κομπλάρουν οι κακόμοιροι.

Συνήθως οι Ισπανοί και οι Ιταλοί, μου λένε: Καταπληκτική γυναίκα! Γιατί έχουν την ίδια περίπτωση μάνας στα σπίτια τους. Είναι ο νότος…

Όταν μιλάω με τους Γερμανούς, επειδή οι γερμανίδες είναι εργαζόμενες και δεν δέχονται αυτήν τη μοιρολατρία της γυναίκας του νότου, έχουν αντιρρήσεις. Οπότε, εκεί είναι που τους λέω: Δεν θα συμπαθούσατε ούτε τη μάνα μου!

Γι’ αυτό, δεν υπάρχει θέμα. Υπάρχει παντού το αυτοβιογραφικό στοιχείο! Αλίμονο αν δεν υπήρχε.

Από κει και πέρα, υπάρχει κάτι άλλο, που από συγγραφέα σε συγγραφέα διαφέρει. Να σας πω τι είναι αυτό:

Υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι όταν θέλουν να γράψουν έναν χαρακτήρα, κάθονται στο γραφείο τους και τον φαντάζονται. Λένε, θέλω να έχει αυτό το χαρακτηριστικό, αυτές τις αδυναμίες. Ωραία. Είναι μία μέθοδος πολύ διαδεδομένη.

Υπάρχει όμως και μία δεύτερη κατηγορία συγγραφέων, η οποία φτιάχνει τους ήρωες παίρνοντας παραδείγματα και χαρακτηριστικά από ανθρώπους που τους γνωρίζουν. Σε αυτήν την κατηγορία, ανήκω εγώ. Σε μένα ήρωας που να τον φανταστώ στο μυαλό μου, δεν υπάρχει!

Θα σας πω και ένα άλλο παράδειγμα: Κάποια στιγμή στην Άμυνα ζώνης, ο Χαρίτος πάει να ανακρίνει κάποιον που φτιάχνει παιδικά ρούχα. Αυτός είναι ένας βιοτέχνης, ο οποίος είναι σχολαστικός με την καθαριότητα και την τάξη. Όσο λοιπόν απαντάει στον Χαρίτο, του σπάει ταυτόχρονα και τα νεύρα γιατί ξεσκονίζει, ή βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Όταν τελείωσε αυτό το κεφάλαιο, λέω στην αδελφή μου, το διαβάζεις να μου πεις πώς το βρίσκεις;

Το διαβάζει λοιπόν εκείνη, κι όταν το τελειώνει φωνάζει: (στον άντρα της) Τάσο! Ρεζίλι έγινες! Στο μυθιστόρημα σ’ έβαλε!

Δεν έχω και καμία αναστολή για να το κάνω, για να λέμε και την αλήθεια. Αλλά, έτσι δουλεύω.

Γι αυτό, σας λέω, δεν υπάρχει τρόπος. Ο καθένας κάνει αυτό που του πάει καλύτερα.

Κρ.Π.: Υπάρχει και κάποιος που προβάλατε πάνω στον ίδιο τον Χαρίτο;  

Π.Μ.: Όχι, δεν υπάρχει. Εκείνο το οποίο λέω όταν με ρωτάνε καμιά φορά, είναι ότι: Εγώ έχω κοινό με τον Χαρίτο. Τί; Τη ματιά μου πάνω στην Αθήνα και τους Έλληνες. Η ματιά του, είναι η ματιά μου.

Η κόρη μου, μού λέει καμιά φορά: Έχω βαρεθεί να ακούω τα σχόλια και τις ειρωνείες σου και μετά να τα διαβάζω σε μυθιστόρημα από το Χαρίτο! Βρες κάτι άλλο!

Αυτό είναι το ένα. Από την άλλη μεριά, όμως, η οικογένεια του Χαρίτου, δεν έχει καμία σχέση με την οικογένεια που είχα εγώ, ή η με τη σχέση μου…

Όμως, η οικογένεια του Χαρίτου, είναι πολύ κοντά στην δική μου οικογένεια. Δηλαδή, στη μητέρα μου, στον πατέρα μου. Η σχέση τους είναι πάρα πολύ κοντά, στη σχέση που είχαν οι γονείς μου. Πάρα πολύ κοντά. Και βεβαίως, η κόρη, η Κατερίνα, έχει πάρα πολλά στοιχεία από την κόρη μου.

Όταν μπαίνει σπίτι η κόρη μου και με βλέπει να γράφω, μου λέει: Γράφεις μυθιστόρημα; Λέω, ναι. Εκείνη η αδελφούλα μου, μου λέει, τί κάνει;

Κρ.Π.: Ο Μιχαήλ Μπαχτίν, είχε αναφέρει ότι σε κάθε έργο δεν υπάρχει μόνο μία φωνή, π.χ. του συγγραφέα, αλλά και πολλές άλλες φωνές…

Π.Μ.: Παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο η εμπειρία και τα βιώματα που έχεις μέσα σου. Αυτό το οποίο, ουσιαστικά, είναι όλο σου το προσωπικό παρελθόν, και των ανθρώπων γύρω σου. Χωρίς τα βιώματα αυτά, δεν μπορείς να γράψεις.

Δεν είναι εγκεφαλική η διαδικασία. Διατυπώνεται με καθαρό μυαλό, αλλά αφού προηγηθεί η βιωματική ανάκληση και επεξεργασία.

Όταν γράφω, είμαι τελείως προσηλωμένος. Ξέρω τι θα κάνω και πως θα το χτίσω. Αλλά για να φτάσω στο σημείο να γράψω, έχω περάσει μια διαδικασία ολόκληρη, βιωμάτων, εικόνων, προσωπικών εμπειριών, πραγμάτων που με πόνεσαν, ανθρώπων που τους γνώρισα και ή τους αγάπησα ή δεν τους αγάπησα. Όλα αυτά, προηγούνται!

Κρ.Π.: Η λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια σαν να ακολουθούσε μία προκάτ διαδικασία; Πολύ χιούμορ κατασκευασμένο, και μία εξέλιξη ιστοριών που δεν σε έκαναν να νιώθεις, τελικά να «ζεις»; Γιατί η ανάγνωση δεν πρέπει να είναι βιωματική πράξη, όσο και δημιουργία, από μόνη της;

Π.Μ.: Εγώ προέρχομαι από τη γερμανόφωνη λογοτεχνία.

Έχω παρατηρήσει δύο φάσεις στην ελληνική λογοτεχνία. Υπάρχει μία περίοδος μυθιστοριογραφίας –όχι πεζογραφίας- όπου ουσιαστικά η επιρροή της ποίησης πάνω της, ήταν τεράστια. Δηλαδή, η ποίηση ήταν τόσο καταλυτική στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, ώστε η πρόζα επηρεάστηκε, με την έννοια ότι εξελίχθηκε ως μία άσκηση ύφους, θέτοντας στο περιθώριο την εξέλιξη του μύθου και της ιστορίας.

Διάβαζες τρομερά ωραία υφολογικά έργα, αλλά έλεγες: Παρακάτω, τί θα γίνει παιδιά;(γιατί εγώ, έτσι έμαθα…) Και δεν γινόταν τίποτα!

Τα τελευταία χρόνια, αυτό, η ελληνική πεζογραφία προσπαθεί να το ξεπεράσει, και έχει δείγματα που το ξεπερνάει.

Από την άλλη όμως, επειδή αυτή είναι μία μεταβατική φάση, πολλές φορές πηγαίνουν στο άλλο άκρο οι συγγραφείς.

Κρ.Π.: Θέλετε να πείτε παραδείγματα;

Π.Μ.: Θεωρώ ότι οι συγγραφείς όπως ο Ηλίας Βενέζης, όπως ο Μυριβίλης, όπως μια σειρά από μεταπολεμικούς συγγραφείς, επηρεάστηκαν πάρα πολύ στο ύφος τους, επειδή η ποίηση χάραζε τη γραμμή σ’ αυτό.

Οι συγγραφείς οι οποίοι, δεν επηρεάστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία απ’ αυτό, είναι ο Τσίρκας(ο οποίος ήταν στην Αίγυπτο), είναι ο Καραγάτσης, ο οποίος για μένα είναι ο πιο ικανός μυθιστοριογράφος που έχουμε, ακόμα και σήμερα το λέω αυτό. Ανεξαρτήτως αν συμφωνείς ή δεν συμφωνείς, ο Καραγάτσης ήξερε πως γράφεται ένα μυθιστόρημα.

Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι παρασύρονταν πολλές φορές από μία υφολογική προτεραιότητα.

Τα τελευταία χρόνια, αυτό, παραμερίζεται από τους νεώτερους συγγραφείς, καταλήγουν όμως, πολλές φορές, σε ένα άλλο άκρο, δηλαδή, σε μία περιγραφικότητα(άλλοτε είναι χιουμοριστική, άλλοτε ψυχογραφική, κλπ) η οποία όμως, κάπου εγκλωβίζεται! Και επίσης, δεν μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστοι από το γενικό «δήθεν» που χαρακτήριζε τη ζωή μας τα τελευταία 30 χρόνια.

Κρ.Π.: Αυτό ήθελα να σας πω, γι’ αυτό το δήθεν…

Π.Μ.: Δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν! Οι συγγραφείς ζούμε την κοινωνία! Δεν ζούμε εκτός. Ζούμε εντός.

Από τη στιγμή που ζούνε εντός, επηρεάζονται. Θα μου πεις, ναι, αλλά εσύ; Εγώ, έρχομαι από άλλη γενιά! Αυτό παίζει μεγάλο ρόλο.

Για να σας φέρω ένα παράδειγμα, καμιά φορά μου λένε διάφορα για τους σημερινούς νέους, και τους απαντώ: Μου λέτε για τους σημερινούς νέους, αλλά αυτές οι γενιές μεγάλωσαν με την πεποίθηση ότι η μαμά Ευρώπη θα τους λύσει όλα τα προβλήματα! Η δική μου η γενιά, όχι η μαμά Ευρώπη, αλλά καλά καλά ούτε η μαμά δεν είχε να μου δώσει! Ε, είναι μεγάλη διαφορά! Τι να κάνουμε!

Κρ.Π.: Και είναι και αυτός ο τρόπος ζωής στην πόλη, όλοι περιτριγυρισμένοι από το μπετόν…

Π.Μ.: Σε αυτήν την 25ετία, δημιουργήθηκε, και το βλέπετε σήμερα στην ακραία και παρακμιακή μορφή του, το κλείσιμο της κοινωνίας σε ομάδες!

Η ελληνική κοινωνία από τη μεταπολίτευση και μετά, από την πτώση της δικτατορίας και μετά, εξελίχτηκε με τη λογική μιας κοινωνίας θυλάκων.

Ήταν ο θύλακας των κλαδικών, ήταν ο θύλακας του… ο δικός μου δήμος είναι η επικράτειά μου και όλοι οι άλλοι είναι εχθροί(σιγά σιγά θα βάλουν και σύνορα!). Αυτοί οι θύλακες, όμως, ουσιαστικά εγκλώβισαν και τους συγγραφείς στο δικό τους θύλακα!

Κρ.Π.: Δηλαδή;

Π.Μ.: Δηλαδή, η συγγραφική δραστηριότητα, έγινε μία δραστηριότητα παρέας, συζήτησης, πέραν από την κοινωνία.

Κρ.Π.: Σε πιο προσωπικό κύκλο εννοείτε;

Π.Μ.: Ναι! Σε πιο προσωπικό κύκλο, και σε μια λογική: μαζευόμαστε όλοι μαζί, ανταλλάσσουμε τις απόψεις μας, διαβάζουμε ο ένας το βιβλίο του άλλου…  Αυτό, είναι καταστροφικό!

Εξελιχθήκαμε με μία λογική θυλάκων! Το βλέπετε και σήμερα αυτό μπροστά σας. Ε, αυτό, έκανε μεγάλη ζημιά, και δημιούργησε μία αντίφαση η οποία μάς έκανε μεγάλο κακό, με την εξής έννοια:

Ενώ θεσμικά περάσαμε(ας μη γελιόμαστε, εγώ που ξέρω και το παρελθόν…) την περίοδο της καλύτερα οργανωμένης δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας, ταυτόχρονα εγκλωβιστήκαμε στα επί μέρους ενδιαφέροντα και συμφέροντά μας! Αυτή η αντίφαση μάς πήγε πίσω και στο χώρο του πνεύματος, και στο χώρο της γραφής, και στο χώρο της τέχνης. Παντού!

Περισσότερα:

 

Ένα χρήσιμο μάθημα ψυχολογίας από τη Φωτεινή Τσαλίκογλου

[…] Το γιατρικό της αλήθειας και της μη συγκάλυψης του πόνου που κυριαρχεί στο «Ευτυχισμένο νησί» είναι, έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ, ένα χρήσιμο μάθημα ψυχολογίας […] Η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Παν/μιο Φωτεινή Τσαλίκογλου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το ευτυχισμένο νησί της, «μια μαγική ιστορία για όλους όσοι επιμένουν να ζουν και να ονειρεύονται με μάτια ανοιχτά».

Πώς σκέφτηκες να γράψεις αυτό το παραμύθι;

Δεν το σχεδίασα, δεν υπήρξε προμελέτη. Σαν από μονό του έγινε. Σαν υπνωτισμένη, με πήρε από το χέρι η τυφλή πριγκίπισσα και με οδήγησε σε άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια.

Τα έχει αυτά η γραφή, γνωρίζει πράγματα κριμένα μέσα σου που εσύ αγνοείς. Πράγματα θαμμένα  από τον παλιό καιρό αίφνης αναδύονται στο χαρτί.

Έτσι λοιπόν ο βασιλιάς Αιγέας, το αγόρι από τη χώρα του πολέμου, η νεκρή μητέρα, το χρυσόψαρο με τη μυστική γλώσσα, ενέσκηψαν μέσα στο μυαλό μου και με οδήγησαν στη χώρα  του «όλα είναι  δυνατόν να συμβούν».

Ποιά είναι τα «συστατικά» μιας …ευτυχισμένης χώρας;

Η χώρα αυτή δεν υπάρχει. Ευτυχισμένη θα ήταν η χώρα που θα είχε νικήσει τη φθορά, το θάνατο, τον πόλεμο, την οδύνη.  Μόνο στα παραμύθια ανθίζουν οι ουτοπίες.

Για  να το πω αλλιώς, όμως, θα πω ότι ευτυχισμένη είναι η χώρα που όχι μόνον στο συλλογικό φαντασιακό της, αλλά και στην καθημερινότητα της, τολμά να ερωτοτροπεί με την ουτοπία της ευτυχίας.

Αντίθετα,  πότε και από που έρχεται συνήθως η δυστυχία στους ανθρώπους της, όπως ήρθε και η δυστυχία στο νησί του παραμυθιού σου;

Οι έσχατες έγνοιες προσκαλούν και προκαλούν τη δυστυχία. Ο φόβος της ελευθερίας, η επιθυμία και ο φόβος της αγάπης, ο τρόμος αλλά και η ανάγκη της  εγγύτητας,  το αίτημα της θαλπωρής και της ασφάλειας έτσι καθώς συγκρούονται   με  το αίτημα της αυτονομίας.

Στο ευτυχισμένο νησί η δυστυχία ενσκήπτει μέσα από το καμουφλάζ του πόνου. «Η ευτυχία και το παράλογο», όπως έχει ειπωθεί, «είναι παιδιά  μιας ίδιας γης», κι όσο τα χωρίζουμε, όσο πάμε να προφυλάξουμε σε ένα κουκούλι, αυτό που ο καθένας μας ορίζει σαν ευτυχία, τόσο αφιλόξενη μας φαίνεται η γη που κατοικούμε.

Ποιό είναι το μυστικό για να ξεπεραστεί η δυστυχία; 

Όσο περνάει ο καιρός, όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι η δυστυχία όσο πας να την αποφύγεις τόσο βρίσκει τρόπους να στοιχειώνει και να εγκαθίσταται μέσα σου.

Πρόκειται για μια  επίμονη και πανούργα ύπαρξη, θα πρέπει να γίνεις πιο επινοητικός από εκείνην, να την ξεγελάσεις. Να βρεις τρόπους να την αποφύγεις συγκατοικώντας μαζί της. Έτσι και φανείς αδύναμος και έμφοβος και τρεμάμενος μπροστά της χάθηκες.

Υπάρχει κάποια μεταφορά ταύτισης με την …ευτυχισμένη Ελλάδα -προ κρίσης- και την …δυστυχισμένη του σήμερα; Και αν ναι, πως εκφράστηκε μέσα από το βιβλίο σου;

Η προ κρίση, και καλά, ευτυχισμένη  Ελλάδα ήταν ένας καθησυχαστικός μύθος για να κοιμούνται τα μωρά και να πηγαίνουν οι γονείς σε ανούσια και πλαδαρά και άνευρα ξενυχτάδικα. Η προ κρίσης ευτυχία ήταν ένας ακόμα μύθος.

Σε ποιόν θα έκανες δώρο ένα τέτοιο παραμύθι σήμερα, αν δεν το είχες γράψει εσύ, και γιατί;

Ωραία ερώτηση… Θα το δώριζα στους φοιτητές μου. Γιατί  το γιατρικό της αλήθειας και της μη συγκάλυψης του πόνου που κυριαρχεί στο ευτυχισμένο νησί, είναι, έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ, ένα χρήσιμο μάθημα ψυχολογίας. Έπειτα θα το δώριζα στις δυο φίλες μου που δεν ζουν πια. Στην παιδική μου φίλη Λένα και στη Μαργαρίτα.

Κι έτσι καθώς τα παραμύθια και το ασυνείδητο δεν πιστεύουν στο θάνατο, θα μπορούσαν για χάρη μου, έστω για μια μέρα, οι δυο χαμένες φίλες μου να επιστρέψουν στη γη. Θα τους έδινα τότε το βιβλίο μου γραμμένο από μια άγνωστη συγγραφέα.

«Διαβάστε το» θα τους έλεγα, «έχει πολύ ήλιο στο εξώφυλλο και είναι και μικρό, άλλωστε δεν κρατάει πολύ, όσο ένα χαμόγελο ή ένας λυγμός».

Φεύγοντας θα τους δώριζα και το χρυσόψαρο με τη μυστική γλώσσα για να έχουν συντροφιά εκεί που είναι. ‘’Αντίο’’ θα τους έλεγα και θα τους έκλεινα συνωμοτικά το μάτι…


Φωτεινή Τσαλίκογλου, Το ευτυχισμένο νησί. Μια μαγική ιστορία, Εκδόσεις Καστανιώτη – 2015, 96 σελ.

Έγινε νύχτα κι όλα μονομιάς άλλαξαν.
Η Κοραλλένια, η μονάκριβη κόρη του βασιλιά Αιγέα, ξαφνικά έχασε το φως της.
Το Ευτυχισμένο Νησί βυθίστηκε στη θλίψη.
Την ίδια εκείνη νύχτα, ανοιχτά στο πέλαγος, ένα αγόρι πάλευε με τα κύματα.
Μαζί του ήταν ένα χρυσόψαρο, που γνώριζε μια μυστική γλώσσα.
Σε λίγο θα έφταναν στο νησί της τυφλής πριγκίπισσας.
Είχαν ένα σχέδιο κρυφό να εκπληρώσουν.
Έρχονταν από μακριά, από τη Χώρα του Πολέμου.
Κι εκεί δεν ξέρεις ποτέ αν το ξημέρωμα θα σε βρει ζωντανό ή αν κάποια αδέσποτη σφαίρα θα σε χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά σου κι όλα όσα ονειρεύτηκες θα γίνουν κομμάτια.
Το αγόρι ήθελε να ζήσει.
Κι έφερνε ένα σπουδαίο γιατρικό στο πρώην Ευτυχισμένο Νησί.
Μια μαγική ιστορία για όλους όσοι επιμένουν να ζουν και να ονειρεύονται με μάτια ανοιχτά.


http://tvxs.gr/news/biblio/ena-xrisimo-mathima-psyxologias-apo-ti-foteini-tsalikogloy
.

Ελπ. Ιντζέμπελης: Το κυριότερο είναι ότι έκανα και το χρέος μου

[…] Το κυριότερο είναι ότι έκανα και το χρέος μου. Να τιμήσω με αυτό τον τρόπο την μνήμη όλων αυτών των ανώνυμων άγνωστων που έγραψαν την ιστορία αλλά και τον θείο μου που χάθηκε και δεν πέρασε την ζωή του όπως εκείνος ήθελε και το κυριότερο δεν πρόλαβε να αγαπήσει και να σφίξει στην αγκαλιά του μια κοπέλα […] Ο συγγραφέας Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη την πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του Νταχάου, ενός ιστορικού – ερευνητικού βιβλίου που περιέχει προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες για «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μένανδρος.

Πολλοί συγγραφείς έχουν αναφερθεί στα παιδικά βιώματα και την σημασία που καταλαμβάνουν στην συνέχεια της ζωής μας. Αυτά μας δίνουν και το κίνητρο ή το ερέθισμα για να δοκιμάσουμε να γράψουμε.

Στην δική μου περίπτωση η γνώμη των συγγραφέων μοιάζει να επιβεβαιώνεται γιατί ήμουν τυχερός που ο πατέρας μου και ο θείος μου τους άρεσε να μου αφηγούνται ιστορίες από την οικογένειά μας. Αφηγούνταν για τα μέλη της οικογένειας και πάντοτε σταματούσαν στο όνομα του θείου Παναγιώτη.

Έπαιρναν μια ανάσα και ξεκινούσαν από τα παιδικά του χρόνια τα χρόνια της φοίτησης στην σχολή ενωμοταρχών και έπειτα την δράση του στο να βοηθά τους κρατουμένους να δραπετεύουν.

Σε μια εποχή όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και κάτω από τη Κατοχή των Γερμανών η πράξη του έπρεπε να καμφθεί. Τον τιμώρησαν με την πιο σκληρή ποινή. Την σύλληψη, την μεταφορά με τρένο και τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως.

Ξυλοδαρμοί, πείνα και εικονικές εκτελέσεις. Πολλές φορές νόμιζε ότι ο θάνατος θα τον ανακούφιζε από τον αβάστακτο πόνο. Και από θαύμα σώθηκε και μετά την απελευθέρωση γύρισε στην πατρίδα.

Βαθιά τραυματισμένος στην ψυχή  με κλονισμένη υγεία τον πήγαν στο Δαφνί. Εκεί τον επισκέπτονταν, ο πατέρας μου και ο άλλος θείος  και κάποτε μου πρότειναν να τον γνωρίσω. Απάντησα θετικά γιατί ήθελα να μάθω.

Στον δρόμο με ετοίμαζαν και μου έλεγαν για το θείο. Δεν ξέρω αν ήμουνα έτοιμος αλλά θυμάμαι το φοβισμένο ύφος του και τα μικρά γαλάζια μάτια του. Μιλούσε σιγά και έτρεμε. Μπορεί και να φοβήθηκα . Τώρα που το σκέπτομαι χαμογελώ από την άγνοιά μου.

Η μια επίσκεψη ήταν αρκετή. Αργότερα αρρώστησε και σύντομα πέθανε αφού δεν πρόλαβε να πατήσει τα εξήντα.

Μετά από είκοσι χρόνια το 1999 την Πρωτομαγιά επισκέφτηκα το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου. Αυτά που είδα με συγκλόνισαν και μου έφεραν μια μεγάλη φόρτιση.

Έπειτα με την έρευνα  άρχισα να σχεδιάζω , να γράψω ένα βιβλίο για το Νταχάου.  Συνάντησα παλιούς κρατούμενους, συγγενείς τους που με βοήθησαν και μετέφρασα επιστολές από το Ελληνικό Αρχείο  του Νταχάου.

Ξόδεψα πολλά χρόνια, αλλά νομίζω άξιζε τον κόπο. Το βιβλίο εκδόθηκε και έφερε στο φως άγνωστα έγγραφα, μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Η επιβράβευση από την κριτική και το κυριότερο από τους αναγνώστες με χαροποίησαν.

Το κυριότερο είναι ότι έκανα και το χρέος μου. Να τιμήσω με αυτό τον τρόπο την μνήμη όλων αυτών των ανώνυμων άγνωστων που έγραψαν την ιστορία αλλά και τον θείο μου που χάθηκε και δεν πέρασε την ζωή του όπως εκείνος ήθελε και  το κυριότερο δεν πρόλαβε να αγαπήσει και να σφίξει στην αγκαλιά του μια κοπέλα.

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης «Νταχάου, προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες», εκδόσεις Μένανδρος

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945) η ανθρωπότητα δεν τόλμησε –έως σήμερα–  να κάνει έναν άλλον παγκόσμιο πόλεμο, γιατί ήταν τόσο μεγάλο το θανατικό που έσπειρε και τόση η φρίκη που προκάλεσε, που ίσως τρόμαξαν και οι ίδιοι οι δημιουργοί από τα έργα τους.

Στον πόλεμο των μετόπισθεν μπορούμε να εντάξουμε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Το πρώτο από αυτά δημιουργήθηκε στην πόλη Νταχάου το 1933. Αποτέλεσε πρότυπο και για τα υπόλοιπα στρατόπεδα που φτιάχτηκαν στη συνέχεια, μάλιστα στη σχολή στελεχών του εκπαιδεύτηκαν πολλοί διοικητές ναζιστικών στρατοπέδων. Ιδρύθηκε από την Γκεστάπο (Κρατική Μυστική Αστυνομία) και βρισκόταν μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά από το Μόναχο.

Δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης (όπως το Άουσβιτς), παρόλο που είχε κρεματόριο και ειδικό κτίριο για «ιατρικά πειράματα», αλλά «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους», σύμφωνα με τον Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγό της Αστυνομίας του Μονάχου. Εκεί οι ναζί συγκέντρωσαν τους «άλλους», όσους σκέφτονταν διαφορετικά από αυτούς: σοσιαλιστές, κομμουνιστές, θεολόγους και ιερείς, μάρτυρες του Ιεχωβά, Ρομά, ομοφυλόφιλους, αιχμαλώτους πολέμου ή Εβραίους.

Το παρόν βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Η πρώτη περιέχει το ιστορικό του Νταχάου, η δεύτερη έγγραφα και ντοκουμέντα, η τρίτη προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες, η τέταρτη τον Τύπο ως πηγή για το Νταχάου και η πέμπτη φωτογραφίες και υλικό από το στρατόπεδο την εποχή που λειτουργούσε αλλά και σημερινές.

Βασικός στόχος του βιβλίου είναι, εκτός από τη δημοσίευση των νέων στοιχείων και τη βοήθεια που αυτά θα προσφέρουν στους ερευνητές και στους αναγνώστες, οι νέοι άνθρωποι να γνωρίσουν τις θηριωδίες που μπορεί να γεννήσει η ανθρώπινη διαστροφή, τη φρίκη του πολέμου και την αβίωτη καθημερινότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Εκεί που ένας αριθμός, το νούμερο, αντικαθιστούσε την προσωπικότητα του ανθρώπου. Τους χώρους εκείνους που μόνο θλίψη και ντροπή προκαλούν στην ανθρωπότητα…

http://tvxs.gr/news/biblio/kyriotero-einai-oti-ekana-kai-xreos-moy

Δημήτρης Μαμάκος: Δεν έχει ο κόσμος αδιέξοδα. Γιατί δεν έχει όρια.


10:42 | 11 Νοε. 2014
Δημήτρης Μαμάκος
[…] Το νομαδικόν είναι ο καρπός της μεγάλης μου επιθυμίας να σταθώ δίπλα σε εκείνην ή εκείνον που ζει την ασφυξία των αδιεξόδων και να τους πω: “Είναι μόνο ένα όνειρο. Δεν έχει ο κόσμος αδιέξοδα. Γιατί δεν έχει όρια. Κοίταξέ τον […] Ο Γιουνγκ είχε πει ότι η Ευρώπη κατέκτησε τον κόσμο κι έχασε την ψυχή της. Όσο συντομότερα δούμε την αλήθεια αυτής της πρότασης, τόσο γρηγορότερα θ’ αρχίσουμε να αναζητάμε την χαμένη μας ψυχή […] Ο συγγραφέας Δημήτρης Μαμάκος αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου του Νομαδικόν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.

«Η συγγραφή του “νομαδικόν” προέκυψε ως ανάγκη περισσότερο, παρά ως ιδέα. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης συναντά ένα, αναφορικό στην ανάγκη αυτή, εισαγωγικό σημείωμα:

“Για χρόνια είχα την αίσθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά». Αργότερα πίστεψα πως είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Έπειτα έφυγα. Και άρχισα να γράφω αυτό που θα ήθελα να έχω –αλλά δεν είχα– στα χέρια μου, όταν αντιμετώπιζα το αδιέξοδο. Αυτό είναι το ημερολόγιο του ταξιδιού μου, των ανακαλύψεών μου. Μέχρι την επόμενη αναθεώρηση της ιδέας μου για τα πράγματα, αυτή είναι η απάντησή μου στα αδιέξοδα…”

Το νομαδικόν είναι ο καρπός της μεγάλης μου επιθυμίας να σταθώ δίπλα σε εκείνην ή εκείνον που ζει την ασφυξία των αδιεξόδων και να τους πω: “Είναι μόνο ένα όνειρο. Δεν έχει ο κόσμος αδιέξοδα. Γιατί δεν έχει όρια. Κοίταξέ τον”. Είναι μία επιθυμία που έχει τις ρίζες της στους μήνες και τα χρόνια που βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά στο δικό μου αδιέξοδο. Και τι δεν θα ‘δινα, τότε, για να μην ήμουν μόνος απέναντι στον μόνιμο εφιάλτη της ασφυξίας; Όμως τα όνειρα έτσι είναι: τα βλέπουμε πάντα μόνοι.

Πως έφτασα όμως ως εκεί; Μέχρι τον Μάρτη του 2009 και για τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, ήμουν στον κόσμο του εμπορίου και των επιχειρήσεων. Στα 32 μου, είχα μία ανώνυμη εμπορική εταιρεία και μεγάλη συμμετοχή σε ένα εμπορικό κατάστημα. Ήμουν πετυχημένος, οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά σε καμία περίπτωση ευτυχισμένος -κι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με όλες τις υποσχέσεις που με είχαν αναθρέψει. Θυμάμαι τις απαιτήσεις και την πίεση να με κτυπούν αλύπητα, δίχως παύση.

Η επιθετικότητα, ο εγωισμός και ο ανταγωνισμός των ανθρώπων, στην αρένα του εμπορίου και των συναλλαγών, παίρνουν την χειρότερη μορφή τους -τα προσχήματα χάνονται. Οι χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης είναι στοιχεία που η αγορά τα ευλογεί, τα θεωρεί “ποιότητες”, τ’ αγκαλιάζει και τα μεγαλώνει σαν παιδιά της.

Όμως ο αυτουργός ήμουν πάντοτε εγώ· που στον βωμό της αναγνώρισης και της ύλης, θυσίαζα καθημερινά κομμάτι-κομμάτι την ψυχή μου.

Έβλεπα την ενέργειά μου να χάνεται μέρα με την ημέρα, την προσωπική μου ζωή και το σώμα μου να αρρωσταίνουν. Ήθελα να φύγω, να τ’ αφήσω όλα πίσω μου, αλλά ήμουν δεμένος από παντού. Ένιωθα ότι ζω το απόλυτο “αδιέξοδο”. Το αίσθημα της ασφυξίας, που όταν κάθεται για καιρό σε μια ψυχή, μεταλλάσσεται, παίρνει μια μορφή ακόμα πιο τρομερή, ακόμα πιο σκοτεινή, ακόμα πιο αβάσταχτη, γίνεται… το κενό. Μία σαρωτική, αλάνθαστη στέρηση όλων των πραγμάτων του κόσμου από το πρότερο νόημά τους.

Κατάθλιψη. Ίσως ο μεγαλύτερος φόβος που έχω νιώσει -λυτρωτής, ελευθερωτής, αυτός μ’ έσπρωξε κι έκανα το βήμα στο κενό· μία κίνηση πέρα από κάθε λογική: ένα πρωί, αντί να πάω στο γραφείο, έμεινα σπίτι. Το ίδιο και το επόμενο πρωί και όλα όσα ακολούθησαν. Έτσι απλά.

Κι έπειτα, σε πείσμα κάθε λογικής, αντί να έρθω αντιμέτωπος με την ελεύθερη πτώση στο κενό και με τα σκοτεινά του ερέβη, τότε εντελώς απροσδόκητα, μια διαδοχή γεγονότων που έμοιαζαν να έχουν μεταφυσική προέλευση ρύθμισαν τέλεια όλα τα ζητήματα που προέκυψαν από την ξαφνική μου απομάκρυνση. Ζητήματα που εγώ και ο ορθολογισμός μου είχαμε επανειλημμένως επεξεργαστεί όλο το προηγούμενο διάστημα, χωρίς να μπορούμε να τους βρούμε μία -έστω- φανταστική λύση.

Τον επόμενο Οκτώβρη, κι έπειτα από ένα μεθυσμένο από τις συνεχείς φροντίδες εκείνης της “μεταφυσικής” αγκάλης καλοκαίρι, ακολούθησα το μεγάλο μου όνειρο. Έβγαλα ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή για το Κατμαντού του Νεπάλ, πήρα μαζί μου όσα πράγματα χώρεσαν σε ένα σακίδιο και πέταξα για το εξωτικό άγνωστο.

Άλλο ένα βήμα στο κενό. Η μεγάλη περιπέτεια της ζωής μου. Το ταξίδι που μετασχημάτισε το DNA μου για πάντα.

Το νομαδικόν είναι το ημερολόγιο εκείνου του ταξιδιού· του μετασχηματισμού, της ψυχολογικής μετάβασης από την χώρα του αδιεξόδου στην άμεση εμπειρία ενός κόσμου-παραδείσου, που έχει για θεμέλιο το άπειρο των πιθανοτήτων και των εναλλακτικών.

Το νομαδικόν μιλάει για ένα ταξίδι, που αν δεν το είχα ζήσει, δεν θα το είχα ποτέ φανταστεί. Για έναν κόσμο θαυμάτων, μαγείας και έμπνευσης, που ο ανθρώπινος παράγοντάς του συνίσταται από όλους αυτούς που δεν γνωρίζουν σύνορα και που έχουν διαλέξει να μην μείνουν στην αφήγηση του κόσμου που κληρονόμησαν, αλλά ν’ αναζητήσουν την εκδοχή που θα τους δείξουν τα δικά τους μάτια.

Ποτέ πριν δεν είχα κρατήσει ημερολόγιο, ποτέ πριν δεν είχα ξαναγράψει. Στο ταξίδι ένιωσα την ανάγκη· ήταν ο τρόπος που βρήκα για να αφομοιώνω καλύτερα τις εμπειρίες. Να τις κάνω πιο κατανοητές, να τις φέρω πιο κοντά στο -μέχρι τότε- μέτρο μου για το “πραγματικό”.

Όσο προχωρούσε το ταξίδι, άρχισα να καταγράφω ό,τι μου έκανε εντύπωση. Πολιτισμικές εκπλήξεις, συναντήσεις, γεγονότα, παρατηρήσεις, σκέψεις. Έγραφα ό,τι χωρούσε στο χαρτί -η καταγραφή μίας και μόνης μέρας στο Νεπάλ ή την Ινδία θα μπορούσε να γεμίσει ένα ολόκληρο ημερολόγιο σαν αυτό που είχα μαζί μου.

Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, έφερα μαζί μου και την ανάγκη να μοιραστώ τις εμπειρίες μου, τις ανακαλύψεις μου. Κάπως έτσι γράφτηκε το νομαδικόν, με τέτοια κίνητρα ξεπεράστηκαν οι ανασταλτικές σκέψεις τύπου: “χάνεις τον καιρό σου, δεν έχεις ιδέα από γράψιμο, χάνεις τον καιρό σου για ένα σκουπίδι”.

Επί δυόμιση χρόνια οι τέτοιου τύπου σκέψεις εμφανίζονταν πάνω από το πληκτρολόγιο, σχεδόν καθημερινά, κάποιες φορές επαναλαμβανόμενα μέσα στην μέρα, και κάθε φορά έτσι έφευγαν, διωγμένες από την λαχτάρα μου να σας μιλήσω και να σας πω γι αυτά που είδα. Ξεπεράστηκαν από την πίστη μου για το ότι το θέμα που πραγματεύομαι είναι το απολύτως επίκαιρο:

Η επιδημία που φέρνει όλο και περισσότερους καθημερινούς ανθρώπους να τοποθετούν τους εαυτούς τους σε “αδιέξοδη” θέση.

Ήθελα να μιλήσω μαζί τους, να τους πω για όλα αυτά που είδα και να τους βεβαιώσω ότι ο κόσμος δεν είναι έτσι όπως φαντάζει όταν τον κοιτάζουμε, τις νύχτες, στα χαμηλά ταβάνια των σύγχρονων διαμερισμάτων μας. Αυτή είναι μόνο μία προβολή της πιο νοσηρής πτυχής της φαντασίας μας, των περιορισμών που εμείς βάζουμε στην εικόνα μας για τον κόσμο και των φόβων μας.

Ο Γιουνγκ είχε πει ότι η Ευρώπη κατέκτησε τον κόσμο κι έχασε την ψυχή της. Όσο συντομότερα δούμε την αλήθεια αυτής της πρότασης, τόσο γρηγορότερα θ’ αρχίσουμε να αναζητάμε την χαμένη μας ψυχή. Και τότε ίσως αρχίσουμε να βλέπουμε, τις νύχτες, όμορφα όνειρα αντί για το χαμηλό ταβάνι.-»


Δημήτρης Μαμάκος, Νομαδικόν, (Εκδόσεις Εστία – 3η έκδοση)
Το 30% των εσόδων του συγγραφέα από την παρούσα έκδοση θα δωρίζονται στον Σύλλογο Φίλων της Παιδαγωγικής Waldorf

Ο Δημήτρης Μαμάκος γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Σπούδασε μαθηματικά στην ίδια πόλη και δραστηριοποιήθηκε στον χώρο του εμπορίου και των επιχειρήσεων. Το 2009 τα άφησε όλα πίσω του και ταξίδεψε στην Νότια Ασία. Το ημερολόγιο της περιπλάνησής του εκδόθηκε με τον τίτλο νομαδικόν: ημερολόγιο δρόμου (2012: 1&2η αυτό-έκδοση, 2014: Εστία 3η έκδοση). Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται με την φυσική καλλιέργεια της ελιάς, τους χειμερινούς μήνες. Τον υπόλοιπο καιρό, ταξιδεύει, ερευνά και γράφει.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

“Ώρα μετά, τα χρώματα άρχισαν ν’ αλλάζουν· ξημέρωνε. Τα μάζεψα, τράβηξα για την καλύβα, ξάπλωσα κι είδα τ’ όνειρο ξανά. Τελειώνει πάντα αλλιώς, μα ξεκινάει ίδια.

Ένας σκύλος σε μπαλκόνι πολυκατοικίας. Του πέφτουν οι τρίχες κι έχει κοιλιά. Στη γαβάθα του έχει πάντα σκυλοτροφή που την καταβροχθίζει βουλιμικά. Τρώει, κι όσο τρώει, ηρεμεί. Όταν δεν τρώει, κοιτάζει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα και μελαγχολεί. Όταν δεν τρώει ή δεν μελαγχολεί, κοιμάται. Όταν δεν τρώει, δεν μελαγχολεί και δεν κοιμάται… φοβάται.

Ξαφνικά –είναι πολύ τρελό αυτό το όνειρο– ένα πρωινό, σηκώνεται στα δύο πόδια, κατεβάζει το χερούλι της πόρτας και γίνεται καπνός. Βγαίνει στο δρόμο και τρέχει, δεν έχει ιδέα για πού. Βρίσκει ένα πάρκο. Τρέχει στο χορτάρι, μυρίζει τα λουλούδια και τσαλαβουτάει στη λάσπη. Κάτι του τρελαίνει το μυαλό: τρέχει, δίχως το σφίξιμο γύρω απ’ το λαιμό. Το σούρουπο μπλέκει μ’ ένα τσούρμο αλήτες κι αυτοί τον βάζουνε στα κόλπα: αδέσποτοι έρωτες και κόκαλα βγαλμένα από το χώμα. Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος; Πόσο μικρό το μπαλκόνι;

Κάποιες μέρες βρίσκει να φάει, κάποιες όχι. Μέσα στον πρώτο μήνα, τη χάνει την κοιλιά. Το σκυλίσιο κορμί, άμαθο στην κακουχία, δεν αντέχει, και λυγίζει. Αρρωσταίνει βαριά στα πρώτα κρύα και πεθαίνει σε μια γωνιά του δρόμου. Τις τελευταίες ώρες, δεν είχε παρά μία μνήμη μόνο. Εκείνο το πρωινό στο πάρκο. Αυτή τη θεϊκή στιγμή, που για πρώτη φορά κατούρησε όταν του ’ρθε. Όχι στην πρωινή τη βόλτα, μήτε στη βραδινή. Όταν του ’ρθε.”

Ποιος είναι αυτός που θα αξιωθεί να ζήσει… «Δυο φορές Άνοιξη»;

14:58 | 01 Νοε. 2014
Μάνος Κοντολέων

[…] Η ίδια η ζωή ακολουθεί δρόμους επανάληψης. Η Άνοιξη έρχεται και επανέρχεται…Και τελικά ποιος είναι αυτός που θα αξιωθεί να ζήσει… «Δυο φορές Άνοιξη»; […] Ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων, αφηγείται τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο – του τελευταίου του μυθιστορήματος που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Συνήθως γράφω τα βιβλία μου ξεκινώντας από κάποιο γεγονός ή κάποιο πρόσωπο που θα αποτελέσει τη βάση του έργου μου.
Στη συνέχεια αποφασίζω για το πως θα αρχίσω την εξιστόρηση και σχεδιάζω σε γενικές γραμμές το τέλος.
Και κατόπιν,  από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ολοκληρώνεται το έργο.

Μα με το τελευταίο μου αυτό μυθιστόρημα, δεν γράφτηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Αντίθετα πρώτα κατασκεύασα όλο τον βασικό σκελετό   των γεγονότων, ολοκλήρωσα σχεδόν πλήρως τους κεντρικούς χαρακτήρες και μετά πλέον ξεκίνησα τη γραφή.

Με αυτόν τον τρόπο δουλεύοντας είχα μεγαλύτερη δυνατότητα να μορφοποιήσω το έργο μου πάνω στους τρεις βασικούς άξονες που ήθελα να αναφερθώ.
Αυτοί οι άξονες υπάρχουν σχεδόν σε όλα μου τα βιβλία. Αποτελούν βασικά ζητήματα προβληματισμών μου. Αλλά ποτέ άλλοτε δεν συνυπήρξαν ισότιμα.

Α. Ο έρωτας

Σχεδόν σε όλα μου τα έργα με απασχολεί ο τρόπος που εκφράζουν οι άνθρωποι τη σχέση τους με το ερωτικό ένστιχτο. Πόσο τους απογειώνει ή τους καταθλίβει, αν τους κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους, αν έχουν πληγωθεί ή αν πληγώσανε, αν ξεγελαστήκανε ή όχι. Αν οι επιθυμίες τους ανθίσανε ή εν τέλει μαραθήκαν.

Β. Η πατρότητα

Ενώ η έννοια και η φύση της μητρότητας είναι απ΄ όλους μας παραδεχτή και κατά κάποιον τρόπο όλοι έχουμε την ίδια άποψη για το περιεχόμενο και την ουσία της, δεν συμβαίνει το ίδιο με την πατρότητα.

Ποιος είναι ο πατέρας; Αυτός που καθορίζεται από τη Φύση ή αυτός που ορίζεται με κοινωνικά κριτήρια. Πόσο ο πατέρας, ως ενσυνείδητο ον, αναλαμβάνει τις ευθύνες της πράξης του από την πρώτη στιγμή;

Όλοι μας αποδεχόμαστε πως η γυναίκα είναι αυτή που δίνει τη ζωή. Αλλά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, η ηρωίδα όταν ο άντρας τής αναγνωρίζει αυτήν την ικανότητα, εκείνη του απαντά πως «οι άντρες προσφέρουν τον θάνατο, άρα την αιώνια ζωή» .
Με δυο λόγια, πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει η πατρότητα;

Γ. Λογοτεχνία για πολλούς

Υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία; Και αν ναι, τότε είναι απαραίτητο η καλή να απευθύνεται σε λίγους και η κακή σε πολλούς;
Μπορεί να υπάρξει καλή λογοτεχνία που συνάμα να αγγίζει τα ενδιαφέροντα μεγάλου αριθμού αναγνωστών;
Σε αυτά τα ερωτήματα ψάχνω συνέχεια για απαντήσεις.

Προσωπικά θεωρώ πως δεν υπάρχει κακή λογοτεχνία. Η λογοτεχνία (ως Τέχνη του Λόγου) μόνο καλή μπορεί να είναι. Διαφορετικά δεν έχουμε λογοτεχνία, αλλά αφήγηση γεγονότων.

Και με τίποτε δεν μπορώ να αποδεχτώ πως η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να θεωρηθεί ένα μυθιστόρημα καλό είναι τα να γίνεται κατανοητό μόνο από λίγους και δυσνόητο από τους πολλούς. Αυτή τη σκέψη την αποδεικνύουν τα μεγάλα κλασικά έργα.

Πάνω, λοιπόν, σε αυτούς τους τρεις άξονες αποφάσισα να στήσω την πλοκή, αλλά και την ουσία του «Δυο φορές Άνοιξη».

Θέλησα τα πρόσωπα του έργου μου να είναι καθημερινοί άνθρωποι, με όλα τα καθημερινά πάθη τους και όλες τις καθημερινές όμορφες ή όχι  στιγμές τους. Και μέσα από αυτά τα καθημερινά τους λάθη να οδηγηθούν σε μια στιγμή όπου όλα θα φωτίζονται με ένα άλλο φως.

Μια ιστορία που δείχνει να αφορά μια γυναίκα –τη γυναίκα του διπλανού διαμερίσματος και ένα άντρα –τον άντρα που ίσως να δουλεύει στο διπλανό γραφείο.
Μέσα στην κοινή ζωή τους θα περάσει ως διάτων αστέρας ένας άλλος άνθρωπος που θα έχει όλα όσα οι ίδιοι δεν διαθέτουν. Αλλά που μπορεί να ήθελαν να τα διέθεταν και να τολμούσαν να τα πράξουν. Την ίδια στιγμή που κι εκείνος, ο άλλος,  ίσως να θωρακίζεται πίσω από την μοναδικότητά του, για να αποφύγει τη δέσμευση μιας σχέσης, μα έτσι και να χάνει και τις αντίστοιχες προεκτάσεις της.

Αλλά η ίδια η ζωή ακολουθεί δρόμους επανάληψης. Η Άνοιξη έρχεται και επανέρχεται…
Και τελικά ποιος είναι αυτός που θα αξιωθεί να ζήσει… «Δυο φορές Άνοιξη»;
Ο συμβατικός Δημήτρης, ο εκκεντρικός Μανουήλ ή η διχασμένη Ανθή;

Κάπως έτσι ξεκίνησε και κάπως έτσι τελείωσε το μυθιστόρημα αυτό.
Το ξεκίνησα μόλις άρχιζε μια νέα χρονιά, στο σπίτι μου στην Κηφισιά και το ολοκλήρωσα καθώς υποδεχόμουνα το Φθινόπωρο στο Πήλιο, στο χωριό που μου αρέσει να ξεφεύγω από την δική μου καθημερινότητα.

Τώρα πλέον το μυθιστόρημα αυτό είναι για μένα παρελθόν.
Μα δίπλα μου ήρθαν να κατοικήσουν  οι ήρωές του και τους βλέπω να συνομιλούν με τα άλλα πρόσωπα που κατά καιρούς σχεδίασα για να ζούνε μέσα σε όσα εγώ –όπως κάθε συγγραφέας- ονειρεύεται και σχεδιάζει.-»

Μάνος Κοντολέων, Δυο φορές Άνοιξη, Εκδόσεις Πατάκη – 2014

Σπουδαστές ήταν η Aνθή και ο Δηµήτρης, όταν γνωριστήκανε, ερωτευθήκανε και, προτού καν κλείσουνε τα είκοσί τους χρόνια, παντρευτήκανε. Η Ανθή είχε µείνει έγκυος. Το πρώτο παιδί γρήγορα θα το ακολουθήσει ένα δεύτερο. Κι ενώ ο Δηµήτρης ανέρχεται επαγγελµατικά, η Ανθή αισθάνεται -και είναι- εγκλωβισµένη σε µια ζωή οικογενειακής ρουτίνας. Η εισβολή στην καθηµερινότητά της του γοητευτικού φωτογράφου Μανουήλ θα της φανερώσει το τι σηµαίνει να σε ερωτεύονται µε πάθος, αλλά και το τι η ίδια είναι ικανή να δηµιουργήσει. Μα όταν ο Μανουήλ θα της προτείνει να τον ακολουθήσει, εκείνη θα προτιµήσει να µείνει κοντά στον άντρα και στα δυο αγόρια της. Όµως η ίδια η ζωή έχει διαφορετικά αποφασίσει. Ένα τρίτο παιδί έρχεται – κορίτσι αυτή τη φορά. Κι έτσι εκείνο που κάποιος σχεδιάζει δε σηµαίνει πως είναι και αυτό που θα συµβεί. Η Ανθή θα πρέπει να αντιµετωπίσει τις επιθυµίες της – κι αυτές που αργοσβήνουνε κι όσες ζητάνε να ανθοφορήσουν.

http://tvxs.gr/news/biblio/poios-einai-aytos-poy-tha-aksiothei-na-zisei%E2%80%A6-dyo-fores-anoiksi

Βαγγέλης Ραπτόπουλος: Μοιρολα3 (και όχι Μοιρολατρία)

[…] Δεν λύνεται από σωτήρες το πρόβλημα. Πρέπει εμείς να κινητοποιηθούμε, ο λαϊκός κόσμος, οι άνθρωποι που είναι χτυπημένοι από την κρίση, οι άνεργοι, οι ανασφάλιστοι, τα θύματα της κρίσης πρέπει να ενεργοποιηθούν, να πάρουν πρωτοβουλίες, διαφορετικά δεν μπορεί να μας σώσει κανείς […] Ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το νέο του βιβλίο Μοιρολα3 που θα κυκλοφορησει την Τρίτη στις 21 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Τόπος.

Κρ.Π.: Πώς γεννήθηκε η ιδέα να γράψεις το «Μοιρολα3»;

Β.Ρ.: H «Μοιρολα3» είναι μια διασκευή του μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα «Παραμύθι χωρίς όνομα», που το 2011 έκλεισαν εκατό χρόνια από την έκδοσή του, και είναι το πιο ευπώλητο από όλα τα βιβλία της (και από τον «Μάγκα» και από τα «Μυστικά του βάλτου»).

Πριν από τέσσερα χρόνια, ο σκηνοθέτης Τάκης Τζαμαργιάς με προσκάλεσε να διασκευάσω θεατρικά αυτό το έργο, για μια παράσταση που ανέβηκε στην παιδική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, που παίχτηκε επί ενάμιση χρόνο και είχε μεγάλη επιτυχία.

Ωστόσο, δεν έμεινα ικανοποιημένος από αυτή τη θεατρική διασκευή. Με τον Τζαμαργιά διαφωνήσαμε, και θεωρώ ότι δεν τόλμησε μεγαλύτερες αλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο. Αυτό ήταν που με ώθησε στη συγγραφή του μυθιστορήματος «Μοιρολα3». Tην όλη περιπέτεια της θεατρικής διασκευής την αφηγούμαι διεξοδικά στο βιβλίο μου «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας».

Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Δέλτα έχει μια ιδιαιτερότητα. Από τη μία είναι παιδικό και παραμυθένιο, με βασιλιάδες και βασίλισσες, βασιλόπουλα και πριγκίπισσες, και από την άλλη ―εκεί οφείλεται και η τεράστια απήχηση του βιβλίου― η συγγραφέας έχει συλλάβει και αναδείξει τις ελληνικές παθογένειες σαν να έχει βγάλει μια ακτινογραφία της χώρας μας.

Ο τίτλος, δε, «Παραμύθι χωρίς όνομα», σημαίνει αυτό που λέμε και σήμερα «ονόματα δεν λέμε». Δηλαδή, ενώ δεν δηλώνεται ρητά, το βιβλίο μιλάει για την Ελλάδα. Και είναι ανατριχιαστική η ταύτιση με πράγματα που συμβαίνουν και στις μέρες μας, με μόνιμες δηλαδή παθογένειες, που ξαναεμφανίζονται εκρηκτικά με τη σημερινή κρίση.

Διαβάζοντάς το, έχεις ώρες ώρες την εντύπωση ότι βλέπεις το βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση. Τόσο επίκαιρο είναι και διεισδυτικό.
Εν ολίγοις, από τη μια μεριά υπάρχει κάτι παραμυθένιο, και από την άλλη υπάρχει κάτι πολύ άμεσο και ρεαλιστικό, σχεδόν ωμό.

Στο μυθιστόρημά της, η χώρα, το βασίλειο, ονομάζεται Μοιρολατρία (και δεν είναι βέβαια γραμμένη με τον αριθμό 3, που έχω προσθέσει στον δικό μου τίτλο). Στη Μοιρολατρία επικρατεί αυτή η πάγια νεοελληνική μοιρολατρική αντίληψη, που λέει: «Έλα, μωρέ, εγώ θ’ αλλάξω τον κόσμο; Άσε να το κάνει κανένας άλλος. Έτσι κι αλλιώς, δεν αλλάζει τίποτα. Άρα, δεν χρειάζεται και να κάνεις τίποτα…». Αυτή η μοιραία στάση, η ανατολίτικη, ότι όλα είναι προκαθορισμένα και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα αποδεχτείς, ότι δεν υπάρχει περιθώριο για να πάρεις καμία πρωτοβουλία.

Η Μοιρολατρία είναι επίσης ένα κράτος διεφθαρμένο, σε απόλυτη παρακμή, όπου κλέβουν οι πάντες και κυριαρχεί η ατιμωρησία, δηλαδή όλ’ αυτά που ζούμε τα τελευταία χρόνια τόσο έντονα, και τα ξέρουμε από πρώτο χέρι, από την εμπειρία μας.

Ο γιος, όμως, του βασιλιά της Μοιρολατρίας, το δεκαοκτάχρονο βασιλόπουλο, είναι αντίθετα ένα έντιμο παιδί, που διακατέχεται από ρομαντική αφέλεια, βλέπει τη διαφθορά και σιχαίνεται και προσβάλλεται και εξοργίζεται, οπότε αποφασίζει, κόντρα στη μοιρολατρία, να αναλάβει πρωτοβουλία και να κινητοποιήσει τον κόσμο, για να ξεσηκωθεί και να αλλάξει την κοινωνία.

Στην αρχή ο λαός τον χλευάζει. Αλλά, με αφορμή κι έναν πόλεμο, τελικά αρχίζει πράγματι να κινητοποιείται ο κόσμος, γίνεται η αλλαγή στην κοινωνία και ολοκληρώνεται το βιβλίο με ένα διδακτικό χάπι έντ, που λέει ότι τα κατάφερε το βασιλόπουλο και τον άλλαξε τον τόπο του, τον έκανε καλύτερο.

Κρ.Π.: Τι έχει αλλάξει με τη δική σου διασκευή;

Β.Ρ.: Πρώτον αποφάσισα να μετατρέψω το βασιλόπουλο σε βασιλοπούλα, σε πριγκίπισσα, γιατί πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι στο προσκήνιο αυτή τη στιγμή, και πιο πολύ θα λειτουργούσε κάπως έτσι μια γυναίκα, παρά ένας άντρας.

Από κει και πέρα, μπορεί κανείς να δει την πρωταγωνίστρια, την πριγκίπισσα Έλλη,  και ως την καλή πλευρά του εαυτού μας. Αντιπροσωπεύει, ας πούμε, τη θετική πλευρά του καθενός μας, εκείνη που μπορεί να ξεσηκωθεί, για ν’ αλλάξει τα πράγματα και να τα βελιτώσει ή ακόμα και να τα μεταμορφώσει.

Η δεύτερη βασική αλλαγή είναι ότι μετέφερα όλη την ιστορία στο μέλλον, δηλαδή έκανα το μυθιστόρημα μελλοντολογικό, μια δυστοπία, όπου έχει καταστραφεί ο πλανήτης οικολογικά, είναι καμένα τα δέντρα, υπάρχουν σκουπίδια παντού, υπάρχουν ηλεκτρονικά ερείπια (υπολογιστές που δεν δουλεύουν, κινητά που δεν έχουν μπαταρίες, κλπ). Πρόσθεσα με άλλα λόγια πινελιές που το κάνουν πιο σύγχρονο.

Κι ακόμα, στη μυθιστορηματική διασκευή έχει προστεθεί κι άλλο ένα κομμάτι, αρκετά εκτενές (το ένα τρίτο του βιβλίου), όπου η πριγκίπισσα Έλλη, όταν καταφέρνει να αλλάξει τη χώρα και να τη βελτιώσει, αρνείται να παραμείνει στην εξουσία, γιατί θεωρεί ότι αυτή διαφθείρει, οπότε παρατάει τα ηνία στον αδελφό της και αποσύρεται.

Σταδιακά βέβαια ξανακυλάει η χώρα στα ίδια, και προς το τέλος της διασκευής μου έρχεται πάλι αντιμέτωπη η πρωταγωνίστρια με το ότι πρέπει γι’ άλλη μια φορά να αναλάβει πρωτοβουλία για να κινητοποιήσει τον πληθυσμό, και εκεί κάπου τελειώνει η ιστορία. Ότι, δηλαδή, πάντα θα ξαναγυρίζεις στο ίδιο σχεδόν σημείο και πάντα θα πρέπει να παλεύεις…

Κρ.Π.: Ποια είναι η αιτία της μοιρολατρίας γενικά, πιστεύεις;

Β.Ρ.: Νομίζω ότι υπάρχει μια μεγάλη παράδοση στην Ανατολή. Αυτό το αμετακίνητο, το αναλλοίωτο. Έχουμε τη δόση μας κι εμείς. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό Ανατολίτες, άρα μοιρολάτρες. Δηλαδή, κινητοποιούμαστε μόνο όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Αλλιώς το αφήνουμε και κατρακυλάει το πράγμα, και τα μεταθέτουμε όλα σ’ ένα άπιαστο επέκεινα.

Κρ.Π.: Πριν από τη μοιρολατρία, δεν υπάρχει μία απάθεια; Μία απουσία επίγνωσης; Μία αδυναμία να συναισθανθείς την πραγματικότητα, ίσως;

Β.Ρ.: Ισχύει κι αυτό που λες, αλλά επιμένω ότι εδώ εμείς έχουμε παράδοση στη μοιρολατρία. Αν κάνεις μια αναδρομή στην Ιστορία, κατά περιόδους η χώρα είναι βουλιαγμένη σε μια μοιρολατρική αποδοχή των δεινών της και της κακοδαιμονίας της.

Κρ.Π.: Πώς σκέφτηκες τον τίτλο να τον γράψεις στο τέλος με αριθμό;

Β.Ρ.: Η λέξη «Μοιρολα3», με το 3 στο τέλος, είναι ένα σύνθημα που στο μυθιστόρημά μου εμφανίζεται στους τοίχους της χώρας. Προτίμησα αυτή τη γραφή, και επειδή οι νεότεροι σήμερα το συνηθίζουν, επηρεασμένοι από τους Αγγλοσάξονες (π.χ. 4U και διάφορα ανάλογα), αλλά και επειδή αυτός ο τρόπος γραψίματος του τίτλου προειδοποιεί ότι γίνεται ένα μπέρδεμα σ’ αυτό το βιβλίο.

Μία σύνθεση ετερόκλητων πραγμάτων, ένα κουλουβάχατο: το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα που το έχω μετατρέψει σε μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, το γεγονός ότι είναι παραμύθι, αλλά και ταυτόχρονα μιλάει ξεκάθαρα για τη σημερινή πραγματικότητα…

Κρ.Π.: Εμένα πάει το μυαλό μου και στις 3 μοίρες των αρχαίων Ελλήνων, που θεωρούσαν ότι η μοίρα είναι όχι όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά τρία μερίδια, αυτό που κληρονομούμε και δεν αλλάζει, αυτό που φτιάχνουμε με τις επιλογές μας που αλλάζει, και γι’ αυτό επεμβαίνει στο τρίτο μερίδιο (μοίρα) που είναι η τύχη.

Β.Ρ.: Δεν πάω τόσο πίσω, στους αρχαίους. Σήμερα η λέξη μοιρολατρία σημαίνει να αποδέχεσαι τη μοίρα σου και να μην κάνεις τίποτα για να την αλλάξεις.

Κρ.Π.: Αυτός είναι ο σύγχρονος ορισμός της, όμως εφόσον η μοίρα ετυμολογικά παραπέμπει στα τρία μερίδια που χαρίζουν οι τρεις Μοίρες (Άτροπος, Κλωθώ, Λάχεσις), μοίρα δεν είναι κάτι που δεν αλλάζει! Μήπως πρέπει δηλαδή να επανανοηματοδοτήσουμε τη λέξη μοιρολατρία; Στην πραγματικότητα δηλαδή, να …λατρέψουμε τη μοίρα με τις τρεις αυτές διαστάσεις της, για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τη ζωή μας; Και εσύ με τον τίτλο σου και με όλη αυτή την ιστορία, κάτι τέτοιο δε δείχνεις;

Β.Ρ.: Ναι, έχει ενδιαφέρον έτσι όπως το λες.

Κρ.Π.: Δεν το λέω εγώ, ο τίτλος σου το λέει…

Β.Ρ.: Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Εγώ εστίασα στη σύγχρονη έννοια της μοιρολατρίας. Που σημαίνει ότι δεν αλλάζει η μοίρα, όλα γίνονται έξω από μένα και δεν μπορώ να επέμβω και να τα επηρεάσω.

Αυτό ακριβώς χάνεις όταν παραδίδεσαι στη μοιρολατρία. Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν προσπαθήσουμε να αγωνιστούμε αυτή τη στιγμή για να αλλάξουμε τα πράγματα, πότε θα το κάνουμε;

Γι’ αυτό και, παρά το παραμυθένιο περιτύλιγμα, είναι πολύ πολιτικοποιημένο το βιβλίο, από τα πιο πολιτικοποιημένα μου, και καταλήγει σ’ ένα κάλεσμα, σε μια κραυγή: «Κινητοποιήσου. Κάνε κάτι! Πάρε πρωτοβουλία για ν’ αλλάξεις τη μοίρα σου». Αυτό αντηχεί σε όλο το βιβλίο.

Κρ.Π.: Μπορείς να θυμηθείς κάτι αυτολεξεί από τις σελίδες του.

Β.Ρ.: Το «Η γλώσσα είναι πατρίδα», που το λέει η πρωταγωνίστρια στην πρώτη σελίδα. Το πιστεύω κι εγώ βέβαια. Δεν είναι και καμιά καινούργια βαθιά σοφία, το ξέρουμε όλοι μας.

Αλλά παρόλο που μέσα στην ιστορία μου δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα το δεδηλωμένα ελληνικό, η φράση αυτή ειδοποιεί ότι εδώ μιλάμε για το πρόβλημά μας. Αυτό που επίσης θυμάμαι, είναι και η τελευταία φράση του βιβλίου, που λέει: «Το μέλλον είναι τώρα».

Αυτή η φράση έχει δύο σημασίες. Ότι όλο το μελλοντολογικό κλίμα και μήνυμα του βιβλίου είναι τωρινό, αφορά το σήμερα. Και το κυριότερο, ότι πρέπει να κάνουμε κάτι τώρα για να επηρεάσουμε το μέλλον.

Κρ.Π.: Πότε ένιωσες εσύ στη ζωή σου ότι επεμβαίνεις στη μοίρα σου;

Β.Ρ.: Όλες οι σημαδιακές επιλογές στη ζωή μας αποτελούν τέτοιες επεμβάσεις. Το ότι παντρεύτηκα, το ότι απέκτησα παιδί. Και εν πάση περιπτώσει, εάν δεν ισχύει για άλλες επιλογές μου, ισχύει σίγουρα για το ότι αποφάσισα να ζήσω γράφοντας. Πράγμα στο οποίο αρχικά οι γονείς μου εναντιώθηκαν (φτάσαμε να μη μιλάμε για ένα διάστημα, γιατί φοβόντουσαν ότι θα βασανιστώ και θα πεθάνω στην ψάθα – και είχαν εν μέρει δίκιο). Ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα, έφτιαξα απολύτως εγώ ο ίδιος τη μοίρα μου και είμαι υπεύθυνος γι’ αυτήν.

Κρ.Π.: Είσαι ένας μοιρολά3ς, λοιπόν… Πώς βλέπεις τη μοίρα της Ελλάδας με τα σημερινά δεδομένα μοιρολατρίας και όχι ΜΟΙΡΟΛΑ3ς;

Β.Ρ.: Τη βλέπω πολύ δύσκολη. Όπως στρώσαμε, θα κοιμηθούμε. Εννοώ ότι αφήσαμε να κάνουν όλ’ αυτά τα αίσχη οι κυβερνώντες, να κλέβουν και να αλωνίζουν ανενόχλητοι επί τόσα χρόνια, κι εμείς να αρκούμαστε σε κάποια ψίχουλα, που μας αποκοίμιζαν. Και τώρα έρχεται ο λογαριασμός. Και εμείς εξακολουθούμε να κοιμόμαστε, και να είμαστε παραιτημένοι και φοβισμένοι.

Μ’ αυτή την έννοια είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Και δεν πιστεύω καθόλου ότι θα λυθεί το πρόβλημα μόνο με το να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και αυτό καθαυτό το γεγονός έχει αργήσει πάρα πολύ. Θα ’πρεπε να έχει συμβεί εδώ και τρία, τέσσερα χρόνια.

Έπρεπε, δηλαδή, η κοινωνία να έχει αποστραφεί μετά βδελυγμίας το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τα χάλια μας, και έπρεπε να έχει πετάξει εδώ και καιρό το μπαλάκι στον ΣΥΡΙΖΑ, για να προχωράει η κατάσταση. Αυτή η απουσία εναλλαγής στο πολιτικό σκηνικό, είναι από τα πιο νοσηρά πράγματα που συμβαίνουν στη χώρα μας.

Αλλά κι όταν θα βγει τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ, που όλα δείχνουν ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, τότε αρχίζει η δύσκολη φάση. Δεν έληξε κάτι. Δεν λύνεται από σωτήρες το πρόβλημα. Πρέπει εμείς να κινητοποιηθούμε, ο λαϊκός κόσμος, οι άνθρωποι που είναι χτυπημένοι από την κρίση, οι άνεργοι, οι ανασφάλιστοι, τα θύματα της κρίσης πρέπει να ενεργοποιηθούν, να πάρουν πρωτοβουλίες, διαφορετικά δεν μπορεί να μας σώσει κανείς. Ο Τσίπρας από μόνος του δεν φτάνει.

Κρ.Π.: Την Ελλάδα, δηλαδή, μπορούν να τη σώσουν από την κρίση, μόνο τα ίδια τα θύματα αυτής της κρίσης;

Β.Ρ.: Ακριβώς.

Μοιρολα3, του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, Εκδόσεις Τόπος

Το ραντεβού με τη λευκή σελίδα. Της Δάφνης Καλογεροπούλου


«[…] Νομίζω ότι οι αναγνώστες έχουν τρομερό ένστικτο. Πάντα καταλαβαίνουν τι είναι αυθεντικό και τι όχι. Και για μένα οι πληγές, τα μυστικά, οι σκοτεινές πτυχές που απελευθερώνονται και μεταβολίζονται σε τέχνη είναι απ’ τα πιο αυθεντικά κομμάτια που διαθέτουμε.» Η ψυχοθεραπεύτρια – συγγραφέας Δάφνη Καλογεροπούλου αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου της Κοίταξέ με για να δω ποια είμαι, εκδόσεις Κέδρος, 2014

Όταν με καλούν σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, έχοντας συχνά απέναντί μου ένα κοινό ταλαντούχων και πολυδιαβασμένων ανθρώπων, που πολλές φορές αντιμετωπίζουν δυσκολία να αρχίσουν ή να ολοκληρώσουν ένα βιβλίο, συχνά, λέω το εξής:
Η επαφή με τη λευκή σελίδα έχει πολλά κοινά με το πρώτο μας ραντεβού.

Κατά την ετοιμασία μας για το πρώτο αισθηματικό ραντεβού πιθανόν να νιώθουμε αμηχανία. Να μην έχουμε ιδέα του τι θα γίνει ή πως να συμπεριφερθούμε.
Πιθανόν, να νιώθουμε άγχος. Φόβο, την αδρεναλίνη να κυλά στις φλέβες μας, ενθουσιασμό, ή όλα αυτά μαζί. Έτσι, αν τα συναισθήματά μας έχουν υπερβολική ένταση, πιθανόν, να μας παγώσουν και να αναβάλλουμε το ραντεβού.

Αντίστοιχα, το ραντεβού με την λευκή σελίδα είναι πιθανόν να αναβληθεί για παρόμοιους λόγους και η πειθαρχία στο να εμφανίζεται κανείς στο ραντεβού του, ανεξάρτητα με τις διαθέσεις του, ίσως και να είναι ένα απ’ τα κριτήρια που διαχωρίζουν έναν άπειρο συγγραφέα από έναν πιο έμπειρο.

Στο αισθηματικό ραντεβού είναι πιθανόν να προσπαθήσαμε να εντυπωσιάσουμε τον άλλον μιλώντας ακατάπαυστα, λέγοντας πολύ περισσότερα απ’ όσα μας ζήτησε να μάθει. Πολλές φορές μπορεί να τρόμαξε, ή να μας υποτίμησε, ή να βαρέθηκε.

Αντίστοιχα, στο ραντεβού με τη σελίδα, αν παραφορτώσουμε την έκφρασή μας από την αρχή, αυτομάτως καταργούμε τη μαγεία της δράσης και της αντίδρασης, της ψυχολογικής δράσης των ηρώων και της ψυχολογικής αντίδρασης των αναγνωστών, καταργούμε, όπως και στο αισθηματικό ραντεβού, τη μαγεία του μυστηρίου, της ανακάλυψης, της ταύτισης, της ανατροπής, της κλιμάκωσης, της επίλυσης, της κάθαρσης, κτλ. με λίγα λόγια όλα όσα ονομάζουμε πλοκή.

Αν στο αισθηματικό ραντεβού προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι θα ήθελε να ακούσει ο/η παρτενερ μας για να του γίνουμε αρεστοί, στο τέλος δεν θα βρούμε τίποτα να πούμε, ή απ’ την πολύ προσπάθεια θα τα λέμε όλα πρόωρα.

Αντίστοιχα, αν μας νοιάζει η έγκριση των αναγνωστών πιο πολύ απ’ ότι μας νοιάζει το όραμά μας, ίσως και να μας συντρίψει η τελειομανία, τίποτα να μην μοιάζει αρκετό- άξιο να ειπωθεί και κάθε πρόωρη σελίδα θα σκιστεί με μανία, προτού της δώσουμε την ασφάλεια, τη φροντίδα, το χώρο και τον χρόνο που χρειάζεται για να ανθίσει.

Τέλος, αν θέλουμε να ξέρουμε απ’ το πρώτο αισθηματικό ραντεβού που πρόκειται να καταλήξει η σχέση, αν για παράδειγμα σκεφτόμαστε το γάμο, το πιο πιθανόν είναι πως ο έρωτάς μας θα είναι ανεκπλήρωτος. Διότι, στην ουσία δεν θα μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας, ούτε το να φτιάξουμε μαζί του ένα μωσαϊκό στιγμών που θα μας οδηγήσει στο γάμο. Θα μας απασχολεί πιο πολύ ο προορισμός απ’ ότι το ταξίδι και με αυτόν τον τρόπο δεν θα απολαύσουμε ούτε τον προορισμό, μα ούτε και το ταξίδι.
Αντίστοιχα, με τη σελίδα, αν θέλουμε να ξέρουμε απ’ την πρώτη στιγμή το που θα μας οδηγήσει, αν θέλουμε από την πρώτη μας απόπειρα να δημιουργήσουμε ένα συμπαγές βιβλίο, αν θέλουμε να αποφύγουμε το ταξίδι του Καβάφη, τότε θα ανήκουμε πιθανόν στις πάμπολλες περιπτώσεις συγγραφέων που τα κείμενά τους μένουν στη σκιά γιατί ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν.

Κατά τη συγγραφή του νέου μου βιβλίου με τίτλο «Κοίταξέ με για να δω ποιά είμαι» εκδ. Κέρδος, ένιωσα πολλές φορές όλα τα παραπάνω. Δίστασα πολλές φορές να εμφανιστώ στο ραντεβού μου με τη σελίδα και είχα αμφιθυμία. Κι αυτό διότι, μιλά για ένα θέμα πολύ λεπτό και αμφιλεγόμενο, που μου γέννησε αντιστάσεις:

Αφηγείται τον έρωτα δυο γυναικών σε μια ομάδα ψυχοθεραπείας. Οι δυο αυτές γυναίκες ξεκινούν την πορεία τους ως εχθροί, όμως με μια σειρά ανατροπών σταδιακά καταλαβαίνουν πως τους ενώνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα τους χωρίζουν. Θα αρχίσουν να αναδύονται από μέσα τους συναισθήματα που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν νιώσει. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Θα μπορέσουν να τα αποδεχθούν;

Κατά τη συγγραφή του, προσπάθησα πάντα να διατηρήσω τις ισορροπίες, χωρίς όμως, να νοθεύσω αυτό που είχα να πω. Είναι μια ιστορία για τις σχέσεις, τη μοναξιά, τον πόνο, την ανάγκη για έγκριση και, τελικά, την πανανθρώπινη οδύνη της διαφορετικότητας. Προσπάθησα να αναδείξω τα δικαιώματα του ανθρώπου σ’ ένα ταξίδι προς την αποδοχή για όλα τα μυστικά που ο καθένας μας έχει θαμμένα. Αυτό δεν ήταν εύκολο εγχείρημα.

Παρόλο που το θέμα της ομοφυλοφιλίας είναι προκλητικό για τα ελληνικά δεδομένα, θεώρησα χρέος μου να το θίξω, και μάλιστα να κοινοποιήσω πράγματα γι’ αυτό από ψυχοθεραπευτική σκοπιά. Να μιλήσω για την ντροπή που όλοι μας κουβαλάμε, ντροπή που απομακρύνει τους άλλους και δεν αφήνει κανέναν να μας μάθει αληθινά. Ένα απ’ τα μηνύματα του βιβλίου είναι ακριβώς αυτό, ότι ζούμε μια ζωή γεμάτη κρυψώνες, γιατί φοβόμαστε την απόρριψη. Νομίζουμε ότι δεν μας αγαπάνε, αλλά ουσιαστικά απλώς δεν μας ξέρουν.

Όταν έφτασε στο τυπογραφείο ήξερα πως έχω κάνει το σωστό. Πως έχω εφαρμόσει αυτό που πάντα συμβουλεύω τους συγγραφείς να κάνουν: Τους λέω να επιλέγουν για θέματά τους όσα τους έχουν πονέσει, ντροπιάσει, στιγματίσει. Κι αυτό διότι πιστεύω πως όσα κατακρίνουμε στον εαυτό μας, ίσως και να είναι η δύναμή μας. Όσα μας έχουν συνθλίψει, γίνονται η ταυτότητά μας, αν ξεπεραστούν.

Νομίζω ότι οι αναγνώστες έχουν τρομερό ένστικτο. Πάντα καταλαβαίνουν τι είναι αυθεντικό και τι όχι. Και για μένα οι πληγές, τα μυστικά, οι σκοτεινές πτυχές που απελευθερώνονται και μεταβολίζονται σε τέχνη είναι απ’ τα πιο αυθεντικά κομμάτια που διαθέτουμε.-

Κοίταξέ με για να δω ποια είμαι, Δάφνη Καλογεροπούλου, Κέδρος, 2014

Via: http://tvxs.gr/news/biblio/ranteboy-me-ti-leyki-selida-tis-dafnis-kalogeropoyloy

Εμείς επιλέγουμε πως θα ζήσουμε. Του Πέτρου Γαλιατσάτου

07:29 | 01 Ιουλ. 2014
Τελευταία ανανέωση 07:47 | 01 Ιουλ. 2014

[…] Ήταν Οκτώβριος του 2011 όταν πρωτοεμφανίστηκε στο μυαλό μου η ιδέα να γράψω ένα διήγημα. Ήθελα να μιλήσω για τον τρόπο που οι πράξεις του παρελθόντος διαμορφώνουν το παρόν και το μέλλον μας. Αλλά και για το ότι εμείς ήμαστε αυτοί που επιλέγουμε πως θα ζήσουμε, εμείς θέτουμε τους στόχους που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Επομένως εμείς ήμαστε υπεύθυνοι για τη ζωή μας και κανένας άλλος […] Ο σύμβουλος τουριστικών επιχειρήσεων Πέτρος Γαλιατσάτος, αφηγείται τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του πρώτου μυθιστορήματός του με τίτλο «Άσπρα Γάντια» των εκδόσεων Παπαδόπουλος.

Στα 37 μου πήρα μία μεγάλη απόφαση.
Αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να αλλάξω. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να φτιάξω έναν νέο εαυτό, τελείως διαφορετικό από αυτόν που ήμουν μέχρι τότε.

Μετά από δύο χρόνια άρχισα να παρακολουθώ ένα σεμινάριο γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο με τίτλο «Aφήγηση Zωής» και εισηγήτρια-συντονίστρια την Κρυσταλία Πατούλη. Αυτή ήταν η αφετηρία…

Η συνέχεια ήταν σε δύο επίπεδα. Στο ένα συνέχισα να παρακολουθώ το δεύτερο και τρίτο κύκλο του ίδιου σεμιναρίου, στο άλλο άρχισα να παρακολουθώ και ένα άλλο σεμινάριο με τίτλο «Λογοτεχνικό Project» και εισηγητή-συντονιστή τον Λένο Χρηστίδη.

Ήταν Οκτώβριος του 2011 όταν πρωτοεμφανίστηκε στο μυαλό μου η ιδέα να γράψω ένα διήγημα. Ήθελα να μιλήσω για τον τρόπο που οι πράξεις του παρελθόντος διαμορφώνουν το παρόν και το μέλλον μας. Αλλά και για το ότι εμείς ήμαστε αυτοί που επιλέγουμε πως θα ζήσουμε, εμείς θέτουμε τους στόχους που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Επομένως εμείς ήμαστε υπεύθυνοι για τη ζωή μας και κανένας άλλος.

Με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησα να γράφω τα «Άσπρα Γάντια». Τότε βέβαια δεν ήξερα τον τίτλο. Ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να γράψω ένα διήγημα για έναν ανεύθυνο άνδρα, τον Μάικ Ζάκρος, ο οποίος έφυγε από την πόλη που ζούσε, έφυγε και από τη χώρα του, για να μην αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων του. Με αυτή του την κίνηση προσπάθησε να αποφύγει το παρελθόν του.

Πέρασαν τα χρόνια και ο ήρωας πίστεψε ότι τα είχε καταφέρει.

Μέχρι την ημέρα που τον κάλεσε στο τηλέφωνο ο κυρ Γιώργος. Ένας άνθρωπος από το παρελθόν, ο οποίος του ζήτησε να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και επειδή του χρώσταγε τη ζωή του, ο Μάικ έκανε ό,τι ακριβώς του είπε ο κυρ Γιώργος.

Στο αεροπλάνο ο Μάικ σκεφτόταν:

Τελικά γυρνάω πάλι στην πόλη που γεννήθηκα έπειτα από σχεδόν εννέα ολόκληρα χρόνια απουσίας. Προσπάθησα να αποφύγω αυτό το ταξίδι. Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα επέστρεφα ποτέ ξανά.

Και να με τώρα. Πλησιάζω και δεν έχω καν προετοιμαστεί. Έφυγα ξαφνικά από την πατρίδα και άφησα πίσω μου ένα σωρό εκκρεμότητες. Τουλάχιστον όμως γλίτωσα από το παρελθόν μου.

Τελικά όμως οι πράξεις του παρελθόντος ήταν πολλές και έντονες. Και δεν άφησαν κανέναν ανεπηρέαστο.

Γιατί μπορεί να συνειδητοποίησα ότι είμαι υπεύθυνος για τις πράξεις μου και να ανέλαβα την ευθύνη των επιλογών μου, αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Χρειάστηκε να αλλάξω και τον τρόπο σκέψης μου.

Είχα γεμίσει το κεφάλι μου με στερεότυπα, φοβίες και προκαταλήψεις. Όλα αυτά δεν μου επέτρεπαν να εξελιχθώ όπως ήθελα.

Έτσι και ο Μάικ Ζάκρος, ο ήρωας του βιβλίου, μόλις κατανόησε το παρελθόν, κατάλαβε και το παρόν και πήρε την ευθύνη για τη ζωή του. Έπαψε να κατηγορεί τους άλλους και τις καταστάσεις για όσα συμβαίνουν στη ζωή του. Σταμάτησε να ταυτίζεται με το παρελθόν του και έγινε, για πρώτη φορά στη ζωή του, ο ισχυρός, αυτός που είχε τη δύναμη της επιλογής και της απόφασης.

Την αρχή του πρωτόλειου κειμένου την άκουσε ο Λένος Χρηστίδης και η ομάδα που παρακολουθούσε το σεμινάριο του. Όταν ονομάτιζα τον ήρωα (Μάικ Ζάκρος) δεν γνώριζα ότι υπήρχε χωριό με το όνομα Ζάκρος και ότι έχει καταγωγή από εκεί ο Λένος.

Όταν βάφτιζα Κρούγκερ τον πρέσβη της Νοτίου Αφρικής, πίστευα ό,τι ήταν ένα τυχαίο όνομα που ήρθε απλά στο μυαλό μου. Μετά τα πρώτα δύο κεφάλαια και ενώ ακόμα δεν είχε αναφερθεί το όνομά του, κάτι έκανε κλικ στο μυαλό μου. Αυτό το επίθετο κάτι μου θύμιζε. Έτσι έκανα την έρευνά μου. Και έπεσα στο όνομα του Πάουλ (Στέφανους Γιοχάνες Πάουλους) Κρούγκερ. Και τότε θυμήθηκα ότι ένας συμμαθητής μου από το γυμνάσιο, ο Γιώργος, καταγόταν από τη Νότια Αφρική και μου είχε πρωτομιλήσει για τους Μπόερς και τον Κρούγκερ. Οπότε πήρε άλλη τροπή το κείμενό μου και από διήγημα κατέληξε σε μυθιστόρημα.

Άρχισα να γράφω με γρήγορο ρυθμό.

Από εκεί και πέρα η ιστορία εξελίχθηκε με ένα δικό της τρόπο. Οι ήρωες ζωντάνεψαν και ακολούθησαν το δικό τους δρόμο. Λίγο πολύ, διαφορετικό από αυτό που σκεφτόμουν εγώ αρχικά.

Κάπως έτσι έφτασε η ιστορία να εξελίσσεται σε δύο ηπείρους: Ευρώπη και Αφρική. Και σε τέσσερις χώρες: Βρετανία, Ελλάδα, Ισπανία, Ολλανδία και Νότια Αφρική.

Ολοκλήρωσα τα «Άσπρα Γάντια» τον Οκτώβριο του 2012. Δεν ήξερα τι να το κάνω το κείμενό μου. Έτσι το άφησα στην άκρη και μετά το πέρασα άλλες δύο αναγνώσεις (και κοψίματα).

Ήταν Ιούνιος του 2013 όταν έδωσα τα «Άσπρα Γάντια» στην Μανίνα Ζουμπουλάκη. Της άρεσε, τόσο πολύ που μου έκανε κάποιες παρατηρήσεις και μου έδωσε την ώθηση να το περάσω άλλο ένα «διάβασμα και κόψιμο». Η Μανίνα πίστεψε στο κείμενό μου και το προώθησε στον εκδότη της, ο οποίος είναι πλέον και δικός μου εκδότης.

Στις 17 Ιουνίου 2014 κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία το πρώτο μου βιβλίο. Όταν το είδα στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων Παπαδόπουλος, ένιωσα περίεργα. Σίγουρα ένιωσα χαρά.-


Άσπρα γάντια, Πέτρος Γαλιατσάτος, Εκδόσεις Παπαδόπουλος – 2014

Ένα σκοτεινό µυθιστόρηµα, γραµµένο µε κινηµατογραφικό ρυθµό, µε έντονη δράση, γρήγορες εναλλαγές, πολλά πρόσωπα, αναπάντεχες ανατροπές και πολλά κρυµµένα µυστικά. Ένα ξεκαθάρισµα λογαριασµών µε φόντο τη σηµερινή Αθήνα.


Ο Πέτρος Γαλιατσάτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Τέλειωσε τη Σιβιτανίδειο Σχολή, σπούδασε Τουριστικές Επιχειρήσεις στο ΤΕΙ της Αθήνας και  εργάστηκε για πολλά χρόνια σε ξενοδοχεία και τουριστικούς οργανισμούς. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως ανεξάρτητος σύμβουλος τουριστικών επιχειρήσεων και παραδίδει μαθήματα σε σχολές που έχουν άμεση σχέση με την επαγγελματική του εμπειρία. Ζει στο Παγκράτι.

 

Via: http://tvxs.gr/news/biblio/emeis-epilegoyme-pos-tha-zisoyme-toy-petroy-galiatsatoy

Οι άνεργοι είναι ο αδύναμος κρίκος. Του Χριστόφορου Κάσδαγλη

09:57 | 10 Ιουν. 2014
Χριστόφορος Κάσδαγλης

[…] Οι άνεργοι είναι ο αδύναμος κρίκος. Οι άνεργοι μπορούν να γίνουν, αν οργανωθούν, ο πιο δυνατός κρίκος. Μόνο αν αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων θ’ αλλάξουν οι προτεραιότητες αυτής της κοινωνίας, και μέσα απ’ αυτή την αλλαγή προτεραιοτήτων θα ξεπεραστεί και η κρίση […] Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Χριστόφορος Κάσδαγλης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου «Το Ημερολόγιο ενός ανέργου». Ενός βιβλίου «με πολλούς πατεράδες κι ακόμα περισσότερες μανάδες…»

Άνεργη 47 χρονών,
γροθιά στο στομάχι η λέξη και μόνο.
Βιογραφικά και αιτήσεις
δαγκωμένα στο στόμα.
Νατάσα Κ. 

Η πορεία ενός ομαδικού έργου από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο είναι πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση σε σχέση με ένα βιβλίο προσωπικό. Εδώ συντελείται συνεχής παλινδρόμηση από το ατομικό στο συλλογικό. Μια περιπέτεια γεμάτη δημιουργικές παγίδες.

Το «Ημερολόγιο ενός ανέργου – 155+1 αληθινές ιστορίες» (Εκδόσεις Καστανιώτη) δεν είναι καν έργο 156 ανθρώπων. Στις σελίδες του διυλίζεται το απόσταγμα σχεδόν δύο χιλιάδων ιστοριών που δημοσιεύτηκαν στο σάιτ imerologioanergou.gr το οποίο συμπαρουσιάζει το tvxs.gr από τον Απρίλιο έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 2013.

Προτρέχω όμως. Πρώτα η ιδέα. Η ιδέα γεννήθηκε καθώς έγραφα το προηγούμενο βιβλίο μου, «Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι», ένα χρονικό της κρίσης. Καθώς προχωρούσε το γράψιμο κάτι ένιωθα πως έλειπε, μια μαρτυρία πιο άμεση, οπότε άρχισα να μουρμουρίζω κάτι μικρά κείμενα, σελίδες από το ημερολόγιο ενός ανέργου που ήμουν εγώ ο ίδιος αλλά και δεν ήμουν επίσης. Οι ιστορίες έγιναν τελικά 17, διάσπαρτες ανάμεσα στα κεφάλαια του βιβλίου, χειρόγραφες, μελαγχολικές, σε πλήρη αντίστιξη με τα υπόλοιπα κείμενα που ήταν κατά κανόνα σαρκαστικά, επιθετικά, κριτικά. Δυο διαφορετικές γλώσσες σε ένα βιβλίο.

Όταν οι «Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι» κυκλοφόρησαν, κι αφού καταλάγιασε ο ορυμαγδός που ακολουθεί την έκδοση κάθε καινούριου βιβλίου, άρχισα να ψάχνομαι για το επόμενο πρότζεκτ. Σκέφτηκα λοιπόν να επεκτείνω αυτά τα κείμενα, να γράψω κι άλλα στο ίδιο ύφος και να βγάλω ένα βιβλιαράκι μ’ αυτό τον τίτλο. Ήμουν πια πεπεισμένος πως οι άνεργοι είναι η μεγάλη εικόνα της κρίσης και όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Αν η ανεργία είναι το δάσος που πρέπει να διαβούμε, οι άνεργοι είναι τα δέντρα.

Αλλά δεν έφτανε πια να γράψω κι άλλα δικά μου κείμενα, να στύψω τα βιώματά μου και τις γύρω μου εμπειρίες, ήταν η ώρα να γίνει κάτι πολύ πιο μεγάλο. Κάτι που ν’ αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Η ροή των πραγμάτων είναι πως μπορεί η ανεργία να είναι φανερή παντού, όμως οι άνεργοι παραμένουν αόρατοι, χωρίς φωνή, δίχως εκπροσώπηση. Κι ένας από τους παράγοντες -ο πιο τραγικός- αυτής της αφωνίας είναι ότι οι ίδιοι αποφεύγουν να μιλούν, απεχθάνονται να κοινοποιούν τα προβλήματά τους, ντρέπονται, νιώθουν ενοχές απέναντι στον εαυτό τους και την οικογένειά τους.

Αλλά όλα θα είχαν εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά, και σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα, αν δεν βρίσκονταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή στο διάβα μου το ThePressproject, η εταιρεία Bits’n’Byts και ο Κώστας Εφήμερος. Πήραν την ιδέα και με την τεχνογνωσία και το μεράκι τους την απογείωσαν, της έδωσαν πολύ πιο μεγάλες διαστάσεις απ’ αυτές που μπορούσα να ονειρευτώ. Κι ύστερα προχωρήσαμε στην εφαρμογή της, με πολλή εθελοντική δουλειά αλλά και με κάμποσα κομπιουτερίστικα μπρος πίσω, με πολύ κέφι (των άλλων) και λίγη γκρίνια (δική μου). Τέσσερις μήνες μας πήρε από την αρχική ιδέα στην τελική υλοποίηση.

Έτσι γεννήθηκε το imerologioanergou,gr, ένα μεγάλο κοινωνικό και τεχνολογικό πείραμα, μια ιντερνετική πλατφόρμα που καλεί την άνεργη και τον άνεργο να ενεργοποιηθούν. Πρώτα πρώτα να πάρουν θάρρος και να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο, να αυτοοργανωθούν, να πάρουν την τύχη τους και την τύχη της χώρας στα χέρια τους.

Οι άνεργοι είναι ο αδύναμος κρίκος. Οι άνεργοι μπορούν να γίνουν, αν οργανωθούν, ο πιο δυνατός κρίκος. Μόνο αν αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων θ’ αλλάξουν οι προτεραιότητες αυτής της κοινωνίας, και μέσα απ’ αυτή την αλλαγή προτεραιοτήτων θα ξεπεραστεί και η κρίση. Γιατί η κρίση δεν είναι όλ’ αυτά που παπαγαλίζουμε τόσον καιρό, η κρίση είναι πρωτίστως η αντιστροφή των αξιών: το να βάζεις τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους. Κι εδώ που φτάσαμε, μόνο τα ίδια τα θύματα μπορούν να λύσουν αυτή την εξίσωση για λογαριασμό ολόκληρης της κοινωνίας. Δεν είναι η ιδεολογία που θα τους σπρώξει, ούτε καν η πολιτική – είναι η δύναμη της ανάγκης.

Το imerologioanergou.gr αγκαλιάστηκε από την πρώτη στιγμή από τους ανέργους, πολύ περισσότερο όμως από τις άνεργες. Λες και το περίμεναν από καιρό, άρχισαν να γράφουν και να δημοσιεύουν τρομερές ιστορίες, δείγματα μιας γραφής που μου αρέσει να αποκαλώ «Λογοτεχνία της ανάγκης».

Κι έπειτα ωρίμασε η ιδέα του βιβλίου, μια δεύτερη περιπέτεια μέσα στην άλλη,  διαδρομή δύσκολη και ανηφορική, γιατί το υλικό ήταν θηριώδες. Και η ευθύνη γι’ αυτόν που θα το διαχειριζόταν, κι αυτή θηριώδης. Αρχή του Ημερολογίου ήταν να πάψουμε να συζητάμε με βάση τους αριθμούς, να καταλάβουμε ότι πίσω από τους δείκτες βρίσκονται άνθρωποι, βρίσκονται ψυχές, βρίσκονται οικογένειες. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τα κείμενα που είχα μπροστά μου. Πίσω από κάθε ιστορία  βρισκόταν κατ’ αρχήν ο άνθρωπος που την έγραψε, και πίσω του βρίσκονταν κι άλλοι άνθρωποι, βρίσκονταν τόποι, επαγγελματικές ομάδες, γόνιμες σκέψεις αλλά και τραγωδίες. Πώς να διαλέξεις;

Έπρεπε ωστόσο να διαλέξω. Γιατί το βιβλίο ήταν το πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό βίωμα, έπρεπε να συμπυκνώνει τις ιστορίες των πολλών σε μία, να γίνει το πανόραμα της κρίσης ιδωμένο από μέσα κι από τα κάτω. Αν επρόκειτο να περάσουμε  απλώς τα κείμενα από τον υπολογιστή στο χαρτί, το βιβλίο δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Ο καθένας μπορεί να μπει στο σάιτ και να το διαβάσει από την αρχή ως το τέλος ή με τη σειρά που εκείνος θα επιλέξει.

Κάπως έτσι, με τρομερό άγχος και υπερένταση, ξαναδιάβασα -ξανά και ξανά- όλο αυτό το υλικό, το εξέτασα από κάθε δυνατή οπτική γωνία, το ταξινόμησα, το ξεδιάλεξα, το χώρισα σε κατηγορίες που όλο και ξεχείλωναν ή συρρικνώνονταν, και ζητούσαν μια διαφορετική ταξινόμηση ώστε να αποτυπωθούν με μεγαλύτερη ενάργεια οι καημοί, τα παράπονο, οι στιγμές αισιοδοξίας, οι ελπίδες, οι ιδέες, οι προτάσεις ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά στριμωγμένοι και κατάλαβαν σε λίγο χρόνο ό,τι δεν είχαν καταλάβει μια ζωή – όσα κάποιοι δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ.

Το «Ημερολόγιο ενός ανέργου» έφτασε έτσι όχι απλώς στο τυπογραφείο αλλά στο βιβλιοπωλείο, ένα βιβλίο ξέχειλο από εικόνες και συναισθήματα. Και το imerologioanergou.gr συνεχίζει παράλληλα τη λειτουργία του με καινούριες ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν και να ακουστούν, να γραφτούν και να διαβαστούν, ξανά και ξανά, μέχρι τη στιγμή που δεν θα χρειάζονται πια ημερολόγια ανεργίας. Είτε γιατί ανεργία δεν θα υπάρχει πια (δύσκολο και μακρινό), είτε γιατί η Ιστορία των ανέργων θα γράφεται πια στο δρόμο (λιγότερο δύσκολο και πολύ κοντινό).-»

«Το Ημερολόγιο ενός ανέργου», Eπιμέλεια – σχόλια Χριστόφορος Κάσδαγλης, Εκδόσεις Καστανιώτη


Διαβάστε επίσης:
Πώς αποφάσισα να γράψω στο «Ημερολόγιο ενός ανέργου»

http://tvxs.gr/news/biblio/oi-anergoi-einai-o-adynamos-krikos-toy-xristoforoy-kasdagli

Π. Σφυρίδης: Τα ζώα συμμετείχαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου

12:47 | 06 Ιουν. 2014

«Τα ζώα με τα οποία διασταυρώθηκε η ζωή μου υπήρξαν πολλά, με πρώτο έναν κόκορα που ο πατέρας μου με πήρε να σφάξουμε μαζί όταν ήμουν τριών χρονών, γιατί στον προσφυγικό συνοικισμό Τόπαλτι (τώρα συνοικία Ροδοχώρι του Δήμου Συκεών Θεσσαλονίκης) έπαιζα με τη γειτονοπούλα μας, την Έλλη, με μια κούκλα, που μου είχε χαρίσει η γιαγιά μου Αγγελική (τη θεωρώ δεύτερη μάνα μου, γιατί αυτή με μεγάλωσε) και τη λέγαμε Αγγελικούλα, επειδή η πρώτη αδελφή μου, που θα την βαπτίζαμε Αγγελική, γεννήθηκε νεκρή κι εγώ έκλαιγα και ζητούσα να έρθει στο σπίτι μας (η αδελφή μου η Αγγελική, πρωταγωνίστρια του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματός μου Μεταμόσχευση νεφρού, με το όνομα Αγνή, γεννήθηκε αργότερα στο τέλος της Γερμανικής Κατοχής).

Η γιαγιά μου, λοιπόν, για να με καθησυχάσει, μού αγόρασε την κούκλα. Ο παλιοελλαδίτης όμως πατέρας μου, βλέποντας ότι δεν έπαιζα με τα άλλα αγόρια του δρόμου, αλλά συνέχεια με την Έλλη και την κούκλα μου, φοβήθηκε μήπως κινδύνευα να χάσω την ταυτότητα του φύλου μου και μ’ έβαλε να σφάξω τον κόκορα για να γίνω άντρας.

Είναι περίεργο το πώς αυτή η τραυματική εμπειρία των παιδικών μου χρόνων έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου και ύστερα από εξήντα και κάτι χρόνια αναβίωσε – μάλλον δημιούργησε –  στο διήγημά μου «Πώς έγινα άντρας» (στη συλλογή Εσωτερική υπόθεση, Καστανιώτης 2002∙ δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο, γιατί το διήγημα δεν είναι αμιγώς ζωοφιλικό).

Εκτός από τον κόκορα αυτόν, πολλά άλλα ζώα ήρθαν στη ζωή μου, είτε απευθείας (κυρίως τα πέντε σκυλιά που μεγαλώσαμε σαν παιδιά μας μέσα στο σπίτι), είτε εμμέσως, μέσα από τη γνωριμία και φιλία μου με ανθρώπους του λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού και ιατρικού περιβάλλοντός μου, και από το 1994 και μετά, που συνταξιοδοτήθηκα και μένω τον μισό και πλέον χρόνο στη Σκύρο, με τη γνωριμία μου με απλούς ανθρώπους του νησιού, που πολλοί όμως είναι σκληροί με τα ζώα, με εξαίρεση τον επιστήθιο φίλο μου καπεταν-Θόδωρο Ευσταθίου, του οποίου η ζωοφιλία είναι απίστευτα συγκινητική (για γάτες, σκυλιά, ακόμα και για τις κατσίκες του και τα τραγάκια που γεννούσαν)∙ γι’ αυτό, και με το πραγματικό του μάλιστα όνομα, είναι το κεντρικό πρόσωπο σε πολλά διηγήματά μου.

Το βιβλίο Ζωοφιλικά. Μαρτυρία και δώδεκα διηγήματα (Εστία, 2014) αποτελείται από τρία μέρη: τη μαρτυρία, την οποία  τιτλοφόρησα «Πώς μέσα από τα ζώα γνώρισα τους ανθρώπους», ένα ένθετο με 56 φωτογραφίες που τεκμηριώνουν ότι τα όσα εξιστορώ αποτελούν πραγματικά γεγονότα.

Στο τρίτο μέρος η κ. Σωτηρία Σταυρακοπούλου που επιμελήθηκε τον τόμο, επέλεξε δώδεκα «καθαρόαιμα» ζωοφιλικά διηγήματα που έχω κατά καιρούς δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά και παλαιότερες συλλογές διηγημάτων μου.

Μιλώ για «καθαρόαιμα» ζωοφιλικά, γιατί διάφορα ζώα, από πετεινούς μέχρι γάτες, διαδραματίζουν κάποιο ρόλο και σε άλλα διηγήματά μου, αλλά δεν είναι οι πρωταγωνιστές.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει η μαρτυρία (170 σελίδες) που δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Αν τώρα επισημάνουμε ότι στην πρώτη εμφάνισή μου ως πεζογράφος το 1977 με τη συλλογή διηγημάτων Η αφίσα υπάρχει και το ζωοφιλικό διήγημά «Το άλογο», γίνεται αντιληπτό πως τα ζώα υπήρξαν από παλιά  μέρος της ζωής μου, και όχι μόνο είχαν σημαντικό ρόλο στη θεματολογία του έργου μου, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, συμμετείχαν και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.

Το πρώτο ζωοφιλικό διήγημα που δημοσίευσα είναι «Το άλογο». Γιατί αυτό; Διότι μόνο στη Σκύρο, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα  μου (και δεύτερη δική μου μετά τη Θεσσαλονίκη), υπάρχει μια φυλή μικρόσωμων αλόγων, τα γνωστά σκυριανά αλογάκια. Πρόκειται για μινιατούρες κανονικών αλόγων κι όχι σαν τα άλλα τα κοντόχοντρα σκωτσέζικα πόνεϊ. Λένε ότι η σκούφια τους κρατάει από την αρχαιότητα, αν κρίνουμε από το γεγονός πως οι ιππείς στις μετόπες του Παρθενώνα  καβαλάνε παρόμοια ιππάρια, αφού τα πόδια τους ακουμπάνε στο έδαφος.

Φαίνεται ότι με τα χρόνια θέλησαν να βελτιώσουν τις ελληνικές φυλές αλόγων, να τα κάνουν πιο μεγάλα και δυνατά, και μόνο στη Σκύρο παρέμεινε η συγκεκριμένη φυλή των αλόγων ως είδος προς εξαφάνιση. Κι αυτό γιατί παλιότερα τα σκυριανά αλογάκια τα χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα και σ’ άλλες αγροτικές δουλειές.

Όταν όμως εμφανίστηκαν οι μπατόζες και στη Σκύρο, και πιάσανε δουλειά στο θέρισμα και το αλώνισμα, τα σκυριανά αλογάκια βγήκαν στην ανεργία και τα αφεντικά τους, που δεν ήθελαν ή αδυνατούσαν να τα ταΐζουν, τα πήγαιναν στο Βουνό (στο νότιο ορεινό μέρος του νησιού), όπου αυτά προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε ημιάγρια κατάσταση, όπως τα κατσίκια.

Σιγά σιγά άρχισαν να τα εξοντώνουν η πείνα και το κρύο.  Ακόμα και τώρα υπάρχουν στο Βουνό κάποιες μικρές αγέλες, κοντά στο οροπέδιο Άρης, και τους φίλους που με επισκέπτονται το καλοκαίρι στο νησί και θέλουν να δούνε σκυριανά αλογάκια, όχι σε κάποιους περιφραγμένους χώρους που τώρα υπάρχουν, αλλά άγρια και ελεύθερα να καλπάζουν στο ορεινό αυτό λιβάδι ή στα γύρω ρουμάνια – μια εμπειρία αξέχαστης ομορφιάς – τους πάω στο Βουνό, κι αν είναι τυχεροί και τα ανταμώσουμε, τα απαθανατίζουν με φωτογραφίες.

Η πρώτη μου ανάμνηση από τα σκυριανά αυτά αλογάκια πάει πολύ πίσω στην παιδική μου ηλικία, όταν η θεία μου Πίτσα, η πρώτη από τις αδελφές του πατέρα μου, που έμεινε ανύπαντρη και αφοσιώθηκε στο επάγγελμά της, μαθαίνοντας γράμματα σε τρεις τουλάχιστον γενιές Σκυριανών, με πήρε και πήγαμε σε ένα ύψωμα, γνωστό ως οι «Κατούνες», πάνω από τον κάμπο του Τραχιού, που για αιώνες ήταν ο σιτοβολώνας του νησιού, πριν απαλλοτριωθεί το μεγαλύτερο μέρος του για να γίνει το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Σκύρου.

Εκεί, στις «Κατούνες», είχαν τη μάντρα τους οι Μαυρογιώργηδες – ακόμα την έχουν τα παιδιά και τώρα τα εγγόνια τους – πήγα με την θείτσα Πίτσα (έτσι την έλεγα) για να διαλέξουμε τυριά.

Συμπτωματικά εκείνη τη μέρα οι Μαυρογιώργηδες αλώνιζαν, με τα σκυριανά αλογάκια να στριφογυρίζουν ακούραστα μέσα σ’ ένα αλωνάκι μπροστά από τη μάντρα τους, και μ’ έβαλαν πάνω σ’ εκείνο το ειδικό ξύλινο εργαλείο, κάτι – θυμάμαι – σαν μικρή επίπεδη σκάφη, να φέρνω βόλτες μαζί με τα αλογάκια.

Αυτή η εμπειρία χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου και ήταν η απαρχή να συνδεθεί η ζωή μου με τα σκυριανά αλογάκια.

Τώρα δεν θα αναφέρω τι αγώνα δώσανε ορισμένοι, με πρωταγωνιστή τον ξάδελφό μου Ντίνο Μαρουδή (για χρόνια υπήρξε ο μοναδικός δικηγόρος στο νησί), διοργανώνοντας ιππικούς αγώνες στον Γυαλό πάνω στο κύμα,  με αναβάτες παιδιά (στη φωτογραφία του εξωφύλλου στο βιβλίου μου, το ξανθό παιδί που τρέχει μ’ ένα άσπρο αλογάκι δίπλα στη θάλασσα είναι ο γιος μου Γιώργος), ή γιορτές στην πλατεία του Χωριού (δεν το λέμε στη Σκύρο Χώρα) με τους μικρούς αναβάτες να φορούν τσομπάνικες σκυριανές φορεσιές∙ μακρύς και επίπονος ο αγώνας για τη σωτηρία τους (τώρα και με προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που χάρη στο τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας με δυσκολία υλοποιούνται).

Όλα αυτά που αναλυτικά εξιστορώ στη μαρτυρία του πρώτου μέρους του βιβλίου μου δεν έχουν σχέση με το διήγημά μου «Το άλογο».

Αφορμή για τη συγγραφή του διηγήματος αυτού υπήρξε μια τραυματική εμπειρία μου, όταν από τον Ιππικό Όμιλο Θεσσαλονίκης μού ζήτησαν να φέρω από τη Σκύρο τρία μικρά αλογάκια για να μαθαίνουν ιππασία τα παιδιά.

Η εμπειρία αυτή συνέπεσε και συνδέθηκε και με τον θάνατο ενός ερωτικού δεσμού. Τα οδυνηρά βιώματα των δύο παραπάνω περιστατικών ήταν το έναυσμα για να γράψω το πρώτο ζωοφιλικό μου διήγημα. Βέβαια, την εποχή εκείνη δεν είχα κατασταλάξει στη διαμόρφωση του προσωπικού συγγραφικού μου ύφους. Έτσι στο διήγημα αυτό  ακολουθώ μοντερνιστικά πρότυπα.

Χαρακτηρίζεται από ποιητική ατμόσφαιρα, αλληγορία και υπονοούμενα. Αυτός είναι ο λόγος που  δεν το έχω συμπεριλάβει σε καμιά μεταγενέστερη συγκεντρωτική έκδοση διηγημάτων μου, αφού από το 1978 και μετά, ασπάστηκα τον εξομολογητικό ρεαλισμό των πεζογράφων του «κύκλου της Διαγωνίου», που επέβαλε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ως διευθυντής του περιοδικού και των εκδόσεων «Διαγωνίου».

Ο Αλέξης Ζήρας όμως, που επιμελήθηκε την Επιτομή των Διηγημάτων [μου] 1977-2002 (Καστανιώτης, 2005) το έβαλε πρώτο πρώτο στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ιστορίες με ζώα», γιατί, όπως μου είπε, του αρέσει πολύ.

Με παρόμοιο τρόπο είναι γραμμένα και τα άλλα διηγήματα του τόμου: το τραυματικό βίωμα από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου που κάποτε υπήρξε, κάτω από διάφορες και διαφορετικές συνθήκες, «κομμάτι» της ζωής μου (εκτός από τον φυσικό θάνατο, το τέλος ενός έντονα βιωμένου συναισθηματικού δεσμού είναι κι αυτό ένας «μικρός» θάνατος) ή ενός ζώου ή και τα δυο μαζί  (ενίοτε μάλιστα συγχρόνως), δημιούργησαν τα διηγήματα αυτά που ο Ζήρας σε κριτική του είπε ότι «συγκροτούν μια μαθητεία προσωπική πάνω στα μεγάλα θέματα της ζωής και του θανάτου».

Κι ακόμα ο Παν. Μουλλάς έγραψε πως «πρόκειται ουσιαστικά για ιστορίες θανάτου, που προκαλούν, όπως είναι φυσικό, βαθύτατη θλίψη. Ζώα που πεθαίνουν. Άνθρωποι που πεθαίνουν. Ο συγγραφέας δεν διαχωρίζει τα ζώα από τους ανθρώπους: ο κοινός τους θάνατος προκαλεί κοινά αισθήματα, χωρίς διαβαθμίσεις και ιεραρχίες. Αν στον Ροΐδη η ζωοφιλία αποτελεί έκφραση διαφοράς (θυμίζω ότι έχει ερμηνευθεί ως αντίθεση προς τη μισανθρωπία του), εδώ εκδηλώνεται ως εξομοίωση μέσω του πόνου».

Επίσης, η Μ. Θεοδοσοπούλου επισημαίνει ότι ο συγγραφέας με την υπέρμετρη φροντίδα για τα δικά του ή και ξένα ακόμα ζώα «εξορκίζει ενοχές για την στοργή που δεν πρόλαβε να προσφέρει στους δικούς του ανθρώπους, ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, δίνει διέξοδο στην τρυφερότητα που δεν βρίσκει αλλού υποδοχή».

Οι τόποι όπου διαδραματίζονται οι ζωοφιλικές μου ιστορίες είναι δύο:

  • ο αστικός (της Θεσσαλονίκης) με τους διανοούμενους και άλλους κύκλους του επαγγελματικού και οικογενειακού  μου περιβάλλοντος (αρχικά)
  • και ο λαϊκός με τον κόσμο του νησιού (Σκύρος),  τους ψαράδες και τους τσομπάνηδες.

Ο χρόνος συγγραφής τους δεν συμπίπτει με την περίοδο της συγγραφικής μου δημιουργίας, αλλά αφορά όλη μου τη ζωή από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, γιατί ένα διήγημα, πριν πάρει την άγουσα για το τυπογραφείο, μπορεί να κυοφορείται στη μνήμη χρόνια ολόκληρα.

Η μαρτυρία «Πώς μέσα από τα ζώα γνώρισα τους ανθρώπους» του πρώτου μέρους ανήκει στη μεγάλη αφηγηματική φόρμα. Είναι γραμμένη με την τεχνοτροπία της ρεαλιστικής συνειρμικής εξιστόρησης.

Η κ. Σταυρακοπούλου στην εισαγωγή της επισημαίνει πως είναι «γραμμένη με το λογοτεχνικό “μεράκι” που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το corpus των πραγματολογικών στοιχείων, μέσα από το οποία “ξεπήδησαν” τα ζωοφιλικά διηγήματα, γι’ αυτό και περίτεχνα ενσωματώνει μέσα στο κείμενο της μαρτυρίας αυτής αποσπάσματα των διηγημάτων του, για να φανεί το “δέσιμο” ανάμεσα στη ζωή και την βιωματική έως αυτοβιογραφική λογοτεχνία».

Η μαρτυρία αυτή, βέβαια, δεν αφορά μόνο τα ζώα, αλλά και τη σχέση μου με ποικίλους όσους ανθρώπους υπήρξαν φιλόζωοι, γι’ αυτό επεκτείνεται και σε περιστατικά της ζωής τους που φανερώνουν λεπτομέρειες από τη ζωή και τον χαρακτήρα τους, που είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Κι ακόμα, δεν περιορίζομαι στην εξιστόρηση των περιστατικών, αλλά προχωρώ και σε σχολιασμό, πολλές φορές επικριτικό, της συμπεριφοράς τους, χωρίς να εξαιρώ και μέλη της οικογένειάς μου και φυσικά ούτε τον εαυτό μου.

Κι αυτά πάντα με χιούμορ, μέσα στο οποίο υποφώσκει η αγάπη, και με αυτοσαρκασμό, όταν αναφέρομαι σε δικά μου καμώματα.

Ανελέητος γίνομαι μόνο σ’ αυτούς που βασανίζουν τα ανυπεράσπιστα ζώα ή και τα μισούν ακόμα και θέλουν να τα εξοντώσουν για ιδιοτελείς σκοπούς.

Πολύ χάρηκα όταν στην Καθημερινή της 2ας Μαρτίου 2014 διάβασα ότι, σύμφωνα με ένα πρόσφατο νόμο για τα ζώα, το πρωτοδικείο των Σερρών καταδίκασε, ύστερα από μήνυση ενός φιλοζωικού σωματείου της περιοχής, κάποιον κάτοικο της Κάτω Καμήλας του νομού σ’ ένα χρόνο φυλακή χωρίς αναστολή και σε χρηματικό πρόστιμο 5.000.

Ε, διότι επί τέσσερις περίπου ώρες έσερνε σε κοινή θέα τον δεμένο σκύλο του πίσω από τη μοτοσικλέτα του για να τον τιμωρήσει! Επιτέλους κάτι αλλάζει και στον τόπο μας, σκέφτηκα.

Οι άνθρωποι που αγαπούν και φροντίζουν τα ζώα από τη μια μεριά και οι άλλοι που τα εκμεταλλεύονται και τα βασανίζουν από τη άλλη, δεν αποτελούν τη σύγκρουση δύο νοοτροπιών, αλλά – κατά τη άποψή μου –  πρόκειται για μια βαθύτερη αντιπαράθεση αισθημάτων και αισθήσεων δύο διαφορετικών κόσμων που, σε τελική ανάλυση, καθορίζει και το επίπεδο πολιτισμού του λαού μας.-»


Ζωοφιλικά
Μια μαρτυρία και δώδεκα διηγήματα
Περικλής Σφυρίδης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014


http://tvxs.gr/news/biblio/ta-zoa-symmeteixan-sti-diamorfosi-toy-xaraktira-moy-toy-perikli-sfyridi

Άλκη Ζέη: Η δικιά μας εποχή είχε οράματα…

09:47 | 25 Μαρ. 2014

Από τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές […] Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Σήμερα η κατάσταση είναι δύσκολη από άλλη πλευρά. Δηλαδή, η δικιά μας εποχή, ήταν μια εποχή που είχε οράματα… Και όλες τις δυσκολίες που είχαμε, τις ξεπερνούσαμε γιατί είχαμε όραμα. Ήμασταν βέβαιοι ότι αύριο θα είναι καλύτερα. Σήμερα μπορεί οι δυσκολίες να μην είναι τόσο μεγάλες όσες είχαμε εμείς, αλλά δεν είναι κανείς σίγουρος τι θα γίνει αύριο […] Η πολυβραβευμένη -σε Ελλάδα και εξωτερικό- συγγραφέας κυρίως παιδικών βιβλίων Άλκη Ζέη, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή το πρόσφατο αυτοβιογραφικό της βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο.

Κρ.Π.: Διάβασα τις 386 σελίδες του σε 8 ώρες. Έκλαιγα, γέλαγα, σημείωνα… Τι να σας πρωτορωτήσω για τα χρόνια όλης της ζωής σας… Απορώ κατ’ αρχάς, πως μπορέσατε να το γράψετε.

Άλκ.Ζ.: Και χωρίς να έχω ούτε μία σημείωση… Όλα τα είχα στο μυαλό μου…

Κρ.Π.: Ο Μαρκές έχει πει ότι «η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που θυμάται και όπως τη θυμάται για να την αφηγηθεί», δηλαδή σα να κατασκευάζουμε με έναν τρόπο το παρελθόν μας, μέσα από τη μνήμη μας.

Άλκ.Ζ: Ναι, χωρίς να το θέμε κιόλας…

Κρ.Π.: Γράφετε «Όταν τα γεγονότα είναι τόσα πολλά κι απανωτά μπορεί κανείς να μπερδέψει ημερομηνίες, μα κάποια είναι ξεχωριστά, μένουν, θαρρείς, γραμμένα σε κάποια μεριά του νου σου με ανεξίτηλο μελάνι»…

Άλκ.Ζ.: Ναι, αυτό… Το πώς κάποιες αναμνήσεις σβήνονται τελείως και πώς άλλες μένουνε…

Προσπάθησα να… μεγαλώνω σιγά σιγά με το βιβλίο. Δηλαδή, να είμαι, γράφοντάς το, εκείνη που ήμουνα, και να σκέφτομαι όπως σκεφτόμουνα τότε.

Και ο σημερινός εαυτός μου, να μπαίνει κατά καιρούς ανάμεσα στις λέξεις και να σχολιάζει τα γραφόμενά μου σε κάποιες παραγράφους με μικρά γράμματα…

Απλά, αισθάνθηκα την ανάγκη να το γράψω. Μου «ήρθε» δηλαδή αυθόρμητα, δεν προσπάθησα να το κάνω έτσι.

Για παράδειγμα όταν έγραφα για τότε που ήμουν δέκα χρονών, αντιδρούσα όπως αντιδρούσα τότε. Ήμουν δεκαπέντε; Αντιδρούσα όπως αντιδρούσα και τότε. Δηλαδή δεν έβαζα το σημερινό εαυτό μου μέσα. Έγραφα με τις αντιδράσεις εκείνης της εποχής.

Κρ.Π.: Για να κρατήσετε ζωντανή στις σελίδες του, την Άλκη Ζέη…

Άλκ.Ζ.: …της εποχής εκείνης.

Κρ.Π.: Πιστεύετε αυτό που έχει πει ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ότι σε ένα οποιοδήποτε συγγραφικό έργο, δεν υπάρχει μόνο η φωνή του συγγραφέα, αλλά και πολλές άλλες φωνές;

Άλκ.Ζ: Κι αυτό είναι η διαφορά της αυτοβιογραφίας με το μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα είσαι ελεύθερος να κάνεις ότι θέλεις. Ενώ όταν γράφεις για πρόσωπα που υπήρξανε, και δεν υπάρχουν πια, είτε για να σε αποδοκιμάσουν είτε για να σε επευφημήσουν, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός στο τι θα πεις. Πρέπει να τα πεις ακριβώς όπως εκείνοι τα έλεγαν, κι όχι όπως τα φαντάζεσαι…

Κρ.Π.: Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε γράψει πως «Σε κάθε πρόσωπο έχει φυσήξει -με πνεύση μυστική- την ιερή ανάσα του ένας νεκρός». Φαντάστηκα ότι μπορεί να ήταν ο παππούς σας στη Σάμο αυτό το πρόσωπο, επειδή –εκτός των άλλων- έχοντας τον ως πρότυπό σας για κάτι που κάνατε εκείνη τη στιγμή, γράφετε: «Νόμιζα, φαίνεται, πως για να περπατήσει καλά ο άνθρωπος πρέπει να διαβάζει».

Άλκ.Ζ.: Ναι, έτσι νόμιζα μικρή.  Γιατί έβλεπα τον παππού μου, ο οποίος θεωρούσε χαμένο χρόνο να κάνει βόλτες στην παραλία μόνο για άσκηση, χωρίς να κάνει δηλαδή τίποτε άλλο, γι’ αυτό έπαιρνε μαζί του ένα βιβλίο και διάβαζε περπατώντας. Και δεν σκόνταφτε! Ήξερε απ’ έξω τα χαλίκια της παραλίας…

Κρ.Π.: Αυτή η φράση σας μου άρεσε και κυριολεκτικά. Δηλαδή ότι ένας άνθρωπος για να περπατήσει στη ζωή του….

Άλκ.Ζ.: …πρέπει να διαβάσει!

Κρ.Π.: Και καθώς περπατά ξεκινά να χαράζει το δρόμο του μέσα από τις απλές καθημερινές μικρές πράξεις; Για παράδειγμα περιγράφετε την «πρώτη αντιστασιακή σας πράξη»: φυσάγατε τον καπνό των τσιγάρων από το σαλόνι σας, μετά απ’ την συνεδρίαση της αντιστασιακής γυναικείας ομάδας που συμμετείχε και η θεία σας Διδώ Σωτηρίου και η μητέρα σας, για να μην καταλάβει κάτι γυρίζοντας από τη δουλειά ο αυστηρός πατέρας σας…

Αλκ.Ζ.: Ναι, οπωσδήποτε! Ξεκινά κανείς το δρόμο του από το τίποτα. Με «τιποτένιες» πράξεις…

Κρ.Π.: Ως μέσος αναγνώστης που ξεκίνησε από νωρίς να διαβάζει βιβλία, όπως η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», μια γυναίκα που έζησε ως πολιτική εξόριστη όπως και εσείς, δεν μπόρεσα να μείνω ανεπηρέαστη. Πιστεύετε ότι η Αριστερά –με την ευρεία έννοια- έπαιξε το ρόλο του «γνώστη – αρωγού»(κατά Άλις Μίλερ) για όλη την κοινωνία; Εκείνου δηλαδή που προσπαθεί να κατανοήσει την κακοποίηση της κοινωνίας, αλλά και να εμπνεύσει τους νεώτερους στο δρόμο τους.

Άλκ. Ζ.: Ναι, η Αριστερά, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας, άλλο αν στράβωσε κάπου μετά…

Κρ.Π.: …που αγωνιστές της Αντίστασης, κυνηγήθηκαν και πήραν στην πλάτη τους τη ρετσινιά της «ήττας»; Γι’ αυτό ίσως μετά τον εμφύλιο στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκε μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας που αδιαφορεί, και κοιτάζει κυρίως το ιδιωτικό της συμφέρον;

Άλκ.Ζ.: Αυτά είναι τα επακόλουθα… Η σημερινή αδιαφορία… Δεν νομίζω όμως ότι όλος ο κόσμος σήμερα είναι αδιάφορος.

Ένα παιδάκι 10 χρονώ στην Σπάρτη, που είχα πάει στα πλαίσια μίας τουρνέ στην Πελοπόννησο, το οποίο καθόταν μπροστά μπροστά στην εκδήλωση, με ρώτησε «τώρα έχουμε μια δύσκολη κατάσταση, ξέρω ότι εσείς έχετε περάσει δύσκολες καταστάσεις, με πείνα, με πόλεμο. Μπορείτε να τις συγκρίνετε με τη σημερινή εποχή;»

Και του λέω, όχι, τώρα μπορεί να είναι κρίση, αλλά ανθρώπους πεσμένους κάτω από την πείνα δεν βλέπεις, παιδιά πεθαμένα δεν βλέπεις, ούτε περπατάς στο δρόμο και μπορεί ένας Γερμανός να σου ρίξει μία και να βρεθείς κάτω… Και μου λέει το παιδάκι «Το ‘πιασα!». Ένα τόσο μικρό παιδάκι και του έκοψε να ρωτήσει αυτό. Γιατί όταν λένε κάποιοι ότι έχουμε πόλεμο, εγώ θυμώνω…

Κρ.Π.: Συγκριτικά όμως με την αγωνιστικότητα του κόσμου, μέσα από το ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ -και τις άλλες οργανώσεις της Αντίστασης- και την αλληλεγγύη που υπήρχε τότε; Διότι σήμερα βλέπουμε ότι ο κόσμος δεν ενώνεται κατά πλειοψηφία για κάτι κοινό, αλλά αντίθετα παρατηρεί τα γεγονότα, θα λέγαμε ως παθητικός τηλεθεατής και ίσως μόνο να ψηφίζει –το 38,8% απείχε από τις εκλογές του 2012- κάθε 4 χρόνια.

Άλκ.Ζ.: Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Σήμερα η κατάσταση είναι δύσκολη από άλλη πλευρά. Δηλαδή, η δικιά μας εποχή, ήταν μια εποχή που είχε οράματα. Και όλες τις δυσκολίες που είχαμε, τις ξεπερνούσαμε γιατί είχαμε όραμα. Ήμασταν βέβαιοι ότι αύριο θα είναι καλύτερα.

Σήμερα μπορεί οι δυσκολίες να μην είναι τόσο μεγάλες όσες είχαμε εμείς, αλλά δεν είναι κανείς σίγουρος τι θα γίνει αύριο…

Κρ.Π.: Σαν αυτό που είχε πει ο Κουν, δηλαδή, πως «για να κάνεις θαύμα, πρέπει να πιστεύεις στα θαύματα»;

Άλκ.Ζ.: Ναι, αυτό… Από την άλλη σήμερα με ευχαριστεί όταν βλέπω και παιδιά στα σχολεία αλλά και δασκάλους που προσπαθούν να κάνουν κάτι τα παιδιά, για να τα απομακρύνουν από αυτή τη μιζέρια. Και αυτό είναι πάρα πολύ ευχάριστο.

Κρ.Π.: Τελικά η γενιά σας που προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους για την κοινωνία, δεν «ηττήθηκε» τελικά διότι αφήσατε κάτι πίσω σας;

Άλκ.Ζ.: Και οι άνθρωποι που μείναμε από αυτή τη γενιά –δεν μείναμε και πολλοί- έχουν μία άλλη ποιότητα. Και επίσης, βάλαμε και κάποιες βάσεις… Κυρίως για τον ανθρωπισμό και τον κοινωνιοκεντρισμό…

Κρ.Π.: Αλλά βγαίνει ο άλλος σήμερα και λέει «γεννήθηκα αντικομμουνιστής και θα πεθάνω αντικομμουνιστής»…

Άλκ.Ζ.: Αυτό είναι γελοίο. Γιατί δεν είναι η εποχή του εμφυλίου, που και μεις λέγαμε «είμαι αντιβασιλικός» και κοιτούσαμε με έχθρα ο ένας τον άλλον. Έχει περάσει πια αυτή η εποχή. Και στην Ευρώπη έχει τελείως εξαλειφτεί παρόλο που ιδρύονται φασιστικές οργανώσεις, αλλά είναι αμελητέα ποσότητα.

Τώρα να βγαίνει ένας ο οποίος είναι και στέλεχος σε μια κυβέρνηση και να λέει κάτι τέτοιο, ειλικρινά μου φαίνεται γελοίο.

Κρ.Π.: Θυμήθηκα που λέτε «…πόσες φορές για ολόκληρα χρόνια λέγαμε ή ρωτούσαμε «αυτός είναι δικός μας;» Κι αν δεν ήτανε, ούτε θέλαμε καν να τον πλησιάσουμε. Πού να ξέραμε πως θα έρθει καιρός και θα ανακαλύπταμε ότι πολλοί «δικοί μας» δεν θα μας ταίριαζαν καθόλου, και σήμερα να μην ξέρουμε πια κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε «δικοί μας»;

Άλκ.Ζ: Αυτό ακριβώς είναι. Άνθρωποι που ήσουνα πολύ κοντά, βλέπεις και είναι τελείως αλλαγμένοι, και πια ούτε εσύ ο ίδιος δεν ξέρεις που να γυρίσεις το κεφάλι, και σε τι να πιστέψεις…

Κρ.Π.: Άρα ο άνθρωπος, δεν χαρακτηρίζεται από την ταμπέλα που βάζει ο ίδιος στον εαυτό του, αλλά…

Άλκ.Ζ: …από τις πράξεις του!

Κρ.Π.: Το θέμα είναι, πόσοι πράττουν σήμερα;

Άλκ.Ζ.: Σήμερα, αυτά που κάνει κανείς δεν είναι θεαματικά πράγματα. Δηλαδή, το να γράψεις ένα καλό βιβλίο, το να γράψεις μία καλή μουσική, ή μία καλή παράσταση, είναι κάτι, και συμβάλλει. Για την ώρα, νομίζω ότι αυτό μπορείς να κάνεις. Κι όταν όλα αυτά μαζί προστεθούνε, κάτι θα βγει.

Κρ.Π.: Οι Ισπανοί, όμως, βγήκαν στους δρόμους πριν δύο μέρες…

Άλκ.Ζ.: Ναι, ήταν πολύ συγκινητικό αυτό.

Κρ.Π.: …και με βάση ένα μανιφέστο αξιοπρέπειας όπως το ονόμασαν, που αναφέρει στην αρχή: «Όχι στην πληρωμή του χρέους. Ούτε μια περικοπή παραπάνω. Έξω οι κυβερνήσεις της τρόικας. Ψωμί, δουλειά και στέγη για όλους και όλες […]»

Άλκ.Ζ.: Τώρα, αυτό που γράφουν είναι λιγάκι κλισέ, αλλά το να πεις κάτι συγκεκριμένα για το πώς π.χ. να φέρεσαι στον άλλον άνθρωπο, αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό. Και επιπλέον, όταν βλέπεις και νέα παιδιά, να το κατανοούν όταν το λένε…

Κρ.Π.: Λέτε επίσης στο βιβλίο σας, ότι: «Το χειρότερό μου μάθημα ήταν η Έκθεση»!

Άλκ.Ζ.: Ναι, όταν πήγαινα στο σχολείο που ήταν φασιστικό...

Γιατί μας ‘βάζαν να γράφουμε π.χ. για την αποταμίευση ή για την αστυφιλία και δεν μου άρεσε καθόλου. Την αδελφή μου όμως που δεν την ένοιαζε να αναπτύξει ένα θέμα με… μπούρδες, το ανέπτυσσε σε δυο σελίδες.

Εγώ δεν μπορούσα να κάνω τέτοιο πράγμα. Δηλαδή, αν δεν το ένιωθα μέσα μου δεν μπορούσα να γράψω τίποτα.

Κρ.Π.: Και ξεκινήσατε, να γράφετε στο μαρμάρινο τραπέζι τής κουζίνας σας, τις ερωτικές επιστολές των κοριτσιών -που φρόντιζαν την καθαριότητα στα σπίτια της γειτονιάς- στους αγαπημένους τους…

Άλκ.Ζ: Ναι, και είδα ότι μου άρεσε αυτό. Είδα ότι μου άρεσε να γράφω. Ήθελα μια αφορμή για να γράψω…

Κρ.Π.: Και κάπως έτσι συνεχίσατε και δημιουργήσατε αργότερα τον «Κλούβιο», και μέσα από το κουκλοθέατρο αρχίσατε να γράφετε τις Κλαψωδίες…

Άλκ.Ζ: …και μετά άρχισα να στέλνω κείμενα σε ένα περιοδικό που έβγαινε στην Κατοχή, που λεγόταν «Νεανική φωνή».

Κρ.Π.: Τα παιδικά χρόνια, πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζουν τις δεξιότητες της ζωής κάποιου;

Άλκ.Ζ.: Τα δικά μου παιδικά χρόνια που έζησα στη Σάμο, πάρα πολύ με επηρέασαν.

Γιατί εκεί είχα την αίσθηση της ελευθερίας, είχα την αίσθηση του διαβάσματος, και με τον παππού μου όλη μέρα, δημιούργησα την πεποίθηση ότι πρέπει να διαβάζεις, πρέπει να αγαπάς π.χ. τα αρχαία…

Κρ.Π.: Δηλαδή τον πολιτισμό;

Άλκ.Ζ: Ναι, τον πολιτισμό.

Κρ.Π.: Όλη την ιστορία της ζωής σας την έχετε γράψει με έναν τρόπο που σχεδόν μπορεί ο κάθε αναγνώστης να την ζήσει… διαβάζοντάς την.

Άλκ.Ζ.: Τις βλέπω αυτές τις εικόνες όταν τις γράφω. Ίσως με επηρέασε η σπουδή μου σαν σεναριογράφος, στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας, γιατί κάθε σκηνή θέλω πρώτα να την «δω» για να την γράψω.

Κρ.Π.: Η Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας περνά μέσα από τη ζωή σας, μαζί με όλα αυτά τα πρόσωπα που αναφέρετε, τον Κάρολο Κουν, την Έλλη Λαμπέτη, την Διδώ Σωτηρίου, τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου (που ήταν και ο σύντροφος της ζωής σας), τον Μάνο Ζαχαρία, και τόσους άλλους…

Άκλ.Ζ.: Τώρα ψαχνόμαστε να βρούμε ο ένας τον άλλον, γιατί μείναμε λίγοι…

Κρ.Π.: Λέτε «αν με ρωτούσαν τι θα ‘θελα να εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα και δεν ήτανε και λίγα, θ’ απαντούσα αμέσως χωρίς καν να σκεφτώ: ο Δεκέμβρης του ‘44». Αλλά μόνο η γενιά σας σήμερα έμεινε για να μιλήσει για τον εμφύλιο, το πιο πρόσφατο ιστορικό τραύμα της Ελλάδας.

Άλκ.Ζ.: Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο τραύμα. Και στα πιστεύω σου, και στις ανθρώπινες αξίες. Σε όλα. Και άμα σκεφτείς μετά, ότι μπορούσε να μην είχε γίνει… Γιατί μπορεί να είχαμε πάρει μια άλλη πορεία αν δεν είχε γίνει.

Αν δεν είχε γίνει ο Δεκέμβρης του ’44, δεν θα είχε γίνει ο εμφύλιος, η Ελλάδα θα είχε πάρει έναν άλλο δρόμο, όπως πήρανε οι χώρες της Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Εκείνες ανθίζανε, και ‘μεις σκοτωνόμασταν!

Αυτές τις μέρες λόγω της ίωσης που με ταλαιπωρεί και δεν έχω όρεξη να διαβάσω τίποτα, είδα στην εκπομπή «Η μηχανή του χρόνου» ένα αφιέρωμα για το 1821, τότε που κυνηγάμε τους Τούρκους και συγχρόνως κοιτάγαμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, και στο τέλος βάλαμε και τον Κολοκοτρώνη φυλακή!

Ε, όλα αυτά μου θυμίζουν άλλες εποχές… Ίσως να είμαστε έτσι. Ίσως η μοίρα μας να ήταν τέτοια.

Κρ.Π.: Πότε θα την αλλάξουμε αυτή τη μοίρα;

Άλκ.Ζ.: Δεν ξέρω αν μας «παίρνει» πια. Μπορεί να βάλουμε μυαλό τώρα, μπορεί… Αλλά ακόμα βλέπετε υπάρχουνε τα σταγονίδια… που δεν αφήνουν κανέναν να σκεφτεί, έτσι, ελεύθερα.

Κρ.Π.: Πώς να σκεφτεί μια χώρα ελεύθερα, όταν δεν έχει αγγίξει και διαχειριστεί τα ιστορικά τραύματά της σαν τον εμφύλιο; Και αντίθετα καίει τα αρχεία της ιστορίας της, σα να κάνει λοβοτομή;

Άλκ.Ζ.: Άλλο κι αυτό! Δεν το έχω ξαναδεί πουθενά. Εδώ όλοι κοιτάνε να δούμε πώς θα βρούν αρχεία, και εμείς τα κάψαμε! Τέλος πάντων… Είναι μεγάλη συζήτηση.

Κρ.Π.: Κάποτε, δεν χρειάζεται, να καθίσουμε ως κοινωνία να συζητήσουμε όλα αυτά τα άσχημα βιώματα που έχουμε ζήσει, ή άλλοι που έχουμε κληρονομήσει;

Άλκ.Ζ.: Βέβαια. Αλλά δεν βλέπω να είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε. Για την ώρα…Θέλω να ελπίζω ότι κάπου θα βγούμε, αλλά δεν ξέρω ακόμη…-

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Άλκη Ζέη, επιμέλεια σειράς: Ελένη Μπούρα, Μεταίχμιο, 2013

«Από τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές. Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής, αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος κάθε φορά κι έτσι και να ήθελα δεν θα μπορούσε το συγγραφικό μου έργο να μην επηρεαστεί από τα γεγονότα  αυτά που συγκλόνισαν τον τόπο μας. Άθελά μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό μου λοιπόν έργο, θέλω δεν θέλω είναι γεμάτο ιστορία… Αν πέτυχα να κάνω τα παιδιά να την ακούσουν τουλάχιστον, το μέλλον θα δείξει». Άλκ. Ζ.

Άλκη Ζέη
Το παραμύθι της ζωής της

Το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο Ο Αναγνώστης (www.oanagnostis.gr) σε συνεργασία με το Megaron Plus και τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ παρουσιάζουν στον κύκλο εκδηλώσεων «Πρόσωπα της Λογοτεχνίας» την «πρύτανη» της παιδικής λογοτεχνίας Άλκη Ζέη.

Για το έργο της που αφορά τα παιδιά θα μιλήσει η συγγραφέας Λίλα Κονομάρα, ενώ για το έργο της που αφορά τους ενηλίκους ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.

Με την Άλκη Ζέη συνομιλεί η κριτικός παιδικής λογοτεχνίας Μαρίζα Ντεκάστρο, ενώ παρεμβαίνει ο παιδικός της φίλος, ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Αποσπάσματα από έργα της διαβάζουν οι ηθοποιοί Ξένια Καλογεροπούλου και Σοφία Κόκκαλη.

Info: Δευτέρα, 31 Μαρτίου 2014, στις 7 μ.μ., Μέγαρο Μουσικής (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη). Ελεύθερη είσοδος με δελτία προτεραιότητας. Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5:30μ.μ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…

[…] Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, σε απευθείας μετάδοση από την τηλεόραση, ο εισαγγελέας Ιούλιος Σύλλας συνοδευόμενος από δύο δικαστικούς επιμελητές και μια οικογένεια αστέγων, χτυπά την πόρτα ενός…
(0)
[…] Το «Κάντε κάτι επιτέλους!» καταδεικνύει τον εκμαυλισμό και το αδιέξοδο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες παλεύουν με το τέλος της εφηβείας και με την κατάρα που βαραίνει την εποχή τους….
(0)
[…] Νιώθω λες και επί σαράντα χρόνια «ζωγραφίζαμε» ένα πορτραίτο που –δυστυχώς- τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Από κείνη  τη χρονιά  άρχισε να ξεδιπλώνεται…
(3)

Ο θείος Έρωτας μαστορεύει το φεγγάρι. Του Γιώργου Κτενά

07:47, 19 Μαρ 2014 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/150679

[…]  Ένας εξελιγμένος Παράδεισος σε μία ιδιόμορφη ουτοπία. Η αποθέωση της υλικής αιχμαλωσίας, με προπαρασκευασμένες ανάγκες που ηδόνιζαν καλοκουρδισμένους καταναλωτές.» Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Κτενάς, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη την δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του μυθιστορήματος «Ο θείος Έρωτας μαστορεύει το φεγγάρι» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ισηγορία.

«Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, κενό, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Θαρρείς πως ήταν ένας ρομποτικός άνθρωπος. Γυάλινα μάτια, βουβά. Μόνο μία σακούλα από ψώνια λίγο έλειψε να φύγει από τα χέρια του και, ξαφνικά, σείστηκε. Από την τσέπη του έπεφταν χρήματα. Σε κάθε βήμα έφευγε και ένα χαρτονόμισμα.

Σταμάτησε σε ένα μαγαζί. Με μία μηχανική κίνηση φορτώθηκε κι άλλα πράγματα και συνέχισε τον δρόμο του. Μία εικόνα φρικτή. Άνθρωποι χωρίς ψυχή, δοσμένοι ολοκληρωτικά στην καταναλωτική τους μανία. Μία νευρωτική εκτόνωση, που σχετιζόταν με ανάγκες που δεν ήταν ποτέ ουσιαστικές για τη ζωή. Την αληθινή ζωή.

Πολυτελή αυτοκίνητα πήγαιναν και ερχόντουσαν, χρήματα έπεφταν από παντού στον δρόμο, οι αποχαυνωμένοι περαστικοί τα πατούσαν και μονότονα ξόδευαν. Και τα φώτα όλο πλήθαιναν. Λες και κάθε φορά που αγόραζαν κάτι καινούργιο, γινόντουσαν πιο έντονα.

Ένας εξελιγμένος Παράδεισος σε μία ιδιόμορφη ουτοπία. Η αποθέωση της υλικής αιχμαλωσίας, με προπαρασκευασμένες ανάγκες που ηδόνιζαν καλοκουρδισμένους καταναλωτές.»

Όταν προσθέτω την τελευταία τελεία σε ένα κείμενο, πάντοτε έχω την ίδια αμφιβολία. Στροβιλίζεται στο μυαλό μου, σε ρυθμό βαλς, το ίδιο ερώτημα: Άραγε ενδιαφέρει κάποιον άλλον, εκτός από εμένα, αυτό που έγραψα; Γιατί ο λόγος που κλείνομαι σε ένα δωμάτιο και αρχίζω να πυροβολώ το πληκτρολόγιο (όπως θα χαρακτήριζε τη διαδικασία ο Μπουκόφσκι), είναι μία μύχια ανάγκη οικουμενικότητας, επικοινωνίας. Δεν γράφω για να τα διαβάζω μόνος μου, θα ήταν εγωιστικό.

Το βιβλίο «Ο θείος Έρωτας μαστορεύει το φεγγάρι» δημιουργήθηκε στη λογική ενός concept-book, κάπως σαν να προβάλλονται διαδοχικά τέσσερα φιλμ μικρού μήκους, σε ένα αντίστοιχο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Φιλμ που μοιάζουν ανεξάρτητα μεταξύ τους και την ίδια στιγμή αλληλοσυμπληρώνονται.

Αν έλειπε μία ιστορία ή στη θέση της υπήρχε κάποια άλλη, από εκείνες που βρίσκονται στο συρτάρι, ο θείος Έρωτας δεν θα μαστόρευε με τον ίδιο τρόπο το φεγγάρι. Και σίγουρα δεν θα πρόσφερε την ίδια παρέα.

Γιατί αυτός είναι ο τελικός στόχος του βιβλίου: να γίνει μία καλή συντροφιά για όσους τύχει να το διαβάσουν. Υπάρχει όμως και μια παράλληλη ευχή: ότι μπορεί να δημιουργήσει μία μικρή ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξει στη ζωή μας, αρκεί όλοι να το πιστέψουμε και να προσανατολιστούμε σε αυτή την κατεύθυνση.-

* Την Κυριακή, 23 Μαρτίου, στις 20.00 στο cafe bar «Μύλος» (Ζωοδόχου Πηγής και Ναυαρίνου 15, Εξάρχεια), θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου «Ο θείος Έρωτας μαστορεύει το φεγγάρι» των εκδόσεων Ισηγορία. Θα μιλήσουν ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Περικλής Κοροβέσης, ο χαΐνης Δημήτρης Αποστολάκης και ο Γιώργος Κτενάς.

Για τα χρόνια μιας αστόχαστης ξεγνοιασιάς. Του Μάνου Κοντολέων

09:06, 07 Φεβ 2014 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/148452

[…]  Ήθελα να γράψω για τα χρόνια μιας αστόχαστης ξεγνοιασιάς που στάθηκαν η αιτία να οδηγηθούμε στον καιρό του απόλυτου εξευτελισμού […] Ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– των δυο πρόσφατων βιβλίων του που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη, «Μέλι κόλλησε στα χείλη» (μυθιστόρημα για ενήλικες) και «Μανόλο &  Μανολίτο» (μυθιστόρημα για παιδιά), αλλά και τις σχέσεις με τους ήρωες τους.

Κάθε βιβλίο έχει την ιστορία του.

Συνηθίζω να λέω πως θα μπορούσα την αυτοβιογραφία μου (αν πότε την έγραφα) να τη χώριζα σε κεφάλαια τόσο όσα είναι τα βιβλία που έχω γράψει. Μα το τελευταίο (προς ώρας) κεφάλαιο αυτής της αυτοβιογραφίας, θα είχε ως τίτλο του τους τίτλους των δυο τελευταίων μου βιβλίων, που και τα δυο μέσα στο 2013 κυκλοφόρησαν.

Όλα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2013 όταν αποφάσιζα να ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Μέλι κόλλησε στα χείλη«. Ήθελα να γράψω για τα χρόνια μιας αστόχαστης ξεγνοιασιάς που στάθηκαν η αιτία να οδηγηθούμε  στον καιρό του απόλυτου εξευτελισμού.

Επέλεξα ως τόπο δράσης των γεγονότων μια επαρχιακή πόλη που αγαπώ και ένα κοντινό σε αυτή χωριό που το λατρεύω. Δεν είναι οι τόποι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Είναι τόποι που διάλεξα να ζήσω μέρος της ζωής μου. Και γι αυτό ιδιαίτερα αισθάνομαι πως η δική τους εξέλιξη είναι καθρέφτης και της δικής μου.

Η ηρωίδα του μυθιστορήματος αυτού, η Μέλω, είναι ένα αστόχαστο κορίτσι που φτάνει να γίνει κάποια μέρα μια τραγική γυναίκα.
Μέσα στη δική της πορεία προς την τιμωρία, εγώ έκρυβα προσωπικές ενοχές και καταγγελίες.

Η Μέλω ήταν, πλέον, μέρος της ζωής μου, όπως μέρος της ζωής μου είναι και το πρόσωπο του αληθινό που πάνω του στήριξα την αδιέξοδη πορεία της ηρωίδας μου.

Αλλά τα παιδιά σου δεν τα αφήνεις αβοήθητα στις μάχες της ζωής. Και τα βιβλία για ένα συγγραφέα, παιδιά του κι αυτά είναι. Παιδιά του και τα πρόσωπα που γέννησε μέσα στις σελίδες τις χάρτινες.

Κι ενώ η Μέλω βήμα το βήμα ανέβαινε τον Γολγοθά της, της έστειλα να της σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο, τον Μανόλο.

Αυτός είναι ένας ηλικιωμένος συγγραφέας που έχει ως συντροφιά του ένα λευκό σκυλί που το φωνάζει Νύχτα και ζει μόνος του σε ένα σπίτι, κάπου κοντά σε ένα ποτάμι.

Η ηρεμία του, η περισυλλογή του, ο στοχασμός του ζήτησα να παρηγορήσουν την Μέλω. Και ο Μανόλο με άκουσε, με υπάκουσε…

Μα πονούσε… Την ώρα που στεκότανε δίπλα στη νέα γυναίκα που έφτανε στο φονικό, την ίδια ώρα κι εκείνος  μάτωνε…

Και τότε –πάλι εγώ ο πατέρας/ αφέντης δημιουργός- αποφάσισα να γεννήσω έναν ακόμα ήρωα  που με τη σειρά του θα πήγαινε να σφίξει το χέρι του κουρασμένου συγγραφέα.

Κι έφτιαξα τον Μανολίτο. Ένα αγόρι που αναζητά την αλήθεια την ώρα που βοηθά την αγάπη να φανερωθεί. Από την αγάπη – καταστροφέα της Μέλως, στην αγάπη-  προσφορά του Μανολίτο.

Τα βιβλία κάποια στιγμή τελειώσανε. Κυκλοφορήσανε. Μέσα στα βιβλιοπωλεία, όμως, ποτέ δεν θα τύχει να βρεθούνε το ένα δίπλα στο άλλο.

Το ένα θα είναι στα ράφια των μυθιστορημάτων της ελληνικής λογοτεχνίας, το άλλο στα ράφια με τα βιβλία για παιδιά. Διαχωρισμοί που δεν είναι μόνο άδικοι, είναι –κυρίως αυτό- ανόητοι.

Γιατί κάποια στιγμή μπορεί κι αυτό να συμβεί –η λογοτεχνία να ισχυριστεί πως είναι μία και μόνη. Και πως όποιος θέλει να τη διαχωρίζει σύμφωνα με τις ηλικίες των πιθανών αναγνωστών της, κάνει μια απερισκεψία. Ξεχνά τις εσωτερικές ανάγκες, τις φωνές του συγγραφέα.

Με ρωτάνε συχνά πως γίνεται να γράφω άλλοτε για παιδιά κι άλλοτε για μεγάλους. Κι εγώ απαντώ με μια ερώτηση –Μα πως γίνεται να υπάρχουν συγγραφείς που να μη γράφουν και για ενήλικες και για παιδιά; Λες και δεν είναι πλέον απόλυτα συνειδητοποιημένο πως η πατρίδα του καθενός  μας είναι η παιδική του ηλικία.-

Δύο εικαστικοί περίπατοι κι ένας θεατρικός… μαζί με τους «Μανόλο και Μανολίτο» – Το νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων σε εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή από τις Εκδόσεις Πατάκη στο «Σχολείο Παιχνιδιού».

Μικροί και μεγάλοι, σε μια περιπέτεια γεμάτη χρώματα, ήχους, μυστήριο, γεμάτη από τα μυστικά της φύσης και το θαύμα της αγάπης…

  • 1ος περίπατος: ΚΥΡΙΑΚΗ 16-2-2014, ώρα: 12.00-13.30

«Οι φορεσιές της φύσης…»

1ο εικαστικό εργαστήρι «μεταμορφώσεων» με ποικίλα υλικά, οπτικοακουστικά ερεθίσματα και παιχνίδια

  • 2ος περίπατος: ΚΥΡΙΑΚΗ 23-2-2014, ώρα: 12.00-13.30

«Όταν οι αμυγδαλιές ανθίζουν…»

2ο εικαστικό εργαστήρι «μεταμορφώσεων» με ποικίλα υλικά, οπτικοακουστικά ερεθίσματα και παιχνίδια

  • 3ος περίπατος: ΚΥΡΙΑΚΗ 9-3-2014, ώρα: 12.00-13.30

«Σε… 36 αμυγδαλιές ανάμεσα…»
Θεατρική διαδραστική παράσταση (η παράσταση θα επαναληφθεί και την κύριακή16-3-2014, ώρα: 12.00-13.30).

Τα έργα που θα δημιουργήσουν τα παιδιά στα εικαστικά εργαστήρια θα εκτεθούν στον χώρο τις Κυριακές 9/3 και 16/3, ενώ κάποια από αυτά θα αποτελέσουν και τα σκηνικά της παράστασης.
Συνοδοιπόρος μας θα είναι κάθε φορά ο Μάνος Κοντολέων. Εκείνος θα συμμετέχει φιλικά, για να αφηγείται με τον δικό του μοναδικό τρόπο τις ιστορίες που εμείς θα ζωντανεύουμε…

Βασική Εμψύχωση: Μαντώ Κουρετζή μαζί με τους θεατροπαιδαγωγούς του «Σχολείου Παιχνιδιού»
«Σχολείο Παιχνιδιού» Εργαστήρι Πολιτιστικής Εκπαίδευσης Λεπενιώτου 8, ψυρρή, πληροφορίες-κρατήσεις – εισητήρια: τηλ. 210.32.35.462, www.sxoleiopaixnidiou.gr, email: info@sxoleiopaixnidiou.gr

Σχετικά Άρθρα

15/04/2013

Υπερβαίνοντας την Κρίση. Της Μαρίας Μποντίλα

09:26, 09 Ιαν 2014 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/146648

[…] πρέπει πλέον, χωρίς φόβο ή χωρίς πάθος, να αναπτύξουμε στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες μπορούν να υπερβούν την κρίση. Στο πλαίσιο αυτό είναι ανάγκη να αναπτυχθούν τρόποι και είδη λόγων με στόχο να αλλάξουμε το αφήγημά της […] H καθηγήτρια φιλόλογος και διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Mαρία Μποντίλα, στα πλαίσια της  Έρευνας για την Κρίση(που διεξάγει ακτιβιστικά από το 2010 η δημοσιογράφος και σύμβουλος ανθρωπίνων σχέσεων Κρυσταλία Πατούλη και δημοσιεύεται στο tvxs.gr), παρουσιάζει τη δουλειά του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου “Ζωή, Λόγοι, Πολιτικές στον καιρό της κρίσης”, από τις εκδόσεις Ένεκεν.

Τα δύο τελευταία χρόνια ο λόγος μας «πάγωσε». Διαπιστώσαμε ότι υπήρχε μια αμηχανία, ίσως και αδυναμία, να σκεφτούμε και να δράσουμε μέσα στην κρίση. Άλλωστε η περίοδος πριν, και ετούτη εδώ, μετά την κρίση, δεν έχουν τίποτε το κοινό από αυτήν την άποψη.

Αντί λοιπόν να αρκεστούμε στο να περιγράφουμε με αγωνία τα αποτελέσματα της κρίσης –πράγμα που συνιστά και πάλι μια ένδειξη του παγώματος του λόγου, το να αναφέρεσαι δηλαδή στη φτώχεια, στην ανεργία και σε όλα αυτά τα πραγματικά φοβερά αποτελέσματα της κρίσης – σκεφτήκαμε να καταφύγουμε στο βιωματικό λόγο. Να αρχίσουμε να επεξεργαζόμαστε τις εμπειρίες μας, να επιδείξουμε μια μέριμνα για τα βιώματα, τα συναισθήματα, τις διαθετικότητες, να μη περιοριστούμε σε έννοιες και θεωρίες.

Και ενώ μιλούσαμε για το πώς βιώνει ο καθένας μας την κρίση, συνειδητοποιήσαμε ότι αυτή αποτελεί ένα ολικό φαινόμενο, ένα ολικό κοινωνικό γεγονός, ένα γεγονός το οποίο διασταυρώνεται και διαπερνά όλα τα κοινωνικά επίπεδα, όλες τις σχέσεις και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Δεν αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο μπορείς να το διαχειριστείς σκεφτόμενος με τον παραδοσιακό τρόπο, γόνιμο σε άλλες περιπτώσεις και συνθήκες, διακρίνοντας το οικονομικό, το πολιτικό, το συμβολικό, το πολιτισμικό επίπεδο.

Την κρίση, σύμφωνα με το Marcel Mauss, δεν μπορείς να την εξετάσεις ως ενιαίο συμπίλημα διαφόρων επιπέδων και διαστάσεων αλλά ως ένα πολυεδρικό φαινόμενο που τέμνει, διαποτίζει και διαποτίζεται από όλα τα άλλα, και αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε.

Στην τωρινή φάση προτείνουμε μια διαφορετική προσέγγιση. Ζούμε σε μια νέα συνθήκη που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι είμαστε ήδη «μέσα στην κρίση». Ούτε πριν, ούτε ενόψει, ούτε στην αρχική φάση. Είμαστε ήδη εντός του γεγονότος, όλα διαποτίζονται από αυτό και πρέπει πλέον, χωρίς φόβο ή χωρίς πάθος, να αναπτύξουμε στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες μπορούν να την υπερβούν. Στο πλαίσιο αυτό είναι ανάγκη να αναπτυχθούν τρόποι και είδη λόγων με στόχο να αλλάξουμε το αφήγημα της κρίσης. Αυτή είναι η βασική ιδέα την οποία θέλουμε να υπηρετήσουμε.

Σημειωτέον ότι ως Κοινωνικό Εργαστήριο* δεν κατευθύνουμε τη ματιά μας με κάποια προτεραιότητα στη κεντρική πολιτική σκηνή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αδιαφορούμε γι αυτήν. Είμαστε ένας χώρος που ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι συμβαίνει σε όλα συγχρόνως τα επίπεδα.

Η ματιά μας είναι «από τα κάτω» ή, με άλλη πιο οικεία ορολογία, διαγώνια. Μας ενδιαφέρουν οι θετικές πρακτικές των υποκειμένων και όχι μόνο η κριτική στην ορατή κρατική πολιτική.

Εμάς, μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε και να αναστοχαστούμε πάνω στις έννοιες των κυρίαρχων πολιτικών και μεγάλων αφηγήσεων, χωρίς εγκλωβισμούς στις δικές τους περιχαρακώσεις.

Το Εργαστήριο για την προετοιμασία των εκδηλώσεών του εργάζεται συλλογικά με ομαδικότητα, με εσωτερικές συζητήσεις. Αυτή η μεθοδολογία είναι το στοιχείο της ωριμότητάς μας, σε αυτό έχουμε κατασταλάξει.

Αν μας ενδιαφέρουν οι πολιτικές από τα κάτω δεν έχουμε παρά να μιλήσουμε, να αναλύσουμε και να συζητήσουμε εμπειρίες και βιώματα κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ.

Υπ’ αυτήν την έννοια το μεθοδολογικό μας πρόταγμα συνίσταται στην άρθρωση γνώσης και πολιτικής, σε αντίθεση από την παλιότερη, θετικιστική διάκριση θεωρίας και πράξης.

Είναι σύνηθες να αναπαράγεται μια θετικιστική διάκριση: «από δω ο θεωρητικός, από κει οι ακτιβιστές», ενώ το στοίχημα είναι τα δύο στοιχεία να συναρθρωθούν.

*Tο Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης, τα δέκατα γενέθλιά του και η παρουσίαση του πρώτου του βιβλίου

Τα τελευταία 10 χρόνια λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη το Κοινωνικό Εργαστήριο. Είναι ένας ανοικτός χώρος κριτικής δημοσιότητας και ακτιβιστικής έρευνας που επιδιώκει τον αναστοχασμό, τη δημοκρατική αντιπαράθεση ιδεών, τη διαμόρφωση προτάσεων και την ανταλλαγή εμπειριών. Δείχνοντας αξιοσημείωτη αντοχή στο χρόνο –κλείνει φέτος τα 10 χρόνια λειτουργίας του- κινείται ως ένα διαρκές εργαστήριο σε επίπεδο πόλης και σε επαφή με τις νέες μορφές αντίστασης και κινημάτων.

Ανανεώνοντας συνεχώς τη δράση του, επινοεί τόπους και τοπικές, όχι μόνο θεματικά (στη φιλοσοφία, την οικονομία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, την εκπαίδευση και την ανθρωπολογία, τις σπουδές φύλου κ.ά.) αλλά και παγκοσμιοτοπικά (από την Τσιάπας στην Αραβική Άνοιξη και από εκεί πίσω στην ελληνική κρίση).

Η συνολική εμπειρία και το πλούσιο υλικό, που η μέχρι τώρα δράση του έχει σωρεύσει, παρουσιάζεται, στο πλαίσιο ενός memory-project, στο μπλοκ του http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr/

Η τελευταία δουλειά του Εργαστηρίου αφορά στην κρίση και αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ενός συλλογικού αναστοχασμού που κατέληξε στη διοργάνωση μιας ημερίδας και στην έκδοση ενός βιβλίου που φέρνει τον τίτλο Ζωή, Λόγοι, Πολιτικές στον Καιρό της Κρίσης, Εκδόσεις Ένεκεν Θεωρίας , Θεσσαλονίκη 2013.

Το βιβλίο αποτελείται από 12 κείμενα, εισηγήσεις της ομώνυμης ημερίδας που υπογράφουν οι Νίκος Βουλγαρόπουλος, ΄Ακης Γαβριηλίδης, Μάριος Εμμανουηλίδης, Θοδωρής Σδούκος, Αλέκος Καρδασιάδης, Σοφία Λαλοπούλου, Μπεν Μάτσας, Μιχάλης Μπαρτσίδης, Ελένη Μπέλα, Μαρία Μποντίλα, Χρήστος Νασιόπουλος, Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Ελένη Χοντολίδου.

*To παραπάνω κείμενο αποτελείτο από αποσπάσματα της εισαγωγής του βιβλίου που δείχνουν τον τρόπο δουλειάς του Εργαστηρίου και τη μεθοδολογία που ακολουθείται.

Το Κοινωνικό Εργαστήριο γιορτάζει τα 10 χρόνια του και παρουσιάζει το βιβλίο του  “Ζωή, Λόγοι, Πολιτικές στον καιρό της κρίσης”, Εκδόσεις Ένεκεν, στον Κοινωνικό Χώρο για την ελευθερία Μικρόπολις Βενιζέλου και Βασ. Ηρακλείου 18, Θεσσαλονίκη, το Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014, στις 7:00 μμ

Σχετικά Άρθρα

26/10/2012
06/10/2011
23/12/2013

Tέταρτος κόσμος. Tου Γιάννη Γρηγοράκη

07:20, 23 Δεκ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/145722

[…] Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, σε απευθείας μετάδοση από την τηλεόραση, ο εισαγγελέας Ιούλιος Σύλλας συνοδευόμενος από δύο δικαστικούς επιμελητές και μια οικογένεια αστέγων, χτυπά την πόρτα ενός σπιτιού όπου ζει η μεσοαστική οικογένεια του Ιωσήφ Δούκα. Ο εισαγγελέας εξηγεί στον κύριο Δούκα. ότι επιτάχτηκε το σπίτι του και ότι στο εξής… […] Ενώ η χώρα απειλείται από το φάσμα της πείνας, οι άνθρωποι, ελεύθεροι ή επιτηρούμενοι, ζουν και αναπνέουν στον παλμό ενός νέου Κολοσσαίου που λειτουργεί σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο […] Ο συγγραφέας Γιάννης Γρηγοράκης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου του μυθιστορήματος Tέταρτος κόσμος, που κυκλοφoρεί από τις εκδόσεις Kέδρος.

H πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα που να μην αντανακλά ακριβώς αυτό που ζούμε σήμερα αλλά να το υπερβαίνει. Όπως υπερβαίνει κανείς την ιδέα του θανάτου όταν χαιρετάει ένα φέρετρο καθώς αυτό περνάει από μπροστά του. Αναγνωρίζεις το θάνατο του άλλου και τον υπερβαίνεις, εν μέρει από κάποια εσωτερική παρόρμηση, εν μέρει επειδή πρέπει να διαφυλάξεις το δικαίωμα στη ζωή.

Αν ο θάνατος είναι μαζικός, για να διαφυλάξεις το δικαίωμα στη ζωή πρέπει να κάνεις ένα βήμα πιο πέρα από την πραγματικότητα της διπλανής πόρτας. Ο άνεργος της διπλανής πόρτας είναι μια αναγνωρίσιμη δυστυχία, αλλά το να αναγνωρίζει ο αναγνώστης την αντανάκλαση της εικόνας του μες στο βιβλίο, δεν μπορεί να είναι το ζητούμενο για έναν συγγραφέα, όταν η απειλή γενικεύεται και υπερβαίνει το σήμερα.

Ένα μυθιστόρημα αυστηρά περιορισμένο στο σήμερα θα ήταν ίσως ανώδυνο, από την άποψη των συνεπειών, αλλά και απογυμνωμένο από την άποψη της φαντασίας. Στον αντίποδα, μια μυθοπλασία που υπερβαίνει το σήμερα είναι πάντα ένα μεγάλο ρίσκο που όμως αξίζει τον κόπο να το πάρει κανείς, αν στοχεύει στη μεταφορά ενός μηνύματος για μια επιστροφή στο ανθρώπινο.

Η υπόθεση του έργου, εκτυλίσσεται χρονικά στο κατώφλι του Φανταστικού, και σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται. Αποκαλείται «η Χώρα», και τα ονόματα των ηρώων αποκαλύπτουν μια πολυπολιτισμική κοινωνία, αλλά και μια αντεστραμμένη εικόνα της Δύσης.

Στη Χώρα οι άστεγοι ζουν υπό επιτήρηση σε καταυλισμούς και στρατόπεδα. Επιπλέον οι άνεργοι έχουν ραμμένο στο στήθος ένα κόκκινο αστέρι. Το μέτρο αυτό καθιερώθηκε για την προστασία των συναλλαγών.

Απαγορεύεται να κυκλοφορούν μέσα στις πόλεις τις ώρες αιχμής. Η λογική είναι ότι προκαλούν άσκοπο συνωστισμό αποθαρρύνοντας έτσι τον κόσμο που έχει χρήματα στις τσέπες και προτίθεται να τα ξοδέψει.

Η δικαστική εξουσία έχει παραδοθεί στην πολυεθνική Justice Corporation, γεγονός που προκαλεί μάλλον ανακούφιση στους καταναλωτές της Χώρας, αλλά και στους αστέγους, και στους ανθρώπους με το κόκκινο αστέρι στο στήθος. Δεν διανύουν πια μακρινές διαδρομές μέχρι να βρουν το δίκιο τους, αν και το δίκιο έχει αποκτήσει τώρα ένα σκοτεινό και ύποπτο νόημα.

Ο τηλεθεατής αναγορεύεται σε άτυπο και αθέατο ένορκο όλων των δικαστικών υποθέσεων καθώς με έναν αμφιλεγόμενο τρόπο οι δικαστικές αποφάσεις εναρμονίζονται με τις προτιμήσεις του τηλεοπτικού κοινού.

Ο καθηγητής της κοινωνικής ανθρωπολογίας Τίμοθι Μπράουν κατηγορεί τον πρωθυπουργό Μπεν Σαχάρα για αυθαιρεσία και δολιότητα. Ισχυρίζεται ότι ο σκοπός της Δικαιοσύνης έχει απορροφηθεί από την τηλεόραση που αγκαλιάζει με στοργή με το ένα της χέρι τη Δικαιοσύνη και με το άλλο τον τηλεθεατή.

Ο κύριος Μπράουν που αποπέμφηκε από το πανεπιστήμιο επειδή τα έργα του χαρακτηρίστηκαν «έργα επιστημονικής φαντασίας», βλέπει στη δύση της ζωής του με οδύνη τις ζοφερές προβλέψεις του για το μέλλον του κόσμου να επαληθεύονται με τον πιο εφιαλτικό τρόπο. Και όχι μόνο αυτό. Στη Χώρα όλα έχουν πάρει ένα χαρακτήρα θεάματος, αν και υπάρχουν εκτεταμένοι καταυλισμοί αστέγων, μεγάλη ανεργία, πείνα, και εξαθλίωση.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, σε απευθείας μετάδοση από την τηλεόραση, ο Εισαγγελέας Ιούλιος Σύλλας συνοδευόμενος από δύο δικαστικούς επιμελητές, και μια οικογένεια αστέγων, χτυπά την πόρτα ενός σπιτιού όπου ζει η μεσοαστική οικογένεια του Ιωσήφ Δούκα. Ο εισαγγελέας εξηγεί στον κύριο Δούκα, που άνοιξε την πόρτα με την τσίμπλα στο μάτι, ότι επιτάχτηκε το σπίτι του και ότι στο εξής, και για άγνωστο χρόνο, θα συζούν με την τριμελή οικογένεια Ράντοβιτς.

Η συγκατοίκηση περιορίζει τον ζωτικό χώρο των ιδιοκτητών, και οι προστριβές που αναπόφευκτα δημιουργούνται μεταξύ των δύο οικογενειών αναδεικνύει όλα τα ελλείμματα και τις δυσαρμονίες τους, αλλά και την οδυνηρή απώλεια κάθε ψυχικής ισορροπίας.

Η υπόθεση καταλήγει στα δικαστήρια, ενώ οι επιτάξεις κατοικιών κλιμακώνονται σε όλη τη Χώρα, προκαλώντας αληθινό χάος, με την τηλεόραση να παίζει πάντα το ρόλο του μεσάζοντα και του αυτόκλητου λυτρωτή.

Αν και αυτό είναι ένα ριψοκίνδυνο πείραμα για τον πρωθυπουργό Μπεν Σαχάρα, ο κόσμος εμπιστεύεται τις επιλογές του και τον επευφημεί σε κάθε του εμφάνιση. Αλλά και διεθνώς αναγνωρίζεται ως το δαιμόνιο πνεύμα του αιώνα.

Επιτέλους οι μάζες εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη, αφού οι αποφάσεις της ευθυγραμμίζονται με τις προτιμήσεις τους, εμπιστεύονται την τηλεόραση, εμπιστεύονται την εξουσία. Το κυριότερο: Δεν απειλούνται από την εξουσία. Αν απειλούνται από κάτι, αυτό είναι η Άλλη άποψη. Αλλά σε μια χώρα όπου η πραγματικότητα περιβάλλεται με το μανδύα του θεάματος, και προαναγγέλλεται από την τηλεόραση, πόσο ασφαλές είναι να ανήκει κανείς στη μειοψηφία;


Γιάννης Γρηγοράκης, Τέταρτος Κόσμος (μυθιστόρημα – Εκδόσεις Κέδρος)
[…] Ενώ η χώρα απειλείται από το φάσμα της πείνας, οι άνθρωποι, ελεύθεροι ή επιτηρούμενοι, ζουν και αναπνέουν στον παλμό ενός νέου Κολοσσαίου που λειτουργεί σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο […]

Σχετικά Άρθρα

13/12/2013
19/03/2013
06/06/2012

«Κάντε κάτι επιτέλους!». Της Ελένης Ρουφάνη

07:20, 13 Δεκ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/145065

[…] Το «Κάντε κάτι επιτέλους!» καταδεικνύει τον εκμαυλισμό και το αδιέξοδο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες παλεύουν με το τέλος της εφηβείας και με την κατάρα που βαραίνει την εποχή τους. Αναρωτιούνται τι κάνουν όλοι, χαμένοι και μουγκοί μες στην εχθρική πόλη, αντιδρούν στην τρομοκρατία, τολμούν να κοιτάξουν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη, να γελάσουν με τους αγέλαστους, να ερωτευτούν και ν’ αγωνιστούν για ν’ αλλάξουν το γκρίζο τοπίο του πλανήτη […] H συγγραφέας Ελένη Ρουφάνη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του τελευταίου της μυθιστορήματος, από τις εκδόσεις Κέδρος.

Όχι, δεν πεινάω _Ακόμα. Όχι, δε μου πήρε το σπίτι η τράπεζα _Ακόμα. Όχι, δεν ξεπαγιάζω, απλώς κρυώνω _Ακόμα. Όχι, δεν έγραψα το βιβλίο για να υπερασπίσω το δικαίωμα των παιδιών μου να ονειρεύονται _Αυτό τελείωσε με το προηγούμενο.

Το έγραψα γιατί πρόδωσα τον εαυτό μου, όταν τα συμβούλευσα να μην τα βάλουν ποτέ με αυτούς που είδαν να ξυλοκοπούν άστεγους αλλοδαπούς, γιατί φρίττω κάθε φορά που φοβάμαι. Το έγραψα γιατί δε είμαι άνθρωπος που θα πρωτοστατήσω σε πορείες διαμαρτυρίας, δε θα σηκώσω εύκολα πανό, δε θα σπάσω αλυσίδες.

Τα προσωπικά μου συμπλέγματα, αλλά και μια πρωτόγνωρη απαισιοδοξία σε σχέση με τον εξευτελισμό που ζούμε, με οδηγούν σε μια στάση του τύπου «εδώ ο κόσμος χάνεται…» σε ότι αφορά την όποια ενασχόλησή μου με την τέχνη κι ας συνεχίζω να παλεύω με λέξεις, με ζωγραφιές και με το θέατρο.

Δεν είναι θέμα επιλογής αυτή η πάλη, αν δεν κάνω και αυτό το ελάχιστο θα πάθω ασφυξία.

Λόγω οικονομικών δυσκολιών τον τελευταίο καιρό –όχι τραγικών σε σχέση με ένα σωρό κόσμο που υποφέρει και πάλι όμως… – έχω σπείρει το βιογραφικό μου δεξιά-αριστερά, αλλά φυσικά πέρα από ανόητες φιλοφρονήσεις, η μόνη ανταπόκριση που βρίσκω αφορά εθελοντισμό και προσφορά.

Μα αυτό κάνω τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, στις μέρες μας όμως ακούγεται στα αυτιά μου ως «αμερικανιά» στο στόμα του κάθε εκμεταλλευτή και μ’ εξοργίζει.

Αφού έτσι κι αλλιώς είστε άνεργοι, γίνετε εθελοντές αιμοδότες του κεφαλαίου, για να μην πάθετε κατάθλιψη, μην τυχόν οδηγηθείτε σε αυτοκτονία και μας χαλάσετε τις στατιστικές ανάκαμψης.

Φυσικά είμαι άξια της τύχης μου, έχω χάσει τα όρια ανάμεσα στην αιδώ, την ενοχή και το θάρρος να εκτεθώ και να διεκδικήσω. Έτσι συνεχίζω να δουλεύω κεκλεισμένων των θυρών, νοσταλγώντας την πίστη και την υπέρβαση που με έχουν παλιότερα βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσω αισιόδοξα άλλα, σοβαρότατα, προβλήματα.

Το έχω ζήσει ξανά να έρχονται απρόσκλητα τα δάκρυα _ένας διαρκής, γλυκόπικρος κυματισμός απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια. Το έχω ζήσει παλεύοντας με τις ορμόνες της εφηβείας, του έρωτα, της γέννας και του θηλασμού και με τις άλλες, τις κατάπτυστες που με κόπο καταφέρνω να κουλαντρίσω. Το έχω ζήσει σε στιγμές μέθεξης, το έχω ζήσει με το άγγιγμα του πόνου και του θανάτου.

Πρώτη φορά όμως με επισκέπτονται τα δάκρυα της κοινωνικής κατάθλιψης. Παλεύει μέσα μου η οργή με το φόβο και πρέπει κάθε φορά να φωνάζω πως όχι, θα νικήσει η ελπίδα, όχι θα βρω το κουράγιο να υπερασπιστώ το όνειρο του κόσμου.

Τις λέξεις και τα χρώματα μπορώ να προτάξω κι έτσι γεννήθηκε το «Κάντε κάτι επιτέλους!». Γιατί είναι ανάγκη η δημιουργία, είναι όπλο ενάντια στον τρόμο του σύγχρονου εφιάλτη. Μόνο που πρέπει να βρούμε τον τρόπο να γίνει συλλογική, να παρέμβει στα κακώς κείμενα.

Να μην ξεσπάει ο θυμός σε λέξεις αδύναμες και γκρίζες, για προσωπική κατανάλωση.  Και βέβαια δεν είναι πολυτέλεια το όνειρο, αλλά εκτός από φτερά χρειάζονται και παπούτσια, χρειάζονται χέρια ενωμένα να δείξουνε το φως έξω από το τούνελ.

Το «Κάντε κάτι επιτέλους!» καταδεικνύει τον εκμαυλισμό και το αδιέξοδο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες παλεύουν με το τέλος της εφηβείας και με την κατάρα που βαραίνει την εποχή τους. Αναρωτιούνται τι κάνουν όλοι, χαμένοι και μουγκοί μες στην εχθρική πόλη, αντιδρούν στην τρομοκρατία, τολμούν να κοιτάξουν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη, να γελάσουν με τους αγέλαστους, να ερωτευτούν και ν’ αγωνιστούν για ν’ αλλάξουν το γκρίζο τοπίο του πλανήτη.-


Ελένη Ρουφάνη, Κάντε κάτι επιτέλους!, μυθιστόρημα, Κέδρος 2013, [κείμενα, εικονογράφηση], Παιδική και εφηβική λογοτεχνία

Σχετικά Άρθρα

19/03/2013
04/12/2013

Μη μ’ αφήσεις να χαθώ. Τoυ Παύλου Κάγιου

07:17, 04 Δεκ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/144477

[…] Νιώθω λες και επί σαράντα χρόνια «ζωγραφίζαμε» ένα πορτραίτο που –δυστυχώς- τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Από κείνη  τη χρονιά  άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο λογαριασμός των πράξεών μας […] O συγγραφέας Παύλος Κάγιος, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του πέμπτου μυθιστορήματός του, με τίτλο Μή μ’ αφήσεις να χαθώ, των εκδόσεων Καστανιώτη.

Η αλήθεια και το ψέμα είμαστε εμείς …

«Θα αλλάξουμε τον κόσμο» λέγαμε και πιστεύαμε στις  μέρες της Μεταπολίτευσης του ’74 και τα πρώτα επόμενα χρόνια…

Έτσι, στην αρχή του «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ», μια παρέα νεαρών αρπάζει με ορμή τη ζωή και τη τύχη της στα χέρια της. Κι είναι χίλια τα εκατό σίγουρη ότι θα νικήσει γιατί έχει οράματα, ιδανικά, όνειρα.

Όλοι πρωταγωνιστές

Όλο το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Και οι 12 ήρωες μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο. Στην αρχή του μυθιστορήματος οι 10 από τους 12 ήρωες αυτοπαρουσιάζονται, μιλάνε για τα παιδικά τους χρόνια και τα προσωπικά γεγονότα που τους «λάβωσαν».

Η ιστορία του μυθιστορήματος ξεκινάει στις 23 Ιουλίου του 1974, τη μέρα της μεταπολίτευσης, τη μέρα που πέφτει η χούντα και επιστρέφει η δημοκρατία στη χώρα μας.

Θα τα αλλάξουμε όλα

Όλοι οι ήρωες φλογίζονται από το πάθος να αλλάξουν τα πάντα γύρω τους: Πολιτική, σκέψη, νοοτροπίες, συναισθήματα, σκουριασμένες αντιλήψεις περί «πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας», περί φιλίας και έρωτα.

Όλα αυτά που επί επτά χρόνια –κι αλλά 20 από το τέλος του εμφύλιου πολέμου- που δεν βρήκαν γόνιμο έδαφος -πολιτικό, κοινωνικό- να αναπτυχθούν φυσιολογικά καθώς, πάντα, υπήρχε μια αναμπουμπούλα στην ελληνική καθημερινότητα.

Γεγονός που έκανε την Ελλάδα να μένει πίσω, ενώ  οι λαοί της Ευρώπης προχωρούσαν.

Σε όλη τη διάρκεια της 40χρονης ιστορίας του βιβλίου, «παίζουν» τα σημαντικότερα πολιτικά, κοινωνικά, γεγονότα που έγιναν στον ελλαδικό –και όχι μόνο- χώρο. Έτσι, που «αντικειμενικά γεγονότα» και «προσωπικά τραντάγματα» των ηρώων να δένουν ή να συγκρούονται μεταξύ τους.

Η γενιά του Πολυτεχνείου

Από το 1973 μέχρι σήμερα, πάνε 40 χρόνια. Τα πρώτα, μετά  την Μεταπολίτευση του ΄74, ήταν χρόνια αθωότητας, αγώνων, πάθους, αλλά και κρυμμένων, από τους ίδιους του εαυτούς μας,  μυστικών.

Μετά ήρθε η ενηλικίωση και τα χρόνια της ευθύνης που αρκετοί από μας τα τραβήξαμε με βερμπαλιστική και βολική ανευθυνότητα.  Αυτά τα 40 χρόνια που είναι τα πιο ώριμα και συνειδητά της ζωής μου, ξεδιπλώνονται στο «Μη μ΄ αφήσεις να χαθώ».

Μέσα τους είμαι εγώ και η δικιά μου Ελλάδα όπως έχει περάσει στη μνήμη μου. Σαράντα χρόνια που κύλησαν σα νερό. Επειδή όμως, «το νερό έχει μνήμη», όπως λέει κι ένας ήρωας του μυθιστορήματος, θέλησα αυτό το βιβλίο να είναι το ψυχογράφημα μιας εποχής και να  αναδύει τη ρέουσα μνήμη της ψυχής μου.

Νιώθω λες και επί σαράντα χρόνια «ζωγραφίζαμε» ένα πορτραίτο που –δυστυχώς-  τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Από κείνη τη χρονιά  άρχισε να  ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο λογαριασμός των πράξεών μας.

Στα  τέσσερα χρόνια που έγραφα το βιβλίο μου, ένιωθα αυτές τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης λες και τις ζήσαμε σαν να ήμασταν  διχασμένες  προσωπικότητες, προσπαθώντας να συνταιριάξουμε τα ασυνταίριαστα –και μέσα μας και γύρω μας.

Τη φτώχεια με την καλοπέραση και τον ξαφνικό «πλούτο», την ηθική με την ανηθικότητα, τον ελεύθερο έρωτα με τις οικογενειακές παραδόσεις, την αγάπη με το συμφέρον, την επανάσταση με την συντήρηση, την πολιτική ανατροπή με το βόλεμα, τον αληθινό εαυτό μας με το φτιαχτό κοινωνικό μας προφίλ.

Ένα παιχνίδι που από ένα σημείο και μετά, ιδίως μετά το 1981, νομίζω ότι έγινε η δεύτερη φύση μας και  το παίζαμε για να γίνουμε «πετυχημένοι», άκαρδοι, ξιπασμένοι. Με δύο λόγια: να πουλήσουμε μούρη.

Ήρωες του βιβλίου είμαι εγώ, κι ο κόσμος που έζησα –εμείς, θέλω να πιστεύω. Τα όνειρα μας, οι αγώνες μας, οι αλήθειες και τα ψέματά μας, οι συμβιβασμοί μας και τα λάθη  μας.

Δεν ήθελα να χαρίζεται σε κανένα μας η ιστορία, αλλά, δεν ήθελα να ρίχνει και «ανάθεμα» σε κανένα. Μιλάει με αγάπη για τους ήρωες του και για τη  χώρα μας που είχαμε όνειρα πολλά μα χαθήκαμε στα γρανάζια της διαπλοκής, της υποκρισίας, του συμφέροντος, της διαφθοράς.

Γι αυτό και παραδοθήκαμε αμαχητί στους ξένους που εισβάλανε με …ορμή  το 2010.  Από τότε, έχουμε ντυθεί την αγωνία του πότε θα πυροβολήσουν και ζούμε πανικόβλητοι, όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Μα όσο κι αν φωνάζουμε: ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ  ΧΑΘΩ η αλήθεια και το ψέμα, πιστεύω ότι είμαστε εμείς. Μόνο αν τολμήσουμε να  ψάξουμε να βρούμε τον λησμονημένο μας εαυτό και τις  ξεχασμένες αλήθειες μας μπορεί να μη χαθούμε.

Ήρωες: Σαν εμάς…

Ο Δημήτρης και η Άννα, είναι οι δύο πρωταγωνιστές ήρωες από τους δέκα της  παρέας τους… Ο κάθε ήρωας συμμετέχει στη  δράση του βιβλίου σαν «πρωταγωνιστής».

Όλη η δράση, οι διάλογοι, οι συγκρούσεις είναι γραμμένοι από τη μεριά του κάθε ήρωα, έτσι που να γίνεται πιο πολύπλοκη και σφαιρική η εξέλιξη και οι συγκρούσεις. Και με τον αναγνώστη να «ταυτίζεται» με όποιον ήρωα αυτός διαλέξει.

Ο Δημήτρης δουλεύει στο καφενείο της μάνας του κι  είναι ερωτευμένος με την Άννα που  σπουδάζει στη Νομική. Παράλληλα, η Άννα, ανακαλύπτει μέσω του μασάζ που κάνει σε διάφορους, ότι έχει ταλέντο στη χειροθεραπεία. «Χέρια εξομολογητήρια» αποκαλεί ο Δημήτρης αυτό το χάρισμά της. Και οι δυο τους είναι αριστεροί, ενταγμένοι στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά.

Ο έρωτάς τους «καταργεί» τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης την απόφαση των «από πάνω» της οργάνωσής τους που είχαν την Άννα στην «παρανομία». Αυτό γίνεται από τη στιγμή που η Άννα μένει έγκυος. Οπότε, οι «από πάνω» αναγκάζονται να βγάλουν την Άννα από την «παρανομία» και οι δύο ήρωες παντρεύονται.

Έλα, όμως, που ο Δημήτρης είναι και ομοφυλόφιλος, κάτι που το κρύβει και από την Άννα και από τον εαυτό του.

Από τη μεριά της η Άννα, είχε  μια τραυματική πρώτη σεξουαλική επαφή στα 15της  που για χρόνια τη κρατάει φυλακισμένη, νιώθει «ψυχρή» σεξουαλικά. Αναρωτιέται μήπως και της αρέσουν οι γυναίκες.

Ο Δημήτρης και η Άννα πάνε στη Κωνσταντινούπολη την Πρωτομαγιά του ’77 που τους καλεί ο Αχμέτ, φίλος τους και των ίδιων πολιτικών προτιμήσεων. Εκεί ζουν τη φωτιά και τα «μολυβένια χρόνια» του αυταρχικού τουρκικού κράτους που την Πρωτομαγιά του ’77 δολοφόνησε στη συγκέντρωση 37 ανθρώπους.

Αυτά τα γεγονότα καταγράφει ο Δημήτρης και φωτογραφίζει η Άννα, κι όταν  επιστρέφουν στην Ελλάδα τα δημοσιεύουν στην εφημερίδα της οργάνωσής τους. Έτσι, ξεκινάει η δημοσιογραφική ενασχόληση του Δημήτρη που θα κρατήσει πάνω από 30 χρόνια.

Η Άννα αποβάλει το παιδί που περιμένει. Φεύγει για το Πεκίνο όπου παίρνει μαθήματα πάνω στην χειροθεραπεία που σ΄αυτή τη χώρα έχει παράδοση χιλιάδων χρόνων.

Ο Δημήτρης «χάνει τα λογικά του» από τον έρωτα ενός  άγγλου, παρατάει την Άννα και το σκάει ακολουθώντας τον στο Λονδίνο χωρίς ούτε καν να της πει την αλήθεια.

Και η ιστορία τους, είναι, μόλις, στην  αρχή της –μετά την  άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ταυτόχρονα,  παρακολουθούμε και την ιστορία των άλλων φίλων τους.

Ο Στέργιος είναι φοιτητής στη ιατρική –πολιτικά ανήκει κι αυτός στην ίδια οργάνωση με το Δημήτρη και την Άννα. Θα διαπρέψει στο τομέα των μεταμοσχεύσεων και θα γίνει μεγαλογιατρός.  Παντρεύεται την Ελένη, τη «χίπισα» της παρέας που εντάσσεται στο «Ρήγα Φεραίο», αλλά έχει και την αδυναμία να καπνίζει πονηρά χόρτα –ένα …σπορ που της το μαθαίνει ο Στέργιος ο οποίος είναι «κρατημένος» και γίνεται έξαλλος μαζί της που το «παρακάνει κι είναι συνεχώς ντουμανιασμένη.

«Φωτεινό μονοπάτι»

Ο Αναστάσης, είναι πλουσιόπαιδο και φοιτητής στη Νομική. Πολιτικά είναι κι αυτός ενταγμένος στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αλλά σε άλλη οργάνωση απ΄ αυτή που είναι ο Δημήτρης και η Άννα.

Είναι ομοφυλόφιλος, αλλά συμφιλιωμένος με την ερωτική του προτίμηση –και «τσιμπιμένος» με τον Δημήτρη ο οποίος δεν τον χωνεύει και τον θεωρεί αστόπαιδο.

Ο Αναστάσης, όμως, έχει πάθος με τη σκηνοθεσία, κινηματογράφου και θεάτρου. Ανεβάζει θεατρικά έργα με επιτυχία, γυρίζει φίλμ ντοκιμαντέρ. Κι έχει όνειρό του να πάει στη Λατινική Αμερική να κινηματογραφήσει τον ένοπλο αγώνα των διάφορων κινημάτων που απλώνονται απ΄ άκρη σ’ άκρη εκεί. Και κάνει τη μοιραία αρχή με το «Φωτεινό μονοπάτι».

Φλέρτ με τη «17 Νοέμβρη»

Ο Κανέλος ή Λάκης. Το πιο «χαμένο» παιδί της παρέας. Παιδί από χωριό της Πάτρας που έχει κάνει πιτσιρικάς σε αναμορφωτήριο. Έρημος και από παντού κυνηγημένος, έρχεται στην  Αθήνα. Δουλεύει στην οικοδομή. Γνωρίζει την παρέα του Δημήτρη και της Άννας που την ερωτεύεται κιόλας. Γίνεται «επιρροή» της πολιτικής οργάνωσης του Δημήτρη και της Άννας. Τελικά, στρέφεται προς την «επανάσταση με τα όπλα». Αρχίζει να «φλερτάρει» με την «17 Νοέμβρη».

Η Ελευθερία είναι η «ηρωίδα της χούντας», το κορίτσι που έκανε επί χούντας φυλακή και μετά τη μεταπολίτευση όλα τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς την ήθελαν «δικιά τους». Στην αρχή της μεταπολίτευσης είναι με το «κόμμα του λαού», τότε, παντρεύεται τον Πέτρο, τον γόη της Νομικής και αυριανό στέλεχος του «κόμματος του λαού».

Γρήγορα, όμως, η Ελευθερία εγκαταλείπει και τον Πέτρο και το «κόμμα του λαού». Εντάσσεται στους «αναθεωρητές» τους οποίους παρατάει. Έχει ψυχολογικά προβλήματα. Βρίσκει διέξοδο ανοίγοντας ένα εκδοτικό οίκο που τον ονομάζει «Αργοναύτη». Ένας εκδοτικός οίκος που θα πάει καλά και η Ελευθερία θα γίνει  μεγαλοεκδότρια.

Η Ελπίδα. Είναι λαϊκής καταγωγής από τη Κοκκινιά. Αγαπάει τη ζωγραφική και τις γυναίκες…  Δίνει δύο φορές στη Καλών Τεχνών, δεν  περνάει, και δουλεύει σε εργοστάσιο. Ώσπου ένα βράδυ, γνωρίζει στο ΑΚΟΕ –Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας- τον Αναστάση. Και, κάποια στιγμή παντρεύονται! Και από ένα «τυχαίο περιστατικό» μεταξύ τους, η Ελπίδα μένει έγκυος.

Ο Άρης είναι ο «μέντορας» όλων αυτών. Παιδί της γενιάς του 114. Πολιτικός μηχανικός, αρχιτέκτονας, πολεοδόμος. Με  όνειρό του την «Αναγέννηση της Αθήνας» από όσα δεν πρόλαβε να καταστρέψει η 8ετία του Καραμανλή και η χούντα. Γι αυτό και θα φτάσει στο Δήμο της Αθήνας. Παντρεύεται τη Πηνελόπη. Αποκτούν τον Περικλή. Τον βαφτίζει ο Δημήτρης. Ο Άρης χωρίζει. Συζεί και παντρεύεται με πολιτικό γάμο την Ελευθερία.

Το ΠΑΣΟΚ εξαγόρασε την αριστερά

Έτσι, έχουμε φτάσει στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ. 

Η Άννα έχει παντρευτεί τον Πέτρο. Αποκτούν δίδυμα που ο Δημήτρης υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι και «δικά» του. Η Άννα  ζητάει διαζύγιο από το Δημήτρη.

Ο Στέργιος έχει περάσει στο ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο και ο Άρης για να δει επιτέλους το έργο του «Αναγέννηση της Αθήνας» να παίρνει σάρκα και οστά. Το ίδιο και ο Πέτρος. Και φτάνουμε στο «βρώμικο ‘89».

Ο Δημήτρης τρώει «σουτ» από τον Άγγλο και γυρίζει ηττημένος στην Ελλάδα. Ο μόνος που τον περιμένει στο αεροδρόμιο, είναι ο Αναστάσης. Ο Αναστάσης που αν κι έχει  αποκτήσει παιδί με την Ελπίδα, συνεχίζει να είναι ερωτευμένος μαζί του.

Φτάνουμε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το όνειρο του Αναστάση πραγματοποιείται, καταφέρνει να φτάσει στο Περού για να καταγράψει την πορεία του Φωτεινού μονοπατιού, της ένοπλης οργάνωσης που ο αρχηγός της  έχει συλληφθεί. Μα εκεί, τον «τρώει το σκοτάδι», χάνεται.

Η σχέση της Ελένης με το Στέργιο καρκινοβατεί. Έστω και αργά, η Ελένη, αποφασίζει με τη στήριξη της Άννας, να υιοθετήσει ένα παιδί. Μα ο Στέργιος την παρατάει για μια συνάδελφό του και το όνειρό του τον κάνει μεγαλογιατρό.

Ο Δημήτρης που είναι, πια, γνωστός δημοσιογράφος, πάει εκεί να τον βρει. Την ίδια στιγμή έχει πάει για τον ίδιο λόγο και η Άννα που τον αναζητεί ως δικηγόρος. Έτσι, εδώ, πάνω στις Άνδεις, στα ερείπια του πολιτισμού των Ίνκας στο Μάτσου Πίτσου, ο Δημήτρης και η Άννα θα ξαναβρεθούν.

Ο Δημήτρης αλλάζει διάφορες εφημερίδες και κανάλια σπρωγμένος από τους φίλους.

Η Άννα ασκεί «χαλαρά» τη δικηγορία –χώνεται σα νομικός σύμβουλος σε διάφορους οργανισμούς – κι όλο πιο πολύ ασχολείται με την χειροθεραπεία. Και η Ελένη, έστω και αργά, αποφασίζει και υιοθετεί ένα παιδί.

Η σχέση του Δημήτρη με την Άννα, έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Ξέρουν πως ο ένας για τον άλλον είναι η αρχή και το τέλος.    

Επειδή η κρίση ξεκίνησε από μέσα μας

Στη δεκαετία του ’90 και τη πρώτη του 2000, θα ζήσουμε τη μετάλλαξη και της ελληνικής κοινωνίας και των ίδιων των ηρώων του βιβλίου.

Ο Στέργιος βάζει πάνω από όλα την επιστήμη του. Γι’ αυτή και μόνο περνάει στη Ν.Δ. Το ίδιο και ο Πέτρος ως μεγαλοδικηγόρος, πλέον.

Επίσης και ο Άρης που ελπίζει να εντάξει ο Κώστας Καραμανλής το έργο του «Αναγέννηση της Αθήνας» στα σχέδια ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της πρωτεύουσας. Μα η Ελευθερία μένει μετέωρη. Θυμάται κάτι από τα παλιά όνειρά της.

«Ψηλά τα χέρια» μάς είπαν οι ξένοι

Και φτάνουμε στο 2010. Τότε, που όλη η ελληνική κοινωνία κόλλησε σα χαλκομανία στο τοίχο. Για να έρθει το πρώτο Μνημόνιο και οι Έλληνες να αναζητούμε τον ένοχο στους πολιτικούς και στο εξωτερικό χωρίς να βλέπουμε μέσα μας, χωρίς ν’ αναλαμβάνουμε τις δικές μας ευθύνες.

Μα το 2012, όσοι από τους ήρωες  δεν «χάθηκαν», θα αναγκαστούν να δουν και μέσα τους. Και να πάρουν αποφάσεις. Με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν.

Είναι, πλέον, πάνω από 50 χρονών όλοι τους. Τα παιδιά τους, έχουν πάρει τους δρόμους τους. Μπορούν να τολμήσουν νέο  ξεκίνημα; ‘Η, είναι με το «ένα πόδι στο τάφο» κι είναι αργά;

Κι όμως, το 2013, παίρνουν αποφάσεις. Και ανήμερα του Λαζάρου ξεκινάνε.

Ελπιδοφόρο

Το «Μη μ΄αφήσεις να χαθώ» είναι το πιο ελπιδοφόρο μυθιστόρημά μου. Τελειώνει σήμερα, το 2013, που όλα είναι «σκοτεινά» και «φοβισμένα», αλλά οι ήρωές του τολμούν να κοιτάξουν μέσα τους και απλώνουν φτερά στο αύριο.-

Παύλος Θ. Κάγιος, Μη μ’ αφήσεις να χαθώ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013

«Με ορμή φύγαμε απ’ τα σπίτια μας στη Μεταπολίτευση, με ορμή ξεχάσαμε να γυρίσουμε πίσω. Με ορμή ψάξαμε τον ασυμβίβαστο έρωτα, με ορμή παραδοθήκαμε στην ευκολία και στη συντήρηση. Με ορμή αναζητήσαμε την επανάσταση και το δίκιο, με ορμή βολευτήκαμε σε πόστα και εξαργυρώσαμε τα όνειρά μας. Με ορμή κολλήσαμε απότομα στον τοίχο, με ορμή πληρώνουμε τα λάθη μας.»

Σχετικά Άρθρα

08/11/2013
05/11/2013
30/07/2013