Αλκίνοος Ιωαννίδης: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι

[…] Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο […] Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία […] Ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής Αλκίνοος Ιωαννίδης …ανοίγει τη Μικρή βαλίτσα* στην Κρυσταλία Πατούλη (*Τη νέα του δισκογραφική δουλειά μετά από πεντέμιση χρόνια) «Και πού να πάω και πού να ‘ρθω και πού να επιστρέψω που ‘ναι τα ξένα μακρινά κι είν’ τα δικά μου ξένα και πού να επιστρέψω […] Μικρή βαλίτσα και βαριά γεμάτη πέτρα κι ήλιο είναι το εμπρός ανήλιαγο κι είναι σκληρό το πίσω και πού να σ’ ακουμπήσω» Κρ.Π.: Μια «Μικρή βαλίτσα», τι, πως, και πόσα μπορεί να χωρέσει;  Αλκ. Ι.: Μπορεί να χωρέσει τα απολύτως απαραίτητα. Αυτά που θα σε κάνουν να εξακολουθείς να βλέπεις το δικό σου πρόσωπο σε ξένο καθρέφτη. Τη μνήμη, το παρόν και την προσδοκία της μέρας που θα ‘ρθει. Μπορεί να χωρέσει δηλαδή όλα όσα μας αποτελούν στην ουσία μας. *** Κρ.Π.: Μήπως αυτή η …μικρή βαλίτσα ήταν η αιτία που δεν έφυγες από την Ελλάδα, ενώ σου δόθηκαν τρεις ευκαιρίες τα τελευταία χρόνια -όπως έγραψες στο δίσκο; Αλκ.Ι.: Υπήρχαν λόγοι αρκετά σοβαροί για να φύγουμε οικογενειακώς. Ο λόγος που παραμείναμε ήταν ότι, και τις τρεις φορές, ενώ ξεκινούσα με ενθουσιασμό να ψάχνω για σπίτι και σχολείο εκεί για τα παιδιά, όσο περνούσαν οι εβδομάδες βάραινα, αισθανόμουν ηττημένος και τελικά αδικαιολόγητος στο φευγιό μου. Οι λόγοι της αναχώρησης έμοιαζαν ξαφνικά πολύ μικροί. Κι ας είναι η σύντροφός μου στην αναμονή χρόνια τώρα για μια ειδικότητα, κι ας ορμάει η μιζέρια και η αδικία του τόπου μας από κάθε χαραμάδα μες στο σπίτι, κι ας ήταν για μένα ευκαιρία να εντείνω τη μικρή παρουσία μου στην «ευρωπαϊκή αγορά», ή να κάνω παραγωγές που εδώ ούτε να τις σκεφτώ δεν δικαιούμαι. Έβλεπα ξαφνικά πως το πιθανότερο θα ήταν να μην κάνω τίποτα το αληθινά δημιουργικό. Έβλεπα το κενό, το ενδεχόμενο της απόλυτης αποτυχίας, αφού δεν έφευγα με όνειρο αλλά με μια βαθιά αίσθηση ήττας.
Θύμιζα στον εαυτό μου πως δεν είμαι με κανέναν τρόπο ίδια περίπτωση με όσους φεύγουν επειδή εδώ είναι άνεργοι, άπραγοι, ανύπαρκτοι και δυστυχείς. Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που ο τόπος τους δεν τους έδωσε τίποτα, που δεν τους ζήτησε τίποτα, που δεν ανέδειξε τις ικανότητες ή που δεν δέχτηκε τα όσα έχουν να δώσουν.
Ανταμείφθηκα πολλαπλά από τον τόπο, σε εποχές πιο «εύκολες». Δεν αναφέρομαι στο κράτος, αλλά στους ανθρώπους του τόπου, που μου έδωσαν πολλά, και κυρίως την καλλιτεχνική και δημιουργική μου ελευθερία. Λειτουργώντας σαν καλλιτέχνης, ακόμα και μέσα στη σημερινή δυσκολία, εξακολουθώ να παίρνω πράγματα από το κοινό πρωτόγνωρα. Όσες συναυλίες και να κάνω στο εξωτερικό, εδώ είναι το σπίτι μου, η τραγουδοποιητική μου πηγή, η δημιουργική μου ομάδα, το κοινό που καταλαβαίνω, οι ακροατές που πραγματικά αισθάνονται σε τι αναφέρομαι κάθε φορά, οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε μια κοινή γλώσσα πέραν της γλώσσας, τα βιώματα, οι αναμνήσεις, η ζωή και οι ελπίδες μου. Μεγάλωσα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να διαχειριστώ μέσα μου μια τέτοια αλλαγή πια, εκτός και αν δεν είχα άλλη επιλογή. Είχα όμως επιλογή: να μείνω, να ζήσω και να γράψω σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδο.
Γιατί, όσο τραγική κι αν είναι η κατάσταση, δεν μπορείς να την πεις αδιάφορη. Παλιά γκρινιάζαμε πως πέσαμε σε αδιάφορη εποχή. Πάρε λοιπόν γκρινιάρη μιαν ενδιαφέρουσα εποχή, να δούμε τι θα κάνεις…
Ίσως με κράτησε και η ψευδαίσθηση πως είμαι χρήσιμος εδώ… Μια αυτοκολακεία χωρίς περιεχόμενο δηλαδή, αφού στην πραγματικότητα δεν σε χρειάζεται κανείς. Εσύ πάντα χρειάζεσαι τους άλλους. Προκειμένου όμως να γλιτώσω από το ενδεχόμενο να γεράσω μαραζωμένος και ηττημένος, χωρίς τους ανθρώπους μου, καλές είναι και οι ψευδαισθήσεις. *** «Αν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα μέσα στην καταιγίδα θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες στο μάτι μέσα στ’ αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη στη σιγουριά σου αγκίδα Πάντα θα ξημερώνει […]» Κρ.Π.: Το  τραγούδι «Πάντα θα ξημερώνει» το έγραψες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πώς;
Αλκ.Ι.: Ένιωσα τη μαυρίλα να με πνίγει από παντού. Και μαζί ένιωσα την ανάγκη να πω για τη μικρή, αγέννητη αχτίδα που στο βαθύ σκοτάδι συντηρεί την υπόσχεση μιας ολόφωτης μέρας. Να πω για τους ανθρώπους που χωρίς βία, καρφώνονται σαν ασήμαντες αγκίδες στη σκληρή φτέρνα των σίγουρων για την ανωτερότητα των απόψεών τους φονιάδων. Μια μικρή αγκίδα που ενοχλεί το στρατιωτικό, σιδερένιο βάδισμά τους, που τους αποδυναμώνει κι ας κρατάνε πολυβόλο.
Να τραγουδήσω επίσης για το πώς ένα λαϊκό, αισθαντικό παιδί, μπορεί να ζει μετά τον θάνατό του, αφού επηρεάζει ασταμάτητα τις ζωές και τις εξελίξεις γύρω μας. Με τρόπο που χιλιάδες πολιτικοί και διανοούμενοι μαζί, αδυνατούν να πράξουν. Και να κλείσω όλο αυτό με έναν θρήνο λίγων δευτερολέπτων από το κουαρτέτο εγχόρδων, μετά το τραγούδι, για το παιδί που χάθηκε και για όσους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Κρ.Π.: «Ο δίσκος αφιερώνεται σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται από αυτόν». Με ποιόν τρόπο αλληλοσυνδέονται αυτά τα δύο; Και ποιο είναι – αν μπορούσαμε να πούμε- το χειρότερο;  Αλκ.Ι.: Αυτά συμβαίνουν συνήθως ταυτόχρονα. Γιατί του οικονομικού προβλήματος ενός τόπου, προηγείται συνήθως ένα σύμπλεγμα άλλων προβλημάτων.
Ένας τόπος φροντίζει τους πολίτες του μέσα από την κοινωνία, μέσα από τις πολιτικές ηγεσίες του, μέσα από τις δομές του, μέσα από τις επιλογές που κάνει στη διάρκεια της ιστορίας, μέσα από την αντίληψή του για τη δικαιοσύνη, για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασμό του πολίτη, μέσα από την αισθητική και το γενικότερο πνευματικό του επίπεδο, μέσα από την παιδεία που προσφέρει και το παράδειγμα που εκπέμπει ο λόγος και η πράξη των εκπροσώπων του.
Τότε, όποιος φεύγει, φεύγει γιατί το ποθεί η ψυχή του να ταξιδέψει και να ζήσει αλλού, ή γιατί το απαιτεί το επάγγελμα ή η μόρφωσή του, ή άλλοι δημιουργικοί, «θετικοί» ας τους πούμε, παράγοντες. Όπως έφυγα από την Κύπρο, πριν από 25 χρόνια. Όχι εκδιωγμένος, αλλά λόγω σπουδών και με τη χαρά μιας ζωής που ανοιγόταν μπροστά μου. Αυτός που δεν θέλει να φύγει, αλλά αναγκάζεται σε συνθήκες σχετικής ειρήνης να εγκαταλείψει τη μέχρι τώρα ζωή του, ο μετανάστης από ανάγκη δηλαδή, έχει ήδη εγκαταλειφθεί ή και ακόμα απορριφθεί από τον τόπο του, προτού φύγει, συχνά προτού καν γεννηθεί. Κρ.Π.: Τι νέο έδωσες σ’ αυτόν το δίσκο, που δεν είχες δώσει μέχρι τώρα από τον Αλκίνοο, και τι πιθανά πήρες; Αλκ.Ι.: Νομίζω πως για πρώτη φορά μίλησα τόσο αβίαστα και καθαρά για τα όσα με απασχολούν. Το είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω καθαρά, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά. Προέκυψε ένας γυμνός δίσκος, χωρίς στολίδια, χωρίς ωραιοποιήσεις και εντυπωσιασμούς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένας δύσκολος στην υλοποίησή του δίσκος, άμεσος όμως στην ακρόασή του. Σκληρός στο βάθος του και ήσυχος στην επιφάνεια. Συχνά, ένιωθα πως «σβήνω δίσκο», όχι πως «γράφω δίσκο». Έχτιζα και γκρέμιζα μεγάλα κομμάτια, λέξεις, νότες, όργανα, ήχους, χρόνους και ερμηνείες. Αφαίρεσα αρκετά ολοκληρωμένα τραγούδια από το υλικό, τραγούδια που τα δούλευα για μήνες, χωρίς να με νοιάζει αν είναι «καλά» ή «κακά», μόνο αν προσθέτουν στην αφήγηση ή όχι.
Δύσκολη διαδικασία… Αυτό κάνουμε όλοι όμως σήμερα: Κρατάμε τα άκρως απαραίτητα. Ακόμα και στις μεταξύ μας επαφές, οι περισσότεροι προτιμούμε τελευταίως να πηγαίνουμε κατ’ ευθείαν στην ουσία.
Η φλυαρία και ο χαριεντισμός της φούσκας σιγά-σιγά σβήνει. Αυτό έχω ανάγκη και από τους πολιτικούς: Αντί να φλυαρούν στομφωδώς, «κατακεραυνώνοντας» ο ένας τον άλλον, να μας πουν ήσυχα και καθαρά, μέσα στην καταιγίδα, την όποια αλήθεια τους. Χρειαζόμαστε συγκέντρωση και επικέντρωση, αλλιώς χαροπαλεύουμε μέσα στη σύγχυση, ενισχύοντάς την. Ήταν όμως, για να επιστρέψω στην ερώτηση, μεγάλο το κέρδος για μένα από την όλη διαδικασία όσο και αν με δυσκόλεψε, γιατί αναγκάστηκα να επικεντρωθώ στην ουσία. Είναι όπως ένας ήσυχος αναστεναγμός, ή ένα ουρλιαχτό, που για να δημιουργηθεί πρέπει να έχουν συμβεί πολλά, όταν όμως βγαίνει, τότε μπορεί να εκφράσει με απόλυτη ακρίβεια, ειλικρίνεια και βάθος, έννοιες, τις οποίες όσο και να προσπαθήσεις χρησιμοποιώντας περίτεχνα λόγια, αδυνατείς να περιγράψεις. Και για να το κάνει κανείς όλο αυτό τραγούδι, χωρίς αναστεναγμούς και ουρλιαχτά, χρειάζεται μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη. Κρ.Π.: Είναι από τους πρώτους δίσκους που εκφράζει στα περισσότερα τραγούδια του αυτό που ζούμε σήμερα, που τραγουδιέται το παρόν μας. Πόσο δύσκολο είναι να δοθεί η σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ποίηση και μουσική; Αλκ.Ι.: Θέλει τον χρόνο της η ζωή για να γίνει τέχνη. Για να χωρέσει το μεγάλο παρόν στο μικρό μας τραγούδι, χρειάζεται χρόνος.
Το ανησυχητικό θα ήταν να βγαίναμε όλοι οι τραγουδοποιοί με το που ξεκίνησε η κρίση, μιλώντας όπως-όπως γι’ αυτήν, για να «πιάσουμε τον κόσμο». Είναι ένδειξη υγείας που άργησε αυτή η λειτουργία. Γιατί, δεν αρκεί να μεταφέρεις σε στίχους τα όσα ακούγονται στα καφενεία, ή τα όσα γράφονται στις εφημερίδες, για να εκφραστείς καλλιτεχνικά.
Πρέπει όλα αυτά, τα βιώματά σου, αυτά των συνανθρώπων σου, οι φόβοι, οι ενοχές, οι αβεβαιότητες, οι κλονισμοί σου, να μεταφραστούν σε μια γλώσσα ψυχής. Κι αυτό στους περισσότερους παίρνει χρόνο. Αλλιώς γράφουμε χρονογραφήματα, ή σχολιάζουμε έμμετρα την πραγματικότητα. Σεβαστά και αυτά, αλλά δεν είναι τραγούδια. *** «Κανενός δεν ξεσηκώνεται η ψυχή μα το σκυλί μου το λέω Τσε κι Άρη φωνάζω το υπέρβαρο γατί μου» (Στίχοι από το τραγούδι «Ο χορτάτος»). Κρ.Π.: Αδιέξοδο;  Απογοήτευση; Πώς αντέχει κάποιος τόση …θλίψη; Αλκ.Ι.: Οι περισσότεροι κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και είτε τον λυπόμαστε, είτε τον σιχαινόμαστε. Παρατημένοι, πελαγωμένοι και μπερδεμένοι. Αρκετοί από όσους στρέφονται σε κόμματα που δεν έχουν ακόμα κυβερνήσει (σίγουρα όχι όλοι, αλλά αρκετοί), το κάνουν από απελπισία, οργή και αδιέξοδο, χωρίς να αλλάζουν οι ίδιοι το αξιακό τους σύστημα, χωρίς αληθινή ελπίδα και χωρίς να κινούνται από ανάγκη για αξιοπρέπεια με επίγνωση του κόστους της. Χωρίς όραμα. Χωρίς αυτοκριτική για τις παλαιότερες επιλογές τους και την ως τώρα στάση τους. Μόλις δουν τα σκούρα (γιατί εύκολα δεν θα ‘ναι), θα ψαχτούν ξανά αλλού, οπουδήποτε. Κι εγώ μπερδεμένος είμαι, τι να πω… Από τη μια το «Βία στη βία της εξουσίας» μου ακούγεται σαν «Νερό στο νερό της πλημμύρας» ή «Φλόγα στη φλόγα της πυρκαγιάς». Ενισχύει δηλαδή ό,τι αντιμάχεται.
Η ασχήμια δεν είναι ο τρόπος για να πολεμήσει κανείς την ασχήμια. Η οργή και η αγανάκτηση, όποτε δεν συνοδεύτηκαν από προσωπική και συλλογική καλλιέργεια, κοινό όραμα, ταυτόχρονη επίγνωση του μεγαλείου και της μικρότητάς μας και βαθιά, αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο, έφεραν μόνο νέα καταπίεση και τραγωδίες, εξυπηρετώντας τις περισσότερες φορές, μετά από πολύ αίμα αθώων και ενόχων, όσα ξεκίνησαν να αντιπαλέψουν.
Από την άλλη, το να καθόμαστε άπραγοι, περιμένοντας τις «εξελίξεις»; Το να σιωπούμε σαν καλοχτενισμένα, φρόνιμα μαθητούδια στο κατηχητικό, περιμένοντας κάθε φορά οδηγίες, περιμένοντας να μας πούνε να πάμε να ψηφίσουμε; Κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι άχρηστος, συνένοχος, βάρος της γης. Και η άλλη λύση, αυτή της συλλογικής δράσης, της υγιούς προσφοράς, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς ανάμιξης με τα κοινά, να παραμένει ασύνδετη, διασπασμένη, ευάλωτη στο καπέλωμα, στην καχυποψία και στην τύχη, και παρά την αφοσίωση και τις θυσίες τόσων ανθρώπων και ομάδων να μην αποκτά συνολικό χαρακτήρα…
Και η μαυρίλα θεριεύει στην κυβέρνηση, στις τράπεζες, στις οθόνες, στους δρόμους, μέσα μας. Και πραγματικό, βαθύ, φεγγοβόλο όραμα στον καθένα μας και στην κοινωνία, πουθενά. Αυτό εκμεταλλεύονται και μας χώνουν όλο και βαθύτερα στη θανατηφόρα κακογουστιά τους οι κυβερνώντες.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην όποια διεθνή συγκυρία, που, πώς τα καταφέρνουμε, πάντα εναντίον μας είναι, ή στην αλλαγή κυβέρνησης, σάμπως μπορεί κάποιος να αλλάξει τις ζωές μας χωρίς να έχει σύμμαχο τον καλύτερο εαυτό μας, ενώ ο καθένας μας παραμένει στην ουσία αυτό που ήταν. Αποκαρδιωτική η κατάσταση, πράγματι… Αλλά, τουλάχιστον την αναγνωρίζουμε πια. Γιατί ακόμα θλιβερότερο ήταν όταν στην «καλή» εποχή δεν αναγνωρίζαμε την κατάστασή μας, πράγμα που, από αυτήν τουλάχιστον την άποψη, την καθιστούσε χειρότερη από τη σημερινή. Οπότε, περιέργως, μάλλον υπάρχει πρόοδος… Γιατί το να αναγνωρίσει κανείς την κατάστασή του είναι πάντα το πρώτο βήμα για τη βελτίωσή της. Το επόμενο βήμα πρέπει να γίνει γρήγορα, όχι όμως βιαστικά. *** «Πού να πήγε τόση ζωή κι αυτά που ήταν να ‘ρθούνε ούτε στο αύριο πετούν ούτε στο εδώ πατούνε» (στίχοι από το χασάπικο με τίτλο «Πού πεθαίνουν τόσα πουλιά», το πρώτο λαϊκό του δίσκου που έχει αναφορές στη λαϊκή μουσική της δεκαετίας του ’50 και του ’60) Κρ.Π.: Ποιοί, πότε και πώς, θα απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα; Αλκ.Ι.: Η ζωή θα απαντήσει. Τις απαντήσεις τις δίνει πάντα η ζωή. Η δική μας υποχρέωση είναι να της θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις. Αλλιώς, οι απαντήσεις που μας δίνει δεν ανταποκρίνονται στις ερωτήσεις που της θέσαμε. Είναι παντελώς άσχετες. Και τότε δεν υπάρχει διάλογος, γιατί η συνομιλία μας με τη ζωή αποτελεί μιαν ασυναρτησία. Τότε, εμείς και οι ζωές μας, ζούμε σαν ξένοι που δεν γνώρισαν ποτέ ο ένας τον άλλον. Κρ.Π.: Το δεύτερο λαϊκό του δίσκου με τίτλο «Μια χούφτα γη» γράφτηκε μετά το θάνατο του Παπάζογλου και έχει αναφορές στην Εκδίκηση της γυφτιάς, και στη Σχολή της Θεσσαλονίκης; Αλκ.Ι.: Μέσα μου, έχει ξεκάθαρη αναφορά στον Νίκο Παπάζογλου. Μου κάνει εντύπωση που πέρασε τόσο αθόρυβα το φευγιό του. Έκανε σημαντικά πράγματα με έναν τρόπο τελείως δικό του και επηρέασε, μέσα από την τσιγκούνικα μικρή δισκογραφία του, αλλά και μέσα από τις παράπλευρες δραστηριότητές του, τον δρόμο όλων μας.
Φεύγει σχετικά νέος απ’ τη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος, και το μελάνι που χύνεται είναι απείρως λιγότερο από αυτό για τον νέο καλοκαιρινό έρωτα της τάδε φετινής τραγουδίστριας ή τηλε-περσόνας. Δε γκρινιάζω, με πιάνουν τα γέλια, έχει και την πλάκα του όλο αυτό. Μόνο στην πλάκα μπορείς να το πάρεις, αλλιώς χάθηκες… Τέλος πάντων…
Ενώ η «Μικρή Βαλίτσα» στηρίζεται στον ήχο του κουαρτέτου εγχόρδων, υπάρχουν κάποια λαϊκότροπα τραγούδια στον δίσκο, που αναφέρονται σε διαφορετικές εποχές του λαϊκού τραγουδιού, από τα παλιά ρεμπέτικα μέχρι το νεότερο λαϊκό. Οι αναφορές δεν είναι μόνο στο ύφος, αλλά και στον χαρακτήρα των εποχών αυτών, ακόμα και σε συγκεκριμένα τραγούδια, μαζί με μια εσωτερική σύνδεση με τον σημερινό εαυτό μου. Όταν ο σημερινός εαυτός μας απουσιάζει από τα όσα φτιάχνουμε, τότε κάνουμε απλά αναπαράσταση. Το θέμα είναι να τον εντάξεις δημιουργικά και όχι απλά κραυγαλέα.
Κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να φύγω απ’ τη χώρα, άκουγα μόνο δημοτικά και ρεμπέτικα. Αυτά θα έπαιρνα μαζί μου πρώτα, αν έφευγα. Όταν το συνειδητοποίησα, εγώ, ένας «έντεχνος τροβαδούρος» με «κλασικές ανησυχίες», ησύχασαν πολλά πράγματα μέσα μου.
Επίσης, η παρουσία τους στη «Μικρή Βαλίτσα» είναι και αποτέλεσμα της αγωνίας μου που το λαϊκό τραγούδι, από πεντακάθαρο, σπουδαίο μουσικό και ποιητικό είδος, ξέπεσε στα χέρια του λαμέ lifestyle,  της έντεχνης ανακατωσούρας, της επίδειξης ταχύτητας στο μπουζούκι, της χρήσης του απλά σαν «χρώμα» σε πιο «πειραματικές» δουλειές, της ανούσιας εκμετάλλευσής του από τρέντυ, ευχάριστα, νεο-ποπ, καλοκαιρινά εγχειρήματα και της «ωραιοποίησής» του προκειμένου να μπει στα μεγάλα σαλόνια. Μόνο σε κάποια λίγα ταπεινά ρεμπετάδικα, σε ελάχιστους καλλιτέχνες και σε κάποιες παρέες επιβιώνει η ουσία του, κι αυτή η επιβίωση κρέμεται από μια κλωστή. Όχι πως μπορώ να βοηθήσω προσθέτοντας τρία ή τέσσερα τραγούδια στο ρεπερτόριο, αλλά το είχα προσωπική ανάγκη. Ίσως πάλι κάποιος πιτσιρικάς να ακούσει δυο νότες απ’ το τρίχορδο και να ενδιαφερθεί, να ψάξει και κάτι άλλο, παλαιότερο, να ακούσει στο κεφάλι του κάτι το αυριανό ή το παντοτινό. Είναι απρόβλεπτοι οι πιτσιρικάδες… Πήγα δυο φορές στο παγκόσμιο φεστιβάλ των Κελτών, στη Γλασκόβη, τη μια για να παρακολουθήσω, την άλλη για να λάβω μέρος. Εκεί είδα μικρά παιδιά, Κελτάκια 10-15 χρονών, να γνωρίζουν και να συμμετέχουν με μεγάλη χαρά στην παράδοσή τους. Έπαιζαν στους δρόμους, τραγουδούσαν παντού, ανεπίσημα, παιδάκια που ήταν εξαιρετικά σύγχρονα και απόλυτα δεμένα με το παρελθόν τους.
Εκεί είδα και γνώρισα επίσης Κέλτες μπουζουξήδες, κυρίως Σκοτσέζους και Ιρλανδούς, αλλά και από άλλες χώρες. Όταν συνειδητοποίησα πόσο δημιουργικά και ελεύθερα έχουν εντάξει το μπουζούκι στην παράδοση αλλά και στη νέα δημιουργία τους, ντράπηκα που εμείς το έχουμε κάνει σημαία της παρακμής μας. Κι όταν άκουσα νέες μπάντες να εντάσσουν στους δίσκους και στις συναυλίες τους παλιά δικά τους λαϊκά τραγούδια, χωρίς καμία ενοχή και χωρίς να τα βιάζουν ώστε να ενθουσιάσουν τα πλήθη, ντράπηκα διπλά που εμείς σνομπάρουμε το είναι μας.
Κρ.Π.: Με φόντο μία κρίση ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, τι σε κινητοποίησε περισσότερο να γράψεις και να ολοκληρώσεις αυτόν τον δίσκο με κυρίως πολιτικό ύφος; Αλκ.Ι.: Αυτό που με κινητοποιούσε πάντα: η ανάγκη μου να μοιραστώ με την τέχνη μου και με τους συνανθρώπους μου τα όσα είμαστε και τα όσα μας συμβαίνουν, έτσι όπως τα αισθάνομαι και τα καταλαβαίνω. Έκανα αυτό που έκανα πάντοτε. Ίσως πιο καθαρά και πιο άμεσα. Κρ.Π.: Αυτά τα χρόνια έχεις παίξει σε συναυλίες ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και για συμπαράσταση κρατουμένων που βασανίστηκαν. Υπάρχουν οι φωνές τους με κάποιον τρόπο μέσα σ’ αυτήν τη «Μικρή βαλίτσα»; Αλκ.Ι.: Ναι, θα ήταν αδύνατον να εξαιρέσω αυτές τις περιπτώσεις από τα όσα μας συμβαίνουν, άρα και από τα όσα εμπεριέχει ο δίσκος. Οι φωνές που αντιστέκονται στο σκοτάδι, όπως μπορώ να τις ακούσω ο ίδιος τουλάχιστον, είναι σίγουρα μέρος του δίσκου. Κρ.Π.: Η «μέρα που θα ‘ρθει» πώς θα ‘θελες – και θα ’λεγες- να είναι;
Αλκ.Ι.: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο. Μπορούμε να επιθυμούμε καλύτερη ζωή, να διεκδικούμε περισσότερα δικαιώματα, να αγωνιζόμαστε για μια βελτίωση. Όλα αυτά όμως έχουν νόημα μόνο όταν το όνειρο εκτείνεται στο άπειρο. Αν το όνειρό σου δεν είναι η απόλυτη δικαιοσύνη (είτε υπάρχει φιλοσοφικά ως έννοια, είτε όχι), δεν μπορείς να ονειρεύεσαι λίγη περισσότερη δικαιοσύνη. Μπορείς να παλεύεις για λίγη περισσότερη δικαιοσύνη, αν την ονειρεύεσαι ολόκληρη.
Στο κέντρο της ύπαρξής σου θέτεις το ολόκληρο, όχι το λίγο περισσότερο. Έτσι, μπορείς ίσως να λες πως βαδίζεις προς τη σωστή κατεύθυνση, πως βήμα-βήμα και μάχη-μάχη το πλησιάζεις, κι ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα φτάσεις, κι ας φτάσουν άλλοι, αιώνες μετά από σένα. Κι ας μη φτάσουν ούτε κι αυτοί, δεν έχει σημασία… Κρ.Π.: Ποιο τραγούδι σου σε δυσκόλεψε περισσότερο να γράψεις τους στίχους του, όχι από άποψη τεχνική και πρακτική, αλλά κυρίως ψυχική, και γιατί; Αλκ.Ι.: Ήταν όλα τα τραγούδια ανοιχτά σε αλλαγές. Ακόμη και μπροστά στο μικρόφωνο άλλαζα λέξεις ή νότες. Το υλικό επέδειξε εξαιρετική ευελιξία στις αλλαγές των βιωμάτων, των αισθημάτων και των αναγκών μου. Γενικά, δεν μου αρέσει να λέω πως βασανίστηκα να γράψω κάτι. Είναι σαν τη μάνα που κρατάει το παιδί της και παραπονιέται για το πόσο πόνεσε όταν το γεννούσε. Κι απ’ την άλλη, τραγούδια είναι… Εδώ άλλοι σκάβουν όλη μέρα. Μπορώ πάντως να σου πω πως η δημιουργική ομάδα, οι μουσικοί και οι τεχνικοί, χρειάστηκε να δώσουν πολύ πέραν του αναμενόμενου, σε ώρες, ενέργεια, ταλέντο και γνώση. Το έδωσαν ολόψυχα, παρά την εξάντληση. Αυτό το «ολόψυχα» αποτυπώθηκε στον δίσκο και θα το θυμάμαι για πάντα. *** «Σαν είν’ τα όνειρα μικρά μικραίνουνε μαζί και τα τραγούδια μικραίνει ο τόπος κι η καρδιά […] Μια αλυσίδα σε κρατά και τη γυαλίζεις και την ομορφαίνεις δένεις γραβάτα τη θηλειά […] Σιγανά και ταπεινά μα όχι σκυμμένα και ταπεινωμένα γίνε η ζωή σου που περνά» Κρ.Π.: Είναι τόσο αυτονόητα όλα αυτά, για να φτάσει κανείς στο «Τι περιμένεις πια», δηλαδή στον τίτλο αυτού του τραγουδιού. Νιώθεις σήμερα, πως ζούμε γενικά την αμφισβήτηση του «αυτονόητου» και την ανάγκη για τον επαναπροσδιορισμό του; Αλκ.Ι.: Το αυτονόητο αποδείχτηκε καταστροφικό. Κι αν δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για το αδιανόητο, εύχομαι να μην παραμείνουμε στο ανόητο. Να πάμε ένα βήμα μπρος. Να πάρουμε την ευθύνη αυτού του βήματος. Με τη γνώση πως δεν θα είναι εύκολη δουλειά ο αγώνας για αξιοπρέπεια, με την επίγνωση πως δεν κάνουμε το βήμα για να βολευτούμε, αλλά για να ξεβολευτούμε δημιουργικά. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην εκλογική διαδικασία.
Πρέπει να γίνει μια επανατοποθέτηση της κοινωνίας, γιατί φτάσαμε στο σημείο μηδέν. Το επίπεδο ζωής, το επίπεδο σκέψης, οι αντιλήψεις, οι αξίες, η αισθητική μας, είναι όλα σε ελεύθερη πτώση. Αναγνωρίζοντας την κατάστασή μας, έχουμε πολλή δουλειά ο καθένας με τον εαυτό του και όλοι μαζί για να μπορέσουμε να σταθούμε σαν προσωπικότητες και σαν σύνολο. Χωρίς θούριους και υψωμένες γροθιές, χωρίς να μετατραπούμε από τη μια μέρα στην άλλη από βολεμένοι δανειολήπτες σε οργισμένους πλην ευκαιριακούς επαναστάτες, αλλά με μεθοδικότητα, απόφαση και κόστος, ατομικά και συλλογικά, με «αίσθημα ευθύνης», που λένε και οι πιο ανεύθυνοι πολιτικοί μας, πρέπει κάποτε να αρχίσουμε την κίνηση προς τα εμπρός. Και με τη βεβαιότητα πως, αν αποτύχουμε, το θηρίο θα επανέλθει ακόμα πιο άγριο.
Κρ.Π.: Στο τραγούδι με τίτλο «Πολιτική τοποθέτηση» κάνεις ακτινογραφία του μέσου –προοδευτικού θεωρητικά- Έλληνα – και όχι μόνο… Λες, για παράδειγμα: «Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση καλοταϊσμένος περιμένω την ανάσταση είμαι γελοίος […] Μικρός ορκίστηκα τον κόσμο να αλλάξω μα στα σαράντα μου είμαι ο κόσμος πού να ψάξω για τον ένοχο […] Μεγαλουργώ στα λόγια κι από πράξη τίποτα […] Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση Είμαι επιτάφιος, με προσπέρασε η ανάσταση κι ελπίδα δεν έχω».  Από πού μπορούμε να περιμένουμε, κάτι, σήμερα;  Αλκ.Ι.: Από εμάς τους ίδιους. Από κανέναν άλλον. Γιατί, και τον πιο ικανό, τον πιο άφθαρτο να ψηφίσουμε, αν του δώσουμε να οδηγήσει έναν σμπαραλιασμένο, μπερδεμένο θίασο, μόνο εμπόδιο θα του είμαστε.
Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία.
Αν πρέπει να περιμένουμε κάτι, θα γεννηθεί από την ελπίδα, τη μοιρασιά, την ανεκτικότητα, την αγάπη μας για τον άνθρωπο, την αναζήτηση της ουσίας και την πίστη πως αξίζει να ζήσουμε πιο ουσιαστικά. Από τη συνείδηση πως δεν ζούμε μόνοι, ούτε σαν άτομα, ούτε σαν σύνολο, σ’ αυτόν τον πλανήτη, καθώς και από τη συνεχή αυτοκριτική μας: Ένας στίχος από το ίδιο τραγούδι, λέει «Στο διαδίκτυο απαγγέλλω το κενό μου, είμαι μεγάλος στο μικρό δωμάτιό μου». Αυτό ακριβώς κάνω λοιπόν αυτή τη στιγμή… Δε φτάνει. Κρ.Π.: Τελικά ταξιδεύει η μικρή βαλίτσα… (με χασάπικα, ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικα, ροκ, μπαλάντες, δημοτικά, λαϊκά, με αυτοκριτική, σάτιρα, ερωτισμό, αγάπη, κριτική, απογοήτευση, ελπίδα);
Αλκ.Ι.: Ναι, ταξιδεύει! Παίζουμε στο Γυάλινο τώρα, με τον Γιώργο Καλούδη στο τσέλο και τη λύρα, τον Φώτη Σιώτα στο βιολί και στη βιόλα, τον Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο και βέβαια τον Μανόλη Πάππο στο μπουζούκι. Μετά θα πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Την Άνοιξη στην Ευρώπη, το Καλοκαίρι ποιος ξέρει…
Ξεκίνησε το ταξίδι της η Μικρή Βαλίτσα κι ευτυχώς παίρνει κι εμάς μαζί. Όχι σαν αχθοφόρους, αλλά σαν συνταξιδιώτες. Κρ.Π.: Θα ήθελα να κλείσει αυτή η συνέντευξή σου με τον «Τιμονιέρη». Είναι αυτός που μας οδηγεί σήμερα; Εντός μας και εκτός μας; Αν και απαντάς με τους στίχους σου, θα ήθελες να πεις κάτι περισσότερο γι’ αυτόν τον σημερινό «ήρωα» της κατάντιας μας;
Αλκ.Ι.: Μας γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά, μας παίρνει πατρικά απ’ το χεράκι και μας οδηγεί στην κάθε μέρα μας. Κι εμείς τον ξέρουμε άλλο τόσο καλά. Γιατί εμείς τον φτιάξαμε, κι ας το ξεχνάμε. Δεν θα ζήσω τη μέρα που θα τον γκρεμίσουμε ήσυχα και σίγουρα από το βάθρο του, μέσα και έξω μας. Έχουμε πολύ δρόμο ως τότε. Το επόμενο -και τελευταίο- τραγούδι του δίσκου λέγεται «Η μέρα που θα ‘ρθει» και αναφέρεται στην πτώση του. Και στη γέννηση ενός νέου κύκλου. Πιστεύω πως η μέρα θα ‘ρθει. Γι’ αυτό κάνω παιδιά. Κι ας ξέρω πως, την επομένη της νέας μέρας, θα αρχίσουμε οι άνθρωποι να δημιουργούμε τον «Τιμονιέρη» απ’ την αρχή.-
Ο τιμονιέρης Μη λες πολλά, μη θες πολλά, μην κάνεις το δικό σου μην πας ψηλά, μη θες πολλά, μείνε στο μερτικό σου Μείνε στο μαύρο σου κενό, στη γκρίζα σου την πόλη μην έχεις μνήμη, μη ρωτάς, κάνε όπως κάνουν όλοι Βολέψου αναπαυτικά κι άσε μου το τιμόνι παντρέψου στα περιοδικά, σμίξε με την οθόνη Μέσ’ απ’ της κάλπης τη σχισμή ξεγέννα τα παιδιά σου κι ήσυχος κλείσ’ τα μάτια σου κι από τον κόσμο χάσου Σου δίνω Σάββατο να βγεις στη νύχτα του άλλου κόσμου μια Κυριακή να βαρεθείς κι αύριο ξανά δικός μου Ζήτα μου αν θέλεις δανεικά, στέγη, τροφή κι αμάξι δική μου η γη που σε γεννά κι η γη που θα σε θάψει Αν μου σταθείς αντίπαλος σου εκδίδω και βιβλίο και καπετάνιο κάμνω σε σ’ ένα μεγάλο πλοίο Στης πλάνης σου τ’ απόνερα ελεύθερος κολύμπα και κάθε χρόνο μια φορά σπάσ’ τα και κάν’ τα λίμπα Είμαι η ομίχλη στο μυαλό κι ο φράχτης στην καρδιά σου και στο πανί του ύπνου σου προβάλλω τα όνειρά σου Είμαι εσύ κι είσαι εγώ και πώς να με νικήσεις χωρίς εμένα δεν μπορείς να ζήσεις ή να σβήσεις [jwplayer | file=http://www.youtube.com/watch?v=L3dU6J2isxI]
Μικρή Βαλίτσα
Στίχοι, μουσική, ενορχήστρωση: Αλκίνοος Ιωαννίδης Καλλιτεχνική παραγωγή, ηχοληψία, μίξη: Βαγγέλης Λάππας Στο (8), στίχοι: Νίκος Γκάτσος. Στο (9), στίχοι: Άντης Ιωαννίδης Ενορχήστρωση (4, 5, 6): Μ. Πάππος, Δ. Μυστακίδης, Α. Ιωαννίδης Ενορχήστρωση (10): Γ. Καλούδης, Α. Ιωαννίδης
Ο δίσκος αφιερώνεται σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται από αυτόν.
1.   Πάντα θα ξημερώνει 2.   Ο χορτάτος 3.   Πολιτική τοποθέτηση 4.   Πού πεθαίνουν τόσα πουλιά με την Ναταλία Λαμπαδάκη 5.   Μια χούφτα γη 6.   Η ωραία του χωριού 7.   Χωρισμός 8.   Χατζιδακιάς με την Μαρία Φαραντούρη στίχοι: Νίκος Γκάτσος 9.   Η μάνα μου το Πάσχα στίχοι: Άντης Ιωαννίδης 10. Τι περιμένεις πια 11. Μικρή βαλίτσα 12. Ο τιμονιέρης με τον Σωκράτη Μάλαμα 13. Η μέρα που θα ‘ρθει
Στίχοι των Τραγουδιών
Συνήχησαν: Κουαρτέτο Los Tres Amigos (1, 2, 3, 7, 8, 9): Μιλτιάδης Παπαστάμου – βιολί Παύλος Μιχαηλίδης – βιολί Φώτης Σιώτας – βιόλα Γιώργος Καλούδης – τσέλο Μανόλης Πάππος – μπουζούκι (4, 5, 6, 7, 8), μπαγλαμάς (5, 6, 7) Χάρης Λαμπράκης – νέυ (13) Γιώργος Καλούδης – κρητική λύρα (10), τσέλο (12, 13) Δημήτρης Μυστακίδης – λαϊκή κιθάρα (4, 5, 6, 7) Βαγγέλης Λάππας – κλασσική κιθάρα (2) Δημήτρης Τσεκούρας – κοντραμπάσο (1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 12, 13) Σωτήρης Λεμονίδης – πιάνο (3, 4, 8) Φώτης Σιώτας – βιολί, βιόλα (12, 13) Αλκίνοος Ιωαννίδης – κλασσική και ακουστική κιθάρα (1, 3, 7, 8, 9) κρητικό και στεριανό λαούτο (1, 10, 12) Στην «Χατζιδακιάδα», έπαιξαν επίσης οι: Μαριλένα Δωρή – φλάουτο Σπύρος Τζέκος – κλαρινέτο Σωκράτης Άνθης – τρομπέτα Αντώνης Λαγός – κόρνο Μιχάλης Διακογιώργης – τρίγωνο, πιατίνι Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο «Στούντιο Αισθητικής» Οι πρόσθετες ηχογραφήσεις έγιναν στο «Studio Sierra» από τον Παναγιώτη Πετρονικολό και τον Βαγγέλη Λάππα Οι μίξεις έγιναν στο «Studio Sierra» Digital mastering: Adam Ayan, Gateway Mastering Studios, Inc. Τεχνική επιμέλεια, βοηθός ηχολήπτη: Βασίλης Δρούγκας Ζωγραφικό εξωφύλλου: Άντης Ιωαννίδης Γραφιστική επιμέλεια: Άντης Ιωαννίδης, Νίκος Κυπαρίσσης Φωτογραφία (Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου): Νικόλας Χρυσός Φωτογραφίες με κουστούμι (Μέγαρο Μουσικής Ευβοίας): Αιμιλία Μηλού Φωτογραφίες από το «Στούντιο Αισθητικής»: Δημήτρης Τσεκούρας, Αλκίνοος Ιωαννίδης Executive Producer: Χρίστος Όθωνος – Roll Out Vision Services (Εκτυλισσόμενες Οραματικές Διακονίες) Παραγωγή: Cobalt Music Ηχογράφηση και μίξη: Μάιος – Οκτώβριος 2014 Ημερομηνία κυκλοφορίας: 27 Οκτωβρίου 2014
Ευχαριστώ από καρδιάς όλους τους συντελεστές. Προσέφεραν χωρίς όρια και όρους, καθορίζοντας το αποτέλεσμα με την αισθητική, το αίσθημα, την αντοχή και τη γνώση τους.
Ευχαριστώ επίσης θερμά τους: Παναγιώτη Πετρονικολό, Χρήστο Ζορμπά, Νίκο Καραπιπέρη, Σάιμον Χιλλ, Γιάννη Φώσκολο, Βασίλη Χριστοδούλου, Γιάννη Πασχαλίδη, Γιάννη Παρχαρίδη. Τις «Αλουστίνες» και το «Αψέντι» στο Θησείο, την «Οδό Ονείρων» στη Χαλκίδα, το «Θέατρο Ριάλτο» στη Λεμεσό και τη μπουάτ «Απανεμιά» στην Πλάκα, όπου πρωτόπαιξα κάποια από τα τραγούδια. Για τα όργανα που μας δάνεισαν, τους συναδέλφους: Γιάννη Σερεμέτη, Χρήστο Τόφα, Γιάννη Ζευγόλη, Πέτρο Βαρθακούρη, Νίκο Παραουλάκη, Σωτήρη Λεμονίδη, Γιώργο Μανωλάκη, Δημήτρη Βαρελόπουλο, Δημήτρη Ραπακούσιο, Βενιζέλο Λεβεντογιάννη, Μιχάλη και Ιάκωβο Μουντάκη. Την Αγαθή Δημητρούκα για τους στίχους του Νίκου Γκάτσου στην «Χατζιδακιάδα». Τις εκδόσεις Καστανιώτη για το απόσπασμα από τους «Άγριους ντετέκτιβ» του Ρομπέρτο Μπολάνιο, όπως και τον Γιώργο Χουρδάκη, που μου χάρισε το βιβλίο. Οι στίχοι του πατέρα μου στο «Η μάνα μου το Πάσχα», μελοποιήθηκαν στο φοιτητικό μου δωμάτιο, στα Άνω Ιλίσια, το ‘89. Ο «Χωρισμός» γράφτηκε στον Βύρωνα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τα άλλα τρία λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν το καλοκαίρι του ’13, όταν επιτέλους πήρα τρίχορδο, άσχετος, ακατάσχετος, πιθανότατα ενοχλητικός μπουζουξής παραλίας. Κάτω απ΄το ίδιο αρμυρίκι γράφτηκε και το «Τι περιμένεις πια». Ο «Χορτάτος» γράφτηκε στην Κέρκυρα, τον Φεβρουάριο του ’11. Η «Χατζιδακιάς» μελοποιήθηκε επίσης το ’11, για το αφιέρωμα που κάναμε με την Μαρία Φαραντούρη, τον Βασίλη Γισδάκη και τον Μίλτο Λογιάδη στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου. Το «Πάντα θα ξημερώνει» γράφτηκε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η «Μικρή βαλίτσα» γράφτηκε στην Εύβοια, ο «Τιμονιέρης» και η «Πολιτική τοποθέτηση» στα Κύθηρα και «Η μέρα που θα ‘ρθει» στην Αθήνα, το 2014.

Κόντεψα να φύγω από την Ελλάδα τρεις φορές τα τελευταία χρόνια. Τι θα έβαζα σε μια μικρή αποσκευή; Τι θα κρατούσα από τον τόπο, την εποχή και τον εαυτό που θα άφηνα; Πώς συσκευάζονται ο δρόμος, ο χρόνος και ο πόνος, όσα δηλαδή κάνουν τον κάθε έναν μας αυτό που είναι; Ποια είναι τα απολύτως απαραίτητα; Αυτά που, για να χωρέσουν, πρέπει να αφαιρεθεί κάτι άλλο; Όπως, φεύγοντας βιαστικά οι πρόσφυγες, παίρνουν μαζί τα στέφανα και τις φωτογραφίες τους, έτσι έκλεισα στη Μικρή Βαλίτσα κάποια λαϊκά τραγούδια, μαζί με εικόνες του προσώπου και του καιρού μας. Επιστρέφοντας χωρίς να έχω φύγει, την ανοίγω πάλι, για να βρω μικρά κομμάτια μνήμης, τη θολή συνείδηση της τωρινής στιγμής και την προσμονή της μέρας που θα έρθει – κι ας μην έρθει. Όλα μαζί ανάκατα, μπερδεμένα, στριμωγμένα κι ακριβά. Αλκίνοος Ιωαννίδης

http://tvxs.gr/news/moysiki/alkinoos-ioannidis-mono-tin-oytopia-oneireyomai

Παρασκευάς Καρασούλος: Είναι η μόνη περίοδος που το παρόν παραμένει ατραγούδιστο…

10:12, 19 Δεκ 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/114434
karasoulosdfphdfgdui

«[…] είναι η μόνη περίοδος που το παρόν παραμένει ατραγούδιστο. Δεν έχουμε καινούργια τραγούδια που να εκφράζουν το αίσθημα του κόσμου. Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα και μία πολύ μεγάλη απώλεια […] Νομίζω ότι ειδικά αυτή την περίοδο, οι Έλληνες δημιουργοί θα πρέπει να δουλέψουν όσο γίνεται περισσότερο, για να ενώσουν την κοινωνία στην αντιπαράθεσή της με όλο αυτό που συμβαίνει» Ο στιχουργός Παρασκευάς Καρασούλος, μιλά με την Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή την ειδική έκδοση, ένα βιβλίο με 3  cd με  τίτλο Τρεις τελείες, αφιερωμένο στα 25 χρόνια της στιχουργικής του παρουσίας στο ελληνικό τραγούδι, αλλά και συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο του tvxs.gr.

Π.Κ.: Η Ελλάδα υπήρξε μια χώρα κυρίως προφορικού πολιτισμού, οπότε μοιραία το τραγούδι είχε πολύ μεγάλη βαρύτητα στις ζωές και στις αναφορές όλων μας.

Φέτος, στην επέτειο του Πολυτεχνείου, το κανάλι της  Βουλής αναμετάδωσε την συναυλία του Άξιον Εστί στο Λυκαβηττό πριν 35 χρόνια, το 1977.  Η εικόνα ήταν καθηλωτική: Έβλεπες χιλιάδες ανθρώπους να επικοινωνούν με θρησκευτική ευλάβεια με ένα σπουδαίο μουσικό και ποιητικό έργο που και η εικόνα μόνο, διατηρούσε τη δύναμη της πρώτης συγκίνησης αναλοίωτη. Από την άλλη πλευρά η απόσταση των χρόνων έμοιαζε αγεφύρωτη…

Εύλογα  γεννιόταν το ερώτημα: τί μεσολάβησε όλα αυτά τα χρόνια, ώστε ένας ολόκληρος λαός να χάσει το τραγούδι του,  να αλλάξουν όλα τόσο πολύ; Για μένα το παρόν δεν πρέπει να μένει ατραγούδιστο, σε χώρες όπως η δική μας. Γιατί αν συμβεί αυτό χάνεται ένα όπλο έκφρασης, ενότητας  και άμυνας από τα χέρια του κόσμου πολύ σημαντικό. Η ευθύνη όλων μας είναι πολύ μεγάλη. Δεν πρέπει να  αφήσουμε να συμβεί κάτι τέτοιο.

Κρ.Π.: Για ποιό από τα τραγούδια σου, θα πεις την ιστορία του;

Π.Κ.: Νομίζω ότι ένα από τα πιο αυτοβιογραφικά τραγούδια μου είναι  η «Μικρή Πατρίδα» .

Στην πραγματικότητα  το τραγούδι αυτό όρισε τα σύνορα της δικής μου «εσωτερικής πατρίδας», την απόφασή μου να μείνω «εντός» και να ζήσω με τα υλικά που η ζωή μου δημιούργησε, τις σχέσεις μου, τις επιλογές  και τις αναφορές μου. Το λέω αυτό γιατί κυρίαρχο αίσθημα τα χρόνια που πέρασαν ήταν η φυγή. Η τάση να  δραπετεύουμε από τη χώρα μας –την εσωτερική αλλά και την ευρύτερη- να κόβουμε βίαια τις ρίζες και την σχέση μας με την ιστορία, να γινόμαστε αναλώσιμοι.

Βρισκόμουν σε μία περίοδο, το 1993, όταν γράφτηκε στο χαρτί, που ήταν πολύ μεταβατικά τα πράγματα, η χώρα άλλαζε, το τραγούδι της επίσης.

Ένιωσα ότι το μόνο στήριγμα, η μόνη μυθολογία που εξακολουθούσε να διαθέτει αυτάρκεια και δύναμη στη ζωή μου ήταν οι φίλοι μου, οι άνθρωποί μου με τους οποίους μοιράστηκα αξίες και οράματα,  άρα, η εσωτερική μου πατρίδα. Και το «δεν έκανα ταξίδια μακρινά», βγήκε αβίαστα στο χαρτί…

Άλλωστε, όλα τα τραγούδια  στον ομώνυμο δίσκο, είναι αφιερωμένα σε ανθρώπους που υπήρξαν στη ζωή μου και με έκαναν να αγαπήσω αυτή την χώρα, την Ελλάδα, που με διαμόρφωσαν, και αν θέλετε μ’ αυτό τον τρόπο τους επέστρεψα την οφειλή μου…

Κρ.Π.: Είχες δηλαδή στο νου σου  κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους όταν το έγραφες; Έχει τη δική της ιστορία η Μικρή πατρίδα ως δίσκος και τραγούδι;

Π.Κ.: Ήταν μια ενότητα τραγουδιών αφιερωμένων σε 13 ανθρώπους. Αρχική πρόθεση μου ήταν να δημιουργήσω τραγούδια – πορτραίτα φίλων μου που στην πραγματικότητα οι κοινές μας ζωές συγκρότησαν την προσωπική μου μυθολογία, την ιστορία μου λίγο ως πολύ.

Γράφτηκε μετά από μία περίοδο δύο ετών που υπήρξε για μένα δημιουργικά άνυδρη. Ένιωθα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος και φοβόμουν ότι ίσως και να μην μπορέσω να ξαναγράψω πια.  Αφελώς βέβαια, γιατί σε έναν δημιουργό τα πράγματα δουλεύονται εσωτερικά, το εσωτερικό του εργαστήριο δουλεύει ακατάπαυστα.

Έτσι, όταν έφυγα ένα ταξίδι μόνος μου στη Μονεμβασιά και απομονώθηκα, όλη αυτή η ενότητα των τραγουδιών βγήκε αβίαστα μέσα σε 13 μέρες, κάτι που ήταν μια μοναδική εμπειρία.  Μέχρι που είπα, σταμάτα να γράφεις, γιατί μπορεί να γράφεις, πια, και βλακείες!

Μετά ως  ενότητα τραγουδιών, έκανε ένα ολόκληρο ταξίδι σε χέρια πολλών συνθετών, μέχρι να καταλήξει στα χέρια του Γιώργου Ανδρέου, ο οποίος ανέλαβε την τελική μελοποίησή της , και από εκεί και πέρα μας «πάντρεψε» και μας χαρακτήρισε και τους δύο αυτή η δουλειά.

Εκδόθηκε το 1996 σε cd και  αποτέλεσε και την «ιδρυτική πράξη» της Μικρής Άρκτου, που ξεκινήσαμε  με τον Ανδρέα Γεωργιάδη τον ίδιο χρόνο. Ήταν μια εποχή ευμάρειας και μεγάλων ζωτικών ψευδών για την ελληνική κοινωνία που,  δεν ευνοούσε  τις ανεξάρτητες δισκογραφικές ή εκδοτικές πρωτοβουλίες,  οπότε ήταν ένα ρίσκο και μια πολύ τολμηρή απόφαση από μεριάς μας.

Το τραγούδι «Μικρή πατρίδα», δεν ήταν από τα τραγούδια του δίσκου που  υπολογίζαμε ότι  θα ήταν πρώτης ακρόασης και άμεσης μεγάλης απήχησης. Παρόλα αυτά, μέσα στο χρόνο κέρδισε την απόσταση και με δική του ταχύτητα,  έγινε ένα τραγούδι, νομίζω, εμβληματικό των τελευταίων δεκαετιών.

Τραγουδήθηκε σχεδόν απ’ όλους τους Έλληνες τραγουδιστές, είναι δηλαδή, ένα από τα πιο πολυερμηνευμένα τραγούδια και ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της ζωής και της ιστορίας αυτού του δίσκου, είναι ότι ποτέ μα ποτέ δεν παρουσιάστηκε ζωντανά σαν ενότητα.

Θυμάμαι επίσης ότι για την πρώτη έκδοση του δίσκου που έγινε το 1996, συγκεντρώθηκαν όλοι οι φίλοι μας για να βοηθήσουν στο κατασκευαστικό μέρος  της συσκευασίας του δίσκου και του cd,  μιας και ήταν η πρώτη έκδοση ενός χειροποίητου οικολογικού cd στην ελληνική δισκογραφία. Τα γραφεία ήταν γεμάτα κόσμο, κι όλοι μας προσπαθούσαμε  να διεκπεραιώσουμε μία πολύ δύσκολη αλλά και πολύ όμορφη πρόταση συσκευασίας ενός κοινού ονείρου.

Από κει και πέρα, η Μικρή Πατρίδα είχε την δική της πορεία, τη δική της ιστορία, και νομίζω ότι είναι από τα τραγούδια που χαρακτηρίζουν περισσότερο τη δουλειά μου στο σύνολό της, κι  ένας πολύ μεγάλος σταθμός, τόσο στην εκδοτική μου δουλειά, όσο και στην προσωπική μου ζωή.

Κρ.Π.: Πώς βρέθηκες να γράφεις στίχους και ποιήματα;

Π.Κ.: Νομίζω, ότι ξεκινά κανείς όπως μπορεί. Εγώ άρχισα από πολύ μικρός, από το Δημοτικό συγκεκριμένα, να γράφω.

Κάποια στιγμή έδειξα  στίχους μου στην Αφροδίτη Μάνου, που είναι και η νονά μου στο τραγούδι, κι εκείνη  μου είπε, κοίταξε Παρασκευά, ή θα πρέπει να επιλέξεις να γράφεις για σένα, ή θα πρέπει να βρεις τον τρόπο να γράφεις για τους άλλους. Είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι, ο δρόμος τη ψυχολογικής εκτόνωσης από τον δρόμο της έκδοσης.

Κρ.Π.: Της επικοινωνίας…

Π.Κ.: Της επικοινωνίας με τους άλλους, της συγκρότησης του δικού σου εκφραστικού τρόπου και του καλλιτεχνικού σου αιτήματος… Η αλήθεια είναι, πως η αυστηρότητα της Αφροδίτης προς στιγμήν με σόκαρε πολύ.  Ήταν και η περίοδος που  ήμουν στον στρατό. Αργότερα, όμως κατάλαβα πόσο δίκιο είχε, και πόσο σωστή και σοφή οδηγία ήταν.

Είναι δύο διαφορετικές επιλογές, δύο διαφορετικοί δρόμοι, το να γράφεις για σένα και το να γράφεις με αόρατο αποδέκτη, ακόμη κι αν έχεις στο νου σου, το ιδανικό σου κοινό. Είναι στοιχείο ωρίμανσης  η απόσταση που πρέπει να κατακτά από το υλικό του ένας δημιουργός.

Επέστρεψα στην Αφροδίτη, μετά από ένα χρόνο περίπου, με σχεδόν έτοιμη την πρώτη δισκογραφική δουλειά μου, το «Μαγικό κλειδί» και μέσα σε ένα χρόνο προχωρήσαμε στην διαμόρφωση των στίχων σε τραγούδια και μετά στην έκδοσή τους.

Το πιστεύω πάρα πολύ, και το επαναλαμβάνω σε νέους ανθρώπους, ότι είναι άλλο πράγμα να γράφεις για σένα και άλλο πράγμα να γράφεις θέλοντας να επικοινωνήσεις με τους άλλους ανθρώπους. Κι αφού το τραγούδι είναι τέχνη άρα αυτονόητα  προϋποθέτει την ανακάλυψη της τεχνικής του,  των μυστικών του. Και την κατακτάς, όταν μπορέσεις να αποκτήσεις την απόσταση από το υλικό σου.

Κρ.Π.: Τι εννοείς «απόσταση»;

Π.Κ.: Να μπορείς να υποτάξεις τον ναρκισσισμό σου στα επιτρεπτά εκείνα όρια που δεν αποκλείουν τον άλλο από το έργο σου. Να διατηρείς μια σαφή σχέση και γνώση του τι προηγήθηκε της δικής παρουσίας αλλά και του στόχου, του προσωπικού σου…

Εγώ ήμουν τυχερός, γιατί βγήκα σε μια περίοδο που ακόμα δισκογραφούσαν πολύ σημαντικοί και μεγάλοι Έλληνες, και άρα δημιουργούσαν και τον πήχη που προσπαθούσε ο καθένας να φτάσει ή να υπερβεί. Η πολύ σημαντική παραγωγή που ακόμη υπήρχε στο ελληνικό τραγούδι, διαμόρφωνε κριτήρια και πολύ απαιτητικά μάλιστα κριτήρια. Τότε, έγραφαν ακόμα ο Γκάτσος, ο Σαββόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Μικρούτσικος. Οι φλέβες του ελληνικού τραγουδιού πάλλονταν.

Κυριαρχούσε το τραγούδι που αποκαλέσαμε έντεχνο, και σωστά το αποκαλέσαμε έτσι γιατί είχε και πρόθεση και σαφή στόχο καλλιτεχνικό. Και μια ζωή πολιτιστική γεμάτη εκπλήξεις και θαύματα.

Κρ.Π.: Πόσο βοήθησε η τέχνη σου την ζωή σου;

Π.Κ.: Ο Σεφέρης έλεγε «Πρέπει να ζει κανείς όπως σκέφτεται, διαφορετικά γρήγορα καταλήγει να σκέφτεται όπως έχει ζήσει». Και να γράφει όπως ζει. Ακολούθησα αυτή τη συμβουλή κι όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισα στη ζωή και την τέχνη μου δεν το μετάνιωσα. Δεν αγάπησα καμία στιγμή την «ψευδοφάνεια» των καιρών. Το να παρουσιάζεσαι  διαρκώς διαφορετικός  απ’ ότι πραγματικά είσαι…

Δεδομένου ότι όλη η ζωή μου, τόσο η γραφή, όσο και οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες που πήρα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού,  ήταν ένας ενιαίος κύκλος και μια στάση ζωής. Ήταν μια πολιτική επιλογή.

Είτε αυτή η επιλογή ήταν η Μικρή Άρκτος, είτε ήταν οι Ακροάσεις Νέων Δημιουργών της Μικρής Άρκτου, είτε η λειτουργία μου σε συλλογικότητες και πρωτοβουλίες , όλα αυτά αποτελούν αδιαχώριστες συνιστώσες μιας ενιαίας έκφρασης και δράσης. Επέλεξα να ζω όπως σκεφτόμουν. Και δέχθηκα να πληρώσω και το κόστος αυτής της επιλογής. Και αυτό εξακολουθεί να είναι και το βασικό μου στοίχημα.

Νομίζω πως η Κρίση κι ο Πόλεμος που ζούμε αυτά τα χρόνια θα επαναθεμελιώσουν κριτήρια και αξίες και αιτήματα.

Κρ.Π.: Εάν και όπως… επιβιώσει, βέβαια η ελληνική κοινωνία…

Π.Κ.: Αυτό είναι το κοινό μας στοίχημα.  Εμείς οφείλουμε να το περιφρουρήσουμε και να το διεκδικήσουμε. Αν θέλεις και αυτό που ονομάζουμε «πνευματικοί άνθρωποι» θα πρέπει να είναι στην εμπροσθοφυλακή ενός αιτήματος επιβίωσης και άμυνας της κοινωνίας.

Νομίζω ότι ειδικά αυτή την περίοδο, οι Έλληνες δημιουργοί θα πρέπει να δουλέψουν όσο γίνεται περισσότερο, για να ενώσουν την κοινωνία στην αντιπαράθεσή της με όλο αυτό που συμβαίνει. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε όσο γίνεται περισσότερο παραγωγικοί. Ο πολιτισμός είναι ένας κρίκος που δένει την κοινωνία, ένας κρίκος που βοηθά την κοινωνική συνοχή και αντίσταση. Να τραγουδήσουμε, να εκφράσουμε, τις αγωνίες και τα αιτήματα του κόσμου.  Γιατί στην πραγματικότητα είναι ένας πόλεμος. Και η τέχνη οφείλει να δώσει τα πολεμοφόδια που χρειάζεται η κοινωνία αυτή τη στιγμή για να αμυνθεί.

Κρ.Π.: Και να ενώσει;

Π.Κ.: Ακριβώς. Η αμηχανία που νιώθουμε όλοι μας, (γιατί νομίζω στο ελληνικό τραγούδι, επικρατεί μία έντονη αμηχανία, τουλάχιστον στο κομμάτι που αφορά το λόγο), είναι και εύλογη και κατανοητή.

Από την άλλη μεριά, είναι η μόνη περίοδος που το παρόν παραμένει ατραγούδιστο. Δεν έχουμε καινούργια τραγούδια που να εκφράζουν το αίσθημα του κόσμου. Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα και μία πολύ μεγάλη απώλεια.

Αυτή την απόσταση θα πρέπει να την κερδίσει όσο γίνεται γρηγορότερα το ελληνικό τραγούδι, και δεν έχει σημασία να βγουν μεγάλες και κορυφαίες εργασίες, είτε στιχουργικές είτε μουσικές.

Σημασία έχει να υπάρξει η παρουσία των ίδιων των δημιουργών και να επαναθεμελιωθεί η σχέση τους με την κοινωνία. Σημασία έχει να είναι παρόντες οι δημιουργοί, μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό και τον πόλεμο.

Κρ.Π.: Έχω παρατηρήσει και μέσα από αυτά τα 2μιση χρόνια που πραγματοποιώ αυτή την ποιοτική έρευνα για την κρίση, τον δημόσιο διάλογο που δημοσιεύεται στο tvxs.gr, ότι η Ελλάδα κατά πλειοψηφία, δεν έχει φωνή – θέση, και όταν λέω Ελλάδα, εννοώ την ψυχή της, γιατί ο πολιτισμός είναι η ψυχή μιας χώρας. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, που όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Π.Κ.: Εγώ είμαι αισιόδοξος. Νομίζω ότι αυτή η διαδρομή θα αναγκάσει ανθρώπους να τοποθετηθούν. Γιατί ζούμε πρωτοφανείς καταστάσεις, που δεν τις έχουμε ζήσει, ειδικά οι μεταπολιτευτικές γενιές, και με κάποιον τρόπο σε καλούν να πάρεις θέση στα πράγματα.

Οι ευκολίες έχουν καταργηθεί, τα προσχήματα επίσης. Δεν υπάρχει άλλοθι για κανέναν μας. Οι ζωές μας έχουν αλλάξει. Και να προσθέσω κάτι: το ελληνικό τραγούδι, (όπως το διαμόρφωσαν οι ελληνικές αγορές την τελευταία εικοσαετία, και διαμόρφωσαν την φθίνουσα πορεία του όλα αυτά τα χρόνια) έζησε πριν από την ελληνική κοινωνία όλη αυτή την κρίση.

Έχω γράψει πριν δύο μήνες ένα άρθρο γι’ αυτό το θέμα, που έλεγα εκτός των άλλων, ότι

«Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει τον αληθινό εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο. Σε αντίθετη πορεία, το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων επέλεξε να ταυτιστεί και να εκφράσει το ψέμα μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεχάσει τον εαυτό της, την ιδιοπροσωπία της, τον ολοένα και πιο παρασιτικό προσανατολισμό της, λες κι έτσι θα σταματούσαν να λειτουργούν οι αντιφάσεις που τη χαρακτήριζαν. Το ελληνικό τραγούδι μέσα στη μικρομεσαία θάλασσα που έπεσε, ξέχασε να κολυμπά κι έτσι έμεινε για χρόνια στα ρηχά. Γι’ αυτό κι αποκαλύπτεται τώρα ο βασιλιάς πιο γυμνός από ποτέ στα μάτια όλων μας.»

Το ελληνικό τραγούδι, όμως, υπήρξε και υπάρχει μόνο στη σχέση του με την κοινωνία, είναι η εμπροσθοφυλακή του πολιτισμού μας,  δεν μπορεί να ζήσει ερήμην του παρόντος.

Κρ.Π.: Πολλοί αν όχι οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι της Ελλάδας είναι μάλλον κρατικοδίαιτοι και αλλοτριωμένοι πλέον, γι’ αυτό έχουν καθυστερήσει τόσο και μέσα από την τέχνη τους και γενικά να εκφράσουν το παρόν εδώ και δυόμιση χρόνια τουλάχιστον. Και είναι επίσης λίγοι εκείνοι που έχουν εκείνη την ψυχή, που είναι ικανή να τιμήσει το κοινό αίσθημα του λαού της Ελλάδας.

Π.Κ.: Αυτό που είναι πιο τρομοκρατικό, δεν είναι τόσο ότι οι παλιοί καλλιτέχνες, δεν εκφράζονται, αλλά το γεγονός ότι οι νέοι που βγήκανε την τελευταία δεκαετία, οι οποίοι όφειλαν να είναι οι νέοι πρωταγωνιστές είναι απόντες.

Κρ.Π.: Μιλούσα και για παλιούς και για νέους.

Π.Κ.: Όντως, ζήσαμε την αποστασία των διανοουμένων τα τελευταία χρόνια.  Επί Σημίτη, άλλωστε, οι διανοούμενοι δεν κυβερνούσαν; Τον εκσυγχρονισμό ως  μεγάλο όραμα της ελληνικής κοινωνίας ποιος τον διαπίστευσε;

Κρ.Π.: Σήμερα θα μπορούσε να γίνει μία εκδήλωση – διαμαρτυρία από καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπου θα σειόταν το… σύμπαν και θα ακουγόταν η φωνή της Ελλάδας παγκοσμίως. Αλλά δεν γίνεται τίποτα.

Π.Κ.: Μην ξεχνάς, ότι στην ιστορία του Οτσαλάν και στην ιστορία της Σερβίας, οι καλλιτέχνες μπήκαν πρώτοι και έγιναν τεράστιες και ογκωδέστατες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις.

Αμέσως μετά και όχι τυχαία, το ελληνικό τραγούδι ακολούθησε μία πορεία τόσο φθίνουσα που αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να υπάρξει ως εργαλείο συσπείρωσης και αντιπαράθεσης του ίδιου του κόσμου. Εγώ, νομίζω δεν ήταν τυχαίο αυτό. Νομίζω ότι το σύστημα, τρόμαξε λίγο εκείνη την περίοδο, με την αυτονομία των καλλιτεχνών από τα κόμματα και την αντιπαραθετική λογική τους.

Κρ.Π.: Και γιατί σήμερα δεν γίνεται κάτι ανάλογο, πιστεύεις; Μήπως γιατί στα προβλήματα των άλλων έχουμε… πιο ανοιχτά μάτια;

Π.Κ.: Γιατί από τότε και ύστερα ανέλαβαν οι αγορές να λύσουν το πρόβλημα… Και απλώς, κατέστρεψαν το ελληνικό τραγούδι και αμέσως μετά την ελληνική κοινωνία. Και όχι τυχαία. Γιατί ήταν ένα από τα πιο μαζικά, αμυντικά εργαλεία του ίδιου του κόσμου.

Πριν απ’ όλα το ελληνικό τραγούδι, είναι ένα από τα πιο βασικά εργαλεία διάσωσης της γλώσσας άρα της ταυτότητας του ίδιου του λαού. Έπειτα είναι το νήμα που δημιουργεί συνέχεια με την παράδοση και τέλος αποτελεί έκφραση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας.

Οι  αγορές απεχθάνονται όλα τα παραπάνω. Και τα πολέμησαν. Βέβαια, ακούμπησαν και στην αδράνεια και στην αδυναμία και στην έλλειψη συλλογικής αντίδρασης των ίδιων των δημιουργών. Αλλά δεν μπορούμε να απαιτούμε κι από τους έλληνες τραγουδοποιούς να λειτουργούν πάντα και ως μεσσίες.

Κρ.Π.: Και ο Θεοδωράκης όταν μίλαγε, τον έλεγαν γραφικό…

Π.Κ.: Έτσι. Ο κόσμος γενικά από το κακό και το καλό επιλέγει συνήθως ό,τι είναι πιο εύκολο. Και συνήθως το κακό είναι πιο εύκολα εφικτό. Θέλει πολύ δουλειά για να κάνεις «εύκολο» το δύσκολο. Νομίζω, ότι ίσως, είναι ακόμη νωρίς για να γίνει κάτι.

Ίσως το 2013, δούμε να αλλάζει όλο το τοπίο. Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία, ακόμα το σοκ που έχει υποστεί δεν το έχει μετατρέψει σε επίθεση..

Κρ.Π.: Δεν το έχει διαχειριστεί, γιατί ο καθένας προσπαθεί να διαχειριστεί ακόμα τις απώλειές του. Αλλά, όταν θα έχουν καταστραφεί όλα, να βγούμε να κάνουμε τί; Οι πνευματικοί άνθρωποι αυτού του τόπου έχουν καθυστερήσει πάρα πολύ να συνεργαστούν για κάτι κοινό, και έχουν ευθύνη γι’ αυτό.

Π.Κ.: Και εγώ από την δική μου την πλευρά όσες φορές προσπάθησα με άλλους μαζί  να ενώσουμε  ομάδες καλλιτεχνών, αντιμετωπίσαμε  και φόβο και επιφύλαξη, και αδράνεια. Και στους καλλιτέχνες όπως και στην κοινωνία υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Υπάρχει το μνημονιακό, και το στρατόπεδο εκείνο που θέλει μία άλλη πορεία αντίστασης και δημιουργικής ανασυγκρότησης.

Κρ.Π.: Και αυτοί οι άνθρωποι θα ‘πρεπε κάποτε να συνεννοηθούν…

Π.Κ.: Θα ‘πρεπε κάποτε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να ενωθούμε. Να λάβουμε μέρος σε αυτόν τον πόλεμο, γιατί παίρνουμε μέρος και με την αδράνειά μας και με την παθητικότητά μας. Γιατί, εν τω μεταξύ, οι ζωές μας καταστρέφονται. Το  ότι στέρησαν από αυτόν τον λαό το αίσθημα της ελπίδας, είναι το πιο σημαντικό και το πιο θεμελιακό. Γιατί περπατάς στην Αθήνα και βλέπεις ανθρώπους βουτηγμένους στη θλίψη, την απόγνωση και την απελπισία.  Γιατί ο πολιτισμός είναι από τους χώρους που έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες.

Κρ.Π.: Ναι, την ελπίδα και το μέλλον μας, όμως, ξέρουμε όλοι, ότι μόνοι μας την δημιουργούμε με τις πράξεις μας. Και υπάρχουν και οι άλλοι κάπου μισοί Έλληνες, που ανάμεσα σε αυτούς που λες, περπατάνε συνεχίζοντας να στηρίζουν όσους μας έφεραν ως εδώ! Η τέχνη και ο πολιτισμός, όμως, αντίθετα, αυτό το νόημα δεν έχουν; Να ξυπνάνε την ελπίδα στον κόσμο για να παλέψει, να αντισταθεί και να διεκδικήσει;

Π.Κ.: Ξέρεις, όμως, όλα αυτά τα χρόνια, και οι καλλιτέχνες όπως και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας σκεφτόταν όπως ζούσαν. Η ψευδοφάνεια που λέγαμε … Ενώ κανείς, όπως είπαμε πριν, πρέπει να ζει όπως σκέφτεται.  Έτσι δημιουργείται η πιο πλούσια εσωτερική περιουσία.-


Info
Σήμερα το απόγευμα η Μικρή Άρκτος και η Αλυσίδα Πολιτισμού IANOS θα παρουσιάσουν το βιβλίο ‑ cd, Τρεις τελείες του Παρασκευά Καρασούλου, μια επιλογή τραγουδιών από το έργο του στιχουργού.

Για την έκδοση θα μιλήσουν:
Γιώργος Ανδρέου, Δήμητρα Γαλάνη, Μαργαρίτα Μυτιληναίου και Ανταίος Χρυσοστομίδης

Ιανός, Τετάρτη, 19 Δεκεμβρίου 2012, στις 20:00. Σταδίου 24, Αθήνα.

Μια φορα κι ενα τραγουδι _ Κρυσταλια Πατουλη _ tvxs

Μια φορα κι ενα τραγουδι _ Κρυσταλια Πατουλη _ tvxs

——————————————————————-
17 Μαρ. 2012 Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί δημοσίως το ψευδώνυμο Άσιμος. Έκτοτε Φυσικά μετά από λίγο καιρό τα παράτησε μιας και στα υπόγεια (ο οποίος του έμαθε κιθάρα) και τον Γιώργο Κατσικαβέλη. Τα πρώτα τραγούδια
tvxs.gr/…/prepei-na-paizeis-tin-psyxi-soy-nikolas-asimos
Πριν από 3 ώρες είναι η μόνη περίοδος που το παρόν παραμένει ατραγούδιστο. Δεν έχουμε καινούργια τραγούδια που να εκφράζουν το αίσθημα του κόσμου.
tvxs.gr/…/paraskeyas-karasoylos-einai-i-moni-periodos-poy-paron-paramenei -atragoydisto
29 Μαρ. 2012 Αλ.Τσίπρας: «Μια αριστερή κυβέρνηση είναι εφικτή» ἀποφασίζει νὰ μιλήσει γιὰ πρώτη φορὰ δημόσια καὶ νὰ καταγγείλει τὴ Δικτατορία. Ἡ
tvxs.gr/…/giorgos-seferis-ayti-i-anomalia-prepei-na-stamatisei
9 Μαρ. 2012 Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα. Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά, σε μια
tvxs.gr/news/…/gynaika-toy-nikoy-kabbadia
19 Ιαν. 2012 Η μελοποιημένη ποίηση αξίζει στο ελληνικό τραγούδι, όχι γιατί «κατεβάζει» την ( Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος, μια
tvxs.gr/…/stayros-toy-notoy-thanos-mikroytsikos
11 Μαρ. 2012 Μια και ήτανε κοντά το αντίσκηνο στην εκκλησία, πήγαινε την Κυριακή να παπούτσια μας παίρνανε μια φορά το χρόνο και κείνο αν καταφέρναν να τα πάρουνε. «Το τραγούδι «Έχε γεια Παναγιά» μου το πρωτόπε ο Αχιλλέας
tvxs.gr/news/…/exe-geia-panta-geia-domna-samioy
9 Φεβ. 2012 Αδόλφος Χίτλερ και Εύα Μπράουν: Η αυτοκτονία μία μέρα μετά το γάμο. 1968 – στον ομώνυμο δίσκο υπάρχει και το τραγούδι «Nα’χα τη δύναμη»), Γιάννης Σπανός («Μιά φορά μονάχα φτάνει», «Σύννεφα πλατιά» κ.ά- 1964)
tvxs.gr/news/…/pos-na-sopaso-kostas-kindynis
Πριν από 9 ώρες Αδόλφος Χίτλερ και Εύα Μπράουν: Η αυτοκτονία μία μέρα μετά το γάμο. μέχρι τότε ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε μόνο ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Το έργο εκδίδεται τελικά το 1961, για πρώτη φορά σε δίσκο 33 στροφών,
tvxs.gr/…/kai-moylees-gie-pos-ol-ayta-ta-oraia-thanai-dika-mas-giannis-ritsos
Πριν από 3 ώρες Όλες σχεδόν οι κριτικές που γράφτηκαν στον Τύπο χαρακτήρισαν τον Σταυρό του Νότου ως μία ατυχή παρένθεση στη δημιουργική μου πορεία.
tvxs.gr/news/moysiki/stayros-toy-notoy-thanos-mikroytsikos
8 Δεκ. 2011 Θα αφηγηθώ μια περίεργη ιστορία του τραγουδιού που λέγεται «Η τίγρη»: Ο Πατούλη για τη στήλη του tvxs.gr: «Μια φορά κι ένα τραγούδι«.
tvxs.gr/news/…/i-tigri-xainis-dimitris-apostolakis
25 Δεκ. 2011 Λέω λοιπόν ας γράψουμε το τραγούδι με το μυαλό και μετά το περνάμε Μου έρχεται, λοιπόν, μια ιδέα: Παίρνω τα περιοδικά που έβγαζε ο Έβγαινε λοιπόν εκείνος κάθε φορά και τους έλεγε «Κοιμάμαι! Τι κάνετε εδώ απ’ έξω;».
tvxs.gr/…/miafora-ki-ena-tragoydi-pote-boydas-pote-koydas
28 Οκτ. 2011 ZAZ (Je Veux) – Μουσική και στίχοι, χωρίς… λόγια για τη στήλη «Μια φορά κι ένα τραγούδι«. Προσφέρετέ μου μια σουίτα στο Ritz… Δεν τη θέλω!
tvxs.gr/…/kalosorisate-sti-diki-moy-pragmatikotita
28 Νοεμ. 2011 Το «Νιώσε με» πάντα πίστευα ότι είναι ένα διαχρονικό τραγούδι, μια μπαλάντα Για παράδειγμα, τα «Ρώσικα μου μάτια» και το «βαλς» που Μόλις το άκουσε ο Μανώλης για πρώτη φορά, μου είπε «Πω, ρε Πέτρο, φοβερό!
tvxs.gr/…/niose-me-o-petros-bagiopoylos-gia-tvxs
8 Οκτ. 2011 Τίποτα δεν πήγε χαμένο, ούτε μία στιγμή, γιατί το τραγούδι είναι απλή τέχνη κι όταν γίνεται… ζητάει σκηνή να πατήσει, σανίδι να φθαρεί, κορμιά
tvxs.gr/…/miafora-ki-ena-tragoydi-ki-eimast-akoma-zontanoi
13 Οκτ. 2011 Μέσα σ’ αυτό το τραγούδι ένιωσα, για πρώτη φορά, την οδύνη σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη κι ύστερα μένεις μόνη. Σ’ αυτούς τους στίχους
tvxs.gr/…/miafora-ki-ena-tragoydi-eytyxia-papagiannopoyloy
6 Σεπτ. 2011 Μια φορά κι ένα… τραγούδι: «Μικρές περιπλανήσεις», από την Κρυσταλία Μια παρέα που της άρεσε να κάνει μικρά και φαινομενικά άσκοπα
tvxs.gr/…/μουσική/μιαφοράκι-ένα…-τραγούδι-«μικρές-περιπλανήσεις»-από -την-κρυσταλία-πατούλη
24 Οκτ. 2011 «Τις νταλίκες, τις γράψαμε με τον Ρασούλη. Είχε ένα κατεβατό από στίχους ως συνήθως… και έπρεπε να διαλέξω. Έτσι, επέλεξα αυτούς τους
tvxs.gr/…/miafora-ki-ena-tragoydi-o-xristos-nikolopoylos-thymatai
16 Σεπτ. 2011 «Κάθε φορά που πήγαινα να γράψω ένα τραγούδι, ήταν σαν το Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριε, Γενάρης δεν είναι τα Φώτα; Και τα νερά
tvxs.gr/…/μουσική/μιαφοράκι-ένα-τραγούδι-ατομική-μου-ενέργεια
20 Σεπτ. 2011 Μια φορά κι ένα τραγούδι: Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τσιτσάνη Ενώ ήταν ένας απλός, κι ένας βλάχος, έκανε εκπληκτικά τραγούδια.
tvxs.gr/…/μουσική/μιαφοράκι-ένα-τραγούδι-ο-ντίνος-χριστιανόπουλος-για- τον-τσιτσάνη
29 Σεπτ. 2011 Μια φορά κι ένα τραγούδι: «Η Ζήνωνος, πια, δεν είναι μια οδός» Νίκος Ζούδιαρης Αυτό το τραγούδι αναφέρεται στην εποχή που εγκατέλειπε ο
tvxs.gr/…/μουσική/μιαφοράκι-ένα-τραγούδι-«η-ζήνωνος-πια-δεν-είναι-μια– οδός»-νίκος-ζούδιαρης
6 Οκτ. 2011 Ο συνθέτης Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και η ηθοποιός – σεναριογράφος Ελένη Ράντου, μιλούν στο tvxs και την Κρυσταλία Πατούλη για τη στήλη
tvxs.gr/…/pethainoyme…-na-zisoyme-me-maxairitsa-–-rantoy-sto-tvxs
18 Σεπτ. 2011 Mια φορά κι ένα τραγούδι: Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης μιλά στο tvxs. 16:09, 18 Σεπ Πές μου μια φορά την αλήθεα… γιατί με παραμυθιάζεις έτσι;
tvxs.gr/…/μουσική/mια-φοράκι-ένα-τραγούδι-ο-δημήτρης-ζερβουδάκης-μιλά -στο-tvxs
12 Σεπτ. 2011 Mια φορά κι ένα… τραγούδι: «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» από την Κρυσταλία Κάποια στιγμή σε μια ομίγυρη , προφανώς γιατί εγώ φορούσα τότε τα
tvxs.gr/…/μουσική/mια-φοράκι-ένα-τραγούδι-«αχ-ελλάδα-σ’-αγαπώ»-από- την-κρυσταλία-πατούλη
3 Νοεμ. 2011 Τεράστιες ουρές και ταλαιπωρία στις ΔΟΥ για τα τέλη κυκλοφορίας …. Μια ημέρα που είχαμε φωνολιψία και έβγαζα ένα τραγούδι μου, και η φωνολιψίες …. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, αλλά γρήγορα
tvxs.gr/…/na-os-efera-ta-mpoyzoykia-stin-simerini-doksa-nikos-mathesis
4 Ιαν. 2012 Με βοήθησαν ακόμα κι αυτοί που με ταλαιπώρησαν. Εκείνος ο γελοίος ο για το » Νιώσε με» · Μια φορά κι ένα τραγούδι: Χρήστος Νικολόπουλος
tvxs.gr/…/ki-erxetai-i-stigmi-dionysis-sabbopoylos
5 ημέρες πριν Κάθε φορά που θα περνούσα απ’ το σπίτι της – κι ήταν αυτός ο δρόμος του Μοναδική του διασκέδαση ήταν, μπροστά μας ακριβώς, μια
tvxs.gr/…/isos-mia-mera-otan-xatho-napoleon-lapathiotis
19 Δεκ. 2011 Είχα στείλει τα τραγούδια στον Μίκη Θεοδωράκη, το Γενάρη 1971, νομίζω, στο Κι αυτό το τίποτα έπρεπε να το αξιοποιήσουν, και για να έχει μία
tvxs.gr/…/poios-ti-zoi-moy-poios-tin-kyniga-manos-eleytherioy
8 Νοεμ. 2011 Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω …. Μουσική · Μια φορά κι ένα τραγούδι · Κώστας Καρυωτάκης. Κοινότητα
tvxs.gr/news/…/toylaxiston-kostas-karyotakis
19 Νοεμ. 2011 Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ώς το τέλος μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και
tvxs.gr/…/markos-bambakaris-thelo-na-eimai-perifanos
14 Μαρ. 2011 Καθόμουν χτες το βράδυ, και άκουγα πάλι τα τραγούδια του. Προτελευταία φορά, δώσαμε ραντεβού στον Ιανό τη βραδιά που τραγούδησε α Είναι ένα πικρόχολο τραγούδι για μια ωραία κοπέλα που ήθελα, μέσα από το
tvxs.gr/…/εδώ-είναι-του-ρασούλη-της-κρυσταλίας-πατούλη
15 Μαρ. 2012 «Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου ;» …. Μουσική · Εκδόσεις Πελεκάνος · Μια φορά κι ένα τραγούδι
tvxs.gr/…/anathema-ta-ta-talara-konstantinos-theotokis

Την ύστατη ώρα, ας έρθει μια μπόρα… Του Λάζαρου Μαυροματίδη

04:06, 04 Ιουν 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/96359

«Παιδιά καλησπέρα και πολλούς χαιρετισμούς στην πατρίδα. Πρόσφατα ηχογράφησα ένα τραγούδι μου εμπνευσμένο από την όλη κατάσταση… Όπως και να έχει με ενδιαφέρει πρωτίστως η γνώμη σας ως ακροατές και σκεπτόμενοι άνθρωποι που εκτιμώ ιδιαίτερα… Γενικώς δεν αποσκοπώ σε κάτι περισσότερο από το να ακουστεί η φωνή μου μέσα σε αυτό το διάλογο που προσπαθούμε να ανοίξουμε…» Λ.Μ.

Ο Λάζαρος, είναι για μένα ο… άυλος μεταφραστής από τη Λυόν. Δεν τον έχω δει ποτέ, ούτε σε φωτογραφία. Μου τον… σύστησε ο επίσης διαδικτυακός φίλος μου, Κώστας Ντάρας, τον οποίο «γνώρισα» και εκείνον ως… ιμέηλ από τη Γαλλία, μια νύχτα. Από την Κρυσταλία Πατούλη

Συγκεκριμένα, έλαβα από τον Κώστα μία απάντηση για τη δημοσιογραφική έρευνα με τίτλο «Τι πρέπει να κάνουμε», όπου ο ίδιος, εμπνεόμενος από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων σ’ αυτόν τον δημόσιο διάλογο του tvxs.gr, φαντάστηκε, πώς θα ήταν -αν γινόταν- να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, ο Νικόλας Άσιμος μέσα από τους στίχους του!

Ο Κώστας, στη συνέχεια, μου σύστησε, και άλλους Έλληνες που ζουν και εργάζονται στη Γαλλία, καταξιωμένους ο καθένας στο αντικείμενό του, που αγωνιούν για την πατρίδα τους…

Κάποια στιγμή, προσπαθώντας να βρω έναν εθελοντή μεταφραστή για ένα άρθρο (από τα Ελληνικά στα Γαλλικά), το οποίο, κατόπιν, δημοσιεύτηκε στη Γαλλία, όπως και στο tvxs.gr, έγινε και η σύσταση (συνεχίζονται τα εισαγωγικά) με τον Λάζαρο:

Όσο κι αν φανεί περίεργο, λοιπόν, δεν γνωρίζω τίποτε άλλο γι αυτόν, όπως είπα. Δεν έτυχε μέχρι σήμερα να ρωτήσω ποτέ. Ούτε κι αυτός εμένα. Ξέρω μόνο ότι ξενυχτάει για να μεταφράζει, και δουλεύει εθελοντικά από τότε, όπως όλοι, για τα συγκεκριμένα άρθρα και την επικοινωνία τους κυρίως στο εξωτερικό, μέσα από αυτήν την τυχαία, άτυπη, και οριζόντια οργανωμένη -άναρχα- μικρή συλλογικότητα, που την δένει κάτι κοινό: η κατάσταση στην Ελλάδα και το να προσπαθούμε να ακουστεί η «φωνή» της στους ξένους.

Ανταλλάσσουμε από τότε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες ιμέηλ και πλέον η… ηλεκτρονική μας επικοινωνία επεκτάθηκε, αφού προσχώρησε σε αυτήν, επίσης άτυπα, εκτός από τον δημοσιογράφο φιλέλληνα Λαμάρκ, και άλλοι εθελοντές δημοσιογράφοι, αρθογράφοι και μεταφραστές, από την Ελλάδα και κυρίως τη Γαλλία, και διευρύνεται συνεχώς…

Σήμερα, σηκώθηκα από τον ύπνο μου, όπως πολύ συχνά μου συμβαίνει κυρίως, τα τελευταία δύο χρόνια… και καθώς άνοιξα το κομπιούτερ μου, βρήκα το παρακάτω μήνυμα από τον Λάζαρο:

«Παιδιά καλησπέρα και πολλούς χαιρετισμούς στην πατρίδα. Πρόσφατα ηχογράφησα ένα τραγούδι μου εμπνευσμένο από την όλη κατάσταση… Όπως και να έχει με ενδιαφέρει πρωτίστως η γνώμη σας ως ακροατές και σκεπτόμενοι άνθρωποι που εκτιμώ ιδιαίτερα… Γενικώς δεν αποσκοπώ σε κάτι περισσότερο από το να ακουστεί η φωνή μου μέσα σε αυτό το διάλογο που προσπαθούμε να ανοίξουμε…» Λ.Μ.

Του έχω ζητήσει να μου πει κι άλλα για τον εαυτό του και αναμένω, τι άλλο; Ιμέηλ…

Όταν κοιτάζω δεξιά
με πιάνει πόνος στην καρδιά
γραβάτες, πρόβατα, σωροί από κόμματα
νεκροταφεία ιδεών
και κομματόσκυλα σαν τα μαντρόσκυλα
στα εκτροφεία οπαδών.

Όταν κοιτάζω αριστερά
με πιάνει πόνος στην καρδιά
καθένας μόνος του αυτός κι ο δρόμος του
διαμαρτυρία περιοπής
κι όταν τελειώνουμε
μαζί πληρώνουμε
την ήττα της συγκομιδής.

Τηλεόραση, ασφαλίτες, Πασόκοι και φασίστες
κι ένας λαός που ξεψυχά…
την ύστατη ώρα ας έρθει μια μπόρα
για να ξεπλύνει τη σκουριά.

Δεν ξέρω αν ψάχνω για λαό
ή ίσως για πρωθυπουργό
και φτιάχνω κόμματα κι άλλα προσχώματα
απ’ τον εαυτό μου να κρυφτώ,
σε ιδεολογήματα
ή μες στα χρήματα
αρέσκομαι να κολυμπώ.

Το παρελθόν μου όμως ξεχνώ
κι ίσως γι’ αυτό το ξαναζώ
όσοι μου μοιάζουνε καταδικάζουνε
ο,τι είναι διαφορετικό
κι η ανωτερότητα
λαμβάνει οντότητα
με χαρακτήρα γονιδιακό.

Τηλεόραση, ασφαλίτες, Πασόκοι και φασίστες
κι ένας λαός που ξεψυχά…
την ύστατη ώρα ας έρθει μια μπόρα
για να ξεπλύνει τη σκουριά.

To τραγούδι του Λάζαρου Μαυροματίδη, με τίτλο «Περισκόπιο» (Lyon, 28.05.2012). Γράφτηκε με αφορμή τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές το Μάη του 2012.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες. Γιάννης Ρίτσος

03:05, 01 Μάιος 2012 | tvxsteam tvxs.gr/node/92871

Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ» ο Γιάννης Ρίτσος στον Μίκη Θεοδώρακηγια τον «Επιτάφιο».

Μάιος 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κηρύττουν απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων (αφιέρωμα Α,Β). Σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώνονται μαζί τους και η απεργία αποκτά πανεργατικό χαρακτήρα. Οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν στην πορεία των εργατών να πλησιάσει στο κτίριο διοίκησης της πόλης. Στις 9 Μαΐου πραγματοποιούνται σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και τοπικών αρχών που έχουν σαν απολογισμό δεκάδες τραυματίες και 12 νεκρούς. Ο λαός της Θεσσαλονίκης ξεσηκώνεται και η απεργία αποκτά χαρακτήρα εξέγερσης.

Αυτή η μέρα είναι παραπάνω από σημαδιακή όχι μόνο για τα θλιβερά επεισόδια αλλά κυρίως γιατί αποτέλεσε την αφορμή για την ποιητική στροφή ενός ολόκληρου έθνους. Την επόμενη μέρα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης η εικόνα της μάνας του διαδηλωτή Τάσου Τούση, που θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της. Ο Γιάννης Ρίτσος στιγματίζεται και εμπνέεται ξεκινώντας να γράφει τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο».

Σε 3 μέρες γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει 3 από αυτά στο φύλλο της εφημερίδας του Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου:

Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό;

Για τους δικούς σου κόπους την πλερωμή σου ζήτησες απ΄ άδικους ανθρώπους.

Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι, τον ίδρωτά σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι.

Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιόντας, με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας.

Και χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια και σούπιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια.

Τώρα οι παλάμες σου οι αχνές, μονάκριβέ μου κρίνε, σα δυο πουλάκια ανήμπορα και πληγωμένα μου είνε.

Που τα φτερά τους δίπλωσαν και πια δε φτερουγούνε και τα κρατώ στα χέρια μου και δε μου κελαϊδούνε.

Ω, γιε μου, αυτοί που σ΄ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.

Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.

Εν το μεταξύ ο αγώνας των εργαζομένων δικαιώνεται με την αποδοχή των αιτημάτων τους, την ίδια ώρα που το έργο του Ρίτσου λογοκρίνεται έντονα από τοπικές αρχές και πολιτικούς. Στις 8/6/1936 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, ενώ το εξώφυλλο του βιβλίου (ξυλογραφία) επιμελείται ο χαράκτης Λυδάκης. Η έκδοση προκαλεί έντονες αντιδράσεις από τη δικτατορία Μεταξά οι οποίες και οδηγούν στην πυρά πληθώρα αντιγράφων.

Με τα γεγονότα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου η Ελλάδα  χάνει μέρος από την πολιτιστική της αίγλη. Ο «Επιτάφιος», μετά από τον 20χρονο παραγκωνισμό του, είναι έτοιμος να δώσει νέα πνοή στην ελληνική ποίηση. Ο Ρίτσος με την επιστροφή του από την εξορία αναδημοσιεύει τα έργα του και στέλνει τον «Επιτάφιο» στον Μίκη Θεοδωράκη με την αφιέρωση «το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά  στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».

Ο συνθέτης μελοποιεί τμήμα του έργου στο αυτοκίνητό του περιμένοντας την γυναίκα του να επιστέψει από τα ψώνια της σε ένα παρισινό σούπερ μάρκετ. Σημειώνει με μολύβι τις νότες στο περιθώριο κάθε σελίδας του βιβλίου που του είχε στείλει ο Ρίτσος. Ο Μίκης στέλνει την μουσική σύνθεση στον Μάνο Χατζιδάκη, το Γιάννη Ρίτσο και τον Βύρωνα Σάμιο.

Ο Χατζιδάκης ηχογραφεί την πρώτη λυρική έκδοση με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί το Γιάννη Ρίτσο αλλά και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη που βρίσκει τελικά στο πρόσωπο του Γρηγόρη Μπιθικώτση τον τέλειο εκφραστή (**). Ο λαϊκός και αγωνιστικός χαρακτήρας του έργου κάνουν διστακτικό ακόμα και τον ποιητή. Οι αντιδράσεις κυρίως για την επιλογή του ερμηνευτή (***) ήταν έντονες από διανοούμενους και πολιτικούς της εποχής, γιατί μέχρι τότε ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε μόνο ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια.
Το έργο εκδίδεται τελικά το 1961, για πρώτη φορά σε δίσκο 33 στροφών, με τη φωνή (****) του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Το εκπληκτικό αποτέλεσμα και η απολαβή του κόσμου κάνουν τον Γιάννη Ρίτσο να δηλώσει: «Ήμουν λάθος! Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους!».

Ο Γιάννης Ρίτσος δηλώνει στον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη:«Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».

Ο Επιτάφιος αποτελεί έργο ξεχωριστό που συνδυάζει μοναδικά  το λαϊκό στοιχείο, την έντεχνη μουσική και την ποίηση. Ήταν η αρχή, το πρώτο βήμα για να έρθει ο Έλληνας κοντά στην ποίηση.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

(Από τη σύνθεση «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ», βλ. συγκεντρωτική έκδοση του Γιάννη Ρίτσου, Ποιήματα (Α’ τόμος, 1978, σ. 168)


Η 1 Μαΐου έχει χαρακτηρισθεί σχεδόν παγκόσμια ημέρα αργίας (αν και είναι απεργία) διατυπώσεων των διεκδικήσεων των εργαζομένων, αφού είναι ταυτισμένη με το εργατικό κίνημα, όταν το 1886 έγιναν οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Σικάγο με αίτημα τα τρία οχτάρια: οχτώ ώρες εργασίας, οχτώ ψυχαγωγία και οχτώ ύπνος. Στην Ελλάδα, η απεργία των καπνεργατών του 1936 στη Θεσσαλονίκη βάφτηκε με αίμα που καταγράφηκε, στις εφημερίδες της άλλης ημέρας, με την χαρακτηριστική φωτογραφία της μάνας που θρηνεί πεσμένη στα γόνατα πάνω από το σκοτωμένο της παιδί. Η συγκεκριμένη φωτογραφία ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο»: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/μέρα Μαγιού σε χάνω…» που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδώρακης.

(*) Ο Επιτάφιος είναι το πρώτο έργο που παρουσιάζει ο Μίκης Θεοδωράκης μετά την επιστροφή του από το Παρίσι.
(**) Το έργο εκδίδεται και πάλι το 1963 με την Μαίρη Λίντα και τον Μανώλη Χιώτη
(***) Ο Γιάννη Ρίτσος μιλά για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
(****) Τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση συνοδεύει το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη.

Δείτε το αφιέρωμα ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ: Ρίτσος διαβάζει, Μίκης διευθύνει… Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη.
Μπορείτε να κατεβάσετε το έργο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ από εδώ.
Κατεβάστε και ακούστε τις δισκογραφικές παρουσίες του Γιάννη Ρίτσου εδώ.
(melodia.gr, orfeas.gr, ritsosgiannis.blogspot.com/, http://ibisclub.blogspot.com)

Σταυρος του Νοτου _ Θανος Μικρουτσικος

Σταυρός του Νότου. Θάνος Μικρούτσικος

16:01, 19 Ιαν 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/82313

Η πρώτη αντίδραση του Πατσιφά δεν ήταν ενθαρρυντική γιατί δεν του άρεσε ο Καββαδίας ως ποιητής, παρ’ όλα αυτά μου έδωσε το πράσινο φως να μπω στο στούντιο και να ηχογραφήσω […] Αισθάνθηκα πως μου το έκανε ως χάρη, κάτι που αργότερα το παραδέχτηκε και ο ίδιος κατά τη διάρκεια της πρώτης ακρόασης του δίσκου: «Σε αγαπάω πολύ και σε πιστεύω, αλλά αυτόν τον δίσκο θεώρησέ τον ως ένα δώρο από μένα. Δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε χίλια αντίτυπα!»

Δεν ήταν όμως μόνον ο Πατσιφάς που είχε εκείνη την άποψη, αλλά και πολλοί δικοί μου άνθρωποι, φίλοι, ακόμη και ο αδερφός μου. Ο Αντρέας, μάλιστα, που έγραφε με ψευδώνυμο κριτικές δίσκων σε ένα μουσικό περιοδικό, έγραψε «Τι κρίμα για αυτόν τον συνθέτη να κυκλοφορήσει έναν τέτοιο δίσκο!». Μάλιστα, το συνέχισε, γράφοντας «Ο δίσκος θα έπρεπε να συνοδεύεται και από λεξικό άγνωστων λέξεων, γιατί υπάρχουν περισσότερες από εβδομήντα άγνωστες λέξεις σε έντεκα τραγούδια».

Όλες σχεδόν οι κριτικές που γράφτηκαν στον Τύπο χαρακτήρισαν τον Σταυρό του Νότου ως μία ατυχή παρένθεση στη δημιουργική μου πορεία.
Στην Καθημερινή –την οποία είχαν γραφτεί διθύραμβοι για την Καντάτα για τη Μακρόνησο- γράφτηκε πως ο Σταυρός του Νότου είναι ένας πληκτικός δίσκος και το κείμενο κατέληγε «Ευχόμαστε στον ταλαντούχο συνθέτη να τον ξεχάσει το συντομότερο δυνατόν». Με κατηγόρησαν για πληκτική μελωδική ανάπτυξη, λόγω των επαναλαμβανόμενων μοτίβων, αλλά τους διέφευγε πως ο ίδιος ο Καββαδίας δεν έγραφε κουπλέ-ρεφρέν, αλλά αφηγηματικό παραμύθι πολλών στροφών.

Προσπαθώντας να καταλάβω τον λόγο αυτής της γενικευμένης απόρριψης του δίσκου, κατάληξα στο συμπέρασμα πως εκείνο που ενόχλησε τους περισσότερους δημοσιογράφους και κριτικούς δεν ήταν τόσο τα τραγούδια αυτά καθαυτά, αλλά η επιλογή του Καββαδία, γιατί δεν τον θεωρούσαν σπουδαίο ποιητή.

Αυτό ήταν μια πραγματικότητα εκείνη την εποχή στη Νεοελληνική Γραμματεία ο Καββαδίας είχε καταχωρηθεί ως ένας ποιητής κάτι λιγότερο από ελάσσων.

Από το 1933 που κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή -το Μαραμπού- έως το 1975 που πέθανε, ο Καββαδίας είχε χαρακτηριστεί ως «ποιητής ημερολογίου» και τον χαρακτήριζαν επιπόλαια ως «ποιητή της θάλασσας και των ναυτικών», ως έναν ελάσσονα ηθογράφο, δίνοντας αρνητικό πρόσημο σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, υποτιμώντας τη συμβολή του στην ελληνική ποίηση.

Δεν του είχαν αναγνωρίσει ούτε τον εξαιρετικό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας, αλλά ούτε τα επίπεδα των νοημάτων που «κρύβονταν» στην ποίησή του.

Η μελοποιημένη ποίηση αξίζει στο ελληνικό τραγούδι, όχι γιατί «κατεβάζει» την υψηλή ποίηση στον λαό, όπως υποστήριξαν πολλοί –δεν θεωρώ πως τη δικαιώνει αυτή η πρόθεση από μόνη της-, αλλά γιατί έχει την ικανότητα να φωτίζει κρυμμένα επίπεδα του ποιήματος.

Όσο σπουδαιότερο είναι ένα ποίημα, τόσο περισσότερες διαστάσεις έχει, ποτέ ένα σπουδαίο ποίημα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται στην πρώτη ανάγνωση.

Για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε απλώς ένα ποίημα, φέρνοντάς το στα μέτρα της προκάτ συνθετικής μας άποψης, προσπαθώντας να το χωρέσουμε μέσα στις ευκολίες και στις μανιέρες μας.

Χρειάζεται να το αποκαλύπτουμε, να το φωτίζουμε. Αυτός ήταν και ο λόγος της επιτυχίας εκείνου του δίσκου, εκτός αν κάποιος θεωρεί πως ξαφνικά όλη η Ελλάδα άρχισε να τραγουδάει για τη ζωή των ναυτικών!

Για μένα ο Καββαδίας δεν είναι ο ποιητής της θάλασσας και των ναυτικών –αυτά τα χρησιμοποίησε σχεδόν προσχηματικά-, αλλά ένας ποιητής που μίλησε για την ελευθερία, για την αξία της ανατροπής, για τη δύναμη της ζωής χωρίς συμβάσεις. Αυτά τα επίπεδα προσπάθησα να αναδείξω με τη μελοποίησή μου, και φαίνεται πως δικαιώθηκα, αν αναλογιστούμε πως αυτά τα τραγούδια έγιναν πολύ αγαπητά, κυρίως στη νεολαία, και πως έχουν ήδη περάσει σε μια Τρίτη γενιά.

Με αυτά τα τραγούδια ο Κούτρας παίρνει το χρίσμα του σπουδαίου ερμηνευτή και ταυτόχρονα ταυτίζεται στη συνείδηση του κόσμου με αυτή την εργασία. Τους πρώτους έξι μήνες ο δίσκος πούλησε περίπου πενήντα χιλιάδες αντίτυπα και από τότε μέχρι σήμερα οι πωλήσεις έχουν υπεργεί το ένα εκατομμύριο.» Θάνος Μικρούτσικος

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος, μια αυτοβιογραφία μέσα από 24 συναντήσεις«, Οδυσσέας Ιωάννου, εκδόσεις Πατάκη, 2011)

Σταυρός του Νότου

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Αιμιλία Σαρρή

Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου ‘πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ‘χεις μπει

Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό

Το ʼλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
μου ‘πες με φωνή ετοιμοθανάτου
να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά

ʼλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή

Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής


Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Σε ποίηση Νίκου Καββαδία
Τραγουδούν: Γιάννης Κούτρας, Αιμιλία Σαρρή, Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Επτά από τα τραγούδια του δίσκου ακούστηκαν στην τηλεοπτική σειρά «ΠΟΡΕΙΑ 090»
σε σενάριο και σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά.
1979. LYRA

1. KURO SIWO (2:29)
2. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (2:54)
3. ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (4:50)
4. ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ (4:08)
5. ΓΥΝΑΙΚΑ (6:10)
6. ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ (5:13)
7. FEDERICO GARCIA LORCA (3:16)
8. ΑΡΜΙΔΑ (1:41)
9. CAMBAY’S WATER (3:59)
10. ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ (2:41)
11. ΠΙΚΡΙΑ (3:16)

Ποιος τη ζωη μου ποιος την κυνηγα. Μανος Ελευθεριου

«Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά;» Μάνος Ελευθερίου

07:12, 19 Δεκ 2011 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/79222

Συγγραφέας, ποιητής και ένας από τους σημαντικότερους έλληνες στιχουργούς ο Μάνος Ελευθερίου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη , συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs, για τα παράλογα χρόνια που ζούμε, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής, όπως και για τους στίχους του «Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά…»

Τι έχετε να πείτε για την σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα;
Εκείνο που φοβάμαι είναι μήπως φτάσει ο κόσμος κάποια στιγμή στον εμφύλιο. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί. Και βεβαίως ότι οι κρατούντες ίσως… θα τρέχουνε από χωρίου εις χωρίον να σωθούνε. Διότι ο κόσμος δεν αντέχει πια τούτο το ρεζιλίκι.

Τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνουμε;
Τίποτα. Θα γίνουν πάλι αυτά που γίναν με τα Δεκεμβριανά.
Δεν ξέρω τι να κάνουμε. Εκείνη τη στιγμή, την άγια τη στιγμή, θα γίνει κάτι.

Ο Θεός και η ψυχή μας δηλαδή…
Ακριβώς.

Θέλετε να μας πείτε για τους στίχους «Ποιός τη ζωή μου…»;
Είχα στείλει τα τραγούδια στον Μίκη Θεοδωράκη, το Γενάρη 1971, νομίζω, στο Λονδίνο που έμενε τότε με τη Μαρία Δημητριάδη και από ότι μου έγραψε μετά η Μαρία, ο Μίκης μόλις τα έλαβε κάθισε και έγραψε τα τραγούδια αυθημερόν και συμπεριελήφθησαν μετά στο δίσκο «Τα τραγούδια του αγώνα». Αλλά ούτε θυμάμαι πως γράφτηκαν. Τίποτα δεν θυμάμαι. Ήταν δύσκολη εποχή, μέσα στη δικτατορία.
Κι έχω καιρό να το ακούσω. Αλλά νομίζω ότι έχει αντίκτυπο στον κόσμο. Από ότι μου έλεγε ο Κατσιμίχας όποτε το τραγουδάνε το αποθεώνουν.

Τι θέλατε να πείτε με τη φράση: «Που πήγε αυτός που ξέρει να μιλά»;
Ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μπορούσαν να κάνουνε κάτι και εξαφανίστηκαν. Αν είχαν τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες να αναδειχτούν σε ηγετικές μορφές θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και τις ευρωπαϊκές χώρες.
Για παράδειγμα, είχα γνωρίσει κάποιον εκείνα τα χρόνια που το έγραψα, ο οποίος θα γινόταν μεγάλη πρσωπικότητα αλλά πέθανε στα 28 του χρόνια.

Για κάποιον μες τον κόσμο είναι αργά…
Ναι. Ήταν και γι αυτόν αυτός ο στίχος. Θα γινόταν πολύ σημαντικός κριτικός βιβλίων, συγγραφέων, ήταν μεγάλη μορφή… Αλλά αλλιώς τα είχε κανονίσει ο Πανάγαθος και τον πήρε κοντά του (τα λέμε… έτσι όπως τα λέει και πολύς κόσμος).

Σήμερα, ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο;
Ναι, για τον Μάρκο Βαμβακάρη. Με αυτόν ασχολούμαι αυτό τον καιρό. Δηλαδή γράφω για τη Συριανή κοινωνία που έζησε την περίοδο από το 1905 μέχρι το 1920. Ήθελα να δω μέσα σε πιο κλίμα μεγάλωσε τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής του, στη Σύρα, οποιοδήποτε θέμα προτάσσει την αυτοβιογραφία του… ώστε να δω, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έζησε στη Σύρα.

Τα βιογραφικά των συγγραφέων ή των συνθετών, συνήθως ξεκινούν με την ημερομηνία γέννησης και αμέσως περνάνε στις σπουδές…
Έτσι είναι. Κι όμως, διαμορφώθηκε πάρα πολύ η προσωπικότητα και η συνείδησή του εκείνη την περίοδο. Ήταν καθοριστικά τα χρόνια που έμεινε στη Σύρο.

Έχετε καταλάβει τι σας επηρέασε πιθανά ως παιδί για να ασχοληθείτε μεγαλώνοντας με τους στίχους, την ποίηση και την συγγραφή;
Δεν ξέρω. Πάρα πολλά πράγματα που γράφω, έχουν αναφορές σε εκείνα που γνώρισα ως παιδί. Βεβαίως τα μετατοπίζω στους ήρωες των βιβλίων μου. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα όταν ήμουν παιδί και οι άνθρωποι που συναναστράφηκα ήταν κατά κάποιο τρόπο «δάσκαλοι» σε πάρα πολλά, χωρίς τον ακαδημαϊκό τίτλο του δασκάλου βεβαίως. Ήξεραν, όμως, πάρα πολλά πράγματα, αλλά δυστυχώς χάθηκαν…

Μην ξεχνάτε ότι οι άνθρωποι που συναναστράφηκα εγώ στα παιδικά μου χρόνια, ζούσαν με το τίποτα. Κι αυτό το τίποτα έπρεπε να το αξιοποιήσουν, και για να έχει μία διάρκεια να του δίνουνε μια καινούργια μορφή, να ξεγελούν τον εαυτό τους ότι αλλάζουνε τα πράγματα.

Αυτό το βλέπει κανείς στις κοινωνίες των ανθρώπων που είναι αναγκασμένοι να εφευρίσκουν συνεχώς κάτι καινούργιο μέσα από το ίδιο το θέμα που έχουνε. Ένα παρατραβηγμένο παράδειγμα, είναι οι Ηπειρώτες οι οποίοι έζησαν σε ζυγό δουλείας πάρα πολλά χρόνια, όπως όλοι οι έλληνες, αλλά ιδιαίτερα εκεί πάνω, που είχαν βροχές και έτσι είχαν και πολλά χόρτα, ώστε ανήγαγαν τις χορτόπιτες σε… επιστήμη.

Όπως στο Άγιον όρος έχουν 100 τρόπους να μαγειρεύουνε τα ψάρια, διότι τα ψάρια ευλόγησε ο Χριστός κατά τα λεγόμενα των Αποστόλων. Αν και στον γάμο εν Κανά, δε νομίζω να τη βγάλανε με ψάρια…
Δυστυχώς δεν έγραψε κανένας από τους ευαγγελιστές ότι έφαγαν κρέας. Μιλάνε όμως για το κρασί και ευτυχώς φτιάχνουνε κρασί στο Άγιον όρος. Σκεφτείτε να είχε γράψει κάποιος ότι ο Ιησούς ήπιε π.χ. ουίσκι…

Μιλάνε επίσης για μια συκιά που ο Χριστός λιμπίστηκε να φάει ένα σύκο, πλησίασε, αλλά η συκιά είχε μόνο φύλλα και έτσι την καταράστηκε να ξεραθεί. Ήταν πολύ σκληρό αυτό. Το έχω γράψει στο βιβλίο «Άνθρωπος στο πηγάδι»…  Αλλά το καλύτερο βιβλίο μου, νομίζω ότι είναι το «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ», επειδή, κυρίως, τα διηγήματά του τα δούλευα πάρα πολλά χρόνια… και τα θέματα τους έχουν το ενδιαφέρον ότι υπάρχει μέσα το παράλογο, δοσμένο, όμως, με κρυστάλλινη διαύγεια, να μη φαίνεται, δηλαδή, ότι κρύβω ορισμένα πράγματα…

Και το παράλογο τι είναι, δηλαδή, για εσάς;
Το να μπεις σε ένα λεωφορείο να πας κάπου ενώ βιάζεσαι να πας κάπου αλλού. Ενώ βιάζεσαι να πας σε άλλο μέρος, εν τούτοις ενσυνείδητα παίρνεις ένα λεωφορείο που γράφει Κηφισιά, ενώ π.χ. θέλεις να πας στον Πειραιά. Αλλά αυτό πρέπει να το γράψεις με κρυστάλλινη διαύγεια. Να μην είναι μασημένα τα λόγια. Να πιστέψει και ο αναγνώστης ότι δεν κάνει λάθος…

Δηλαδή, μπορεί να μην είναι λογικό, αλλά δεν πάει να πει ότι δεν είναι και αληθινό, πραγματικό;
Ναι. Και τα χρόνια που ζούμε είναι παράλογα.

Και το συναίσθημα μπορεί να δείχνει πολλές φορές παράλογο, αλλά αυτό δεν είναι που μας προσανατολίζει;
Έτσι είναι.

————–
Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρας το 1938. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του «O καιρός των χρυσανθέμων» (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες.

Ποιός τη ζωή μου

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Άλλες ερμηνείες:
Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας

Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά;

Ποιός τη ζωή μου, ποιός παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Η τιγρη. Του Χαϊνη Δημητρη Αποστολακη

Η τίγρη. Του Χαϊνη Δημήτρη Αποστολάκη

Τα τραγούδια δεν τα γράφουμε εμείς. Τα τραγούδια μας δίνονται. Και δεν ξέρουμε που, πότε και με ποιον τρόπο. Θα αφηγηθώ  μια περίεργη ιστορία του τραγουδιού που λέγεται «Η τίγρη»: Ο Χαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης, μιλάει στην Κρυσταλία Πατούλη για τη στήλη του tvxs.gr: «Μια φορά κι ένα τραγούδι».


Δεν ξέρω τι είναι πραγματικό, τι είναι φανταστικό. Ή μάλλον, δεν ξέρω πώς διακρίνονται. Γιατί στην ουσία ζω μια φαντασιακή πραγματικότητα, ή αλλιώς μια πραγματική φαντασία.

Το τραγούδι «Η τίγρη» μου δόθηκε επί των ημερών της πρώτης μου μετοικεσίας εις τας Αθήνας, όταν το συγκρότημα «Χαϊνηδες» είχε διαλυθεί για κάποιο διάστημα και έμενα στην Αθήνα στα Πετράλωνα συγκατοικώντας με τον Ρος Ντέιλι. Αυτή την περίοδο μου δόθηκε το τραγούδι «Η τίγρη».

Όταν έφυγα -μετά από ένα μεγάλο διάστημα παραμονής μου στην Αθήνα- γυρνώντας στην Κρήτη, το τραγούδι είχε εξαφανιστεί  και δεν θυμόμουν τίποτα, παρά μόνο τον τίτλο, αλλά και την ισχυρή αίσθηση που έκανε μέσα μου.

Έψαξα μανιωδώς να βρω το χαρτί που το είχα γράψει. Μια ολόκληρη ημέρα. Τα πράγματά μου, άλλωστε, στο σπίτι, είναι λιγοστά. Το χαρτί, όμως, είχε εξαφανιστεί παντελώς. Έκανα το σπίτι άνω κάτω, δύο και τρεις φορές. Δεν βρέθηκε.

Τη δεύτερη μέρα, φώναξα και φίλους μου. Έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Τίποτα.

Την Τρίτη ημέρα, στεναχωρημένος, βγήκα από το σπίτι να κάνω μια βόλτα.

Επιστρέφοντας και ανοίγοντας την πόρτα, οσμίζομαι τη μυρωδιά ζώου. Απορώ πώς, αφού είχα
κλειστά τα πάντα, κάποιο ζώο μπήκε μέσα και μάλιστα επειδή έχω μεγαλώσει σε χωριό, καταλαβαίνω ότι δεν είναι συνηθισμένο ζώο, ότι είναι μεγάλο ζώο.

Ενστικτώδικα, κοιτάζω τη μέση μου γύρω γύρω που έχω το μαχαίρι. Πάει να με κυριέψει προς στιγμήν ένας φόβος, αλλά από την άλλη λέω «να δούμε τι είναι…».

Κοιτώντας παντού, δεν βλέπω απολύτως τίποτα. Μόνο στο πάτωμα, κάποια στιγμή, υπήρχε ένα και μοναδικό χαρτί, που ήταν «Η Τίγρη». Τότε, αυτό που ένιωσα, δεν μπορώ να το αποτυπώσω με λόγια. Αν προσπαθήσω θα είναι αμφίβολο το αποτέλεσμα….

Μετά, πήγα στον Ψαραντώνη, μου πήρε από το χέρι το χαρτί και μου είπε «Αυτό είναι δικό μου τραγούδι». Έτσι η πρώτη εκτέλεση έγινε με τον Ψαραντώνη.

Αυτό έχει συμβεί σε μια πραγματικότητα που έζησα εγώ, και είναι δύσκολο να αναπαραχθεί. Αισθάνομαι φυσικά, άσχημα που μεταφέρω με λόγια μιας καθιερωμένης γλώσσας -η μόνη υπαρκτή βέβαια- αυτή την εμπειρία, που δεν υπάρχει γι αυτήν αλήθεια ή ψέμα. Γιατί δεν μπορώ να την εντάξω κάπου, εφόσον δεν έχει για μένα σημασία αυτός ο διαχωρισμός.

——————–
Info:
FUZZ club Αθήνα  16 Δεκεμβρίου/ μία και μόνο παράσταση
ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
ΧΑΙΝΗΔΕΣ-MODE PLAGAL-κι όμΩς κινείται
Οι ΧΑΙΝΗΔΕΣ με τη σύμπραξη του ιστορικού συγκροτήματος των MODE PLAGAL και της ομάδας χορού και ακροβασίας κι όμΩς κινείται, σμίγουν καιρούς και τόπους στην παράσταση «Θεοί και Δαίμονες». Η ζωή και η τέχνη είναι μια μεταδιδόμενη ταλάντωση. Σ΄αυτή την παράσταση η ταλάντωση έχει μεγάλο πλάτος-από τον κρητικό ήχο μέχρι τις τζάζ παραπομπές , από το βαλκανικό πανηγύρι μέχρι τις ροκ εξάρσεις ,από το Λόρκα μέχρι τους Σούφι και από το χορό μέχρι την ακροβασία.Σ΄αυτό το παράξενο ταξίδι περιπλέκονται παραδόσεις, ρυθμοί, ηχοχρώματα, αρχετυπικά σύμβολα, αρχαίοι και σύγχρονοι μύθοι, μυσταγωγία και έκσταση. Θεοί, μάγοι, γητευτές, ακροβάτες, αντάρτες, φτωχοδιάβολοι, τίγρεις, γεράκια, κουρσάροι και ληστές παρελαύνουν μπροστά σας, αιώνιοι ταξιδιώτες ,που ενσαρκώνονται από ένα θίασο 15 αμετανόητων τσιρκολάνων.Πολλά διαφορετικά όργανα (φυσικά και ηλεκτρικά),σώματα δονούμενα και αιωρούμενα, σε μια παράσταση άκρως επικίνδυνη γι αυτούς που θέλουν να ζουν συνηθισμένα..

Η τίγρη

Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Πρώτη εκτέλεση: Ψαραντώνης

Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.

όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.

Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.

Νιωσε με

Ο Πέτρος Βαγιόπουλος για το «Νιώσε με»

08:11, 28 Νοε 2011 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/77369

Το «Νιώσε με» πάντα πίστευα ότι είναι ένα διαχρονικό τραγούδι, μια μπαλάντα που θα μείνει. Και δεν είναι εύκολο ένα τραγούδι να μείνει διαχρονικό…», o συνθέτης Πέτρος Βαγιόπουλος μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για μία από τις πιο αγαπημένες δημιουργίες του, που έγραψε πάνω στους στίχους του φίλου και συνεργάτη του. Του αξέχαστου ποιητή- στιχουργού, Μανώλη Ρασούλη.

Ο Μανώλης Ρασούλης μου έδωσε τον στίχο για να βάλω πάνω του μουσική. Μπορεί να συμβεί βέβαια και το αντίθετο. Για παράδειγμα, τα «Ρώσικα μου μάτια» και το «βαλς» που τραγουδάει ο Περίδης είναι λόγια του Μανώλη πάνω στη μουσική του.

Εν αντιθέσει το «Νιώσε με» είναι μουσική πάνω στα λόγια που έγραψε ο Μανώλης. Είναι μια δυνατή στιγμή, που μπορεί να συμβεί σπάνια σε έναν συνθέτη, γιατί γίνεται αυτό το «κλικ» που κάνει το τραγούδι διαχρονικό… Αυτό πιστεύω ότι συνέβει και με το «Νιώσε με».

Μόλις το άκουσε ο Μανώλης για πρώτη φορά, μου είπε «Πω, ρε Πέτρο, φοβερό! Θα μου επιτρέψεις να το τραγουδήσω εγώ;». Του απάντησα «Τι λες ρε Μανώλη; Εγώ να σου επιτρέψω; Θες την άδεια την δική μου για να το τραγουδήσεις εσύ;».

Σαν ερμηνευτής, άλλωστε, είχε αυτή την ιδιότυπη φωνή με λίγο κρητική προφορά… Μου άρεσε πάρα πολύ η ερμηνεία του, όπως και στον Λοίζο.

Κι αυτό το τραγούδι ήταν… προσωπικό του Μανώλη. Γι αυτό ήθελε οπωσδήποτε να το πει ο ίδιος, αν και μια πάρα πολύ γνωστή τραγουδίστρια εξέφρασε την επιθυμία να το τραγουδήσει σαν πρώτη εκτέλεση. Τότε ο Ρασούλης της είπε πολύ ευγενικά «όχι, αυτό είναι τραγούδι για μένα, προσωπικό…».

Ξέρω βέβαια, ότι και οι περισσότεροι στίχοι του Μανώλη είναι προσωπικοί. Από την «εκδίκηση της γυφτιάς» ακόμη, που έγραφε «όταν χάμω την αράζω / και κοιτώ τον ουρανό / όλοι λεν πως τεμπελιάζω / εγώ στη μοίρα τους μιλώ».

Τώρα, δεν μπορώ να πω αν εκείνη τη στιγμή που το έγραφα ήμουν λυπημένος ή χαρούμενος. Αυτά που λένε είναι χαζομάρες, δηλαδή, αν γράψει π.χ κάποιος μια μπαλάντα, είναι λυπημένος. Δεν είναι τίποτα αυτά.

Θυμάμαι μόνο ότι το κουπλέ το είχα βγάλει πρώτο, και μου άρεσε πολύ. Μετά, μου ήταν πάρα πολύ εύκολο να γράψω το ρεφρέν γιατί ήταν μικρό.

Συνήθως όταν γράφω ένα τραγούδι, το αφήνω κανένα μήνα, δεν το ακούω καθόλου γιατί όταν το ακούς συνεχώς  μπορεί να πεις «α ρε τι τραγουδάρα έχω γράψει!». Όταν το ακούς, όμως, μετά από έναν μήνα μπορεί να πεις «πω ρε, τι βλακεία είναι αυτό;».

Δηλαδή, μετά από ένα μήνα, βλέπεις λίγο πολύ το δικό σου δημιούργημα πιο αντικειμενικά.

Το αφησα λοιπόν και μετά από ένα μήνα το ξαναάκουσα και είπα: «ωραίο, πάρα πολύ ωραίο!». Δεν ήθελα να αλλάξει τίποτα, παρόλο που συνήθως αλλάζω κάτι. Όμως, με ζόρισε η εισαγωγή, για άλλο ένα μήνα. Όταν έχω το τραγούδι έτοιμο την εισαγωγή την γράφω πιο εύκολα, αλλά σε αυτό το κομμάτι, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ η μελωδία, ήθελα να βρω και μία ισάξια εισαγωγή.

Όταν το ολοκλήρωσα, αν και με παίδεψε μπορώ να πω, δεν είχα δείξει ακόμα τίποτα στον Μανώλη. Ο ίδιος, αν και δεν ήταν μουσικός, δεν έχει γράψει μουσική σε κανένα τραγούδι, είχε βαθιά αίσθηση της μουσικής. Στο τέλος, λοιπό, του το έβαλα, να το ακούσει και του άρεσε πολύ. Έτσι, είπα, για να το λέει και ο Μανώλης που έχει βαθιά αίσθηση της μουσικής μέσα του, είναι πράγματι ένα πολύ καλό κομμάτι.

Φυσικά, μετά από 26 χρόνια που πέρασαν από τότε, ο κόσμος το καταξίωσε. Γιατί ο κόσμος καταξιώνει τα τραγούδια. Δεν πας να χτυπάς τον κ… σου κάτω, δεν πας να λες ότι θέλεις για να τσιγκλήσεις το αυτί του άλλου, ο κόσμος τελικά με ένα αισθητήριο φοβερό καταλαβαίνει πιο είναι το καλό τραγούδι.

Πιστεύω, άλλωστε, αυτό που πίστευε και ο Μανώλης και ο Δημήτρης Χριστοδούλου, σε αντίθεση με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ότι η μουσική πρέπει να είναι ισάξια ή 10% παραπάνω από τον στίχο.  Αν ήταν αυτό που λέμε, το «εν αρχή ην ο λόγος» θα παίρναμε τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Βάρναλη, θα βάζαμε και μια διαφορετική μουσική από πάνω και έτοιμο… το τραγούδι.

Θυμήθκα τώρα κι έναν μεγάλο στιχουργός που μου είχε πει: «Πέτρο, ένα τραγούδι που περνάει στον κόσμο ίσον με είκοσι βιβλία με ποιήματα». Του είπα «μα, τι λες τώρα;» και μου απάντησε: «Αυτό που σου λέω. Ένα τραγούδι αν περάσει στον κόσμο είναι ίσον με 20 ποιητικά».

Νιώσε με

Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Ρασούλης
Άλλες ερμηνείες:
Μανώλης Λιδάκης

Πολλές φορές βαθιά αναρωτήθηκα
τριγύρω οι άνθρωποι αν μ’ αγαπούνε
για ό,τι φαίνομαι ή αν αληθινά
για ό,τι είμαι εγώ, κοντά μου ζούνε.

Κι όμως να που δεν ξέρω
ποιος εγώ, κι υποφέρω
νιώσε με, σώσε με
κι ό,τι θες σ’ το προσφέρω.

Είναι στιγμές σιωπής που αναλογίστηκα
τους όρκους που ’δωσα, γλυκιά μου, εσένα
και με τα λόγια μου για μένα πείστηκα
τώρα δεν έχω πια φόβο κανένα.

Κι όμως να που δεν ξέρω…

Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε
γιατί κατάλαβαν ποιος είμαι τάχα
και σαν τους πίστεψα μ’ εγκαταλείψανε,
ανάγκη μ’ είχανε, αυτό μονάχα.