Τραυματικές εμπειρίες ζωής: Παρεμβάσεις και Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις

Η πτυχιακή* αυτή εργασία εκπονήθηκε από τις φοιτήτριες του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Αθήνας, Ηλιοπούλου Κυριακή, Κατσιαδάκη Παρασκευή και Τσαμασίρου Μαρία, σε συνεργασία με την υπεύθυνη καθηγήτρια, κα Τριανταφυλλίδου Σοφία.

Βασικός προβληματισμός, που οδήγησε στην επιλογή του θέματος, αποτέλεσε το γεγονός ότι παρατηρούνται ανησυχητικά αυξητικές τάσεις ψυχοπαθολογίας και επιθετικότητας, ανοδική αύξηση εκδήλωσης χρόνιων σωματικών ασθενειών, όπως ο καρκίνος, και γεγονότων ευρύτερης εμβέλειας, επίκαιρο παράδειγμα  η οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και άλλων γεγονότων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν τραυματικά γεγονότα, τα οποία και οδηγούν στην εκδήλωση μετατραυματικών διαταραχών στον άνθρωπο και έχουν επιπτώσεις στο ευρύτερο περιβάλλον του.

Θεωρούμε ότι οι αρνητικές εμπειρίες της πρώιμης ηλικίας, στα χρόνια της εφηβείας, αλλά και αργότερα, στην ενήλικη ζωή μπορούν να χαρακτηριστούν ως τραύματα, αν τα αποτελέσματα τους δημιουργούν δυσλειτουργία στη ζωή του ατόμου (π.χ. φοβίες, κατάθλιψη κ.α.).

Νέες τάσεις, στην ψυχιατρική και στην ψυχολογία (θεωρητικά και  πρακτικά), έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα στη χώρα μας ως αποτέλεσμα του συνεχώς αυξανόμενου ενδιαφέροντος και της ευαισθητοποίησης του πληθυσμού για θέματα ψυχικής υγιεινής, αλλά και ποιότητας ζωής, γενικότερα.

Θα παρουσιάσουμε, λοιπόν, σε αυτή την πτυχιακή εργασία την άμεση και έμμεση σχέση των τραυματικών εμπειριών με τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και ισορροπία ενός ανθρώπου.

Στην παρούσα εργασία, θα προσδιοριστεί το ψυχικό τραύμα, τα αίτια του, οι συνέπειες που μπορεί να προκληθούν  και οι μέθοδοι θεραπείας.

Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μια προσπάθεια, μέσω διαφόρων ορισμών, να εξηγηθεί τι είναι το ψυχικό τραύμα. Οι ορισμοί είναι πολλοί, όμως, όλοι ως κοινό χαρακτηριστικό έχουν τον τραυματισμό του ψυχισμού και το βάρος που νιώθει το άτομο κουβαλώντας το τραύμα του. Επισημαίνονται  βασικές ενέργειες που οδηγούν στο τραύμα και οι κατηγορίες ανθρώπων που πλήττονται από αυτές.

Συνεχίζοντας, στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύονται ορισμένες κατηγορίες τραυμάτων, όπως η βία (σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική), η απώλεια, οι ασθένειες, οι φυσικές καταστροφές. Παρουσιάζοντας αυτές τις κατηγορίες τραυμάτων, δίνεται η εξήγηση των αιτιών που ένα άτομο βιώνει αυτές τις εμπειρίες ως τραυματικές.

Στο τρίτο κεφάλαιο, αναφέρονται οι συνέπειες που έχουν τα τραυματικά γεγονότα στην ψυχή των ανθρώπων. Περιγράφονται λεπτομερώς όλες οι διεργασίες που γίνονται στον ψυχικό κόσμο του τραυματισμένου ατόμου, στην προσπάθεια του να καλύψει τον πόνο που του έχει προκληθεί.

Προχωρώντας στο τέταρτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι θεραπείες που βοηθούν στην κατανόηση των τραυμάτων και την αποδοχή τους από το άτομο. Εδώ, σημειώνεται το εύρος των θεραπειών και η μεγάλη ανάγκη που υπάρχει  στο, ψυχικά τραυματισμένο,  άτομο να συμφιλιωθεί με το τραύμα του και να προχωρήσει.

Στο πέμπτο κεφάλαιο, προσδιορίζεται ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού και οι ενέργειες που γίνονται από αυτόν, σε συνεργασία με τους άλλους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, ώστε να καταστεί δυνατή στο άτομο η πλήρης βοήθεια για την αντιμετώπιση των τραυμάτων του.

Εν κατακλείδι, αναλύονται τα συμπεράσματα που έχουν δημιουργηθεί, κατά τη διάρκεια εκπονήσεως της εν λόγω εργασίας.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Πρώτα από όλα είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε αρμονικά μεταξύ μας και να μοιραστούμε όλες εκείνες τις στιγμές δημιουργίας που συνετέλεσαν σε ένα αποτέλεσμα που μας ικανοποίησε. Θεωρούμε πολύ σημαντική αυτή τη πρώτη μας συνεργασία και ευχόμαστε και σε πολλές άλλες στο μέλλον με συναδέλφους.

Με  την ολοκλήρωση της πτυχιακής αυτής εργασίας, οφείλουμε θερμές ευχαριστίες στην υπεύθυνη καθηγήτρια μας, κα Σοφία Τριανταφυλλίδου, η βοήθεια και η υπομονή  της οποίας στάθηκαν πολύτιμες και η επιστημονική καθοδήγηση της  αναγκαία, καθώς έδωσε από το χρόνο της, τις γνώσεις και την εμπειρία της συμβουλές και ιδέες για την αρτιότερη οργάνωση της ύλης και συνέβαλε καθοριστικά στην εκπόνηση αυτής.

Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τη Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Κοινωνική Μέριμνα», το προσωπικό των Βιβλιοθηκών του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, του Παντείου Πανεπιστημίου, της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, για τη βοήθεια που μας προσέφεραν κατά τη διάρκεια εξεύρεσης έντυπου υλικού. Το προσωπικό της Βιβλιοθήκης «Γεώργιος Βιζυηνός» και του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δρομοκαϊτειο» για τις προφορικές και έντυπες γνώσεις που μας προσέφεραν.

Τέλος, ευχαριστούμε τη Δημοσιογράφο και Σύμβουλο Ανθρωπίνων Σχέσεων, κυρία Κρυσταλλία Πατούλη, που ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμά μας για την ενημέρωσή μας σχετικά με την εργασία της με θέμα «Το ψυχικό τραύμα και η μέθοδος EMDR (Απευαισθητοποίηση και επανεπεξεργασία μέσω οφθαλμικών κινήσεων)».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

 

«Μα επιτέλους, τι είναι αυτό

που μεταμορφώνεται σε σωματικό πόνο;

Με προσοχή θα απαντήσουμε:

κάτι που θα μπορούσε και θα έπρεπε

να γεννήσει έναν ψυχικό πόνο»

Freud

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Λιάκος, 15/12/2011

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Λιάκος, 15/12/2011

1. Εισαγωγή

Κάθε άνθρωπος, σε κάποια στιγμή της ζωής του, θα έρθει αντιμέτωπος με μία τραυματική εμπειρία. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι διαφορετικές για τον καθένα από εμάς, επηρεάζουν άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να βιώσει ως τραυματική εμπειρία οποιοδήποτε γεγονός τον κάνει να νιώσει πως απειλείται η ζωή του.

Υπάρχουν τραυματικές εμπειρίες που βιώνονται από το κάθε άτομο ξεχωριστά, όπως η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, η απώλεια αγαπημένων προσώπων, μια χρόνια και θανατηφόρα ασθένεια. Πολλές τραυματικές εμπειρίες όμως,  όπως είναι ένας σεισμός, μια πυρκαγιά ή ένα δυστύχημα, πλήττουν πολλά άτομα ταυτόχρονα και έτσι οι εμπειρίες αυτές βιώνονται ομαδικά.

2. Η Έννοια της Τραυματικής Εμπειρίας

 

Η λέξη «τραύμα» είναι ελληνική, προερχόμενη από τη λέξη της Ιωνικής και Δωρικής διαλέκτου «τρώμα» («Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής», σελ.450). Χρησιμοποιείται από τους αρχαίους συγγραφείς όπως τον Αριστοτέλη [ «… μυεί τρώμα», (αποσπ.159) ] και τον Θουκυδίδη [ «τραυματισθεί πολλά…», (Θουκυδ.4,12) ]. Στα παραπάνω κείμενα η αναφορά του τραύματος αφορά τα σωματικά και όχι τα ψυχικά. Σήμερα, διαχωρίζεται το τραύμα σε σωματικό και ψυχικό. Με το ψυχικό τραύμα ασχολείται ο κλάδος της Ψυχολογίας, προσεγγίζοντας το από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Στην εγκυκλοπαίδεια «Σύγχρονη Ψυχολογία» (Ευρωεκδοτική, 2000:166), το ψυχολογικό τραύμα ορίζεται ως «η ασυνήθιστη κατάσταση κινδύνου για τη σωματική ακεραιότητα ή την ευημερία ενός ατόμου. Συνήθως εμφανίζεται απότομα και έχει μικρή διάρκεια, αν και μπορεί να έχει και μεγαλύτερη καμιά φορά. Οι επιπτώσεις σε ψυχικό επίπεδο μπορεί να εμφανιστούν άμεσα (οξύ άγχος) ή να αργήσουν να εκδηλωθούν (μετατραυματική πίεση), και δυσκολεύουν τη μετέπειτα φυσιολογική ζωή του ατόμου». Παραδείγματα ενός τραύματος είναι το βίωμα μιας πυρκαγιάς, οι σωματικές επιθέσεις, οι σεξουαλικές κακοποιήσεις, τα τροχαία ατυχήματα, κλπ. Ο παραπάνω ορισμός αναφέρεται κυρίως στη διάρκεια του τραύματος και των επιπτώσεών του.

Μια διαφορετική προσέγγιση είναι η παρακάτω, όπου ορίζει « το τραύμα σε σχέση με τον αυτοέλεγχο του ατόμου, όπου αναφέρει το ψυχολογικό τραύμα σαν μια κατάσταση σφοδρού φόβου, τον οποίο βιώνουμε την στιγμή που ερχόμαστε  αντιμέτωποι με ένα ξαφνικό, αναπάντεχο και εν δυνάμει απειλητικό γεγονός, πάνω στο οποίο δεν έχουμε κανένα έλεγχο και είμαστε ανίκανοι να αντιδράσουμε αποτελεσματικά όσο και αν προσπαθήσουμε» (Levine, 2005:12).

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε πως τραύμα είναι η αντίδραση του ψυχοσωματικού οργανισμού σε κάποιο γεγονός και όχι το ίδιο το γεγονός που την προκάλεσε. Αναλύοντάς το περισσότερο, τα τραυματικά γεγονότα είναι ασυνήθιστα, όχι γιατί συμβαίνουν σπάνια αλλά, μάλλον, επειδή συντρίβουν την ανθρώπινη προσαρμογή στη ζωή. Τα αισθήματα μετά το ψυχικό τραύμα είναι ο έντονος φόβος, το αίσθημα της ελλείψεως βοήθειας, το χάσιμο του ελέγχου και του εκμηδενισμού. Το τραύμα καταπνίγει την ανάπτυξη του ατόμου και δυσκολεύει τις προσπάθειες του να προχωρήσει στη ζωή του. Το αποσυνδέει από τον εαυτό του, τους άλλους και το περιβάλλον. Όταν έρχεται ένα άτομο αντιμέτωπο με την απειλή παγώνει από το φόβο, καθώς η ενέργεια του ενστίκτου της επιβίωσης είναι σαν να μην έχει τρόπο να εκδηλωθεί και στη συνέχεια να εκτονωθεί.

Μια αναφορά, που προσάπτει μια διαφορετική διάσταση στο τραύμα, είναι η παρακάτω: «ψυχικό τραύμα δεν είναι μόνο το ρήγμα στο προστατευτικό φράγμα του συστήματος μας έναντι στην υπερδιέγερση ενός γεγονότος, το οποίο οδηγεί σε συναισθήματα συντριβής λόγω έλλειψης βοήθειας, αλλά, όπως αναφέρει η σύγχρονη επιστήμη, τραύμα είναι το χάσιμο της προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας του νευρικού συστήματος» (Αλεξάνδρου,  2009).  Το τραυματισμένο νευρικό σύστημα αποδιοργανώνεται, καταρρέει και δεν μπορεί να αυτορυθμιστεί.

Η Οικονομίδου, στη διδακτορική της διατριβή, αναφέρθηκε στις θέσεις του «πατέρα» της ψυχανάλυσης, S. Freud, ο οποίος απέδιδε την ανάπτυξη του ψυχικού τραύματος, και τη δημιουργία των συμπτωμάτων του, στην επίδραση εξωτερικού γεγονότος, ειδικά εάν το γεγονός που υπήρξε ήταν σεξουαλική αποπλάνηση ανηλίκου. Ο ίδιος ο Freud , το 1920, έδωσε τον εξής ορισμό για το ψυχικό τραύμα «… είναι σαν μια ψυχο-ενεργειακή ανισσοροπία, αποτέλεσμα της ρήξης του προστατευτικού φραγμού του ψυχισμού από μία έντονη διέγερση» (Breuer & Freud, 1895, αναφ. στο Οικονομίδου, 2007:79).

Στην πορεία, επεκτείνοντας την έννοια του τραύματος, ο Freud, τη συνέδεσε με τη βίωση του «Εγώ» ως ανήμπορου, αβοήθητου και χωρίς  δυνατότητα, ελέγχου πάνω στην πραγματικότητα, όταν αυτό αντιμετωπίζει εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα που ασκούν υπερβολική πίεση πάνω του. Ο ίδιος επεσήμανε επίσης, ότι πέρα από τις εξωτερικές απειλές, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν τραύματα, ορίζονται ως τραυματικές για το άτομο και οι απώλειες του αντικειμένου ή της  αγάπης, της προστασίας και της φροντίδας των άλλων. Το τραύμα λοιπόν, κατά την ψυχοδυναμική προοπτική, συμπεριλαμβάνει τόσο φαντασιωτικά όσο και πραγματικά στοιχεία στους γενεσιουργούς του παράγοντες, διατηρώντας, όμως στον πυρήνα του, την αναβίωση των οιδιποδιακών φαντασιώσεων (Freud & Breuer, 1985, αναφ. στο Οικονομίδου, 2007:79).

Πληθώρα ερευνητών έχουν διατυπώσει διάφορους ορισμούς για την έννοια του ψυχικού τραύματος. Η Οικονομίδου (2007:79-80) αναφερόμενη στον Kelman (1946), δίνει μια διαφορετική ερμηνεία του τραύματος, περιγράφοντάς το ως μια ασυνείδητη αίσθηση του ατόμου ότι απέτυχε να ανταποκριθεί σε μια εξιδανικευμένη εικόνα εαυτού. Η ίδια επίσης, μεταφέρει  τον ορισμό αμερικανών αναλυτών, όπως του Edith Jacobson (1959), καθώς και των Bach και  Schwartz που ακολούθησαν (1972), που θεώρησαν το τραύμα ως ναρκισσιστική διαταραχή εντός του «Εγώ», η οποία αφορά συγκρούσεις διαφορετικών αναπαραστάσεων του Εαυτού. Η σύγκρουση συμβαίνει εντός του «Εγώ», μεταξύ μιας αναπαράστασης εαυτού οργανωμένης γύρω από μία παθογόνο παιδική φαντασίωση και μιας μη τραυματικής αναπαράστασης εαυτού. Ο Krystal, ο οποίος εργάσθηκε με πρώην έγκλειστους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, το 1971 διαχώρισε το «σχεδόν τραύμα» από το «καταστροφικό τραύμα». Στην πρώτη περίπτωση, η εμφάνιση του τραύματος δεν κατακλύζει την προσωπικότητα, αλλά μπορούν να εκλυθούν κάποιες μορφές ψυχοπαθολογίας, ενώ στη δεύτερη μπορούν να εκλυθούν μόνιμες ψυχικές βλάβες λόγω της απελπισίας που μπορεί να βιώσει το άτομο. Ο ίδιος προσδιορίζει το τραύμα ως «μια ενεργή κατάσταση υποκειμενικής αγωνίας και αποδιοργάνωσης, όπου τα συναισθήματα κατακλύζουν συντριπτικά το άτομο, κινητοποιώντας αμυντικούς μηχανισμούς» (Krystal, 1971:156). Έτσι, η θεώρηση του τραύματος, κατά τον Krystal, διαμορφώνεται ως μια υποκειμενική εμπειρία που καθορίζεται από την ψυχική πραγματικότητα ή το ασυνείδητο νόημα της.

Ο Sandler (1997) εξετάζει τις καταστάσεις υπερέντασης που ο καθένας αναπόφευκτα βιώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του και υποστηρίζει ότι ένα πλήθος παραγόντων συμβάλλουν στην κατάσταση υπερέντασης ή ψυχικού τραύματος, που μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά την ψυχική εξέλιξη.

Η ίδια η Οικονομίδου (2007:77) αναφέρεται στο τραύμα ως «βίωμα που διακινείται από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες, προκαλώντας διαταραχή της ισορροπίας του οργανισμού, λόγω της αδυναμίας του ψυχικού οργάνου να το εμπεριέξει καθώς και να απαντήσει οργανωμένα. Οι συνέπειες του τραύματος είναι ένα είδος τομής και ρήξης και προσωρινής αποδιοργάνωσης μετά την οποία ο ψυχισμός του ατόμου δεν είναι όπως πριν. Έστω και αν η ισορροπία και η λειτουργικότητα αποκατασταθούν, το τραύμα εμπεριέχεται ως οντότητα στη συνολική δομή του ψυχισμού».

Ένα ενδιαφέρον άρθρο αναφέρει πως: «ένα ψυχικό τραύμα  μπορεί να προκληθεί από μία μόνο εμπειρία, ή από ένα συνεχές επαναλαμβανόμενο γεγονός (ή γεγονότα). Τυπικά αίτια είναι η σεξουαλική κακοποίηση, η ενδοοικογενειακή βία, τα θύματα του αλκοολισμού, η απειλή των προηγούμενων ή να είσαι μάρτυρας αυτών στην παιδική ηλικία. Το ψυχολογικό τραύμα μπορεί να συνοδεύεται και από σωματικό ή να υπάρχει ανεξάρτητα. Υπάρχει συχνά η παραβίαση των προσωπικών ιδεών σχετικά με τον κόσμο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, βάζοντας το άτομο σε μια κατάσταση υπερβολικής σύγχυσης και ανασφάλειας» (Mache, κ.ά., 2009).

Συνεχίζοντας, στο ίδιο άρθρο (Mache, κ.ά., 2009) επισημαίνεται ότι: «…η τραυματική εμπειρία μπορεί να αλλάξει αρνητικά την εξέλιξη της ζωής του παθόντα, δημιουργώντας σημαντικές βλάβες στην ψυχολογική του ανάπτυξη. Όταν το τραύμα επιφέρει μετατραυματικό άγχος, εμφανίζονται και εγκεφαλικές αλλαγές, με επιπτώσεις στην ικανότητα επαρκούς διαχείρισης του στρες». Επιπλέον, η τραυματική εμπειρία έχει γενικότερες επιπτώσεις στην ατομική ικανότητα διαχείρισης ή ενσωμάτωσης ιδεών και συναισθημάτων που σχετίζονται με την εμπειρία αυτή. Έτσι, η πραγματική επίπτωση του τραύματος μπορεί να καθυστερήσει να διαφανεί για εβδομάδες ή και χρόνια, κυρίως όταν το άτομο πρέπει να αγωνιστεί ώστε να καταφέρει να τα βγάλει πέρα με τις άμεσες συνθήκες.

Σε ημερίδα, που έγινε στις 11 Δεκεμβρίου του 2005 από το σωματείο εργαζομένων της Eurobank με θέμα «Η ηθική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο», αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι οι σοβαρές, μακροχρόνιες, αρνητικές συνέπειες του ψυχικού τραύματος συχνά παραβλέπονται, ακόμη και από τους ειδικούς της ψυχικής υγείας. Οι κλινικοί χρειάζεται να διερευνήσουν τα σχετικά προβλήματα του πάσχοντος, το γεγονός, δηλαδή, ότι μπορεί η τραυματική εμπειρία να είναι συγγενής με άλλα πρόσφατα ή παλαιότερα τραύματα, ώστε οι πάσχοντες να οργανώνουν τις ζωές τους γύρω από ταυτολογικά πρότυπα, πιθανότατα για να ανακουφίσουν και να «κλείσουν» τραυματικές μνήμες, εμπειρίες, υπενθυμίσεις και επιρροές (Τσουκαλά, 2005).

Ολοκληρώνοντας τον αρχικό ορισμό του ψυχικού τραύματος, συμπερασματικά, θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε τη σχετική διάσταση μιας τραυματικής εμπειρίας, καθώς έχει άμεση σχέση με τις προηγούμενες εμπειρίες του ανθρώπου (τραυματικές ή μη). Εμπειρικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε παραδείγματα όπως, από τη μια μεριά, κάποιο άτομο το οποίο έχει ανικανότητα σε ένα από τα κάτω άκρα και μετά από μία χειρουργική επέμβαση περπατά, αλλά με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, για αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο αυτό το γεγονός θα ήταν ευχάριστη εξέλιξη. Ενώ, από την άλλη μεριά, για κάποιον άλλο που ήταν αρτιμελής μια τέτοια εμπειρία θα ήταν τραυματική. Μία άλλη εμπειρία, που είναι χαρακτηριστικά αντιφατική, είναι μια εγκυμοσύνη, που για ορισμένες γυναίκες είναι μια τραυματική εμπειρία, ενώ για άλλες μπορεί να είναι στόχος για χρόνια. Εδώ, οφείλουμε να προσδιορίσουμε ότι τα δυνητικά τραυματογόνα ερεθίσματα μπορεί να είναι τραυματικά μόνο σε κάποια υποκείμενα. Αντιθέτως, υπάρχουν αντικειμενικά τραυματογόνα ερεθίσματα, με την έννοια ότι προκαλούν ψυχικό τραύμα στην πλειοψηφία των ατόμων που θα υποστούν την εμπειρία αυτή, όπως ακραία γεγονότα μαζικής, καταστροφικής εισβολής στον ψυχισμό. Παρόλα αυτά, η εγκατάσταση μόνιμης τραυματικής περιοχής, όπως και η ικανότητα αποκατάστασης του τραύματος, εξαρτώνται από τις εσωτερικές ψυχικές συνθήκες του κάθε ατόμου.

Τέσσερις είναι οι μηχανισμοί άμυνας  για την αντιμετώπιση μιας τραυματικής εμπειρίας: φεύγω, επιτίθεμαι, παγώνω, παραδίδομαι. Έστω και αν κάθε τραυματική εμπειρία συνδέεται συνειρμικά με παλιότερες τραυματικές εμπειρίες, διακινώντας συναισθήματα και παραστάσεις από το παρελθόν, αυτό δεν εξαλείφει τη  σημαντικότητα και ιδιαιτερότητα της κάθε νέας εμπειρίας, ούτε τη σημασία των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που επηρεάζουν την τελική της διαμόρφωση.

Το πώς αφομοιώνεται ένα βίωμα (και κατ’ επέκταση ένα τραύμα), περιγράφεται από τη  θεωρία του Sperry (1966), σχετικά με τον εγκέφαλο και τα δύο αυτόνομα, αλλά αλληλεξαρτώμενα, μέρη του: τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μας, που αν και αυτόνομα, συνδέονται έτσι ώστε τελικά ο εγκέφαλος να λειτουργεί ως σύνολο συνθετικά. Αναλυτικότερα, από τη μία πλευρά, ο αριστερός εγκέφαλος δίνει σχήμα και δομή, μορφοποιεί τον φυσικό και νοητικό μας κόσμο. Είναι η βάση των γνωστικών κατηγοριοποιήσεων και ταξινομήσεων, των εννοιολογικών δομών της γλώσσας. Προωθεί τα διαζευκτικά και τα στεγανά. Από την άλλη πλευρά, ο δεξιός εγκέφαλος φτιάχνει σύνολα, εικόνες, αναπαραστάσεις. Εκεί παίρνουν μορφή τα βιώματα μας, χωρίς λόγια (Sperry, 1966, αναφ. στο Πατούλη, 2008:4-5).

Έτσι και η αλλαγή θεωρείται ότι είναι πρωταρχικό θέμα του δεξιού εγκεφάλου (Waltzlawick, 1986, αναφ. στο Πατούλη, 2008:5). Όταν βιώνεται μια τραυματική εμπειρία ο οργανισμός βρίσκεται σε σοκ και τα δύο ημισφαίρια δεν συνεργάζονται επαρκώς, με αποτέλεσμα να μπλοκάρεται η επικοινωνία τους και, κατ’ επέκταση, να κλειδώνεται η εμπειρία στο νευρικό μας σύστημα. Είναι ένας βιολογικός μηχανισμός επιβίωσης. Έτσι ένα βίωμα τραυματικής εμπειρίας δεν αφομοιώνεται αν δεν συνεργαστούν τα δύο ημισφαίρια για να το επεξεργαστούν.

 

3. Τραυματικές Εμπειρίες Ανηλίκων

Οι τραυματικές εμπειρίες δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ενήλικης ζωής. Μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή ενός παιδιού (0 – 12 έτη ) ή ενός εφήβου ( 13 – 18 έτη ). Βιώματα τέτοια, που μπορούν να στιγματίσουν έντονα την πορεία της ζωής ενός παιδιού – εφήβου,  θεωρούνται ο θάνατος γονέα/γονέων, ένα διαζύγιο, η κακοποίηση (σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική). Ειδικά το διαζύγιο, είναι ευρέως διαδεδομένο στην εποχή μας, καθώς ένας στους τέσσερις γάμους καταλήγει σε αυτό. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, αυξάνεται ο αριθμός των διαζυγίων στην Ελλάδα. Ο δείκτης από 8% επί των γάμων το 1980 έφτασε το 24% το 2005.  Ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό σημείο, στο οποίο θα σταθούμε, είναι η ενδοσχολική βία και τα ψυχικά τραύματα που απορρέουν από αυτήν, στην προσπάθεια του εφήβου για την κοινωνικοποίηση του στο έξω-οικογενειακό περιβάλλον. Σε βάθος χρόνου, οι εμπειρίες αυτές αλληλεπιδρούν  με διάφορα στρεσογόνα γεγονότα και αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης ψυχοπαθολογικών προβλημάτων στην ενήλικη ζωή (Οικονομίδου, 2007).

Τα παιδικά χρόνια μπορεί για κάποιους να είναι η μόνη τους «πατρίδα», δεν είναι όμως πάντα φιλόξενη. Η ανθρώπινη ύπαρξη, συχνά, από τα πρώτα της κιόλας βήματα τραυματίζεται ψυχικά και κουβαλάει στην ενήλικη ζωή της το τραύμα – με ότι συνεπάγεται αυτό για την ψυχική της ισορροπία.  «Το παρελθόν είναι το παρόν, είναι το μέλλον. Όλοι προσπαθούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό, αλλά η ζωή δεν μας αφήνει», λέει σε κάποια στιγμή η Μαίρη Τερόν, η μητέρα στο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» ( Δέδε, 2008:36).

Παρακάτω θα αναφερθούμε συνοπτικά σε μορφές βίας, ατυχήματα, ασθένειες και απώλειες, γεγονότα που μπορούν να διαμορφώσουν μια δυσλειτουργική συμπεριφορά στο άτομο, τόσο στην παιδική του ηλικία όσο και στην ενήλικη ζωή. Ενδιαφέρον  παρουσιάζει η σύγχρονη ψυχοσωματική θεωρία για την ανάπτυξη του βρέφους και του παιδιού, η οποία υποστηρίζει ότι οι πρώιμες φάσεις της παιδικής ηλικίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις ενδεχόμενες ρήξεις της οργάνωσης του μελλοντικού ενήλικα.

4. Τραυματικές Εμπειρίες Παιδιών

Οι Κάκουρος και Μανιαδάκη (2006:211) αναφέρουν ότι, «οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες, όπως το διαζύγιο ή ο θάνατος των γονέων, που μπορεί να βιώνει ένα παιδί στα πλαίσια της οικογένειάς του, κωδικοποιούνται στη μνήμη του ως αρνητικά γνωστικά σχήματα, με βάση τα οποία αξιολογεί τον εαυτό του ως ανάξιο, τους άλλους ως αδιάφορους απέναντί του και τις σχέσεις με τους ανθρώπους ως απρόβλεπτες και επιβλαβείς».

Είναι πάντα άσχημο το συναίσθημα που βιώνουμε, όταν χάνουμε κάτι που αγαπάμε. Ο θάνατος σημαίνει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος μιας σχέσης που έχουμε αναπτύξει. Όσο πιο πολλή αγάπη νιώθουμε γι’ αυτό που χάσαμε, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πόνος που ακολουθεί. Η λύπη και το κενό που αισθανόμαστε, εξ’ αιτίας αυτής της αίσθησης απουσίας, ονομάζεται  «πένθος» (Παπαληγούρα, 2007).

Κάθε σημαντική απώλεια μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ψυχική καταπόνηση και αλλαγή σε ένα άτομο, αλλά η απώλεια ενός γονιού είναι μοναδική ως προς την ικανότητά της να σημαδέψει μια καμπή που θα ακολουθήσει το παιδί έως την ενήλικη ζωή του. Είναι λοιπόν σημαντικό να καταλάβουμε πόσο δύσκολο και διαφορετικό είναι για τα παιδιά να συλλάβουν και να κατανοήσουν την έννοια του θανάτου και να διαχειριστούν τη λύπη τους. Κατά τη διάρκεια του πένθους τα παιδιά περνάνε από διαφορετικά συναισθηματικά στάδια μέχρι να μπορέσουν να αποδεχτούν το γεγονός και να συνεχίσουν ομαλά τη ζωή τους. Η άρνηση, το συναισθηματικό μούδιασμα και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που βιώνει ένα παιδί, και ακολουθεί ο φόβος του για το αβέβαιο μέλλον (Heike, 2003).

Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου είναι ένα πολύ οδυνηρό γεγονός στη ζωή των παιδιών και δεν τον κατανοούν με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι ενήλικοι. Τα παιδιά νηπιακής ηλικίας θεωρούν ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι το οριστικό. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε μπορεί να ξαναγυρίσει ή ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέπτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται. Τα παιδιά της σχολικής ηλικίας κατανοούν ότι ο θάνατος είναι ένα μη αναστρέψιμο γεγονός, αλλά πιστεύουν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Η ωριμότητα του παιδιού, η προσωπικότητά του, καθώς και οι προσωπικές του εμπειρίες σε σχέση με το θάνατο, επηρεάζουν την κατανόηση της έννοιας του θανάτου.

Τα παιδιά πενθούν με διαφορετικό τρόπο από τους ενήλικες. Συνήθως πενθούν κατά διαστήματα. Τη μια στιγμή μπορεί να είναι θλιμμένα και την άλλη να παίζουν ή να γελούν. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουν ξεπεράσει τη θλίψη τους. Τα παιδιά εκφράζουν το θρήνο τους με έργα και σπανιότερα με λόγια. Ο θρήνος τους φαίνεται μέσα από το παιχνίδι, τις ζωγραφιές τους κ.α.( Herbert, 2004).

Για τα παιδιά το διαζύγιο μπορεί να είναι μια στρεσογόνος διαδικασία, η οποία  προκαλεί φόβους, ανησυχίες και σύγχυση. Όσο και αν αποτελεί, για τους γονείς, τη μόνη και την ιδανικότερη  λύση, τα παιδιά δυσκολεύονται να το αποδεχτούν.

Διάφοροι παράγοντες (ψυχοκοινωνικοί, οικονομικοί, οικογενειακοί) διαμορφώνουν καθοριστικά την επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά και τη μετέπειτα προσαρμογή τους. Έχει διαπιστωθεί ότι, το ενδεχόμενο κοινωνικό στίγμα και τα αρνητικά στερεότυπα για τους χωρισμένους γονείς και τη λειτουργία της οικογένειας, μετά το διαζύγιο, επιδρούν αρνητικά σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Όπως αναφέρει και ο Φαρσεδάκης (1985:61) «οι διαλυμένες οικογένειες ασκούν σημαντική επίδραση στον ψυχισμό και στη συμπεριφορά του παιδιού».

Το διαζύγιο συμπεριλαμβάνεται στα γεγονότα που τραυματίζουν άμεσα ένα παιδί, καθώς το ίδιο δεν μπορεί ν’ αναφερθεί στο ζεύγος των γονέων του. Τα ‘χει χαμένα, μειώνεται η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, γίνεται ασταθές. Έτσι, διακυβεύεται η πνευματική και ψυχική του ανάπτυξη και εμφανίζονται διάφορες μορφές κοινωνικής δύσπροσαρμοστικότητας.

Πέραν των επιπτώσεων της κοινωνικής προκατάληψης, στα πλαίσια διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων, έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την ερμηνεία των πιθανών αρνητικών επιδράσεων του διαζυγίου στη ζωή των παιδιών. Οι  Amato και Keith (1991), όπως και οι Hetherington, Bridges και Isabella (1998), υποστήριξαν ορισμένες προσεγγίσεις σε σχέση με το διαζύγιο και τις επιδράσεις του στο παιδί, εκ των οποίων ξεχώρισαν τις δύο βασικότερες.

Πρώτον, η προσέγγιση με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο και ευπάθεια ( Hetherington και συν., 1998), αναφέρεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παιδιών (και των ενηλίκων) που μπορεί να επηρεάσουν την έκθεση τους και την προσαρμοστικότητα τους σε αντίξοες συνθήκες και τραυματικές εμπειρίες. Ορισμένα χαρακτηριστικά των παιδιών, είτε κάνουν τα παιδιά πιο ευάλωτα και μειώνουν την προσαρμοστικότητα τους στο έντονο στρες, από τις μεταβολές της συζυγικής κατάστασης των γονέων τους, είτε τα προστατεύουν και έχουν την ψυχολογική επάρκεια και αντοχή για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των μεταβολών αυτών. Τα παιδιά με «δύσκολη» ιδιοσυγκρασία και προβλήματα συμπεριφοράς – σε αντίθεση με τα παιδιά με «εύκολη» ιδιοσυγκρασία, κοινωνική ωριμότητα και λίγα προβλήματα συμπεριφοράς – δεν είναι ιδιαίτερα ικανά να αντιμετωπίσουν το χωρισμό των γονέων τους. Το φύλο του παιδιού δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην προβληματική προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο, όπως επίσης και σε κάθε στάδιο ανάπτυξης το κάθε παιδί έχει διαφορετικές αντιδράσεις και ανάγκες.

Δεύτερον, η προσέγγιση με βάση τη σύνθεση της οικογένειας – απουσία του ενός γονέα (Amato & Keith,1991, Hetherington και συν., 1998) αναφέρεται στη σημασία της παρουσίας και των δύο βιολογικών γονέων στην οικογένεια για την καλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη, οποιαδήποτε απόκλιση από την δομή – πέρα από την παραδοσιακή μορφή της πυρηνικής οικογένειας με δύο βιολογικούς γονείς στο ίδιο σπίτι – συσχετίζεται με αύξηση των προβλημάτων στα παιδιά. Ο χωρισμός των γονέων, θεωρείται ότι, έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στα μικρά παιδιά, στο βαθμό που συνήθως ο πατέρας είναι εκείνος από τους δύο γονείς που δεν έχει την επιμέλεια των παιδιών και δε μένει μαζί τους. Η θεωρία της προσκόλλησης αναφέρεται στη σπουδαιότητα της συναισθηματικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και στη μητέρα του, ή και προς άλλα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος του, που το περιποιούνται κι το φροντίζουν κατά την νηπιακή ηλικία. Η σταθερότητα των σχέσεων αυτών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, είναι σημαντική για τη μετέπειτα ψυχοκοινωνική του εξέλιξη (Bowlby, 1973, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006:204).

Το διαζύγιο επιφέρει την απουσία και αποστέρηση του ενός γονέα, κυρίως του πατέρα, με αποτέλεσμα τη ρήξη των συναισθηματικών δεσμών  μεταξύ γονέα και παιδιού, οπότε θεωρείται ότι έχει περισσότερες αρνητικές επιδράσεις στη μικρή κυρίως ηλικία. Οι Κάκουρος και  Μανιαδάκη (2006: 209-210), παρουσιάζοντας τις θέσεις των Wallerstein και Kelly (1980), αναγνωρίζουν τα εξής, σε σχέση με τις αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο των γονέων: «Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, συνήθως, εμφανίζουν φοβίες και διαταραχές στον ύπνο. Ενώ, στο ίδιο γεγονός τα παιδιά 5 έως 8 ετών μπορεί να παρουσιάσουν μείωση των σχολικών τους επιδόσεων και τέλος, τα παιδιά 9 έως 12 ετών μπορεί να αντιδράσουν με θυμό, άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς».

Τα περιβάλλοντα, όπου ένα παιδί ζει  και κινείται, είναι το οικογενειακό και το σχολικό. Κακοποίηση μπορεί να συμβεί είτε στο ένα είτε στο άλλο. Το ψυχικό τραύμα που προκαλείται και το οποίο εγγράφεται στο ψυχικό όργανο του παιδιού που κακοποιείται από τους γονείς και παραμελείται ως προς την ικανοποίηση των συναισθηματικών και φυσιολογικών του αναγκών, θεωρείται αδιαμφισβήτητο. Η σοβαρά διαταραγμένη σχέση γονέων – παιδιού, που συχνά εκφράζεται μέσα από την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς και συναισθηματικής αποστέρησης, επηρεάζει την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού και τη φυσιολογική ωρίμανση της προσωπικότητας του στο νοητικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο, όπως αναφέρουν στην εισαγωγή της διατριβής τους, οι Πλακιά και Τσιτώνα (2008).

Μέσα από έρευνες και μελέτες, που έχουν γίνει, έχει προκύψει ότι ορισμένα παιδιά  με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στο σύνολο των κακοποιημένων παιδιών. Όσο αφορά τις ηλικίες που υπερεκπροσωπούνται  είναι, από την γέννηση μέχρι τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού (0-5) και από το δέκατο πέμπτο ως το δέκατο έβδομο έτος (15-17). Η προσοχή στρέφεται κυρίως στην πρώτη ηλικιακή ομάδα καθώς τα παιδιά αυτών των ηλικιών, αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η χρήση βίας σε αυτές τις ηλικίες θέτει τη ζωή των παιδιών σε κίνδυνο και είναι συχνή η εισαγωγή τους σε νοσοκομείο. Όσο αφορά το φύλο των παιδιών, που είναι πιο πιθανό να κακοποιηθούν από τους γονείς τους, τα ευρήματα δεν έχουν δείξει κάποια ιδιαίτερη τάση και ποικίλλουν ανάλογα με την κουλτούρα του κάθε λαού (Barnett, Perrin, κ.ά. 1997).

5. Τραυματικές Εμπειρίες Εφήβων

Η εφηβεία είναι μια σημαντική περίοδος στην φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου που σημαδεύει το τέλος της λανθάνουσας περιόδου και αποτελεί την περίοδο προετοιμασίας για την είσοδο στην ενήλικη ζωή (Νεοελληνικό Λεξικό, 2001:231).

Σύμφωνα με την θεωρία της ψυχοκοινωνικής εξέλιξης του Erikson (1968), οι έφηβοι, προτού καταλήξουν σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα, περνούν την κρίση της διαμόρφωσης της ταυτότητας τους.

Η Μπουχέλου (2008:69), στην διατριβή της που σχετίζεται με το διαζύγιο, παραθέτει τον ορισμό του Παρασκευόπουλου, ο οποίος αναφέρει τα εξής: «κατά την περίοδο της εφηβείας, το αναπτυσσόμενο άτομο παρουσιάζει ραγδαίες αλλαγές και στους τέσσερις τομείς της ανάπτυξης του: στο βιοσωματικό, στο γνωστικό, στο συναισθηματικό και στο κοινωνικό, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη για ανασυγκρότηση του «Εγώ» και επαναδιαπραγμάτευση της αυτονομίας και των σχέσεων με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας».

Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι, εκτός των άλλων, συχνά παρουσιάζουν συναισθηματικές διαταραχές, ξεσπάσματα οργής και αυξημένη έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων, ανικανότητα να αγαπήσουν ή να εμπιστευτούν, συναισθήματα ντροπής και έλλειψη συναίσθησης (Egeland et al., 1983, αναφ. στο Bennett et al., 2005:63). Σύμφωνα με  τους Dodge, Pettit και Bates (1994:129), οι έφηβοι μπορούν να παρουσιάσουν  δείγματα αυτοτραυματισμού και  αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, διαταραχές πρόσληψης τροφής, παχυσαρκία, διαταραχές ύπνου, επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές, πρόωρη έναρξη του καπνίσματος και της χρήσης αλκοόλ, ακόμη και την τάση να εγκαταλείπουν  την οικογένεια τους. Η ανάπτυξη δυσλειτουργικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, όπως η μειωμένη ικανότητα για ευχαρίστηση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς, η απόσυρση, η εναντιωματική συμπεριφορά, η αντιδραστική σεξουαλική δραστηριότητα, συνεπάγεται την απόρριψη αυτών των παιδιών από δασκάλους και συνομηλίκους (Hawkins et al., 1988).

Η ζωή ενός εφήβου αλλάζει μετά από ένα διαζύγιο, ψυχολογικά, κοινωνικά και οικονομικά. Οι έφηβοι πρέπει να προσαρμοστούν σε νέους ρόλους, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο σχολικό περιβάλλον, το γειτονικό περίγυρο και τις φιλικές σχέσεις. Ακόμη και όταν ένα διαζύγιο φέρει ανακούφιση από εντάσεις και διαμάχες, για πολλούς εφήβους, ο χωρισμός επιφέρει περισσότερο άγχος, πίεση και αντικρουόμενα συναισθήματα απέναντι στους γονείς. Έχει παρατηρηθεί ότι πολύ συχνά, έφηβοι που έζησαν κατά την παιδική ηλικία τραυματικές εμπειρίες διαζυγίου των γονιών τους, παρουσιάζουν οι ίδιοι προβλήματα στις σχέσεις τους και έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση  (Kupisch, κ.ά., 1984). Ένα διαζύγιο κατά τη διάρκεια της εφηβείας μπορεί να δυσκολέψει τις σχέσεις των εφήβων με το άλλο φύλο, ή να οδηγήσει σε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Μια διαφορετική αντίδραση αφορά σε «υπερ-ωριμότητα, που δείχνουν οι έφηβοι, με το να αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες από όσες πρέπει και  αντέχουν» (Herbert, 1998:458).

Ήδη, λοιπόν, η εφηβεία έχει πολλές εναλλαγές όσον αφορά τις συμπεριφορές των παιδιών και είναι μια αρκετά δύσκολη περίοδος στη ζωή ενός ατόμου. Ο συνδυασμός της περιόδου αυτής με κάποιο τραυματικό γεγονός, ενισχύει τις συμπεριφορές αυτές ή, ακόμη, προσδιορίζει διαφορετικές αντιδράσεις από τις φυσιολογικές.

Πέραν, όμως, του διαζυγίου των γονέων, όπου και αλλάζει η σύσταση της οικογένειας όμως η επαφή υπάρχει μεταξύ γονέων και εφήβων, ο θάνατος είναι μια κατάσταση την οποία ο έφηβος αντιλαμβάνεται πλήρως και βιώνει τα συναισθήματα του πένθους με διαφορετικούς τρόπους από τα παιδιά και τους ενήλικες.  Κάθε χρόνο, χιλιάδες έφηβοι βιώνουν την εμπειρία του θανάτου ατόμων που αγαπούν. Θλίβονται και θρηνούν, όμως η διεργασία των συναισθημάτων αυτών βιώνεται εσωτερικά και δεν εξωτερικεύεται. Η καταστολή αυτών των συναισθημάτων οδηγεί σε αίσθηση θυμού, θλίψης και απομόνωσης, δυσκολεύοντας έτσι τον έφηβο να κάνει σωστά την διεργασία του πένθους. Ο  θάνατος ενός γονέα, αδελφού, συγγενή ή και φίλου, μπορεί να είναι καταστροφικός κατά τη διάρκεια αυτής της, ήδη  δύσκολης αναπτυξιακά, στιγμής. Από τη στιγμή που ο έφηβος αντιμετωπίσει τον θάνατο, βιώνει σημαντική ψυχολογική πίεση.

Ψυχολογικά, ένα από τα πιο δύσκολα, αλλά αναγκαία καθήκοντα, για έναν έφηβο είναι να αφήσει την ασφάλεια της παιδικής ηλικίας και να αρχίσει τη διαδικασία του διαχωρισμού από τους γονείς.

Το παράδοξο είναι, ωστόσο, ότι ενώ οι έφηβοι αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους, εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις οικογένειές τους, όσον αφορά τις σωματικές αλλά και ψυχολογικές τους ανάγκες. Ο θάνατος ενός μέλους της οικογένειας απειλεί, φυσικά, τη συντήρηση των εν λόγω αναγκών.

Επειδή η εφηβεία  συνοδεύεται από  σωματική ανάπτυξη και συναισθηματικές αλλαγές, οι έφηβοι συχνά αισθάνονται περίεργα και άβολα με το σώμα τους. Αυτή η φυσική αλλαγή, όσον αφορά την αποδοχή της συνεχούς μεταβαλλόμενης εξωτερικής εμφάνισης, καθιστά δύσκολο στους εφήβους  να έχουν κατ ‘επανάληψη τη θετική αυτοεκτίμηση, και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθούν στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Η σωματική ανάπτυξη δεν περιλαμβάνει πάντα και συναισθηματική ωριμότητα. Ενώ οι έφηβοι, αναπτύσσονται και αρχίζουν να μοιάζουν, σωματικά,  με τους ενήλικες, έχουν ακόμη ανάγκη από φροντίδα και συμπονετική υποστήριξη ακριβώς όπως τα παιδιά, κατά τη διάρκεια που πενθούν (Wolfelt, 2007).

Η κακοποίηση, δε συμβαίνει μόνο σε παιδιά που είναι κάτω από δέκα ετών. Όταν αυτή η συμπεριφορά ξεκινά να υπάρχει μέσα στο σπίτι, συνεχίζεται και πλήττει και τους εφήβους. Ακόμη, συμβαίνει και στις συντροφικές σχέσεις που αρχίζουν, λόγω της ηλικίας, να αποκτούν οι έφηβοι με κυρίαρχα θύματα τις έφηβες κοπέλες. Σε γενικές γραμμές, η βία που υφίστανται οι έφηβες έχει πολλά κοινά σημεία με τη βία που υφίστανται οι ενήλικες. Δεν αποτελεί γνώρισμα κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, υπάρχει κλιμάκωση της βίας στις σχέσεις, η σοβαρότητα της βίας αυξάνεται όσο μεγαλώνει και η διάρκεια της σχέσης, υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος προς το θύμα όταν προσπαθεί να διακόψει τη σχέση και, τέλος, υπάρχει βία στις ετεροφυλόφιλες σχέσεις όπως και στις ομοφυλόφιλες.

Οι μορφές βίας, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως προς τους εφήβους, είναι η σωματική βία, η σεξουαλική βία (επιθετική συμπεριφορά και βιασμός), η ψυχολογική και συναισθηματική βία.

Η πιο σημαντική, ίσως, τραυματική εμπειρία που επηρεάζει άμεσα τους εφήβους είναι ο σχολικός εκφοβισμός και, κατά συνέπεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός τους από τους συνομηλίκους τους.  Κατά την πρώιμη εφηβεία, «η λειτουργία και η σημασία της ομάδας των συνομηλίκων αλλάζει δραματικά» ( Crockett, κ.ά., 1984:153).  Οι έφηβοι, ζητώντας αυτονομία από τους γονείς τους, στρέφονται στους συνομηλίκους τους για να συζητήσουν τα προβλήματα, τα συναισθήματα, τους φόβους και τις αμφιβολίες τους, αναβαθμίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον χρόνο που περνούν μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων τους ( Sebald, κ.ά., 1992). Ωστόσο, αυτή η εξάρτηση από τους συνομηλίκους τους για την κοινωνική υποστήριξη που χρειάζονται, είναι συνδυασμένη με την αύξηση των πιέσεων για την επίτευξη της «σωστής» κοινωνικής κατάστασης. «Κατά την περίοδο της εφηβείας, οι ομάδες των συνομηλίκων κατηγοριοποιούνται και τα ζητήματα της αποδοχής και της δημοτικότητας γίνονται όλο και πιο σημαντικά» (Eder, 1995:87).

Σύμφωνα με τον Bandura (1973), επιθετικότητα είναι η συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή την καταστροφή προσωπικής περιουσίας. Η έννοια της επιθετικότητας μπορεί να οριστεί ως η συμπεριφορά που προκαλεί βλάβη, το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής ή ακόμη και η πρόθεση του επιτιθέμενου (Bandura, 1973, αναφ. στο Dodge et al., 1991:189). «Ο εκφοβισμός είναι μία υποκατηγορία της επιθετικότητας» ( Dodge et al, 1991:188). «Ένα άτομο είναι θύμα εκφοβισμού, όταν είναι εκτεθειμένο, κατ’ επανάληψη και με την πάροδο του χρόνου, σε αρνητικές ενέργειες από μέρους ενός ή περισσότερων συμμαθητών του» (Olweus,  1993:3).

Ο εκφοβισμός (bullying) μεταξύ των εφήβων αποτελεί μορφή βίας. Είναι μια συνειδητή, επιθυμητή και εσκεμμένη εχθρική δραστηριότητα που προτίθεται να βλάψει, να προκαλέσει πόνο και φόβο μέσα από απειλή περαιτέρω επιθετικότητας, και να δημιουργήσει τρόμο (Τσίτουρα, 2006).

Οι μορφές του σχολικού εκφοβισμού έχουν διακριθεί σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά τις άμεσες μορφές βίας και θυματοποίησης, οι οποίες παραπέμπουν στη φυσική και σωματική κακοποίηση, όπως κλωτσιές, χτυπήματα, σπρωξίματα, απειλητικές χειρονομίες, και στη λεκτική κακοποίηση. Η λεκτική κακοποίηση περιλαμβάνει δεικτικά πειράγματα, απειλές, χλευασμό και σαρκαστικά σχόλια (Olweus, 1978, αναφ. στον Stein, 2001:259).

Η δεύτερη κατηγορία αφορά τον έμμεσο εκφοβισμό και παραπέμπει στην εκμετάλλευση και χειραγώγηση που εκδηλώνεται μέσα στο δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων των συνομηλίκων. Ο στόχος πάντα είναι να διαρραγούν οι διαπροσωπικές σχέσεις του θύματος και να πληγεί η κοινωνική τους κατάσταση (Bjiorkqvist, κ.ά., 1992).

«Οι καταστροφικές συνέπειες του εκφοβισμού επηρεάζουν καταλυτικά την ποιότητα ζωής των θυμάτων και των θυτών. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους θύτες, διαπιστώνονται μακροχρόνιες συνέπειες στο βαθμό που η εμπλοκή τους σε επεισόδια εκφοβισμού αποτελεί συχνά πρόδρομο παραβατικών ή και εγκληματικών συμπεριφορών στην πορεία της ζωής τους» (Rigby, 1996:63). Όσον αφορά τα θύματα, ο αντίκτυπος του σχολικού εκφοβισμού είναι ολέθριος για την σωματική τους υγεία, την ψυχική τους ευεξία και την κοινωνική τους ανάπτυξη. «Συναισθηματικά, οι έφηβοι που υφίστανται επαναλαμβανόμενη βία νιώθουν διαρκή αγωνία, ένταση, τρόμο εξαιτίας της απειλής βίας αλλά και του εξευτελισμού που βιώνουν» (Boivin, Hymel & Hodges, 2001:76).

6. Τραυματικές Εμπειρίες Ενηλίκων

 

Οι ενήλικες είναι πιθανό να υποφέρουν από τραυματικές εμπειρίες, τις οποίες κουβαλούν από τα παιδικά ή εφηβικά τους χρόνια, ή αποκτούν τραυματικές εμπειρίες  στην μετέπειτα ζωή. Στην κατηγορία των τραυματικών εμπειριών ανήκουν, κυρίως, η βία, η κακοποίηση (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική), η ενδοοικογενειακή βία.  Τα θύματα βίαιης συμπεριφοράς ή κακοποίησης διακατέχονται από πολύ έντονα συναισθήματα φόβου, θυμού κι αβοηθησίας, που επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητά τους να ζήσουν μια ευχάριστη και λειτουργική ζωή. Οι απώλειες των γονέων επηρεάζουν ακόμη και τους ενήλικες, όμως, στην ενήλικη ζωή υπάρχει και η εμπειρία της απώλειας ενός παιδιού, η οποία τραυματίζει όλη την οικογένεια.

Σημαντικό ρόλο, τέλος, διαδραματίζουν και τα διαζύγια, τα οποία πλήττουν τους περισσότερους ενήλικες και προκαλούν δυσάρεστες συνέπειες.

Ως βία ορίζεται η εσκεμμένη απόπειρα, ενός ατόμου, να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του για να προκαλέσει πόνο ή τραυματισμό. « Με τον όρο βία εννοούμε τη χρήση από ένα μέλος της οικογένειας (δράστης) δύναμης ή εξουσίας προς ένα άλλο μέλος της (θύμα), προκαλώντας έτσι επιβλαβείς συνέπειες» (Σπινέλλη, 1991:238).

«Ο όρος βία έχει πολλές, διαφορετικές μορφές. Η βία συμπεριλαμβάνει όλες τις παρακάτω μορφές: σωματική βία, ψυχολογική βία, απομόνωση, συναισθηματική βία, λεκτική βία, απειλές, εκφοβισμοί, εκβιασμοί» (Βαρδάκου, 2007:26).

Η ενδοοικογενειακή βία αποτελούσε κοινωνική κατάσταση πολύ πριν αναγνωριστεί ως κοινωνικό πρόβλημα. Η ενδοοικογενειακή βία, πέρα από τις σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, έχει και κοινωνικές. Τα αποτελέσματα της ενδοοικογενειακής βίας δεν είναι μόνο σωματικά τραύματα αλλά, συνήθως, ψυχολογικά και συναισθηματικά τραύματα. «Κακοποιημένο, θεωρείται ένα άτομο που υφίσταται, κατ’ εξακολούθηση, σωματική ή ψυχολογική βία από τον σύντροφο, και εξαναγκάζεται να ακολουθεί τις επιθυμίες του θύτη, χωρίς να μπορεί να ανακτήσει τα δικαιώματα του» (Ψωμά, 2001:10) .

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μεγαλώσει με την ιδέα ότι η οικογένεια και το σπίτι είναι ένα ήρεμο μέρος, ένα ασφαλές λιμάνι ή ένα καταφύγιο. Και ότι μέσα εκεί κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τους βλάψει. Αυτές οι αντιλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες στους περισσότερους από εμάς καθώς συνήθως μεταφέρονται από γενιά σε γενιά από την παιδική ηλικία. Οι εικόνες και οι αντιλήψεις αυτές είναι όμορφες και θετικές. Χτίζουν στην καρδιά και το μυαλό μας ένα καλό οικοδόμημα, ένα καλό πρότυπο για την εξέλιξη της προσωπικότητάς μας, των σχέσεων και της ζωής μας γενικότερα.  Υπάρχουν στιγμές και περιπτώσεις που κάτι τέτοιο δεν ισχύει τόσο. Και ίσως δεν είναι και ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι μπορεί ή πρέπει πάντα να ισχύει.

Στην οικογένεια, όπως και στις περισσότερες – αν όχι σε όλες – τις ομάδες ανθρώπων, βιώνονται πολλά και ανάμεικτα συναισθήματα που εκφράζονται με πολλούς και διάφορους τρόπους και συμπεριφορές. Όταν, όμως, αυτές οι συμπεριφορές και τα συναισθήματα εκφράζονται με τρόπους ακραίους, βίαιους, ζημιογόνους, που βλάπτουν ή απειλούν τη σωματική, συναισθηματική, διανοητική, πνευματική υγεία και ευεξία τότε πρέπει να αντιμετωπίζονται δραστικά. Η ενδοοικογενειακή βία συμβαίνει όταν ένα μέλος της οικογένειας επιχειρεί με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του να επιβληθεί ή και να βλάψει ένα άλλο μέλος της οικογένειας σωματικά ή και ψυχολογικά. Η βία στο οικογενειακό περιβάλλον υποστηρίζεται από όλες τις κουλτούρες, τις εθνικότητες, τις θρησκείες, σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά επίπεδα. Μπορεί να προκαλείται και από τα δύο φύλα μαζί ή και μεμονωμένα, σε σχέσεις μεταξύ του αντίθετου φύλου και σε σχέσεις μεταξύ του ίδιου φύλου. Ακόμη, μπορεί να προκαλείται και στη σχέση γονέα προς παιδί όπως επίσης και σε σχέση παιδιού (κυριότατα έφηβου και ενήλικα) προς γονέα (Αντωνίου, 2009).

Ψυχολογική κακοποίηση προκύπτει όταν ένα άτομο (θύτης), προσπαθεί να προσβάλλει συνεχώς ένα δεύτερο άτομο (θύμα), προσπαθεί να  το ελέγξει χρησιμοποιώντας τον εκφοβισμό, ή συμπεριφέρεται προς το θύμα με τρόπο αλλοπρόσαλλο και αντιφατικό,  καταστρέφει προσωπικά αντικείμενα και εμποδίζει το θύμα να κινείται και να συναναστρέφεται τους γνωστούς του ελεύθερα.   Σε αυτήν την περίπτωση, αν και δεν απειλείται άμεσα η σωματική ακεραιότητα του θύματος όπως στην περίπτωση της σωματικής βίας,  εν τούτοις βιώνει μέσα του ταραχή, σύγχυση, τρόμο, αναστάτωση.   Η ψυχολογική βία μπορεί να περιλαμβάνει τον εξευτελισμό, τον εκφοβισμό, τις απειλές για σωματική κακοποίηση ή ακόμη και απειλές εναντίον άλλων ατόμων, σημαντικών για το θύμα (Ψωμά, 2001).

Η σωματική βία είναι και η πιο εμφανής μορφή βίας. Κάθε μορφής βία που ασκείται σε κάποιο ενήλικο άτομο ενδέχεται να προκαλέσει «διάβρωση» στον χαρακτήρα του. «Το φαινόμενο αυτό, κοινωνικά εκδηλώνεται  πρωτίστως σε βάρος των γυναικών, παραβιάζοντας ευθέως την αναγνωρισμένη από το ελληνικό Σύνταγμα, αρχή της ισότητας των δύο φύλων (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), με  αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται καθοριστικά και σε κάθε περίπτωση αρνητικά, η ελεύθερη ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας» (Γάτσας, 2008:12).

Τα  άτομα που έχουν υποστεί οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία (σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική) συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην ενήλικη ζωή τους. Τέτοια προβλήματα είναι η χαμηλή αυτοπεποίθηση, οι δυσκολίες στις σχέσεις τους, η υπερβολική αυτοκριτική, η κοινωνική απομόνωση, που παρεμβαίνουν στην καθημερινή λειτουργία και ψυχική υγεία του ατόμου (Γεωργίου, 2009).

Η απώλεια αγαπημένων προσώπων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τους ενήλικες. Το γεγονός πως με την ενηλικίωση τους έχουν ωριμάσει, δεν αναιρεί το γεγονός πως η απώλεια είναι οδυνηρή σε όλες τις ηλικίες. Κάθε σημαντική απώλεια μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ψυχική καταπόνηση και αλλαγή σε ένα άτομο, αλλά η απώλεια ενός γονιού έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα στο να σημαδέψει μια καμπή στην ενήλικη ζωή, που μπορεί να προωθήσει σημαντικές αλλαγές σε αυτή. Οι γονείς παίζουν ισχυρό ρόλο στη δημιουργία του ιστορικού της ζωής του ενήλικα, ως παιδί, και στη δημιουργία της βάσης από την οποία βιώνει τον κόσμο και αναπτύσσει άλλες σχέσεις. «Οι προσωπικές αλλαγές που ακολουθούν το θάνατο ενός γονιού, κινητοποιούνται από μια ανάγκη να μειωθούν τα αισθήματα της απώλειας και της ταραχής που προκαλεί αυτός ο θάνατος. Οι κοινωνικές περιστάσεις του ενηλίκου που βιώνει την απώλεια, καθώς και μια ολόκληρη ζωή συνδιαλλαγής με το γονιό, διαμορφώνουν το βαθμό και την κατεύθυνση της προσωπικής μεταμόρφωσης» (Umberson, 2005:80-81).

Για τους ενήλικες, όταν είναι γονείς, σημαντικότερη απώλεια θεωρείται ο θάνατος ενός παιδιού. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα ανυπόφορο αίσθημα αδικίας. Η απώλεια του μέλλοντος του παιδιού, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και το παράλογο της συμφοράς, καθιστούν το χαμό ενός παιδιού από τις πλέον οδυνηρές ανθρώπινες εμπειρίες.  Οι γονείς μπορεί να αισθάνονται υπεύθυνοι για το θάνατο του παιδιού όσο παράλογο και εάν αυτό φαίνεται, παράλληλα νιώθουν ότι έχουν χάσει ένα σημαντικό μέρος του ίδιου του εαυτού τους.

Ο όρος διαζύγιο σημαίνει τη λύση της έγγαμης σχέσης με δικαστική απόφαση. Αυτός είναι ένας καθαρά νομικός ορισμός. Σε ευρύτερη κοινωνικό-ψυχολογική θεώρηση, το διαζύγιο είναι η παύση της έγγαμης συμβίωσης συζύγων και παιδιών, το κλείσιμο μιας πορείας ταραγμένων συζυγικών σχέσεων, το τέλος μιας κρίσης μέσα στην οικογένεια. Αυτή είναι και η ουσία του διαζυγίου, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την οικογένεια που προκύπτει μετά από διαζύγιο, από τις άλλες μονογονεϊκές οικογένειες, όπως την οικογένεια μετά από θάνατο, την οικογένεια της άγαμης μητέρας κτλ. (Νικολοπούλου-Ζάχου, 2009).  Χωρίς αμφιβολία, ένα διαζύγιο δημιουργεί προβλήματα και συνιστά μια σοβαρή συλλογική και ατομική, κοινωνική και προσωπική δοκιμασία. Είναι μια καμπή και μια κρίση, για των οποίων την αντιμετώπιση δεν υπάρχει ούτε θεσμική αλλά ούτε και προσωπική προετοιμασία.

«Η έλλειψη της προετοιμασίας αυτής – δηλαδή η έλλειψη ετοιμότητας διαχείρισης – τόσο των μεταβολών στον κοινωνικό και ατομικό βίο, όσο και των θεσμικών και προσωπικών προβλημάτων που δημιουργεί το διαζύγιο καθεαυτό,  εντείνει τα προβλήματα» (Μουσούρου, 2005:153-154).

Το διαζύγιο είναι, ψυχικά, μια τραυματική εμπειρία για αυτούς που χωρίζουν, οι συνθήκες δεν είναι εύκολες για κανένα και κανείς δεν βγαίνει ικανοποιημένος από ένα διαζύγιο. Οι κυριότερες ψυχολογικές αντιδράσεις είναι συνήθως λύπη, θυμός, κατάθλιψη, αλλαγές στην αυτοεκτίμηση, παλινδρόμηση, στρες, άγχος, συναισθηματική προσκόλληση του ενός συζύγου στον άλλο. Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι εμφανίζονται προβλήματα σωματικής υγείας, ψυχικής υγείας, αλκοολισμού, θανάτων, αυτοκτονιών, καθώς και τροχαίων ατυχημάτων ιδιαίτερα κατά την περίοδο των έξι μηνών πριν από το χωρισμό και των έξι μηνών μετά το χωρισμό (Kitson & Raschke, 1981).

7. Τραυματικές Εμπειρίες Τρίτης Ηλικίας

Οι τραυματικές εμπειρίες που πλήττουν τους ανθρώπους, δεν αναγνωρίζουν φύλλο και ηλικία, γι’ αυτό το λόγο θα ήταν μεγάλη παράλειψη εάν δεν αναφερθούν οι εμπειρίες των ατόμων της τρίτης ηλικίας. Πολλά βιώματα των ηλικιωμένων ατόμων μπορούν να οδηγήσουν σε μια τραυματική εμπειρία όπως η βία, η κακή μεταχείριση τους σε δομές φροντίδας, μία σοβαρή ασθένεια και οι συνέπειες της. Επίσης, πολλά ψυχοπιεστικά γεγονότα στη ζωή των ηλικιωμένων, όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, προβλήματα προσωπικών και οικογενειακών σχέσεων και η συνταξιοδότηση, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τραυματικές εμπειρίες.

Η κακοποίηση των ηλικιωμένων εντός της οικογένειας είναι ένα σοβαρό και «καλυπτόμενο» πρόβλημα. Η κακοποίηση των ηλικιωμένων ανθρώπων στο οικογενειακό πλαίσιο μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαφορετικών αιτιών. Για παράδειγμα, μπορεί να περιλαμβάνει οικονομική βία από ένα ενήλικο ή ένα παιδί που χρειάζεται χρήματα, ή ακόμη και φυσική / ψυχολογική κακοποίηση από τον-την σύντροφο, ως αποτέλεσμα της πίεσης που προκαλείται από την παροχή συνεχούς φροντίδας .

Η κακοποίηση στο οικογενειακό πλαίσιο είναι συχνά πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Συνήθως οι ηλικιωμένοι, ο οποίοι κακοποιούνται μέσα στην οικογένεια τους, δεν αναφέρουν την κακοποίηση τους για διάφορους λόγους όπως η αίσθηση της ντροπής που βιώνουν, η σχέση μεταξύ θύματος και θύτη, η κατάσταση εξάρτησης στην οποία το θύμα βρίσκεται  και ο φόβος των συνεπειών εάν μιλήσουν για το πρόβλημα τους.  Οι ηλικιωμένες γυναίκες θεωρούνται ως η ομάδα υψηλότερου κινδύνου για όλες τις μορφές κακοποίησης (ΙΚΠΑ, 2008).

Η βία και η κακοποίηση των ηλικιωμένων δεν σταματά στο οικογενειακό περιβάλλον. Δυστυχώς, οι άνθρωποι οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να διαμένουν σε οίκους ευγηρίας και σε άλλες μορφές ιδρυματικής φροντίδας, έχουν πέσει πολλές φορές θύματα κακοποίησης, κυρίως από το νοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό.

Η κακοποίηση που δέχονται περιλαμβάνει την σκόπιμη ταλαιπωρία των φιλοξενουμένων, την επιθετική συμπεριφορά μεταξύ των φιλοξενουμένων, απειλές και βίαιη συμπεριφορά από τους φιλοξενουμένους προς το προσωπικό. Μορφές κακοποίησης μπορεί να είναι και η άμεση φυσική βία συμπεριλαμβανόμενων και του καταχρηστικού περιορισμού. Η έμμεση φυσική βία μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως κακοποίηση όπως για παράδειγμα  η στέρηση ή κατάχρηση φαρμακευτικής αγωγής.

Άλλες μορφές κακοποίησης περιλαμβάνουν την σωματική παραμέληση του ηλικιωμένου  (κακή διατροφή,  αφυδάτωση , κακές συνθήκες υγιεινής, κατακλίσεις ), τη συναισθηματική ή ψυχολογική βία (επιθετική ομιλία και συναισθηματική ανυπαρξία), την οικονομική ή άλλου είδους εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του ηλικιωμένου και την παραμέληση του. Η εγκατάλειψη των ηλικιωμένων σε νοσοκομεία ή γηροκομεία  από τους συγγενείς που αδυνατούν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση είναι μία περαιτέρω μορφή κακοποίησης.

Η ασφάλεια στο σπίτι και στο περιβάλλον της κοινότητας είναι πολύ σημαντική έγνοια των ηλικιωμένων που συχνά αισθάνονται ευάλωτοι και ανησυχούν για την προσωπική τους ασφάλεια. Συχνά αποφεύγουν τις εξωτερικές δραστηριότητες ή τη χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς, λόγω του φόβου της εγκληματικότητας ή της σωματικής βίας.

Τα πιο συνηθισμένα εγκλήματα που αναφέρονται από τους ηλικιωμένους είναι διαρρήξεις σπιτιών, κλοπή, αρπαγή τσάντας και άλλες μορφές επιθέσεων. Για αυτούς τους λόγους η συμμετοχή των ηλικιωμένων στην κοινωνία είναι περιορισμένη. Πολλοί ηλικιωμένοι παρενοχλούνται από άτομα ή ομάδες για οικονομικούς σκοπούς όπως απάτες μέσω του ταχυδρομείου, του διαδικτύου, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ή μέσω προσωπικών επαφών.

 

8. Δημογραφικά Στοιχεία

 

Σύμφωνα με έγκυρα ερευνητικά δεδομένα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, κάθε χρόνο καταγράφονται στη χώρα μας 1.000-2.000 νέες περιπτώσεις κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών, με μεγαλύτερη συχνότητα στις μικρές ηλικίες (1-2% στις 100.000 γεννήσεις κατ’ έτος ). Συνολικά, υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο 5.000 έως 10.000 παιδιά προσχολικής ηλικίας παραμελούνται ή υφίστανται κακοποίηση από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ενώ τα 4.000 από αυτά αντιπροσωπεύουν σοβαρές περιπτώσεις (το 10% είναι παιδιά 0-5 ετών). Εκτιμάται, δε, ότι 3-5% από αυτά πεθαίνουν. Πολλά επιζούν με μόνιμες σωματικές βλάβες και τα περισσότερα (αν όχι όλα) με βαθιά ψυχολογικά τραύματα. Σε ποσοστό 5% των παιδιών υπάρχει βέβαιη ευθύνη των γονέων είτε με πράξεις ενέργειας είτε με πράξεις παράλειψης, ενώ στο 11% διαπιστώνεται ουσιαστική η συμβολή τους. Αξιοσημείωτη είναι η εκτεταμένη χρήση της σωματικής τιμωρίας από τους γονείς προς τα παιδιά τους, ως μέθοδος ελέγχου της συμπεριφοράς, ασχέτως ηλικίας. Συγκεκριμένα, έχει επισημανθεί ότι ένα στα τρία παιδιά ηλικίας επτά ετών υφίσταται σωματική τιμωρία με τη μορφή ξύλου από τους γονείς τους τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, ενώ καθημερινά ένα στα έξι (Φερέτη & Σταυριανάκη, 1997).

Στην Ελλάδα, μελέτη σε φοιτητές 18-20 ετών, ανέδειξε ποσοστό σεξουαλικής παραβίασης πριν από την ηλικία των 18 ετών, 17% στα κορίτσια και 7% στα αγόρια. Αυτό αφορά σε όλες τις μορφές, με ή χωρίς επαφή, από εμπειρία έκθεσης σε επιδειξία έως αιμομιξία. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, οι δράστες είναι γνωστοί της οικογένειας, ενώ ακολουθούν οι συγγενείς (το έγκλημα της αιμομιξίας κατέχει ποσοστό 13%) και τέλος, οι άγνωστοι.

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι 56 από τις 63 εισαγγελίες Πρωτοδικών είναι θλιβερά. Ο αριθμός των ανήλικων θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων παρουσιάζει κατακόρυφη αύξηση και είναι σχεδόν ο τριπλάσιος από τον αντίστοιχο αριθμό της προηγούμενης δεκαετίας, την ώρα μάλιστα που μόνο το έξι τις εκατό (6%) των βιασμών (γενικά) καταγγέλλεται και το ένα τις εκατό (1 %)  φτάνει στη δικαιοσύνη (Σπινέλλη, 1992).

Άλλες μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν στο νοσοκομείο παίδων «Αγία Σοφία», δείχνουν πως, σε ένα ποσοστό εξήντα τις εκατό (60%) των παιδιών που  νοσηλεύονται εκεί, διαπιστώνεται παιδική κακοποίηση και παραμέληση.
Υπολογίζεται επίσης ότι εξήντα οκτώ τις εκατό (68%), περίπου, των κρανιοεγκεφαλικών τραυμάτων σε παιδιά κάτω των 2 ετών, όπως και οι περισσότεροι θάνατοι σ’ αυτή την ηλικία, οφείλονται σε κακοποίηση από τους γονείς (Μαλαμίτση, 2006).

Η σωματική τιμωρία δημιουργεί επιθετικά παιδιά με πρόβλημα συμπεριφοράς. Έρευνα που δημοσιεύθηκε, στο επιστημονικό περιοδικό Pediatrics στις 10 Μαΐου του 2010, μελέτησε τη σχέση που μπορεί να έχει η σωματική τιμωρία των παιδιών από τους γονείς με τη συμπεριφορά τους. Εξετάστηκαν δύο χιλιάδες τετρακόσια εξήντα ένα παιδιά , στην ηλικία των τριών ετών. Καταγράφηκε κατά πόσο οι γονείς τους χρησιμοποιούσαν μεθόδους σωματικής τιμωρίας στην καθημερινότητα για να «πειθαρχήσουν» τα παιδιά τους και πόσο συχνά. Ακόμη και ήπια σωματική κακοποίηση των παιδιών – απλό χτύπημα στο μάγουλο ή στα οπίσθια του παιδιού σε πάνω από δύο επεισόδια το μήνα – είχαν σημαντικά αρνητική επίδραση στην συμπεριφορά αυτών των παιδιών στην ηλικία των πέντε ετών.

Αυτά τα παιδιά, δύο χρόνια αργότερα εμφάνιζαν πενήντα τις εκατό (50%) μεγαλύτερες πιθανότητες για υψηλότερα επίπεδα επιθετικότητας και προβληματικής συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την συμπεριφορά των παιδιών και δεν μπορούσαν να αποδοθούν σε καταστάσεις, όπως η ψυχολογική κακοποίηση, η παραμέληση, η επιθετικότητα των γονέων, το άγχος, η κατάθλιψη των γονέων, η χρήση ναρκωτικών ουσιών.  Με την επιβολή σωματικής ποινής το παιδί φοβάται, μισεί το γονιό, μαθαίνει πως το δίκαιο είναι με τον ισχυρότερο και η βία γεννά βία.

Η Γενική Γραμματεία Ισότητας είναι ο αρμόδιος κυβερνητικός φορέας για την υλοποίηση προγραμμάτων που προωθούν τα θέματα της ισότητας των φύλων σε όλους τους τομείς. Η μελέτη και η αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών αποτελεί βασική προτεραιότητα και άξονα της πολιτικής και της δράσης της. Ο εν λόγω φορέας, διεξήγαγε έρευνα, η οποία και ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2006, σχετικά με την κακοποίηση των γυναικών (www.isotita.gr, 2006). Τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας έχουν ως εξής (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 2006):

Το εξήντα επτά τις εκατό (67%) των γυναικών που υπέστησαν κακοποίηση και απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα Αθήνας και Πειραιά ήταν έγγαμες. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι το είκοσι ένα τις εκατό (21%), δηλαδή μία στις πέντε γυναίκες, ήταν διαζευγμένες ή σε διάσταση, δηλαδή είχαν ήδη απομακρυνθεί από το δράστη πριν προσέλθουν στα Συμβουλευτικά Κέντρα.

Σύμφωνα με τη στατιστική αξιοποίηση στοιχείων που αφορούν στην κακοποίηση γυναικών, επτά στις δέκα γυναίκες είναι Δευτεροβάθμιας, Τεχνολογικής ή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι τρείς στις δέκα γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι Τεχνολογικής ή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης καθώς επίσης τρείς στις δέκα είναι Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης.

Συνεπώς, η γυναίκα ενδέχεται να καταστεί θύμα βίας ανεξαρτήτως  του μορφωτικού επιπέδου της.

Μια γυναίκα μπορεί να υπάρξει θύμα κακοποίησης ανεξαρτήτως της οικονομικής της κατάστασης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από την επεξεργασία,  έξι στις δέκα γυναίκες, που έχουν υποστεί κακοποίηση και προσήλθαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, ανέφεραν ότι βρίσκονται σε μέτρια ή καλή οικονομική κατάσταση.

Μία στις τρεις γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας (35%) παντρεύτηκε το δράστη ενώ είχε δείγματα βίαιης συμπεριφοράς του (ψυχολογική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση) και πριν το γάμο μαζί του. Ωστόσο αυτά τα δείγματα βίαιης συμπεριφοράς δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την απόφασή της αυτή. Ο μη κοινωνικός στιγματισμός της βίας οδηγεί στην αποδοχή της ως χαρακτηριστικό του ανδρικού ρόλου.

Δράστης ενδοοικογενειακής βίας, σε ποσοστό ογδόντα δύο τις εκατό (82%) , είναι ο σύζυγος του θύματος, σε ποσοστό δώδεκα τις εκατό (12%) ο σύντροφος, ενώ, σε μικρότερα ποσοστά, παρατηρούνται και περιπτώσεις κακοποίησης της γυναίκας από άτομο του οικογενειακού ή κοινωνικού της περίγυρου (πατέρας, αδελφός, τέκνο, άλλο).

Εξετάζοντας τη διάρκεια της σχέσης της γυναίκας με το δράστη, παρατηρείται ότι κατά προσέγγιση δύο στις τρείς γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας  βρίσκονται σε αυτήν τη σχέση περισσότερο από δέκα έτη. Ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι οι κακοποιητικές σχέσεις είναι συνήθως μακροχρόνιες. Πιθανόν αυτό να σχετίζεται με την κοινωνική ανοχή στη βία, που οδηγεί στο στιγματισμό και την ενοχοποίηση του θύματος και αναγκάζει τις γυναίκες στην αποδοχή της κατάστασής τους.

Τρείς στις πέντε γυναίκες που υπέστησαν κακοποίηση και προσήλθαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γ.Γ.Ι. ανέφεραν ότι βιώνουν ψυχολογική και σωματική βία.

Η ίδια η κακοποιημένη γυναίκα αναζητά βοήθεια για την απεμπλοκή της από την κακοποιητική σχέση. Αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι τρεις στις τέσσερεις γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν αναζητήσει βοήθεια στο παρελθόν (Αστυνομία, Δικαστήρια, Νοσοκομεία, Πρόνοια κ.λπ.), πριν απευθυνθούν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας. Είναι έκδηλη η ανάγκη της ύπαρξης εξειδικευμένων δομών για την παροχή βοήθειας.

Οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να είναι οποιουδήποτε μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου. Το φαινόμενο της βίας είναι διαταξικό. Αναλυτικότερα,  όσον αφορά στο μορφωτικό επίπεδο των δραστών, κατά προσέγγιση, έξι στους δέκα δράστες είναι Δευτεροβάθμιας, Τεχνολογικής ή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Ειδικότερα, κατά προσέγγιση, τρείς στους δέκα δράστες είναι  Ανωτέρας ή Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Όσο, δε, αφορά στην εργασιακή κατάσταση των δραστών, μόλις ένας στους δέκα δράστες είναι άνεργος.

Η κατανάλωση αλκοόλ ή η χρήση τοξικών ουσιών σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την κύρια αιτία εκδήλωσης βίας. Ωστόσο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να επιδρά έμμεσα στην εκδήλωσή της.  Σύμφωνα με την ποσοτική ανάλυση στοιχείων που αφορούν στην κακοποίηση, έξι στους δέκα δράστες ενδοοικογενειακής βίας δεν κάνουν χρήση ουσιών (αλκοόλ, ναρκωτικά, ψυχοφάρμακα).

Τα παραπάνω συμπεράσματα προέκυψαν από την ποσοτική ανάλυση και επεξεργασία στοιχείων των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση και απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα Αθήνας – Πειραιά της Γενικής Γραμματείας Ισότητας (Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης) κατά το χρονικό διάστημα  01/01/2002 – 31/10/2006. Το δείγμα επεξεργασίας ανέρχεται στα 1870 περιστατικά κακοποίησης.

Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, αυξάνεται και ο αριθμός των διαζυγίων στην Ελλάδα. Ο δείκτης από οκτώ τις εκατό (8%) επί των γάμων το 1980 έφτασε το είκοσι τέσσερα τις εκατό  (24%) το 2005.

Σύμφωνα με την έρευνα που έκανε το Ινστιτούτο Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας, υπολογίζεται ότι στις ημέρες μας ένας στους τέσσερεις γάμους καταλήγει σε διαζύγιο. Η αύξηση του ποσοστού των διαζυγίων είναι μεγάλη, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη δεκαετία του ’80 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν ένας στους δέκα γάμους. Η αυξητική αυτή τάση, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην απλοποίηση της διαδικασίας έκδοσης του διαζυγίου με την καθιέρωση της συναινετικής λύσης. Παράλληλα, οι γάμοι ακολουθούν αντίστροφη πορεία με τον ακαθάριστο δείκτη γαμηλιότητας να βρίσκεται στους 5,2 γάμους ανά χίλιους κατοίκους και η μέση ηλικία των γυναικών που παντρεύονται αυξήθηκε από τα 24 χρόνια, στα 28.

Όσον αφορά τον σχολικό εκφοβισμό, ορισμένες έρευνες, μεταξύ αυτών και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, υπέδειξαν ότι τα αγόρια εμπλέκονται συχνότερα σε προβλήματα σχέσεων θύτη / θύματος και επιτίθενται εναντίον του παιδιού – στόχου περισσότερο σωματικά και άμεσα. Τα κορίτσια χρησιμοποιούν συνήθως τον έμμεσο εκφοβισμό παρενοχλώντας το άλλο παιδί, αποκλείοντας το από ομαδικές δραστηριότητες, κουτσομπολεύοντας το, διαδίδοντας φήμες εναντίον του, επηρεάζοντας αρνητικά εναντίον του τους φίλους του. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι παρά το γεγονός ότι η αναφερόμενη συμμετοχή των αγοριών ήταν μεγαλύτερη, ωστόσο το ποσοστό των κοριτσιών που εμπλέκονται είναι εξίσου σημαντικό.

Στην εφηβεία, γύρω στα δέκα έξι με δέκα επτά χρόνια, τα αγόρια εκφοβίζονται περισσότερο με αποκλεισμό από ότι με χτυπήματα ή κλοτσιές, πράγμα που ισχύει και για τα κορίτσια όλων των ηλικιών.  Έρευνα για την εφηβική βία στην Ελλάδα πραγματοποίησαν οι διδάσκοντες στο ΤΕΙ Λάρισας και στο Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων, κ.κ. Αικατερίνη Αραβανή, Αρετή Μακρή και Χρήστος Αραβανής, που αναδεικνύει πως τα παιδιά σε ποσοστό σχεδόν εξήντα τι εκατό (60%) ξεσπούν με λεκτική βία και μπλέκονται σε καυγάδες κι αυτό εξαιτίας των πιέσεων που δέχονται από το σχολείο ή και από συμμαθητές τους. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους Eron και Huesman (1984) έδειξε ότι οι περισσότεροι από τους οκτάχρονους θύτες του δείγματος, είχαν τουλάχιστον μία δικαστική απόφαση εις βάρος τους στην ενήλικη ζωή τους. Σύμφωνα με τον Olweus (1994:192) το εξήντα τις εκατό (60%) των θυτών που φοιτούσαν στην έκτη με ενάτη τάξη, συνελήφθησαν τουλάχιστον μία φορά, ενώ το τριάντα πέντε με σαράντα τις εκατό (35%-40%) εξ’ αυτών συνελήφθησαν πάνω από τρεις φορές μέχρι την ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΕΙΔΗ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

«Οι μικρές λύπες είναι φλύαρες,

η μεγάλη οδύνη είναι σιωπηλή»

Σενέκας

 Φωτογραφία: Γαβριλάκης Γιώργος, 08/10/2011

Φωτογραφία: Γαβριλάκης Γιώργος, 08/10/2011

1. Εισαγωγή

Τα τραυματικά γεγονότα είναι πολλά και είναι διαφορετικά για τον κάθε άνθρωπο. Υπάρχουν όμως και γεγονότα τα οποία, όταν συμβαίνουν στους ανθρώπους, τραυματίζουν το ίδιο βαθιά.

Τα παιδιά, δυστυχώς, είναι και αυτά  αποδέκτες τραυματικών γεγονότων, από το διαζύγιο που ίσως υπάρξει μέσα στην οικογένεια, κάποια ανίατη ασθένεια που ταλαιπωρεί το ίδιο ή μέλος του οικογενειακού περιβάλλοντος, η απώλεια αγαπημένων προσώπων – κυρίως των γονέων –  μέχρι  και τη βία όλων των μορφών. Η ψυχή των μικρών παιδιών τραυματίζεται πολύ πιο εύκολα και μεγαλώνοντας, το ενήλικο πλέον άτομο πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται τα παιδικά τραύματα του.

Τα γεγονότα μαζικής καταστροφής, από την άλλη πλευρά, και όλες οι καταστροφικές τους συνέπειες, επηρεάζουν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Μια ομάδα ατόμων – ίσως και μια ολόκληρη πόλη, στην περίπτωση των φυσικών καταστροφών – έρχονται αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους φόβους.

Παρακάτω, θα αναλυθούν ορισμένες κατηγορίες ψυχικών τραυμάτων καθώς και οι συνέπειες που έχουν στον άνθρωπο.

 

2. Σωματική Βία

Ξεκινώντας το κεφάλαιο για τη σωματική βία, κρίνεται σημαντικό να δοθεί το δομικό χαρακτηριστικό της έννοιας της βίας. Η  Πενταράκη (2003:139) αναφερόμενη στον ορισμό του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1985, επισημαίνει ότι «βία υπάρχει σε κάθε πράξη ή παράλειψη η οποία βλάπτει τη ζωή, τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ή την ελευθερία ενός προσώπου, η οποία βλάπτει σοβαρά την ανάπτυξη της προσωπικότητας του».

Ο Καραγιαννόπουλος (2002:33), αναφέρεται στο άρθρο 308 Ποινικού Κώδικα για τις σωματικές βλάβες, ο οποίος ορίζει τη σωματική βία ως «τη βλαπτική για την υγεία εξωτερική επενέργεια στο σώμα, την ανθυγιεινή κακομεταχείριση  που συνήθως έχει ως σύμπτωμα τον πόνο (π.χ. μώλωπες, εκδορές, οιδήματα)». Παραδείγματα αποτελούν η απώθηση, το ράπισμα, η ρίψη ακαθαρσιών, το τράβηγμα του αυτιού. Σωματική βλάβη μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 Π.Κ. (ιδιαίτερη νομική υποχρέωση). Για παράδειγμα οι γονείς δεν παρεμποδίζουν τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από το ανήλικο παιδί τους.

Επίσης, η Καλλονάκη (2000:53) στηριζόμενη στις θέσεις της Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, προσθέτει ότι «η σωματική κακοποίηση επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στη νοητική, συναισθηματική και σωματική ανάπτυξη και στην κοινωνική προσαρμογή». Ένας επιπλέον ορισμός της σωματικής βίας δίνεται από την Αρτινοπούλου και τον Φαρσεδάκη ως «η χρήση σωματικής δύναμης με αποτέλεσμα το σωματικό τραυματισμό (εξωτερικό ή εσωτερικό ) του θύματος. Προσδιορίζεται από τις διακυμάνσεις μεταξύ ενός χαστουκιού στο πρόσωπο έως τη σοβαρή σωματική βλάβη. Η αποστέρηση της ιατρικής φροντίδας αναφορικά με τη σωματική και ψυχική υγεία, η στέρηση τροφής και νερού, τα καψίματα με τσιγάρο, η φυλάκιση, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία».

Βάσει του Άρθρου 308 του Π.Κ. «όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 ετών» (Μαγγανάς, 1998:730).

Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι η οδυνηρή εμπειρία της κακοποίησης αποτελεί ένα πρόβλημα που συνήθως τα θύματα μοιράζονται με στενούς φίλους και συγγενείς σε ποσοστό 73% (ΚΕΘΙ , 2003).

2.1. Σωματική Βία σε Παιδιά και Εφήβους

Η κακομεταχείριση των παιδιών είναι φαινόμενο ήδη γνωστό από την αρχαιότητα. Παλαιότερα αποτελούσε μέσο κοινωνικοποίησης και ενδυνάμωσης του παιδιού, ενώ οι πρώτες τάσεις ιατρικοποίησης του φαινομένου στο δυτικό κόσμο, εμφανίστηκαν περίπου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, πριν από σαράντα περίπου χρόνια οι επιστήμονες ανακάλυψαν το «Σύνδρομο του Κακοποιημένου Παιδιού». Η επίσημη καταγραφή του στο χώρο της ιατρικής επιστήμης έγινε μόλις το 1972 από τον Αμερικανό παιδίατρο Henry Kempe.

Όταν αναφερόμαστε στην «παιδική βία» εννοούμε την κακή μεταχείριση ή την παραμέληση που βιώνει ένα παιδί ή ένας έφηβος, ο οποίος βρίσκεται υπό την «προστασία» ενός άλλου ατόμου (γονέας, αδελφός, άλλος συγγενής ή κηδεμόνας ή κάποιος που φροντίζει το παιδί).

Για τη σωματική βία του παιδιού και του εφήβου, έχουν δοθεί κατά καιρούς πληθώρα ορισμών. Ο αρχικός όρος ήταν το «Σύνδρομο του Χτυπημένου Παιδιού», που τον είχε δώσει ο Henry Kempe το 1962, ο οποίος αντικαταστάθηκε γρήγορα από τους όρους «παιδική κακοποίηση», «παιδική κακομεταχείριση» και «παραμέληση» (Gelles & Lancaster, 1987:19). Ένας από αυτούς τους ορισμούς είναι και της Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού), την οποία και παραθέτει η Καλλονάκη (2010:10): «Η σωματική κακοποίηση περιλαμβάνει κάθε είδους τραυματισμούς ή κακώσεις, διαφορετικής σοβαρότητας και συχνά διαφορετικών ηλικιών, που δεν οφείλονται σε ατυχήματα. Η κάκωση μπορεί να είναι μία ή πολλές, παρατηρούνται, δε, συχνότερα στο κεφάλι και στα άκρα του παιδιού, δηλαδή στα ακάλυπτα μέρη του σώματος.»

Ο ορισμός που δίνουν οι Walker, Bonner και Kaufman (1988:8) είναι ο παρακάτω: «Σωματική κακοποίηση ενός παιδιού (κάτω των δέκα οκτώ ετών) αποτελεί η σκόπιμη, μη τυχαία χρήση σωματικής δύναμης καθώς και οι μη τυχαίες πράξεις παράληψης εκ μέρους του γονιού ή άλλου προσώπου που έχει αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού και συμβάλλει στον πόνο, τραυματισμό, μόνιμη βλάβη ή θάνατο του παιδιού».

Μία επιπλέον μορφή σωματικής κακοποίησης, που αναφέρεται στη βιβλιογραφία, αποτελεί η μη τυχαία δηλητηρίαση (χημική κακοποίηση), κατά την οποία οι γονείς χορηγούν στα παιδιά τους διάφορα σκευάσματα (φαρμακευτικά ή μη, όπως αλάτι, γλυκόζη, κ.α.) με αποτέλεσμα αυτά να αρρωσταίνουν. Επίσης το παιδί μπορεί να τραυματιστεί τυχαία σε γονική σύγκρουση (σύνδρομο του αμέτοχου θεατή – μάρτυρες βίας στην οικογένεια) (Cohen & Mannarino, 2003).

Τέλος, το Εθνικό Κέντρο των ΗΠΑ, για την παιδική κακοποίηση και παραμέληση τo 1988, αναφέρει ότι «η σωματική κακοποίηση συμβαίνει συχνά «στο όνομα» της πειθαρχίας και της τιμωρίας και κυμαίνεται από ένα χαστούκι μέχρι τη χρήση αντικειμένων» (Giardino & Christian, 1997:5).

Δεν υπάρχουν σαφή επιδημιολογικά δεδομένα για την έκταση του προβλήματος της παιδικής σωματικής κακοποίησης στην Ελλάδα. Ενδεικτικές όμως μελέτες μαρτυρούν πως το εξήντα τις εκατό (60%) των παιδιών που νοσηλεύονται στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», διαπιστώνεται παιδική σωματική κακοποίηση ή παραμέληση. Υπολογίζεται ακόμη ότι εξήντα οκτώ τις εκατό (68%) περίπου των κρανιοεγκεφαλικών τραυμάτων σε παιδιά κάτω των δύο ετών, όπως και οι περισσότεροι θάνατοι, οφείλονται σε κακοποίηση από τους γονείς (Αμπατζόγλου, 2009).

Σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο τα κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά ανέρχονται σε εκατομμύρια. Αναφορικά με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, κατά το έτος 2002, 31.000 θάνατοι αποδόθηκαν σε ανθρωποκτονίες παιδιών κάτω των δέκα πέντε ετών (WHO, 2002). Σύμφωνα με στοιχεία της Unicef, 300 εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως υποβάλλονται σε βία, εκμετάλλευση και παρενόχληση (UNICEF Innocenti Research Centre, 2011).

Το φαινόμενο της κακοποίησης στους ανηλίκους διακρίνεται στην σωματική και την σεξουαλική μορφή κακοποίησης και συνήθως συμβαίνει στο οικογενειακό περιβάλλον. Όσον αφορά την σωματική κακοποίηση, οι ορισμοί που έχουν δοθεί, για την εξήγηση του φαινομένου, είναι πολλοί.  Η Καλλονάκη (2000:10), παραθέτοντας τον ορισμό της Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (1998), αναφέρει πως «η σωματική κακοποίηση περιλαμβάνει κάθε είδους τραυματισμούς ή κακώσεις, διαφορετικής σοβαρότητας και συχνά διαφορετικών ηλικιών, που δεν οφείλονται σε ατυχήματα. Η κάκωση μπορεί να είναι μία ή πολλές, παρατηρούνται, δε, συχνότερα στο κεφάλι και στα άκρα του παιδιού, δηλαδή στα ακάλυπτα μέρη του σώματος».

Κάθε οικογένεια οφείλει να παρέχει στο παιδί την αίσθηση της ασφάλειας, της ηρεμίας, της λογικής, της συναισθηματικής κάλυψης. Δυστυχώς, στις οικογένειες όπου υπάρχει η βία, όλες οι παραπάνω ανάγκες δεν καλύπτονται (Ψωμά, 2001). «Το παιδί παγιδευμένο σε ένα περιβάλλον κακοποίησης, αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο της προσαρμογής. Αναγκάζεται να βρει τρόπους να διατηρήσει ένα αίσθημα εμπιστοσύνης σε αναξιόπιστα άτομα, ένα αίσθημα ασφάλειας μέσα στην ανασφάλεια, να διατηρήσει τον έλεγχο μιας κατάστασης που είναι τρομακτικά απρόβλεπτη, τη δύναμη μέσα σε μία κατάσταση αδυναμίας. Καθώς είναι ανίκανο να φροντίσει ή να προστατεύσει τον εαυτό του, αναγκάζεται να αναπληρώσει την έλλειψη φροντίδας και προστασίας των μεγάλων με τα μόνα μέσα που διαθέτει, δηλαδή ένα ανώριμο σύστημα ψυχολογικής άμυνας» (Herman, 1996:152).

Όταν μιλάμε για γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους, δεν αναφερόμαστε σε κάποια ειδική κατηγορία απάνθρωπων και σκληρών ατόμων, ανίκανων και ανάξιων να αγαπήσουν και να φροντίσουν ένα παιδί. Πρόκειται μάλλον για άτομα με εμπειρίες βίας κατά την παιδική τους ηλικία, με συναισθηματική στέρηση, κυρίως από την πλευρά της μητέρας τους, μερικές φορές με εμπειρίες διαβίωσης σε ίδρυμα. Τα άτομα αυτά χαρακτηρίζονται από «ανωριμότητα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειωμένη ικανότητα για ψύχραιμη αντιμετώπιση των κρίσεων, ανάρμοστες εκδηλώσεις θυμού, υπερβολικές προσδοκίες από τα παιδιά τους και έλλειψη επικοινωνίας» (Τσιαντής, 1991:100-101).

Παράγοντες, που συμβάλλουν στην άσκηση βίας από τους γονείς, είναι «οι οικογένειες με άγαμο γονέα, η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ο δύσκολος τοκετός, η ύπαρξη και άλλων παιδιών μικρής ηλικίας στο σπίτι, η μικρή ηλικία της μητέρας, ενδεχομένως κάποια προβλήματα υγείας της ίδιας, η φτώχεια, η κοινωνική απομόνωση και γενικότερα όλοι εκείνοι οι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν κρίση στην ομαλή ζωή της οικογένειας» (Αγάθωνος, κ.ά., 1996:436).

Στα πλαίσια της παιδικής σωματικής κακοποίησης, έχουν αναφερθεί διάφορα περιστατικά όπως μελανιές, κάψιμο με τσιγάρο, χτύπημα στο κεφάλι, κάταγμα οστών, εσωτερικές κακώσεις (παραδείγματος χάριν ρήξη σπλάχνων), γενικότερα κάθε σωματικό τραύμα που έχει διάρκεια πάνω από σαράντα οκτώ ώρες, πνίξιμο, πρόκληση ασφυξίας με τοποθέτηση σακούλας ή μαξιλαριού στο κεφάλι του παιδιού και θάνατος (Ψωμά, 2001).

Οι επιπτώσεις της σωματικής κακοποίησης δεν περιορίζονται στο πεδίο των γνωστικών λειτουργιών και των συμπεριφορικών εκδηλώσεων. Ειδικότερα, η Καλλονάκη (2000:67) σημειώνει πως «η παιδική κατάθλιψη και οι διαταραχές άγχους φαίνεται να συνδέονται με την ενδοοικογενειακή βία, που κατευθύνεται προς ένα παιδί ή έφηβο». Επίσης, η ίδια αναφέρει, ότι αρκετά παιδιά που βιώνουν διαρκή οικογενειακή βία ενδέχεται να εμφανίσουν μια σειρά συμπτωμάτων μετά-τραυματικής διαταραχής στρες με εφιάλτες, άγχος και αποφυγή συζητήσεων για τέτοιου είδους θέματα.  Η κακομεταχείριση των παιδιών έχει αρνητικές επιδράσεις στη συμπεριφορά, την εξέλιξη και την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα του παιδιού. «Η σωματική κακοποίηση επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στη σωματική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη και κοινωνική προσαρμογή των παιδιών και των εφήβων».

Η σωματική κακοποίηση υπάρχει, πολλές φορές, και μέσα στις ερωτικές σχέσεις μεταξύ συνομήλικων. Στην εφηβική ηλικία, οι νέοι άνθρωποι διαμορφώνουν ένα πρότυπο για το τι είναι η ρομαντική αγάπη. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι συντροφικές σχέσεις μπορούν να επηρεάσουν και να προσδιορίσουν την ταυτότητα των νέων ( Cate & Lloyd, 1992). Οι έφηβοι μαθαίνουν, μέσω των σχέσεων τους, πώς να συμπεριφέρονται στον σύντροφο τους. Μια σχέση βίας μπορεί να αποτελέσει μια πολύ τραυματική εμπειρία. Οι κύριοι λήπτες βίας, μέσα σε μια εφηβική σχέση, είναι κυρίως οι νεαρές κοπέλες. «Η βία που υφίστανται οι έφηβες στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο έχει πολλά κοινά με τη βία που δέχονται οι ενήλικες γυναίκες στο γάμο» (Πενταράκη, 2003:23).

Σε κλινικές έρευνες που έγιναν σε ενήλικες γυναίκες που είχαν υποστεί βία στις σχέσεις τους, ανέφεραν ότι είχαν βιώσει βία στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο και ως έφηβες (O’ Keefe κ.α., 1986). «Η εφηβεία αποτελεί το τελευταίο στάδιο της γνωστικής, συναισθηματικής και ψυχικής ανάπτυξης του ατόμου. Η αναπτυξιακή διαδικασία της εφηβείας είναι αυτή που διαφοροποιεί τη βία που υφίστανται οι έφηβες από τη βία που υφίστανται οι ενήλικες» (Πενταράκη, 2003:23). Γι’ αυτό και η βία κατά την εφηβεία έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

Οι τραυματικές εμπειρίες  που έχουν βιώσει τα παιδιά – θύματα κακοποίησης, κυρίως από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, επηρεάζουν όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα άτομα αυτά ως ενήλικες στην καθημερινότητα τους, αλλά και ολόκληρη την κοινωνικό – συναισθηματική τους αναπτυξιακή πορεία. Έρευνες, που έχουν διεξαχθεί σε παιδιά-θύματα κακοποίησης, έχουν δείξει ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στη συμπεριφορά τους κατά την εφηβεία και την ενήλικη ζωή τους στο συναισθηματικό, γνωστικό και κοινωνικό τομέα (Μάκα, Καφέτσιος, 2005:96).

Μία ακόμη μορφή βίας είναι και ο σχολικός εκφοβισμός, η οποία ανάγεται στις έξω-οικογενειακές μορφές βίας. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι η βία που λαμβάνει χώρα εντός ή εκτός της εκπαιδευτικής κοινότητας, κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων. Μπορεί να είναι σωματικός, λεκτικός ή συναισθηματικός και επαναλαμβανόμενος. Επιπλέον, μπορεί να είναι και ηλεκτρονικός, να συμβαίνει δηλαδή μέσω κινητού τηλεφώνου ή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Ως σωματικός εκφοβισμός θεωρούνται ο σωματικός τραυματισμός, η κλοπή προσωπικών αντικειμένων, η επιθετική συμπεριφορά, οι φάρσες, οι τσακωμοί και τα πειράγματα (Λέκου, 1996).

Από τη μία πλευρά, οι μαθητές που γίνονται θύματα του σχολικού εκφοβισμού, είναι συχνά ανίσχυροι, χωρίς επαρκή εφόδια για να σταθούν στα πόδια τους, τείνουν να είναι ευάλωτοι, φοβισμένοι και όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των συμμαθητών τους, οπότε δεν βρίσκουν εύκολα συμπαράσταση. Παρουσιάζεται από τους Troy και Sroufe (1987) το γεγονός ότι τα παιδιά που είχαν με τους γονείς τους σχέσεις προσκόλλησης, έλξης-απώθησης και ανασφάλειας, είναι πιο πιθανό να αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα τους στην επιρροή του προσώπου ανατροφής και, αν  και παραμένουν κάπως ανεξάρτητα, έχουν έλλειψη αυτοεκτίμησης και εμπιστοσύνης για την αξία τους κι έτσι είναι πιο επιρρεπή στο να δεχθούν βίαιη συμπεριφορά από τους συνομήλικους τους. «Η ψυχική και σωματική υγεία των μαθητών συνδέεται με την εμπλοκή τους σε σχέσεις εκφοβισμού και θυματοποίησης στα σχολεία, η, δε, έμμεση θυματοποίηση έχει ισχυρότερο ρίσκο για την ανάπτυξη φτωχής φυσικής και συναισθηματικής κατάστασης. Για ένα μαθητή που δέχεται επιθέσεις για μακρό χρονικό διάστημα, η ζωή στο σχολείο μπορεί να γίνει πολύ άχαρη» (Καλογεράκη, 2005:125).

Σύμφωνα με τους Cowie και Berdondini (2001), ο τρόπος με τον οποίο εκφράζουν τα συναισθήματα τους οι μαθητές – θύματα στη διάρκεια ενός επεισοδίου εκφοβισμού, επηρεάζει τις αντιδράσεις τόσο των θυτών όσο και των υπολοίπων συνομήλικων.  Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες συναισθηματικών αντιδράσεων των θυμάτων: τα επιθετικά θύματα αντιδρούν με υπερβολικό τρόπο και χάνουν τη σύγκρουση ενώ τα παθητικά θύματα ελαχιστοποιούν ή αρνούνται τα αρνητικά τους συναισθήματα δείχνοντας ένα πρόσωπο ανέκφραστο, που οι παρευρισκόμενοι μαθητές θεωρούν αφύσικο με την κατάσταση που βιώνουν, και για το λόγο αυτό αδιαφορούν για την κατάσταση τους. Βάσει ερευνών, τα παιδιά που δέχονται βία διαθέτουν κάποια χαρακτηριστικά που τα κάνουν πιο ευάλωτα  στο πείραγμα και τη σχολική βία. Τα παιδιά αυτά είναι αδύναμα, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, δεν διαθέτουν ιδιαίτερες κοινωνικές δεξιότητες ή διαθέτουν κάποια ιδιαίτερα προβλήματα που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από το σύνολο, όπως υπερκινητικότητα, παχυσαρκία, μαθησιακές δυσκολίες ή ακόμη και να φοράνε γυαλιά μυωπίας (Λουίζου, 2009).

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν προσεγγίσεις που συνδέουν τις επιθετικές σχέσεις συνομήλικων με τις εμπειρίες ανατροφής στην οικογένεια. Με βάση τη θεωρία της προσκόλλησης (Bowlby, 1969), ο Main (1991) υποστηρίζει ότι ένα παιδί αναπτύσσει εσωτερικά μοντέλα εργασίας των σχέσεων, τα οποία και  αναπτύχτηκαν με τα πρώτα πρόσωπα ανατροφής (γονείς, παππούδες, κηδεμόνες), και  μπορεί να είναι ασφαλή ή μη ασφαλή (αποφυγή, έλξη-απώθηση, έλλειψη οργάνωσης). Τα μοντέλα αυτά έχουν γενικευτεί από τα παιδιά και επηρεάζουν τις σχέσεις με τους συνομήλικους στην παιδική και εφηβική ηλικία. Οι Troy και  Sroufe (1987) εξέτασαν το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της παραπάνω προσέγγισης στις σχέσεις θύτη και θύματος. Υποστήριξαν πως τα παιδιά με σχέσεις ανασφαλούς – αποφευκτικής προσκόλλησης προς τη μητέρα, διακατέχονται από έλλειψη εμπιστοσύνης, περιμένουν εχθρότητα από τους συνομήλικους τους, κι έτσι μπορούν να αναπτύξουν συμπεριφορές θυτών. Η προσέγγιση αυτή, δεν αποδίδει μεγάλη έμφαση στις κοινωνικές ικανότητες αλλά στο εσωτερικό μοντέλο των σχέσεων των παιδιών. Όμως, η κοινωνική περιθωριοποίηση, οδηγεί από μόνη της σε περιορισμό της έκφρασης των σημαντικών κοινωνικών ικανοτήτων των συνομήλικων και έτσι, σε πολλά περιθωριοποιημένα παιδιά και σε πολλά θύματα, μπορεί να παρατηρηθεί έλλειψη μερικών κοινωνικών ικανοτήτων, ακόμη και αν αυτό δεν είναι η βασική αιτία για την κατάσταση τους.

Άλλες προσεγγίσεις συσχετίζουν τα προβλήματα θύτη-θύματος με τις τεχνικές πειθαρχίας που εφαρμόζονται εντός της οικογένειας. Ο Olweus (1980:382) υποστήριξε ότι «στο βαθμό της επιθετικότητας των αγοριών προς τους συνομήλικους τους, συνέβαλαν το ταμπεραμέντο των αγοριών, δηλαδή το πόσο δραστήρια και θερμόαιμα παιδιά ήταν, ο αρνητισμός της μητέρας και η έλλειψη της στοργής της, η συγκατάθεση της μητέρας για έκφραση της επιθετικότητας και οι εξουσιαστικοί ρόλοι μεταξύ των γονέων». Οι Loeber και Dishion (1984) διαπίστωσαν ότι τα παιδιά,  των οποίων οι γονείς χρησιμοποιούσαν ασυνεπείς και αναποτελεσματικές μεθόδους πειθαρχίας σε συνδυασμό με φυσική τιμωρία, ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν επιθετική συμπεριφορά προς τους συνομήλικους τους.

Οι Smith et al (1999), σε έρευνα τους, εξέτασαν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, όπως τις αντιλαμβάνονται τα παιδιά, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως θύτες ή ως θύματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, ιδιαίτερα για τα παιδιά που πλησίαζαν στην εφηβεία, κυρίαρχο ρόλο στη ζωή τους δεν έπαιζαν πλέον μόνο οι γονείς αλλά και οι φίλοι, οι συνομήλικοι, τα αδέλφια  και τα άλλα μέλη της οικογένειας (θείοι, παππούδες). Τα παιδιά που εκδήλωναν βίαιη συμπεριφορά προς τα άλλα, έδειχναν ένα ενδιαφέρον για δύναμη, πλημμελείς σχέσεις με τους γονείς τους, αρνητικές σχέσεις με τα αδέλφια και τα άλλα μέλη της οικογένειας τους, τα οποία και θεωρούσαν πως είναι πολύ ισχυρά. Γενικά, τα παιδιά-θύτες παρουσίαζαν ένα οικογενειακό σύστημα χωρίς συνοχή και στοργή με σαφώς εμφανείς σχέσεις εξουσίας. Η εικόνα για τα παιδιά – θύματα έδειξε πολύ υψηλές και θετικές εμπλοκές με αδέλφια και άλλα μέλη της οικογένειας, ίσως στο βαθμό μιας «δικτυωμένης» οικογενειακής δομής.

 

2.2 Σωματική Βία σε Ενήλικες

 

Οι Τοπικές και Περιφερειακές Αρχές της Ευρώπης, στην υπογραφή της Ευρωπαϊκής Χάρτας για την ισότητα των φύλλων στις τοπικές κοινωνίες (Αρώνη, 2011), αναγνωρίζουν ότι η έμφυλη βία, η οποία κατά κύριο λόγο αφορά το γυναικείο φύλλο, συνιστά παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελεί προσβολή της αξιοπρέπειας.

Η σωματική βία στους ενήλικες ( 18 ετών και άνω) μπορεί να αποτελέσει μεμονωμένο γεγονός ή να δύναται να συμβεί επανειλημμένα. Περιλαμβάνει χρήση της φυσικής δύναμης με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή τον κίνδυνο τραυματισμού.

Πιο συγκεκριμένα, οι κυριότερες πράξεις οι οποίες θεωρούνται πράξεις βίας είναι οι παρακάτω:

  • Σπρώξιμο
  • Χαστούκι

  • Λάκτισμα (κλωτσιά)

  • Κτύπημα στο πρόσωπο και στο σώμα

  • Ρίψη αντικειμένων

  • Κτύπημα με αντικείμενα

  • Δάγκωμα

  • Κάψιμο με τσιγάρο

Στη χώρα μας εφαρμόζονται οι διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων σημειώνονται το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. (Ν.2462/1997, ΦΕΚ Α΄ 25) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ν. Δ. 53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256) (Δροσοπούλου, 1995:148).   Η βία που εκδηλώνεται μέσα στα πλαίσια μιας οικογένειας (ενδοοικογενειακή βία) ή μιας συντροφικής σχέσης, είναι μια σύγχρονη πραγματικότητα. Από τα στοιχεία μελέτης του ΚΕΘΙ (2003) προκύπτει ότι η ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που δεν έχει λάβει τις διαστάσεις που το χαρακτηρίζουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζει όμως ανησυχητικά ποσοστά με θύματα κυρίως τις γυναίκες (80%-90% των θυμάτων κακοποίησης).

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η ενδοοικογενειακή βία καθορίστηκε με σαφήνεια από τον ορισμό που έχει προταθεί από τη Δανία και έγινε αποδεκτός από τα υπόλοιπα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βάσει αυτού του ορισμού, βία θεωρείται  «κάθε σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βία που ασκείται σε βάρος του θύματος από τον τωρινό ή πρώην σύζυγο ή σύντροφο ή άλλα μέλη της οικογένειας». (Αρτινοπούλου, 2006:13). Επίσης, ερευνητές  του Πανεπιστημίου της Νοτίου Καρολίνας, οι οποίοι εξέτασαν τη συχνότητα βίας σε ζευγάρια, σημειώνουν πως το είκοσι εννέα τις εκατό (29%) των γυναικών και το είκοσι τρία τις εκατό (23%) των ανδρών είχαν σε κάποια φάση της ζωής τους, κακοποιηθεί. Οι γυναίκες, σε ποσοστό δέκα οχτώ τις εκατό (18%), είχαν πέσει περισσότερες φορές θύματα σωματικής βίας από ότι οι άνδρες, με ποσοστό έξι τις εκατό (6%) (Spitz, 2003).

Στην Ευρώπη, όπως αποδεικνύεται από μελέτη του Ευρωπαϊκού  Λόμπυ Γυναικών, η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί τη συχνότερη μορφή βίας κατά των γυναικών (European Women’s Lobby, 1999).

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας κατέφυγαν, σε διάστημα τριών ετών, 1.477 κακοποιημένες γυναίκες, στη συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ο σύζυγος ήταν ο δράστης (83%). Από τα συλλέγοντα στοιχεία καταρρίπτονται ορισμένοι μύθοι σχετικά με το ότι το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας ενδημεί σε κατώτερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα και σε ανέργους και χρήστες ουσιών (ΚΕΘΙ, 2003).

Στην Ελλάδα, το ποσοστό εμφάνισης κρουσμάτων σωματικής βίας μέσα στην οικογένεια ανέρχεται στο τριάντα ένα τις εκατό (31%), ωστόσο, η πραγματική ένταση του προβλήματος είναι αδύνατον να εκτιμηθεί εξαιτίας του άδηλου αριθμού κακοποίησης (Μηλιώνη, 2001).

2.3. Σωματική Βία σε άτομα Τρίτης Ηλικίας

 

Η έναρξη της τρίτης ηλικίας, σήμερα, τοποθετείται στα 65 έτη της ζωής ενός ατόμου (Αβεντισιάν-Παπαρηγοπούλου, 2000). «Τα άτομα της τρίτης ηλικίας τα αποκαλούμε ¨ηλικιωμένους¨» (Ευκλείδη, 2008:161).

Οι ηλικιωμένοι, όπως και όλοι οι πολίτες, έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αναφέρονται σε κείμενα του ΟΗΕ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων Διεθνών Οργανισμών, οργανώσεων ηλικιωμένων και στη νομοθεσία κάθε χώρας. Η κακοποίηση των ηλικιωμένων αποτελεί παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραβίαση του Άρθρου 25 της Ευρωπαϊκής Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η οποία αναγνωρίζει και σέβεται τα δικαιώματα των ηλικιωμένων να ζουν με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία και να συμμετέχουν στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή.

Ο όρος «κακοποίηση ηλικιωμένων» συχνά συναντάται στη γεροντολογική και θυματολογική βιβλιογραφία και μοιάζει να γίνεται όλο και πιο γνωστός με το πέρασμα του χρόνου.

Η Έμκε-Πουλοπούλου (1999:374), στηριζόμενη στον ορισμό που δίνει η Αμερικανική Ιατρική Εταιρία, αναφέρει ότι  «κακοποίηση ενός ηλικιωμένου είναι κάθε πράξη ή παράληψη που καταλήγει σε βλάβη ή απειλή βλάβης στην υγεία ή ευημερία του ατόμου». Η ίδια επισημαίνει ότι «η κακοποίηση των ηλικιωμένων παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την κακοποίηση των παιδιών».

Ένας ακόμη ορισμός δίνεται από τη Βλάχου (2005:15), η οποία αναφέρει ότι «οι ηλικιωμένοι μπορεί να υποστούν κάποιας μορφής σωματική βία, είτε στο πλαίσιο της οικογένειας, είτε των ιατρικών κέντρων είτε των νοσοκομείων που νοσηλεύονται, είτε στο δρόμο από αγνώστους».

«Η κακοποίηση των ηλικιωμένων είναι μια μεμονωμένη ή επαναλαμβανόμενη δράση – ή και απουσία κατάλληλης δράσης – που προκύπτει σε οποιαδήποτε σχέση στην οποία υπάρχει μια προσδοκία εμπιστοσύνης, και η οποία δράση προκαλεί βλάβη ή ενόχληση σε ένα ηλικιωμένο άτομο» (Διακήρυξη του Τορόντο για την Παγκόσμια Πρόληψη της Κακοποίησης των Ηλικιωμένων, 2002).

Η κακοποίηση, κακομεταχείριση ή εκμετάλλευση των ηλικιωμένων ατόμων μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Στην οικεία του, στην οικεία  του φροντιστή του, στο  κέντρο περίθαλψης, σε νοσοκομεία ή ακόμη και σε ιδρύματα φιλοξενίας ηλικιωμένων. Μπορεί να περιλαμβάνει οποιαδήποτε ενσυνείδητη, σκόπιμη ή αμελή ενέργεια, κατά την οποία προκαλείται βλάβη σε άτομο της τρίτης ηλικίας στο σωματικό, ψυχικό, συναισθηματικό ή οικονομικό τομέα. Η κακοποίηση των ηλικιωμένων περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κακόβουλων ενεργειών.

Η σωματική κακοποίηση, δηλαδή η χρήση βίας για σκοπούς απειλής ή πρόκλησης πόνου και τραύματος, εις βάρος ενός ευάλωτου ατόμου.

Η συναισθηματική βία, στην οποία ανήκουν οι λεκτικές επιθέσεις, οι απειλές, η απόρριψη, η απομόνωση ή η υποτιμητική συμπεριφορά, τα οποία και προκαλούν ψυχικό πόνο, αγωνία και καταπόνηση σε ένα ηλικιωμένο άτομο.

Η σεξουαλική κακοποίηση,  η επαφή που επιβάλλεται με τη βία, παραπλανητικά, κατόπιν απειλής ή με διαφορετικό τρόπο εξαναγκασμού σε άλλο άτομο περιλαμβανομένου και οποιουδήποτε ατόμου που δεν είναι σε θέση να δώσει τη συγκατάθεσή του.

Η εκμετάλλευση κάθε είδους, όπως είναι η κλοπή, η απάτη, η κατάχρηση ή η αμέλεια και η ανάρμοστη χρήση επιρροής πάνω στα ηλικιωμένα άτομα, ώστε να επιτευχθεί ο έλεγχος των οικονομικών ή της περιουσίας τους.

Η αμέλεια, η αποτυχία ή η άρνηση ενός ατόμου, το οποίο και έχει την ευθύνη της φροντίδας ευάλωτου ηλικιωμένου, να του παρέχει ασφάλεια και εκπλήρωση των σωματικών και συναισθηματικών του αναγκών.

Η εγκατάλειψη ευπαθούς, αδύναμου και ευάλωτου ατόμου από οποιονδήποτε έχει το καθήκον της φροντίδας ενός ηλικιωμένου.

Το φαινόμενο της κακοποίησης ή παραμέλησης των ατόμων της τρίτης ηλικίας αποτελεί, σύμφωνα με τη Σπινέλλη (1999), όπως αναφέρει ο Μαγγανάς (1999), «τις περισσότερες φορές, μια μορφή ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον συχνά ο δράστης είναι συγγενής του θύματος».  «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για το πρόβλημα της παραμέλησης ή κακοποίησης των ηλικιωμένων» (Σπινέλλη, 1999, ανάφ. στο Μαγγανάς,  1999:412).

Η διάκριση μεταξύ κακοποίησης και παραμέλησης γίνεται σε τρία επίπεδα:

  • Σε επίπεδο κοινωνίας («macro»),  π.χ. ανεπαρκείς συντάξεις, ανύπαρκτη ή πολύ δύσκολη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, υψηλό κόστος θέρμανσης και κακοποίηση σε ιδρύματα.
  • Σε επίπεδο κοινότητας ( «mezzo»), π.χ. αντικοινωνικές συμπεριφορές όπως, κακοποίηση από συμμορίες, διακρίσεις εις βάρος των ηλικιωμένων και περιθωριοποίησή τους.
  • Στο πλαίσιο της οικογένειας («micro»)

Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, διαπιστώθηκε ότι ένας παράγοντας που έχει συνδεθεί με την άσκηση της βίας σε ηλικιωμένα άτομα, είναι το στρες που βιώνουν τα άτομα που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους. Ειδικότερα, οι οικογένειες που βιώνουν αυξημένα επίπεδα στρες που σχετίζεται με την οικογένεια, εμφανίζουν πενταπλάσια ποσοστά κακοποίησης ηλικιωμένων συγκριτικά με τις οικογένειες που βιώνουν χαμηλά επίπεδα στρες. Μεταξύ των παραγόντων, που ενδεχομένως συνδέονται με την κακοποίηση, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και ο βαθμός εξάρτησης του ηλικιωμένου από το άτομο που τον φροντίζει.

Αξίζει να σημειωθεί, σε αυτό το σημείο, ότι τα ηλικιωμένα θύματα αποφεύγουν να καταγγείλουν τη βία που διαπράττεται εναντίον τους διότι, είναι σε μεγάλο βαθμό, εξαρτημένα από τους θύτες τους. Και επιπλέον, φοβούνται τις συνέπειες που ενδέχεται να επιφέρει η αναφορά του περιστατικού στην αστυνομία. Επίσης, «η ντροπή για τη σχέση τους με τους δράστες, καθώς και η πεποίθηση ότι η καταγγελία τους δεν θα διαφοροποιήσει την κατάσταση υπέρ τους, αλλά αντίθετα θα αυξήσει την ένταση μεταξύ θύματος και δράστη, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε διάλυση της οικογένειας» (Βλάχου, 2005:78).

3. Ψυχοσυναισθηματική Βία

 

Η ψυχοσυναισθηματική βία είναι μια συμπεριφορά, κατά την οποία ένα άτομο, ή μια ομάδα ατόμων, εκθέτει ένα άλλο άτομο, ή ομάδα ατόμων, σε καταστάσεις που είναι επιβλαβείς για την συναισθηματική και ψυχολογική τους ακεραιότητα. Παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών είναι η λεκτική επιθετικότητα, η κυριαρχική συμπεριφορά, ο εκφοβισμός, οι χειριστικές σχέσεις – σχέσεις εκμετάλλευσης, οι συμπεριφορές ζήλιας. Τέτοια περιστατικά συνήθως παρατηρούνται ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, σε στενές σχέσεις γενικότερα – είτε ερωτικές, είτε φιλικές -, καθώς επίσης και στο σχολείο, αλλά και στο εργασιακό περιβάλλον.

H ψυχοσυναισθηματική βία περιλαμβάνει πράξεις, παραλείψεις και συμπεριφορές, οι οποίες εμπεριέχουν συστηματική απόρριψη, εκφοβισμό, απομόνωση, εκμετάλλευση, υποτίμηση, αποθάρρυνση, παραμέληση. Αυτό το είδος βίας, είναι δύσκολο  να εντοπισθεί και  να διαγνωσθεί από τους επαγγελματίες, γιατί απαιτεί ικανό χρονικό διάστημα για να αναπτυχθεί καλή επικοινωνία και σχέση εμπιστοσύνης με το άτομο που κακοποιείται ψυχοσυναισθηματικά (Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, 1998, αναφ. στο Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1998).

Η συναισθηματική κακοποίηση, δε συνοδεύεται απαραίτητα από σωματική βία, αλλά η σωματική βία συνυπάρχει σχεδόν πάντα με περιστατικά συναισθηματικής κακοποίησης. Θύματα σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης έχουν κατά καιρούς αναφέρει, ότι η συναισθηματική βία ήταν συχνά πιο καταστροφική και αβάσταχτη και οι επιπτώσεις της πιο μακροπρόθεσμες. Πράγματι, η συναισθηματική κακοποίηση χτυπάει το άτομο στον πυρήνα της ύπαρξής του και πολλές φορές είναι αρκετή ώστε να το κάνει να νιώσει ασήμαντο, ανάξιο να αγαπηθεί και πολλές φορές ότι είναι κακός άνθρωπος που του αξίζει η τιμωρία που ζει και η συμπεριφορά που εισπράττει (Γιομπαζολιά, 2010).

«Η ταπείνωση, ο υποβιβασμός, ο εξευτελισμός, μπορεί να θυματοποιούν περισσότερο από μορφές ( ελαφριάς ή βαριάς) σωματικής βίας» (Αρτινοπούλου, Μαγγανάς, 1996:168).

3.1. Ψυχοσυναισθηματική Βία Παιδιών και Εφήβων

 

«Τα παιδιά που «μεγάλωσαν νωρίς», οι σύγχρονες Αλίκες και Γουέντυ, βιάστηκαν να προσπεράσουν τα «θέλω» τους και τα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια του παιχνιδιού τους, για να αναλάβουν ρόλους. Τα παιδιά αυτά έχουν υποστεί μια ύπουλη μορφή κακοποίησης. Τα παιδιά που μεγάλωσαν απότομα, δεν έχουν που να στηριχθούν. Χάνουν, έτσι ξαφνικά, πράγματα που θα έπρεπε να θεωρούνται δεδομένα, όπως την παρουσία των γονέων τους και οδηγούνται σε ένα χορό που τη χορογραφία έχουν κάνει άλλοι, αγνοώντας τις δικές τους πραγματικές ικανότητες» (Παπαδογεωργοπούλου, 2010:63-73).

Η κακοποίηση είναι μια ευρεία έννοια, που μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Συνήθως οι άνθρωποι ακούγοντας για κακοποίηση ανηλίκων σκέφτονται αρχικά τη σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση. Υπάρχει όμως και το είδος της λεκτικής ή ψυχό-συναισθηματικής κακοποίησης, το οποίο δεν επιφέρει λιγότερο αρνητικές, αν όχι περισσότερες, συνέπειες στα θύματα της και ιδίως στα παιδιά και δεν είναι  λιγότερο καταστρεπτική από τις υπόλοιπες μορφές κακοποίησης.

Η συναισθηματική κακοποίηση, η οποία θέτει την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού σε κίνδυνο,  μπορεί να επιτελείται μέσω της αγνόησης του παιδιού, φυσικής ή συναισθηματικής, κάτι που σημαίνει ότι ο γονιός ή ο κηδεμόνας δεν είναι παρόν φυσικά ή ψυχολογικά.

Η απόρριψη του παιδιού και η ενεργής άρνηση της κάλυψης των συναισθηματικών αναγκών του, είναι μια ακόμη μορφή συναισθηματικής κακοποίησης. Παράλληλα, η απομόνωση του παιδιού, η εκμετάλλευση του, η εξαπόλυση απειλών, η  παραμέλησή του και η κατατρομοκράτηση του, στοιχειοθετούν σε μεγάλο βαθμό χαρακτηριστικά της συναισθηματικής κακοποίησης. Ένα άλλο στοιχείο της κακοποίησης αυτού του είδους έχει να κάνει με τη λεκτική προσβολή του παιδιού.

Ο O’ Hagan (1993), δίνει έναν ορισμό, βάσει του οποίου ψυχολογική κακοποίηση είναι η επίμονη, επαναλαμβανόμενη, ακατάλληλη συμπεριφορά, που βλάπτει ή μειώνει ουσιαστικά τις δημιουργικές και αναπτυξιακές δυνατότητες των, κρίσιμα, σημαντικών νοητικών διεργασιών και λειτουργιών ενός παιδιού. Αυτές περιλαμβάνουν την ευφυΐα, τη μνήμη, την αντίληψη, την προσοχή, τη γλώσσα και την ηθική ανάπτυξη. Η έννοια της ψυχολογικής κακοποίησης είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια της συναισθηματικής κακοποίησης. Σύμφωνα και πάλι με τον  O’ Hagan, η συναισθηματική κακοποίηση είναι η επίμονη, επαναλαμβανόμενη, ακατάλληλη συναισθηματική αντίδραση έναντι στην έκφραση των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς του παιδιού. Μορφή συναισθηματικής κακοποίησης είναι και η λεκτική κακοποίηση, η οποία αποτελεί το βασικότερο, ίσως, είδος της συναισθηματικής κακοποίησης. Χαρακτηρίζεται, δε, από σχόλια που κάνουν το παιδί να νιώθει ανάξιο και χαζό, τελειομανία, αρνητικές προβλέψεις, συγκρίσεις, προσβολές, απειλές, βρίσιμο, ρίψη ευθυνών (O’ Hagan, 1993).

«Η ψυχολογική κακοποίηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Αποτελεί, ουσιαστικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο συμπεριφορών του γονέα, οι οποίες μεταφέρουν στο παιδί το μήνυμα ότι είναι ασήμαντο, άχρηστο και ότι αξίζει μόνο όταν ικανοποιεί τις ανάγκες των άλλων» (Giardino, 1997:18-19).

Όπως αναφέρει ο Briere (1992:62), «η έννοια της ψυχικής κακοποίησης ορίζεται στα πλαίσια των οκτώ τύπων συμπεριφορών του γονέα ή του ατόμου που παρέχει φροντίδα στο παιδί». Οι τύποι συμπεριφορών που αναφέρει είναι:

1)  Απόρριψη: το παιδί αγνοείται, παραμελείται ή διώχνεται μακριά και γι’ αυτό του δημιουργούνται αισθήματα αναξιότητας και μη αποδοχής.

2)  Υποβίβαση/υποτίμηση:  το παιδί επικρίνεται, στιγματίζεται, στερείται της αξιοπρέπειας, εξευτελίζεται, του δημιουργούνται αισθήματα κατωτερότητας.

3)  Τρομοκρατία: το παιδί προσβάλλεται λεκτικά, εκφοβίζεται, απειλείται για πρόκληση σωματικής ή ψυχικής βλάβης.

4) Απομόνωση: το παιδί στερείται των κοινωνικών επαφών εκτός της οικογένειας. Δεν του επιτρέπεται να έχει φίλους, κρατείται σε περιορισμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς κοινωνική αλληλεπίδραση.

5) Διαφθορά: το παιδί δεν κοινωνικοποιείται σωστά, μαθαίνει να συμπεριφέρεται με αντικοινωνικούς τρόπους, ενθαρρύνεται να αναπτύξει κοινωνικά μη αποδεκτά ενδιαφέροντα ή ορέξεις.

6)  Εκμετάλλευση: το παιδί χρησιμοποιείται για να ικανοποιούνται οι ανάγκες των ατόμων που το φροντίζουν.

7)  Στέρηση απαραίτητης συναισθηματικής διέγερσης ή ανταπόκρισης: το παιδί στερείται της αγάπης και της επιμελούς φροντίδας, η συναισθηματική και η νοητική του ανάπτυξη καταπνίγονται, γενικώς το παιδί αγνοείται και παραμελείται.

8) Αναξιόπιστη και ασυνεπής γονική παρουσία: αντιφατικές και διφορούμενες απαιτήσεις από το παιδί, ασυνεπής και αναξιόπιστη γονική υποστήριξη  ή φροντίδα και στέρηση της οικογενειακής σταθερότητας (Briere, 1992, ανάφ. στο Giardino, 1997:19).

Η Παπαδογεωργοπούλου ( 2010:74), αναφερόμενη στην Cattanach (2002), δίνει ένα παράδειγμα συναισθηματικής κακοποίησης, το εξής: «όταν οι γονείς μοιράζονται σοβαρά μυστικά με τα παιδιά τους περιμένοντας αυτά να τους προστατεύσουν».

Οι αιτίες που οδηγούν στη συναισθηματική και λεκτική κακοποίηση είναι ποικίλες. Σε μεγάλο βαθμό οι γονείς που κακοποιούν συναισθηματικά τα παιδιά τους είχαν εισπράξει συναισθηματική κακοποίηση όταν και οι ίδιοι ήταν παιδιά και, θεωρώντας ίσως ορθή τη δική τους διαπαιδαγώγηση ή μη μπορώντας να ξεφύγουν από αυτή, τείνουν να επαναλαμβάνουν αυτά που υπέστησαν.

Το στρες, η δυσκολία των γονιών να διαχειριστούν τις δικές τους πηγές άγχους, η κοινωνική απομόνωση, η απουσία γονικών  δεξιοτήτων, η χαρακτηρολογική ασυμφωνία και διάσταση μεταξύ γονέων και παιδιών,  οι υπερβολικές προσδοκίες των γονιών από τα παιδιά τους, οι λανθασμένες αντιλήψεις για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει το φαινόμενο της συναισθηματικής κακοποίησης. Έρευνες σχετικά με την μορφή της ψυχοσυναισθηματικής κακοποίησης αποκαλύπτουν ότι τα αίτια βρίσκονται συχνά στα πολλαπλά οικονομικά προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ενεργεία και η πνευματική επιβράδυνση. Στις περιπτώσεις αυτές, έχει βρεθεί ότι, οι μητέρες διαθέτουν περιορισμένες γονικές δεξιότητες και είναι ανώριμες ή βρίσκονται σε κατάθλιψη. Τα ατομικά χαρακτηριστικά του παιδιού σε συνδυασμό πάντα με την αλληλεπίδραση γονέων-παιδιών, η φτωχή διατροφή, η ανεπαρκής φροντίδα και τα περιορισμένα περιβαλλοντικά ερεθίσματα ανήκουν στις πιθανά γενεσιουργές αιτίες της ψυχοσυναισθηματικής κακοποίησης (O’ Hagan, 1993).

Τα αποτελέσματα της συναισθηματικής κακοποίησης είναι χρωματισμένα αρνητικά όπως και σε κάθε άλλο είδος κακοποίησης. Η ανασφάλεια, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η καταστροφική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η απόσυρση, η δυσκολία στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων, η αυτοκτονία, η δυσκολία στη διαμόρφωση σταθερών διαπροσωπικών και εργασιακών σχέσεων, η ανικανότητα των ατόμων που έχουν κακοποιηθεί να αγαπήσουν και να εμπιστευτούν τους άλλους, η δυσκολία στη σωματική εγγύτητα στο άγγιγμα και στην οικειότητα και η απουσία δημιουργικότητας και ενθουσιασμού είναι κάποιες από τις συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης τόσο στην παιδική ηλικία όσο και στη μετέπειτα ζωή (Δημητράσκου, 2011).

Σύμφωνα με τους Martin και Beezley (1977), η κλινική εικόνα των κακοποιημένων παιδιών είναι  η παρακάτω:

  • ·               Δυσκολία να απολαύσουν τη ζωή
  • ·               Ψυχιατρικά ή ψυχοσωματικά συμπτώματα
  • ·               Χαμηλή αυτοεκτίμηση
  • ·               Δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων
  • ·               Αρνητική συμπεριφορά
  • ·               «Ψυχρή» έκφραση
  • ·               Ψευδώς ώριμη συμπεριφορά
  • ·               Ένδειξη υπερβολικής αγάπης σε οποιονδήποτε ενήλικα δείχνει ενδιαφέρον.

(Martin & Beezley, 1977, αναφ. στο Παπαδογεωργοπούλου, 2010:74-75)

3.2. Ψυχοσυναισθηματική Βία Ενηλίκων

 

Ο ορισμός που δίνουν η Αρτινοπούλου και ο Φαρσεδάκης (2003:36) αναφέρει ότι,  «ψυχοσυναισθηματική κακοποίηση θεωρείται κάθε δράση η οποία συμβαίνει ιδιωτικά ή δημόσια και έχει ως αποτέλεσμα την άρση της ψυχολογικής και αισθηματικής περιχαράκωσης του θύματος. Εμπεριέχει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που κινούνται από απειλές, λεκτική τρομοκράτηση και εξυβρίσεις, έως λεκτικό εξευτελισμό». Διάφορες μορφές ψυχολογικής βίας είναι: η περιφρόνηση, η ταπείνωση, οι διακρίσεις, η απομόνωση, η αδιαφορία, η ενοχοποίηση, ο φόβος γενικά, η δυσφήμιση, οι διαστροφικές συμπεριφορές, ο ρατσισμός, η άρνηση της διαφορετικότητας, η παρενόχληση, η έλλειψη φροντίδας για τις συναισθηματικές ανάγκες του θύματος, κ.α.

Η ψυχοσυναισθηματική βία είναι μία από τις πιο δύσκολα ανιχνεύσιμες και ορατές μορφές βίας. Τα όρια ανάμεσα στο τι είναι και τι  δεν είναι ψυχολογική βία, είναι δυσδιάκριτα. Ο σεξισμός καταγράφεται ως μια μορφή ψυχολογικής βίας. Ο σεξισμός αποτελείται από ένα σύνολο πρακτικών, θεσμών, αξιών που δίνει περισσότερη εξουσία στους άνδρες από ότι στις γυναίκες. Αυτή η εξουσία μεταφέρεται και σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων. Η έννοια της πατριαρχίας αναφέρεται στον τρόπο που είναι δομημένη η εξουσία του άνδρα γύρω από τις γυναίκες και η οποία, ως δομή εξουσίας, επηρεάζει τις καθημερινές σχέσεις όπου ο άνδρας έχει τον κυρίαρχο ρόλο και η γυναίκα το ρόλο της κυριαρχούμενης.

Για την καταγραφή των συμπεριφορών που συνιστούν ψυχολογική βία,  χρησιμοποιούμε τις εξής ομαδοποιήσεις:

  • ·               Κοινωνική απομόνωση: το σύνολο συμπεριφορών που δηλώνουν τη   διάθεση, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, της αποκοπής του ατόμου από το ευρύτερο κοινωνικό ή οικογενειακό του περιβάλλον. Σύμφωνα με  τη Vera Mouradian (2000:63), «απώτερος στόχος αυτής της τακτικής είναι η απομόνωση του ατόμου που υφίσταται βία από τον κοινωνικό και οικογενειακό του κύκλο, που ενδεχομένως να το στηρίξει. Έτσι, η γυναίκα-θύμα, είναι απόλυτα εξαρτημένη από τον σύντροφο της στην επιλογή των κοινωνικών τους σχέσεων και την ικανοποίηση των συναισθηματικών της αναγκών. Η απομόνωση αυτή αυξάνει τον έλεγχο που ασκεί ο σύντροφος της».
  • ·               Λεκτική βία: εδώ κατατάσσονται οι λεκτικές συμπεριφορές που εμπεριέχουν το στοιχείο της ύβρεως, του εμπαιγμού (Strauss, 1979) και της μεταβίβασης ευθυνών, η οποία μπορεί να ενταχθεί και στο πεδίο της συναισθηματικής βίας
  • ·               Απειλές: η απειλή «θεμελιώνεται νομικά, όταν υπάρχει ορατός κίνδυνος (Κάκκαλης, 2000:1361-1376). Στη νομική έννοια της απειλής εμπίπτουν η συκοφαντία, η απειλή σωματικής βίας, η απειλή ανθρωποκτονίας και η απειλή εγκατάλειψης (π.χ. εγκατάλειψη ατόμου σε ερημική και απομακρυσμένη περιοχή)»
  • ·               Συναισθηματική βία: σύμφωνα με την Ellen Pence και τον Michael Paymar (1993), η συναισθηματική βία στοχεύει στο να υποβιβάσει και να υπονομεύσει την αυτοπεποίθηση της γυναίκας για να την πείσει ότι δεν αξίζει και ότι αυτός αποτελεί την μόνη πιθανότητα της για σχέση. Είδη συναισθηματικής βίας είναι ο υποβιβασμός ή η υποτίμηση, ο εξευτελισμός, η υπονόμευση της αυτοπεποίθησης, ο χειρισμός, η συναισθηματική αποδυνάμωση, ο ψυχολογικός εκβιασμός, η εκδήλωση εκδικητικής συμπεριφοράς καθώς και η εγκατάλειψη/εκφοβισμός.
  • ·               Πρόκληση σύγχυσης – συγκρουόμενες συμπεριφορές. Αναφορικά με την ψυχίατρο Marie France Hirigoyen (2000:123) «οι συγκρουόμενες συμπεριφορές ή τα παράδοξα μηνύματα έχουν ως στόχο να αποσταθεροποιήσουν τον άλλο άνθρωπο προκαλώντας του σύγχυση».
  • ·               Τακτικές επιβολής και ελέγχου: η Ellen Pence και ο Michael Paymar (1993), θεωρούν ότι όλες οι μορφές βίας έχουν ως κύριο στόχο την άσκηση επιβολής και ελέγχου μέσω ποικίλων συμπεριφορών, οι οποίες ονομάζονται τακτικές επιβολής και ελέγχου. Για παράδειγμα, η επίδειξη παντογνωσίας ή / και ανωτερότητας, η απαίτηση για υποταγή σε σεξιστικούς ρόλους, ο έλεγχος, η επιβολή  επιθυμιών, αποτελούν είδη επιβολής – κυριαρχίας.
  • ·               Τακτική επιβολής οικονομικής φύσεως: οι δράστες επεκτείνουν τη βίαιη συμπεριφορά τους και στο οικονομικό επίπεδο. Στόχος αυτής της τακτικής είναι να εξασφαλισθεί μια σχέση οικονομικής εξάρτησης, με τις γυναίκες, και απορρέουν από την τάση του άνδρα να επιδιώκει να επιβάλλει τον εαυτό του ως απόλυτο οικονομικό διαχειριστή. Ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή, που συναντάται συχνά, είναι η περίπτωση του άνδρα που εξαναγκάζει την εργαζόμενη γυναίκα να του δίνει όλο το μισθό της, αυτός να αποφασίζει για το που διαθέτεται και στη συνέχεια να την εξαναγκάζει να τον παρακαλάει να της δώσει κάποια χρήματα. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι όταν ο άνδρας εμπλέκει τη γυναίκα με τη βία σε παράνομες δραστηριότητες όπως διακίνηση ναρκωτικών, κλοπές, πορνεία, με στόχο την οικονομική εκμετάλλευση της. Οι παραπάνω συμπεριφορές εξαρτώνται από την κοινωνικό-οικονομική θέση του άνδρα ενώ το κοινό γνώρισμα τους είναι η απαίτηση από τον άνδρα να έχει τον απόλυτο έλεγχο των οικονομικών της οικογένειας ή της σχέσης.

4. Σεξουαλική Κακοποίηση

Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της μορφής της βίας είναι η σεξουαλική ικανοποίηση, η οποία προέρχεται από την επιβολή πόνου και βασάνων στο θύμα, και την καταναγκαστική βία που απλά χρησιμοποιείται για να αναγκαστεί το θύμα να παραδοθεί, ή να ξεπεραστεί η αντίσταση του. (Αρτινοπούλου, Μαγγανάς, 1996).

Η Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (1998:15), στηριζόμενη στον ορισμό του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, θεωρεί ότι «η σεξουαλική κακοποίηση/παραβίαση-αιμομιξία εμπεριέχει διάφορες μορφές με ή χωρίς επαφή, από την έκθεση σε επίδειξη, της θωπείες και τις ασελγείς πράξεις μέχρι το βιασμό και την αιμομιξία». Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο  να διαχωριστεί η έννοια της σεξουαλικής κακοποίησης και της αιμομιξίας, καθώς η αιμομιξία λαμβάνει χώρα μόνο ανάμεσα σε άτομα που  ο νόμος δεν θα τους επέτρεπε να παντρευτούν μεταξύ τους, λόγω συγγένειας.

Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα που ισχύει στην Ελλάδα, η απουσία συναίνεσης, αλλά και η απουσία της επιθυμίας (Μαγγανάς, 1999), προσδιορίζει ποινικά την σεξουαλική βία. Με βάση τις ισχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, οι συμπεριφορές που εμπίπτουν στο χαρακτήρα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (Άρθρο 337) ορίζονται ως σεξουαλικές, επιθετικές συμπεριφορές και είναι τα ανεπιθύμητα φιλιά ή και χάδια και ο εξαναγκασμός σε ανεπιθύμητη σεξουαλική πράξη. Ενώ οι συμπεριφορές που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του βιασμού (Άρθρο 336) είναι η απόπειρα εξαναγκασμού σε συνουσία και ο εξαναγκασμός σε συνουσία (Μαγγανάς, 1996). Η προβληματική των συμπεριφορών που περιγράψαμε συνίσταται στην παραβίαση της ελευθερίας της βούλησης του θύματος, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σημαίνει ελευθερία επιλογής του ερωτικού συντρόφου και σεξουαλική αυτοδιάθεση (γενετήσια ελευθερία).

Η σεξουαλική κακοποίηση είναι ένα φαινόμενο πολύ περισσότερο εξαπλωμένο από ότι θα θέλαμε να πιστεύουμε. Διαπράττεται από πρόσωπα –άντρες και γυναίκες- που συνήθως είναι υπεράνω υποψίας, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

 

4.1. Σεξουαλική Κακοποίηση Παιδιών και Εφήβων

 

Η σεξουαλική εκμετάλλευση και η κακομεταχείριση των παιδιών δεν γνωρίζουν σύνορα και είναι δύο πολύ θλιβερά προβλήματα που χρειάζονται αποφασιστική δράση και αυθεντική διαβούλευση και συνεργασία σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (Πιτσελά, 2001).

Σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού, κατά τους Cook και Howells (1996:3), είναι «η πράξη που τελείται από τον γονιό ή τον κηδεμόνα, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την σεξουαλική δραστηριότητα και, πιθανώς, ακόμη και φυσικό τραυματισμό των γεννητικών οργάνων του παιδιού».

Ο ορισμός, που δίνει ο Schlesinger (1982:11), για την σεξουαλική κακοποίηση είναι: «η έκθεση ενός παιδιού σε σεξουαλικό ερεθισμό, ακατάλληλο για την ηλικία του παιδιού, το επίπεδο της ψυχό-σεξουαλικής του ανάπτυξης και το ρόλο του μέσα στην οικογένεια».

Ιδιαίτερη μορφή κακοποίησης είναι η σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού/εφήβου, η οποία είναι ευρύτερη από τη σωματική, δύναται, δε,  να εμφανιστεί και με διάφορες άλλες μορφές. Σύμφωνα με τον ορισμό του Kempe (1972), είναι «η εμπλοκή εξαρτώμενων, ανώριμων ως προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξης, παιδιών και εφήβων σε σεξουαλικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν κατανοούν συνειδητά, για τις οποίες δεν είναι σε θέση να δώσουν έγκυρη συναίνεση και οι οποίες παραβιάζουν τις αντιλήψεις της κοινωνίας όσον αφορά τους οικογενειακούς ρόλους» (Kempe, 1972, ανάφ. στους Kendal-Tackett et al., 1993:164-165) .

«Η σεξουαλική παραβίαση εμπεριέχει διάφορες μορφές με ή χωρίς επαφή, από την έκθεση σε επίδειξη, τις θωπείες και τις ασελγείς πράξεις μέχρι το βιασμό και την αιμομιξία» (Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού,1998, αναφ. στο Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1998).

Η  Ελευθερίου (1997:70) αναφέρει τα εξής: «με τον όρο ‘σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού’ εννοούμε όλες τις σεξουαλικές σχέσεις, ολοκληρωμένες ή όχι, με ή χωρίς άλλη φυσική σωματική βία, που συμβαίνουν ανάμεσα σε ένα παιδί και έναν οποιοδήποτε ενήλικα». Και συνεχίζει: «αυτό που καθιστά τις συγκεκριμένες σχέσεις κακοποιητικές είναι η εισβολή της ενήλικης σεξουαλικότητας σε μία ηλικία, κατά την οποία, το παιδί δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σωματικά και ψυχικά, και συνεπώς να δώσει την ελεύθερη συγκατάθεση του, ακόμα και όταν αυτές αφορούν τη μάσκα της αγάπης, όπως μπορεί να συμβεί στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο. Ότι χαρακτηρίζει την σεξουαλική κακοποίηση, σε αυτό το πλαίσιο των αιμομικτικών σχέσεων, είναι, επιπλέον, η κατάχρηση της αυθεντίας εκ μέρους του ενήλικου φορέα της και η διαστροφή της αγάπης που συνδέεται με τον γονικό/συγγενικό του ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι η κατάλυση κάθε έννοιας νόμου και διαφοράς γενεών που οδηγεί το παιδί σε παράλυση και σύγχυση εξ’ αιτίας της αδυναμίας του να εκτιμήσει την πραγματικότητα, καθώς και η συνακόλουθη διαταραχή των οικογενειακών σχέσεων».

Ο Barnett (1997:73) προσθέτει πως «σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να διαπραχθεί και από ένα άτομο, κάτω των 18 ετών, όταν έχει σημαντική διαφορά ηλικίας από το θύμα (διαφορά άνω των πέντε ετών) και ασκεί εξουσία ή έλεγχο στο παιδί».

Σεξουαλική παραβίαση, δεν σημαίνει μόνο διείσδυση, αλλά οποιοδήποτε άλλο “ερωτικό παιχνίδι” που απευθύνεται στο παιδί, ένα πρόσωπο σωματικά και ψυχολογικά ασθενέστερο. Τη σεξουαλική παραβίαση μπορούμε να τη διακρίνουμε σε σεξουαλική παραβίαση χωρίς συνουσία και σε σεξουαλική παραβίαση με επαφή. Η πρώτη κατηγορία, περιλαμβάνει την έκθεση του παιδιού σε παντός είδους πορνογραφικό υλικό ή την εμπειρία του παιδιού με επιδειξιμανείς, πάντα με σκοπό την ικανοποίηση του θύτη. Η δεύτερη κατηγορία, περιλαμβάνει την απόπειρα ή την πλήρη σεξουαλική παραβίαση του παιδιού με επαφή που μπορεί να οδηγήσει σε ψυχικές, συναισθηματικές και σωματικές βλάβες( Barnett, κ.ά., 1997).

Η σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού, στα πλαίσια της οικογένειας, αποτελεί την κατάρρευση και την προσβολή του ρόλου των μελών της. Η ίδια η σεξουαλική πράξη φαίνεται σχεδόν ασήμαντη αν αναλογιστεί κανείς τη φύση της σχέσης που παραβιάζεται.  Τα παιδιά που υφίστανται σεξουαλική κακοποίηση, τις περισσότερες φορές, «εξαναγκάζονται σωματικά ή ψυχολογικά γι’ αυτό, μέσω απειλών για πρόκληση κακού στα ίδια ή στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Επίσης, τα παιδιά μπορεί να πιστεύουν ότι απολαμβάνουν μιας «ειδικής μεταχείρισης», ενώ αρκετές φορές τους προσφέρονται δώρα σαν αντάλλαγμα για τη συγκατάθεση και τη σιωπή τους» (Ψωμά, 2001:33). Αναφορικά με την Scheper (1978:254), «τα  παιδιά θεωρούνται, και είναι, ανίκανα να δώσουν συγκατάθεση για τη συμμετοχή τους σε μια σεξουαλική επαφή με ενήλικα. Η έλλειψη φυσικής ή προφορικής αντίδρασης, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει συναίνεση. Τα παιδιά, εξάλλου, διδάσκονται να υπακούν τους μεγάλους».

Η σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού στα πλαίσια της οικογένειας, χαρακτηρίζεται από την πραγματοποίηση της στο χώρο του σπιτιού. Η μυστικότητα που την καλύπτει εκ μέρους του δράστη, αλλά κυρίως εκ μέρους του θύματος, είναι ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά.

4.2. Σεξουαλική Κακοποίηση Ενηλίκων

 

Τα αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι η σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών σχετίζεται με το γεγονός ότι οι ίδιες έχουν υποστεί σωματική κακοποίηση στην παιδική ηλικία, καθώς και ότι αυτές οι γυναίκες που έχουν αναπτύξει ανασφαλή μοντέλα δεσμού, επιλέγουν συντρόφους που ασκούν βία εις βάρος τους (Feerick, κ.ά., 2002).

Σύμφωνα με μαρτυρίες γυναικών, που είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά από ενήλικους άνδρες, χωρίς οι ίδιες να μπορούν να το συνειδητοποιήσουν, επειδή ήταν τυφλωμένες από τις απωθημένες παιδικές τους αναμνήσεις, ο μόνος δρόμος που είχαν στη διάθεση τους ήταν να εξιδανικεύσουν αυτόν που τις είχε κακοποιήσει, το σπουδαίο φίλο, το σωτήρα, το δάσκαλο, τον κύριο και να εθιστούν σε κάποια μορφή σεξουαλικής συμπεριφοράς, στα ναρκωτικά ή και στα δύο.

«Η βία που υφίστανται οι ενήλικες γυναίκες, στο γάμο τους, ενισχύεται από πολιτισμικές αξίες που συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας δόμησης σχέσεων σε ιεραρχικές δομές» (O’ Keefe κ.ά., 1986:465-468). Επιπλέον, σε κλινικές έρευνες που έγιναν σε ενήλικες γυναίκες, που είχαν υποστεί βία στις σχέσεις τους, ανέφεραν ότι είχαν βιώσει βία στις σχέσεις τους με το άλλο φύλλο ως έφηβες (Πενταράκη, 2003).

Παρατηρείται, χαμηλή αυτοεκτίμηση των γυναικών που υφίστανται την σεξουαλική βία, καθώς, και η τάση του άνδρα, που ασκεί βία, να επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο και την κυριαρχία στις  σχέσεις.

Τέλος, καλό θα ήταν να αναφερθούμε και στους ηλικιωμένους. Παρόλο που οι σεξουαλικές επιθέσεις κατά των ηλικιωμένων είναι συνήθως σπάνιες, συμβαίνει κάποια στιγμή, μια ηλικιωμένη γυναικά να βιαστεί ή να υποστεί σεξουαλική επίθεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, προκύπτει από έρευνες, ότι το σεξ δεν ήταν το κυρίως κίνητρο για την επίθεση και ότι η σεξουαλική βία συνόδευε απλά την άλλη πράξη της ληστρικής ή της ανταποδοτικής βίας. Από μια μελέτη, που έγινε στον Καναδά, προέκυψε ότι το 41% όλων των ανθρωποκτονιών εναντίον των ηλικιωμένων ατόμων, είχαν άμεσο στόχο τη ληστεία, ενώ το 4% περιελάμβαναν έγκλημα σχετικό με το σεξ  (Kennedy & Silverman, 1990, ανάφ. στο Αρτινοπούλου, Μαγγανάς, 1996:175-176).

5. Ασθένειες

 

Τα τελευταία χρόνια δίδεται όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στο ρόλο που διαδραματίζουν τα συναισθήματα στην υγεία του ατόμου. Η επίδραση των χρόνιων νοσημάτων στην ψυχική υγεία του ανθρώπου είναι σημαντική και πολλές φορές, τόσο ή περισσότερο σοβαρή από τα ίδια τα νοσήματα.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο καρκίνος, ο οποίος, σύμφωνα με τον  Αθανασόπουλο (2011:15), που στηριζόμενος στις διαπιστώσεις του γιατρού Hamer, αναφέρει ότι  σε όλες τις περιπτώσεις των ασθενών, ο καρκίνος εμφανιζόταν μετά από κάποιο συναισθηματικό – βιολογικό σοκ. Ο ίδιος βεβαιώνει ότι κάθε καρκίνος προέρχεται από ένα ψυχικό σοκ, το οποίο βιώνεται από τον άνθρωπο δραματικά, συγκρουσιακά και μοναχικά. Η ασθένεια εμφανίζεται ταυτόχρονα στα τρία επίπεδα: ψυχής – εγκεφάλου – οργάνου. Τέλος, ο καρκίνος εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα μιας δραματικής ψυχικής ρήξης.

5.1. Ασθένειες σε Παιδιά και Εφήβους

 

Ο παιδικός καρκίνος είναι μια ασθένεια που, στη χώρα μας, θερίζει. Κάθε χρόνο τριακόσια παιδιά προσβάλλονται από καρκίνο και κυρίως από λευχαιμία. Ο παιδικός καρκίνος αποτελεί την συχνότερη αιτία θανάτου μετά τα ατυχήματα, για τα παιδιά άνω του ενός έτους (Μπούκα, 2010). Στα παιδιά συχνότερα είναι τα νεοπλάσματα του λεμφικού και αιμοποιητικού συστήματος (46%), του κεντρικού συστήματος (25%) και των νεφρών (7-8%). Από τους ασθενείς επιβιώνει ένα μεγάλο ποσοστό της τάξης του 80% (Βασιλάτου-Κοσμίδη, 1990).

Η εισαγωγή του παιδιού στο νοσοκομείο, δυνητικά, αποτελεί μία ψυχό-τραυματική εμπειρία τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για την οικογένεια του. Ερευνητικά δεδομένα τονίζουν ότι, η νοσηλεία του παιδιού, όταν διαρκεί μία βδομάδα ή λιγότερο, δεν σχετίζεται με μακροπρόθεσμες συναισθηματικές διαταραχές ή προβληματικές συμπεριφορές (Douglas,1975). Οι ψυχο-κοινωνικές, όμως, επιπτώσεις είναι συχνά σοβαρές στα παιδιά που απαιτούνται επανειλημμένες εισαγωγές ή μακροχρόνια διαμονή στο νοσοκομείο (Douglas, 1975, Quitton & Rutter, 1976).

Η έγκαιρη πρόληψη και η κατάλληλη ψυχολογική στήριξη, από το προσωπικό υγείας, στο νοσηλευόμενο παιδί, μπορούν να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αρρώστιας.

Ο Lipowski (1971:91-98) θεωρεί ότι, «οι επιπτώσεις της νοσοκομειακής φροντίδας,  στον ψυχισμό του παιδιού, εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, ατομικών, διαπροσωπικών, περιβαλλοντολογικών καθώς και η σοβαρότητα και χρονιότητα της θεραπείας».

Για τα περισσότερα παιδιά η εισαγωγή στο νοσοκομείο αποτελεί μία ψυχό-πιεστική εμπειρία. Βάσει της Παπαδάτου (1982/1988) και του Τσιαντή (1986), οι σημαντικότεροι παράγοντες είναι οι εξής:

  • Ο αποχωρισμός από αγαπημένα πρόσωπα και η διαταραχή του καθημερινού ρυθμού της οικογένειας.
  • Οι ερμηνείες και φαντασιώσεις του παιδιού σχετικά με την αρρώστια, τη θεραπεία ή τον πόνο που βιώνει.
  • Η ενδεχόμενη αλλαγή συμπεριφοράς και στάσης των γονιών. Οι συναισθηματικά φορτισμένοι γονείς συνήθως υιοθετούν μια επιθετική και απαιτητική στάση για να καλύψουν τα άγχος και τις ανησυχίες τους (Παπαδάτου, 1997). Έτσι το παιδί βιώνει έντονες και συχνά τραυματικές εμπειρίες.
  • Οι «παράλογες» προσδοκίες του ιατρό-νοσηλευτικού προσωπικού που απαιτεί από το παιδί πλήρη συμμόρφωση και παθητική ή στωική αποδοχή της θεραπείας του.

Σε επίπεδο συμπεριφοράς, το παιδί, μπορεί να εκδηλώσει νευρικότητα, λύπη, φόβο, αίσθηση απώλειας  κ.ά., καθώς και διαταραχή στις κοινωνικές του σχέσεις, απομόνωση, μοναξιά.

Σηματοδοτείται, συμπερασματικά, «η έναρξη κρίσιμων μεταβατικών περιόδων στον κύκλο της ζωής μιας οικογένειας που καλείται να αναθεωρήσει και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους, τις αξίες, τις προτεραιότητες και την πορεία της» (Παπαδάτου,1991:256-262).

Ο σακχαρώδης διαβήτης παραμένει μία απαιτητική ασθένεια που ταλαιπωρεί σωματικά, ψυχολογικά αλλά και οικονομικά το παιδί και την οικογένεια του. Το πρόγραμμα ενός παιδιού με διαβήτη περιλαμβάνει μία ή δύο ενέσεις ινσουλίνης καθημερινά, μετρήσεις των επιπέδων της γλυκόζης στα ούρα και στο αίμα, προσοχή στη διατροφή και σωματική άσκηση (Λιακοπούλου, 1994). Όλα αυτά αποτελούν ενδείξεις της ύπαρξης ιδιαίτερα στρεσογόνων, για το παιδί, παραγόντων που μόνο μέσω της έγκαιρης αναγνώρισης και της κατάλληλης αντιμετώπισης μπορούν να επιλυθούν ικανοποιητικά (Τσαμασίρος, 1999).

Οι γονείς, σύμφωνα με τον Τσαμασίρο (1999), αισθάνονται άγχος και φόβο για την ασφάλεια, την προσαρμογή, την αποδοχή του παιδιού από το σχολικό περιβάλλον.

Μία ακόμη ασθένεια που πλήττει τα παιδιά είναι η παχυσαρκία  , η οποία εκθέτει το παιδί σε κινδύνους για την εκδήλωση οργανικών και ψυχολογικών προβλημάτων. Είναι γνωστό πως, η παχυσαρκία έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου, όπως η αυξημένη υπέρταση, οι καρδιακές παθήσεις κλπ. Οι ψυχολογικές, όμως, επιδράσεις της παχυσαρκίας φαίνεται να είναι περισσότερο σοβαρές από τις οργανικές (Stunkard &Wadden, 1992).

Η Bruch (1973), με βάση τις κλινικές της διατυπώσεις, διατύπωσε μια περισσότερο περιοριστική θεωρεία σε ότι αφορά την αιτιολογία της παχυσαρκίας. Η ίδια αναγνωρίζει δύο βασικές ψυχογενείς αιτίες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στην παχυσαρκία. Η πρώτη αναφέρεται στην αντιδραστική παχυσαρκία, όπου το παιδί καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού μετά από τραυματική εμπειρία, π.χ. ο θάνατος ενός γονέα. Αποτελεί προσπάθεια προστασίας του παιδιού από τη θλίψη. Η δεύτερη ψυχογενής αιτία, αναφέρεται στην περίπτωση της αναπτυξιακής παχυσαρκίας και σχετίζεται με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού. Στην περίπτωση αυτή τα παιδιά έχουν μητέρες που δεν αναγνωρίζουν την κάθε ανησυχία του παιδιού τους και την ερμηνεύουν ως πείνα. Κατά συνέπεια, αυτό το παιδί για να νιώθει καλά πρέπει να τρώει.

Έχει βρεθεί, επίσης, πως η παιδική παχυσαρκία, τα προβλήματα στις σχέσεις παιδιού και γονέα, καθώς και η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών, αποτελούν παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης διαταραχών διατροφής στην εφηβεία (Garfingel, 1995).

5.2. Ασθένειες σε Ενήλικες και Ηλικιωμένους

 

Στους ενήλικες οι ασθένειες που εμφανίζονται συχνότερα είναι το άσθμα, ο καρκίνος (κυρίως ο καρκίνος του μαστού λόγω της συνεργασίας του κέντρου με καρκινολογικές μονάδες), οι κεφαλαλγίες, τα φαινόμενα μυϊκής σύσπασης, ο διαβήτης, διάφορες αλλεργικές εκδηλώσεις, η παχυσαρκία, κ.λπ. Μεγάλη πλειοψηφία των κακοηθειών-νεοπλασιών χωρίζεται σε τέσσερις τύπους: τα καρκινώματα τα οποία αφορούν το δέρμα ή τα όργανα του ατόμου, τα λεμφώματα, που αφορούν το λεμφικό σύστημα τα σαρκώματα που αφορούν το μυϊκό σύστημα, τα οστά  ή τους συνδετικούς ιστούς, καθώς και τις λευχαιμίες.

Σύμφωνα με την ψυχο-φυσιολογία του στρες, όταν ένα άτομο βρίσκεται κάτω από ένα στρεσογόνο ερέθισμα, ο οργανισμός εισέρχεται σε μία διαδικασία έκτακτης ανάγκης, στην οποία το μυϊκό σύστημα διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο, καθώς προετοιμάζεται για τη λεγόμενη αντίδραση «επίθεσης ή φυγής». Μια πληθώρα ερευνών, έχει συνδέσει την εμφάνιση καρκίνου και κυρίως καρκίνο του μαστού, τραχήλου της μήτρας, του παγκρέατος, του στομάχου και του πνεύμονα, με την αυξημένη συχνότητα στρεσογόνων γεγονότων, καθώς επίσης και με την υποτροπή της νόσου. Σε έρευνα, ο Levy , παρατήρησε θετική συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο υποστήριξης από τους άλλους και της ανάπτυξης καρκινικών κύτταρων, σε 120 γυναίκες με καρκίνο μαστού, σταδίου Ι και ΙΙ. Επίσης, παρατηρείται ότι οι στρεσογόνοι παράγοντες και η αρνητική διάθεση λειτουργούν ως παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Μετά από μελέτη σχετικών ερευνών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό που επηρεάζει κατ’ εξοχήν την εμφάνιση της νόσου είναι, η αλληλεπίδραση του στρες, της προσωπικότητας του ατόμου, της ψυχο-κοινωνικής υποστήριξης και της ικανότητας του ατόμου να αντιμετωπίζει τις στρεσογόνες καταστάσεις. Με αυτή τη θέση  συγκλίνει και ο Καραδήμας (2005:168), ο οποίος τονίζει τη σχέση ψυχοκοινωνικών και συμπεριφορικών παραγόντων (π.χ. συναισθήματα, στρες) με τον καρκίνο.

Η διάγνωση και η θεραπεία του καρκίνου αποτελεί πηγή εξαιρετικού στρες με σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του ατόμου και της οικογένειας του. Οι άμεσες επιπτώσεις μια θετικής διάγνωσης περιλαμβάνουν δυσπιστία, ψυχολογικό τραυματισμό , ανάπτυξη κατάθλιψης, άγχος και φόβο (Meyerowitz, 1980).

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, οι ασθενείς βιώνουν αρνητικά συναισθήματα, όπως άγχος και λύπη. Στη φάση της αποθεραπείας, οι ασθενείς αισθάνονται φόβο για τυχόν επανεμφάνιση της νόσου ή σε περίπτωση επιδείνωσης της υγείας τους, βιώνουν απογοήτευση, ενοχές, φόβο, πένθος (Knight, 2004).

Ο Καραδήμας (2005:168), στηριζόμενος στις θέσεις των Couzjin et al. (1990), αναφέρει ότι «προβλήματα αντιμετωπίζουν και καρκινοπαθείς που έχουν πρόσφατα θεραπευτεί, οι οποίοι εμφανίζουν μειωμένη ψυχολογική και κοινωνική προσαρμογή, εργασιακές και επαγγελματικές δυσκολίες, κατάθλιψη, προκατάληψη, κ.ά. Σε  αυτά τα άτομα είναι συχνά απαραίτητη η παροχή ψυχολογικής στήριξης».

Στην Ευρώπη, οι κακοήθειες-νεοπλασίες ευθύνονται για πάνω από το 24% των θανάτων στους άνδρες, και πάνω από το 20% των θανάτων στις γυναίκες, ενώ οι περισσότεροι από τους θανάτους στις ηλικίες 45 έως 54 ετών, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες οφείλονται στον καρκίνο (WΗΟ, 2003,  ανάφ. στο Καραδήμας, 2005: 165-167).

Έρευνες έχουν δείξει, ότι η συμβολή ψυχολογικών παραγόντων επιδρά στη διαδικασία καρκινογένεσης μέσω πολλών μεταβλητών, οι οποίες υπεισέρχονται και δρουν καταλυτικά στην παθολογία των κύτταρων. Η Παγοροπούλου (2000:289) επισημαίνει ότι, «μέσα από την παρατήρηση των ασθενών που έχουν προσβληθεί από καρκίνο, παρατηρείται ότι υπάρχου και ψυχολογικές μεταβλητές στην ασθένεια αυτή». Συχνά, η εκδήλωση συμπτωμάτων από την ύπαρξη μιας κακοήθειας έως τη μετατροπή των φυσιολογικών κύτταρων σε καρκινικά κύτταρα, ακολουθεί μια μακροχρόνια πορεία. Μία, από τις εν λόγω κύριες κατηγορίες-μεταβλητές, οι οποίες έχουν διερευνηθεί, είναι τα τραυματικά-στρεσογόνα γεγονότα ζωής, όπως θάνατος προσφιλούς προσώπου, δυσμενείς οικογενειακές συνθήκες και ανεπαρκές υποστηρικτικό περιβάλλον, (από)χωρισμός, τα οποία επηρεάζουν συναισθηματικά το άτομο, και  ο αντίκτυπος τους, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο βίωσε το κάθε τι, το άτομο και το τοποθέτησε σε μια στρεσογόνα κατάσταση. Ο Le Shan (2008:780-782) διαπίστωσε ότι «έξι με οκτώ χρόνια πριν από τη διάγνωση του καρκίνου, τα άτομα κατέχονταν από αδυναμία έκφρασης αρνητικών συναισθημάτων, απελπισία και αίσθηση του αβοήθητου ως βασική συγκινησιακή στάση».

Στην περίπτωση των ηλικιωμένων, και σύμφωνα με ελληνικές μελέτες, στους άνδρες, κυριαρχεί ο καρκίνος στον πνεύμονα, το πεπτικό σύστημα, το δέρμα, την ουροδόχο κύστη και στις γυναίκες ο καρκίνος του μαστού, οι γυναικολογικοί καρκίνοι, οι καρκίνοι στο πεπτικό σύστημα. Στους ηλικιωμένους ασθενείς, τα συναισθήματα της άρνησης, οργής και φόβου, που συνοδεύουν την ασθένεια, παίρνουν πιο ακραία μορφή συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες (Αβεντισιάν-Παγοροπούλου, 2000).

Παρόμοια ευρήματα αναφέρονται και για το ρόλο του άγχους στην εκδήλωση και την πορεία των καρδιαγγειακών νόσων (Bankier, κ.ά.,  2002), όπως και στην πορεία της νόσου του AIDS (Lezerman, 2003, ανάφ. στο Καραδήμας, 2005:70-71).     Ανασκοπώντας τη σχετική βιβλιογραφία διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σύνδεση των στρεσογόνων παραγόντων και άλλων αρνητικών μεταβλητών (π.χ. χαμηλές προσδοκίες) με την ταχύτερη πρόοδο της μόλυνσης του HIV/AIDS (Ironson, κ.ά., 2002). Επίσης, ιδιαιτέρως ευάλωτοι στη μόλυνση από HIV είναι όσοι πάσχουν από μια σοβαρή ψυχολογική διαταραχή όπως: σχιζοφρένεια, μείζονα κατάθλιψη, διπολική διαταραχή ή σχιζοσυναισθηματική διαταραχή.  Τα άτομα που νοσούν, αντιμετωπίζουν μια σειρά διακριτών στρεσογόνων καταστάσεων οι οποίες προκαλούν έντονα συναισθήματα και αντιδράσεις, π.χ. κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές, συναισθήματα απελπισίας, αδικίας, διαταραχές στον ύπνο, απώλεια όρεξης, αλλαγές σωματικού βάρους, κ.ά.

Συμπερασματικά, οι ασθενείς του HIV/AIDS, ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να υφίστανται τον κοινωνικό στιγματισμό, λόγω των υπαρχόντων κοινωνικών ταμπού, ακόμα και βία εναντίον τους, μια κατάσταση η οποία διαταράσσει υπερβολικά τη ζωή τους και αυξάνει κατά πολύ την ψυχολογική φόρτιση που βιώνουν. Για τους παραπάνω λόγους, η ασθένεια αυτή δύναται να αποτελέσει μία τραυματική εμπειρία ζωής.

Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα αντιμετωπίζει και ψυχολογικές δυσκολίες, καθώς και αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση διαταραχών πανικού.

H νεφρική ανεπάρκεια συνδέεται με πολλά ψυχό-κοινωνικά θέματα που έχουν να κάνουν κυρίως με την μεταμόσχευση νεφρού. Κατά την περίοδο αναμονής της μεταμόσχευσης και όσο καθυστερεί η εξεύρεση του κατάλληλου μοσχεύματος, ο ασθενής βιώνει συναισθήματα απογοήτευσης, αγωνίας και εγκατάλειψης. Τα προβλήματα αυτά μπορεί να εκδηλωθούν με μία συναισθηματική αστάθεια, κατάθλιψη ή ακόμη και ψύχωση μετά την μεταμόσχευση. Αλλαγές στην εικόνα του σώματος, συνδέονται με μία πιο φτωχή ποιότητα ζωής και με μια πιο έντονα συναισθηματική κατάθλιψη. Έτσι, παρατηρούμε να παρουσιάζεται ασταθής μεμονωμένες συμπεριφορές  όπως, άγχος, ευερεθιστότητα, αλλά και καταθλιπτικές, αγχώδεις, σωματόμορφες ακόμη και ψυχωτικές διαταραχές τόσο στην αρχή της νόσου αλλά και καθ’ όλη την πορεία της (Σπυρίδη κ.ά., 2008).

Τέλος, ο σακχαρώδης διαβήτης, είναι νόσος που λαμβάνει στην εποχή μας επιδημικές διαστάσεις. Τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη από το λεγόμενο «φόβο της ιδιαιτερότητας», διακατέχονται δηλαδή από το φόβο του στιγματισμού. Άλλοι πάλι, φοβούνται τις επιπλοκές του διαβήτη, στις οποίες περιλαμβάνονται η νεφροπάθεια, η συμφόρηση, η τύφλωση, η καρδιοπάθεια και τα κυκλοφορικά προβλήματα. Οι διαβητικοί έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πάθουν κατάθλιψη, από ότι οι μη διαβητικοί (Φρεγγίδου, 2006).

Ο Comfort (1985), πιστεύει ότι ο οργανισμός που γερνά χαρακτηρίζεται από μειωμένη αντίσταση στις ψυχό-πιεστικές καταστάσεις,. Οι ηλικιωμένοι καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά βιολογικών μεταβολών στη ζωή τους (Comfort, 1985, ανάφ. στο Καραδήμας, 2005:296).

Πάρα πολλοί ηλικιωμένοι υποφέρουν από μία, τουλάχιστον, χρόνια ασθένεια, όπως οι ρευματισμοί ή τα αρθριτικά και οι καρδιαγγειακές διαταραχές (θρόμβωση, έμφραγμα). Η εξασθένηση της σωματικής τους υγείας σημαίνει ότι πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι θα χρειαστούν κάποιον να τους φροντίζει σε μόνιμη βάση ή ακόμη και να μεταφερθούν σε κάποιο ίδρυμα, κάτι το οποίο αυξάνει την εσωστρέφεια και την απόσυρσή τους (Hayes, 1998).  Επίσης, όπως σημειώνει η Παγοροπούλου (1999:167), «τα προβλήματα που συνήθως συναντώνται στα ηλικιωμένα άτομα είναι η απώλεια κινητικότητας, η οστεοπόρωση, τα προβλήματα όρασης και ακοής, η αρθρίτιδα, η ακράτεια καθώς και η νόσος Πάρκινσον». Η νόσος Alzheimer, το σύνδρομο Down, η εγκεφαλίτιδα και η επιληψία στις οποίες το οικογενειακό ιστορικό παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνισή τους, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχολογία και στην καθημερινότητα των ηλικιωμένων. Η απόσυρση από τις κοινωνικές σχέσεις, η δυσκολία προσωπικής υγιεινής και η αύξηση των ατυχημάτων ανήκουν στις συνηθέστερες συνέπειες. Ιδιαίτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι κατάκοιτοι ηλικιωμένοι εξαιτίας της μειωμένης κυκλοφορίας του αίματος, προβλημάτων στην πλάτη, τους μύες, αγκυλώσεων, θρομβώσεων και πνευμονιών, ενώ συχνά παθαίνουν κατάθλιψη.

6. Τα Ατυχήματα ως Τραυματικές Εμπειρίες

Τροχαία ατυχήματα

Στη χώρα μας, κάθε χρόνο 2.500 περίπου άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, 32.000 τραυματίζονται, ενώ κάποιοι αποκτούν μόνιμη αναπηρία.

Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Οδικής Κυκλοφορίας, το 1995 (Μιχαηλίδου, 2006), δημοσιεύει ότι το 90% των οικογενειών των θανόντων και το 85% των ανάπηρων θυμάτων δηλώνουν σημαντική έως δραματική υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Συνεπώς, ένα τροχαίο ατύχημα, ακόμα κι αν δεν είναι θανατηφόρο, οδηγεί σε μακροχρόνια νοσηλεία, αναπηρία ή σοβαρή οργανική-ψυχική βλάβη, προκαλεί δυσάρεστες μακροχρόνιες συνέπειες σε επίπεδο οργανικό, ψυχικό, κοινωνικό, οικονομικό.

Η απώλεια μνήμης, η κατάθλιψη, η ανορεξία, η κοινωνική απομόνωση, τα σεξουαλικά προβλήματα και ακόμα, σκέψεις για αυτοκτονία, βασανίζουν τα τραυματισμένα άτομα, αλλά και τις οικογένειές τους, για πολλά χρόνια μετά το ατύχημα. Το 50% των θυμάτων καταναλώνουν περισσότερα ψυχοτρόπα φάρμακα απ’ ότι πριν το ατύχημα. Επίσης συμβαίνουν ενδό-οικογενειακές αλλαγές, όπως διαζύγιο-χωρισμός (6%).

 

Αεροπορικά ατυχήματα

Ως αεροπορικό ατύχημα ορίζεται, το περιστατικό το οποίο σχετίζεται με τη λειτουργία ενός αεροσκάφους και το οποίο λαμβάνει χώρα μεταξύ του χρόνου κατά τον οποίο όλοι οι επιβάτες έχουν επιβιβαστεί στο αεροσκάφος.

Έπειτα από κάθε αεροπορικό ατύχημα προκαλούνται σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχολογία του θύματος και στους συγγενείς του. Ιδιαίτερα δυσμενείς είναι οι επιπτώσεις από το μετατραυματικό σοκ σε όσους επέζησαν του ατυχήματος. Κύρια συμπτώματα του μετατραυματικού σοκ είναι η αϋπνία, οι εφιάλτες κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι φοβίες και η επιθετική συμπεριφορά. Σε περίπτωση μάλιστα που το ατύχημα προκαλέσει μεγάλες ανθρώπινες απώλειες και εκτεταμένες υλικές καταστροφές, τότε οι φοβίες μπορούν να επηρεάσουν ένα ευρύ τμήμα του κοινωνικού συνόλου (Καλμπάρη, 2008).

 

Ατυχήματα ηλικιωμένων

Μελέτες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) που αναφέρονται σε έρευνες που έγιναν στο εξωτερικό έδειξαν ότι:

Α) Τα ατυχήματα αποτελούν σημαντικό πρόβλημα των ηλικιωμένων τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις μη αναπτυγμένες χώρες.

Β) Τα ποσοστά θνησιμότητας από ατυχήματα είναι τρεις φορές πιθανότερα για τα άτομα αυτά σε σύγκριση με το συνολικό πληθυσμό. Από το σύνολο των ατυχημάτων που κατέληξαν σε θάνατο ηλικιωμένων ατόμων, το 85% οφείλεται σε τρεις αιτίες:

  • Πτώσεις
  • Ατυχήματα κυκλοφορίας
  • Φωτιά ή έκρηξη θερμαντικού σώματος.

Περίπου έξι στα δέκα μοιραία ατυχήματα των ηλικιωμένων συμβαίνουν όταν ο ηλικιωμένος είναι πεζός ή ποδηλάτης. Αίτια είναι η έλλειψη σταθερότητας, η απώλεια ισορροπίας, η γρήγορη-άναρχη κυκλοφορία στους δρόμους. Τα τραύματα των ηλικιωμένων χρειάζονται περισσότερο χρόνο για αποκατάσταση απ’ όσο χρειάζονται οι νέοι και οι ενήλικες και οι ίδιοι συχνά πεθαίνουν από τραύματα απ’ τα οποία νεότερα άτομα επιβιώνουν (Έμκε-Πουλοπούλου, 1999).

Συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι, τα άτομα που έχουν επιβιώσει από ένα τόσο οδυνηρό γεγονός όσο αυτό ενός ατυχήματος, μπορεί να εμφανίσουν το σύνδρομο του μετά-τραυματικού στρες, ενώ αυτόπτες μάρτυρες ενός τέτοιου οδυνηρού γεγονότος θεωρούνται ευπαθείς. Οι γυναίκες παρουσιάζουν διπλάσιο ποσοστό εμφάνισης συμπτωμάτων από αυτό των ανδρών. Χαρακτηριστικά συμπτώματα σύμφωνα με την Καλμπάρη (2008) θεωρούνται η θλίψη στις επετείους του γεγονότος, όνειρα ή παραισθήσεις, υπερευαισθησία, θυμός, εριστικότατα, υπερένταση, μείωση ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που πριν υπήρξαν σημαντικές, αντικοινωνική συμπεριφορά, μελαγχολία, ενοχικά συναισθήματα. Στα παιδιά η εκδήλωση του συνδρόμου σχετίζεται με την ηλικία και παρατηρούνται διαταραχές στον ύπνο, τάσεις απομόνωσης, αλλά και ψυχοσωματικές διαταραχές, όπως πονοκέφαλος, πονόκοιλος κ.ά.

 

7. Απώλειες (Θάνατος – Διαζύγιο)

 

Το πένθος, αφορά την εμπειρία της απώλειας ενός αγαπημένου, κοντινού προσώπου από θάνατο. Το αίσθημα της απώλειας, βέβαια δεν εκδηλώνεται μόνο στην περίπτωση του θανάτου. Υπάρχει απώλεια αντικειμένων που διαθέτουμε ή απώλεια σωματική, όταν μας αφαιρείται μέλος ή κάποιο όργανο του σώματος σε μια θεραπευτική διαδικασία. Υπάρχει και ψυχοκοινωνική απώλεια όπως όταν κάποιος παίρνει διαζύγιο. Στην περίπτωση αυτού του είδους της απώλειας, την αντίδραση ψυχικής οδύνης δεν την αναγνωρίζει ούτε το άτομο που την υφίσταται ούτε ο περίγυρός του. Ωστόσο μια τέτοια αναγνώριση είναι αναγκαία ώστε το άτομο να θρηνήσει ελεύθερα την απώλειά του και να το ξεπεράσει.

Είναι πάντα άσχημο το συναίσθημα που βιώνουμε όταν χάνουμε κάτι που αγαπάμε. Ο θάνατος σημαίνει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος μιας σχέσης που έχουμε αναπτύξει. Η λύπη και το κενό που νιώθουμε εξαιτίας αυτής της αίσθησης της απουσίας ονομάζεται « πένθος» (Neimeyer,2006).

7.1. Πένθος παιδιών και εφήβων

 

Πένθος

Αν το πένθος είναι μια δύσκολη εμπειρία για τους ενήλικες, οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με τις αντιξοότητες της ζωής, ένα παιδί ή ένας έφηβος συναντά μεγάλο βαθμό δυσκολίας στο να κατανοήσει και να ξεπεράσει μια σημαντική απώλεια. Κατά τη διάρκεια του πένθους τα παιδιά περνάνε από διαφορετικά συναισθηματικά στάδια μέχρι να καταφέρουν να αποδεχτούν το γεγονός και να συνεχίσουν ομαλά τη ζωή τους. Η Παπαδάτου (2005:49) προσδιορίζει πως,  «για το παιδί ο θάνατος, όπως και το διαζύγιο βιώνονται ως τραυματικά γεγονότα, καθώς στην πρώιμη ηλικία είναι εξαιρετικά ευάλωτο και παραμένει ανίκανο να αντιμετωπίσει από μόνο του τις ανατροπές που συμβαίνουν στη ζωή του. Έτσι, η εξωτερική πραγματικότητα εισβάλλει βίαια στον ψυχισμό του και τον κατακλύζει».

Το παιδικό πένθος έχει συσχετισθεί με διάφορες μορφές νηπιακής ψυχώσεως, με ανακλητική κατάθλιψη, με αυτοκτονία, με σωματικές ασθένειες, με παιδική εγκληματικότητα και, έμμεσα, με ψυχονευρώσεις. Όσο μικρότερο είναι το παιδί που υφίσταται την απώλεια (με την εξαίρεση της πρώιμης νηπιακής ηλικίας πριν από τη δημιουργία συναισθηματικών δεσμών) τόσο σοβαρότερα είναι τα αρνητικά αποτελέσματα. Ο Rochlin, υπογραμμίζει ότι η πρώιμη απώλεια ενός γονιού δημιουργεί έναν τραυματισμό στον αυτοσεβασμό του παιδιού, που το ακολουθεί σ’ όλη τη μετέπειτα ζωή του (Rochlin, αναφ. στο Φάρος, 1993:268). Πολλές στατιστικές μελέτες δείχνουν ότι η κατάθλιψη είναι πολύ κοινή σε ανήλικους που έχασαν τους γονείς τους στην παιδική ηλικία, ιδιαίτερα μεταξύ της ηλικίας των δέκα και δεκαπέντε χρόνων. Ενώ οι Dorpat et al, υποθέτουν ότι η αξεδιάλυτη απώλεια της παιδικής ηλικίας οδηγεί αργότερα σε ανικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει απώλειες και τελικά σε καταθλιπτικές αντιδράσεις και αυτοκτονικές τάσεις. Η Μανιαδάκη (2006), επισημαίνει ότι ο θάνατος των γονέων αποτελεί ένα αρνητικό γεγονός που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η έλλειψη κοινωνικής στήριξης, μπορεί να συσχετισθεί με την εμφάνιση κατάθλιψης στα παιδιά και τους εφήβους.

Σύμφωνα με την  Baum (2003), τα παιδιά πενθούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ τους ενήλικες. Συνήθως δεν μπορούν να κρατήσουν τη λύπη τους. Οι μεταπτώσεις στη διάθεσή τους είναι συχνές, και πολλές φορές απότομες.

Σε μια επισκόπηση σχετικών μελετών που έκαναν οι Silverman και Englander, καταφαίνεται η συμφωνία των διαφόρων ερευνητών, στο ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για το παιδί που έχει υποστεί μια απώλεια να αναπτύξει σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές (Silverman & Englander, αναφ στο Φάρος, 1993: 269). Ενώ οι Newman και Denman (αναφ. στο Χατζηχρήστου, 1999) έδειξαν ότι, αγόρια που χάνουν τους πατεράδες τους πριν από τα 18 συνήθως αναπτύσσουν εγκληματική συμπεριφορά.

Τέλος, η Χατζηχρήστου (1999) σημειώνει, ως καθοριστικό παράγοντα εμφάνισης προβλημάτων προσαρμογής στα παιδιά, την απουσία του πατέρα λόγω θανάτου.

Διαζύγιο

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το διαζύγιο των γονέων λειτουργεί ως ορόσημο στην πορεία μιας οικογένειας, διχάζοντας τη ζωή σε «ζωή πριν» και «ζωή μετά» το διαζύγιο. Οι αλλαγές που επιφέρει ένα διαζύγιο ανατρέπουν το γνώριμο και οικείο παρόν, κλονίζουν την όποια αντίληψη για το παρελθόν, ενώ το μέλλον εμφανίζεται άγνωστο και αβέβαιο. Η οικογένεια μοιάζει να χάνει προσωρινά το χάρτη της, καθώς και την πυξίδα με την οποία πορευόταν ως εκείνη τη στιγμή και καλείται να προσαρμοστεί σε ένα νέο τρόπο ζωής. «Έχει διαπιστωθεί ότι το ενδεχόμενο κοινωνικό στίγμα και τα αρνητικά στερεότυπα για τους χωρισμένους γονείς και τη λειτουργία της οικογένειας μετά το διαζύγιο επιδρούν αρνητικά σε όλα τα μέλη της οικογένειας» (Χατζηχρήστου, 1999:20).

Το διαζύγιο, όπως και η προβληματική σχέση μεταξύ των γονέων και η βία στην οικογένεια, όπως προσθέτουν οι Amato και Keith (1991), σχετίζονται με την εκδήλωση προβλημάτων συμπεριφοράς στα παιδιά. Τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα σε σχέση με τα παιδιά των οποίων ο ένας γονέας έχει πεθάνει  (Amato & Keith, 1991, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη,  2006:74).

Οι παράγοντες που, σύμφωνα με τον Τσιάντη (1991), επιδρούν καταστρεπτικά στην εξέλιξη του παιδιού είναι οι παρακάτω:

  • Όταν το παιδί παραμελείται από τους ενήλικες γύρω του.
  • Όταν ο γονέας με τον οποίο μένει το παιδί ταυτίζει εκείνο με το γονέα που έφυγε και βγάζει όλη την επιθετικότητα πάνω του.
  • Όταν ο γονέας που μένει το παιδί κατηγορεί αυτό που απουσιάζει.

Το διαζύγιο σημαίνει την απώλεια του ενός προσώπου, με αποτέλεσμα το σπάσιμο των συναισθηματικών δεσμών του παιδιού με αυτό το πρόσωπο. Αυτό αποκαλείται «άγχος αποχωρισμού». Συχνή αντίδραση είναι η διαρκής αναζήτηση του χαμένου προσώπου. Το παιδί για να αντιμετωπίσει την απώλεια, συνειδητά ή ασυνείδητα ταυτίζεται με τον απόντα γονέα. Μια άλλη άμυνα είναι είτε η εξιδανίκευση του γονέα με τον οποίο μένει είτε με τον γονέα που φεύγει. Και στις δυο περιπτώσεις η εξέλιξη του παιδιού παραβλέπεται, γιατί δημιουργείται εξάρτηση απ’ τα γονεϊκά πρότυπα.

Τα παιδιά με «εύκολη» ιδιοσυγκρασία, κοινωνική ωριμότητα και επάρκεια, υπευθυνότητα και με λίγα προβλήματα συμπεριφοράς – σε αντίθεση με τα παιδιά με «δύσκολη» ιδιοσυγκρασία και προβλήματα συμπεριφοράς – είναι πιο ικανά να αντιμετωπίσουν το χωρισμό των γονέων τους και είναι περισσότερο πιθανό να έχουν πιο θετική αντιμετώπιση και στήριξη από τους γονείς τους και από άλλα άτομα του περιβάλλοντός τους. Σε κάθε στάδιο ανάπτυξης, βέβαια τα παιδιά έχουν διαφορετικές αντιδράσεις και ανάγκες, ενώ δεν υπάρχουν τόσο εμφανείς και σταθερές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στην εμφάνιση προβλημάτων προσαρμογής (Χατζηχρήστου, 1999).

Οι διαλυμένες οικογένειες δεν είναι εύκολη υπόθεση για τα παιδιά ούτε και για τον Brazelton (1998), καθώς τα παιδιά χωρισμένων γονιών λαχταρούν την επανασύνδεση της αρχικής τους οικογένειας, ακόμη και ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, σύμφωνα με έρευνες της Wallerstein. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν ένα παιδί παρασύρεται στη δίνη της διαμάχης των γονέων του. Τότε αυτό μεγαλώνει έχοντας πολλές πιθανότητες να γίνει οξύθυμος, ανασφαλής και επιθετικός ενήλικος. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει ο ρόλος του πατέρα, καθώς παρουσιάζει η Χατζηχρήστου (1999) το γεγονός ότι, η απουσία του πατέρα αποτελεί τον πλέον καθοριστικό παράγοντα στην ανάπτυξη των παιδιών. Τα παιδιά από οικογένειες με ένα γονέα απόντα εξαιτίας διαζυγίου θα παρουσιάσουν παρόμοια προβλήματα προσαρμογής με αυτά των παιδιών που έχασαν τον πατέρα τους λόγω θανάτου.

Το διαζύγιο είναι ιδιαίτερα οδυνηρό γεγονός για τους εφήβους, με βαρύνουσες επιπτώσεις στη διαδικασία σχηματισμού της ταυτότητάς τους και της βαθμιαίας αποσύνδεσής τους από την οικογένεια (Χατζηχρήστου, 1999). Έτσι, οι έφηβοι εκτός του ότι προσπαθούν να διαμορφώσουν το δικό τους σύστημα αξιών και ιδεών ως ενήλικοι, επιπλέον, λόγω του διαζυγίου βιώνουν, κρίση στην οικογένεια, όπου καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις με τους γονείς τους, καθότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας μιας στενής και υποστηρικτικής σχέσης μαζί τους, η οποία είναι σημαντική για την απόκτηση της ατομικότητας από μέρους τους.

Σύμφωνα με τον Bowlby, η σταθερότητα των συναισθηματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ του παιδιού στην νηπιακή ηλικία και των γονέων του είναι πολύ σημαντική για τη μετέπειτα ψυχοκοινωνική του εξέλιξη (Bowlby, 1973, αναφ. στο Χατζηχρήστου, 1999:123). Το διαζύγιο επιφέρει την απουσία και την αποστέρηση του ενός γονέα, συνήθως του πατέρα, με αποτέλεσμα τη ρήξη των συναισθηματικών δεσμών μεταξύ γονέα και παιδιού, οπότε θεωρείται ότι έχει περισσότερες αρνητικές συνέπειες στη μικρή κυρίως ηλικία. Η συσχέτιση του διαζυγίου με προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά ερμηνεύθηκε ως απόδειξη ότι ο χωρισμός αυτός καθαυτός προκαλεί άμεσες αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη των παιδιών-εφήβων. Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί η σημασία της απουσίας του ενός γονέα στην εφηβική κυρίως ηλικία για την εξέλιξη και τη διαμόρφωση των σχέσεων με το άλλο φύλο.

Οι αντιδράσεις των παιδιών προσχολικής ηλικίας στο διαζύγιο, αναφορικά με τους Wallerstein & Kelly, είναι συνήθως η εμφάνιση φοβιών και οι διαταραχές στον ύπνο. Στα παιδιά 5 έως 8 ετών είναι πιθανή η μείωση των σχολικών τους επιδόσεων, στα παιδιά 9 έως 12 ετών ο θυμός, το άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς. Τέλος, οι έφηβοι ενδέχεται να εκδηλώσουν την πλήρη συμπτωματολογία της κατάθλιψης (Wallerstein& Kelly, 1980, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006: 209-210).

Η Χατζηχρήστου (1999) θεωρεί ότι, η διάλυση της οικογένειας προκαλεί θλίψη, ψυχικό πόνο, θυμό, προβλήματα διαπροσωπικής και ενδοπροσωπικής συμπεριφοράς στο σπίτι και στο σχολείο, μείωση της σχολικής επίδοσης, δυσκολίες στις σχέσεις με τους γονείς και δυσκολίες στην επίτευξη της αυτονομίας. Όσον αφορά την προσαρμογή των εφήβων στο διαζύγιο των γονέων τους και την ομαλή συνέχιση της ανάπτυξής τους σε όλους τους τομείς οι καθοριστικοί παράγοντες είναι η μείωση των συγκρούσεων των γονέων και η ικανότητα κυρίως του γονέα που έχει την επιμέλεια – πριν και μετά το χωρισμό – για ενημέρωση, συζήτηση και ειλικρινή επικοινωνία με τους εφήβους, καθώς και για συναισθηματική στήριξη των εφήβων, καθοδήγηση και κατάλληλο έλεγχο και επίβλεψη.

7.2. Απώλειες Ενηλίκων

 

Πένθος

Ο θάνατος των γονέων, κατά την παιδική ηλικία, η οποία είναι μια τραυματική εμπειρία όταν αλληλεπιδρά με στρεσογόνα γεγονότα της ενήλικης ζωής, αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων.

Με την απώλεια λόγω θανάτου το άτομο χάνει δύο πράγματα. Πρώτον, την πηγή μιας μοναδικής ικανοποίησης των ψυχικών αναγκών του, το νόημα της ζωής, όπως το έβλεπε μέχρι τότε, καθώς και τους πόρους απ’ τους οποίους αντλούσε δύναμη. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου διαταράσσει το σχήμα που είχε διαμορφώσει το άτομο για τη ζωή του και το οποίο περιλαμβάνει το αγαπημένο πρόσωπο, τις προσδοκίες από τη ζωή, τις πεποιθήσεις, τις επιθυμίες, τις πηγές ικανοποίησης, κ.ά. Δεύτερον, το άτομο χάνει τη φυσική παρουσία του άλλου, ιδιαιτέρως όταν ήταν πολύ συνδεδεμένοι στη ζωή τους, π.χ. οι σύζυγοι, οι γονείς, κ.ά.

«Με την απώλεια αυτών των προσώπων, το άτομο που πενθεί πρέπει να γεμίσει τα κενά στη ζωή του, που άφησε πίσω του ο άλλος, και να ανασυγκροτήσει τον κόσμο του σε μια νέα βάση»  (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 2008:29).

Κάθε σημαντική απώλεια μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ψυχική καταπόνηση και αλλαγή σε ένα άτομο, αλλά η απώλεια ενός γονιού,  όπως περιγράφει και η  Umberson (2005), είναι μοναδική ως προς την ικανότητά της να σημαδέψει μια καμπή στην ενήλικη ζωή, που μπορεί να προωθήσει σημαντική αλλαγή στους ενηλίκους. Η σχέση με ένα γονέα και η απώλειά του είναι μοναδικές, σε σύγκριση με άλλες εμπειρίες απώλειας, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, οι γονείς παίζουν ισχυρό ρόλο στη δημιουργία του ιστορικού της ζωής του παιδιού και στη δημιουργία της βάσης από την οποία βιώνει τον κόσμο και αναπτύσσει άλλες σχέσεις. Δεύτερον, οι ενήλικοι παραμένουν και οι ίδιοι παιδιά μέχρι να πεθάνουν οι γονείς τους και, όταν συμβεί αυτό, πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους ως ολοκληρωτικά ενήλικο.

Οι προσωπικές αλλαγές που ακολουθούν το θάνατο ενός γονέα κινητοποιούνται από μια ανάγκη να μειωθούν τα αισθήματα της απώλειας και της αναστάτωσης που προκαλεί ο θάνατος. Οι κοινωνικές περιστάσεις (παρελθούσες και παρούσες), του ενηλίκου που βιώνει την απώλεια, καθώς και μια ολόκληρη ζωή συνδιαλλαγής με το γονέα, διαμορφώνουν το βαθμό και την κατεύθυνση της προσωπικής μεταμόρφωσης.

Η Κωσταρίδου-Ευκλείδη (2008) σημειώνει πως, η βαθιά θλίψη, η οδύνη, είναι το συναίσθημα που βιώνουν όλοι οι πενθούντες. Είναι η διεργασία μέσα από την οποία το άτομο εκφράζει τις ψυχολογικές, συμπεριφοριστικές, κοινωνικές και σωματικές αντιδράσεις στην  αντίληψη της απώλειας. Υπάρχουν όμως, πέντε χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν παθολογική αντίδραση στη θλίψη και αυτά είναι η σωματική κατάπτωση, η συνεχής ενασχόληση με τη μορφή του/της νεκρού/ης, η ενοχή, οι επιθετικές αντιδράσεις και η απώλεια συμπεριφορών κοινωνικής επαφής (Lindemann, αναφ. στο Κωσταρίδου, 2008:419).

Στις ψυχολογικές αντιδράσεις, ενός ατόμου που πενθεί είναι, ο πόνος χωρισμού, ο φόβος, η ανασφάλεια, η έλλειψη ελέγχου, ο θυμός, η ευερεθιστότητα, η ενοχή, η κατάθλιψη, η αδιαφορία, η απάθεια, η συναισθηματική αστάθεια, κ.ά.

Στις κοινωνικές αντιδράσεις ανήκουν η έλλειψη ενδιαφέροντος, η κοινωνική απόσυρση, η ανία, η εκρηκτικότητα, η ζήλια για τους άλλους που δεν έχουν ζήσει εμπειρία απώλειας, η εξάρτηση από άλλους ή η αποφυγή να μένει μόνος.

Σωματικές αντιδράσεις που παρατηρούνται είναι οι εξής: ανορεξία, διαταραχές όρεξης που οδηγούν σε αύξηση ή μείωση βάρους, καταθλιπτική διάθεση, διαταραχή ύπνου, κλάμα, σωματική εξάντληση, αίσθημα κενού/βάρους, ψυχοκινητική στέρηση/ευερεθιστότητα.

Κατά τον Rando (1995), υπάρχουν έξι διεργασίες μέσα από τις οποίες πρέπει να περάσει κάποιος για να ολοκληρώσει με επιτυχία τα καθήκοντα του πένθους.

α) Η αναγνώριση της απώλειας (δηλαδή η παραδοχή του θανάτου και η κατανόησή του)

β) Η αντίδραση στο χωρισμό (η εμπειρία του πόνου, η έκφραση των αντιδράσεων στην απώλεια, η αναγνώριση και ο θρήνος για τις δευτερογενείς απώλειες)

γ) Η ανάμνηση του νεκρού και της σχέσης (η ανασκόπηση και η ανάμνηση τόσο σε ρεαλιστικά πλαίσια όσο και σε επίπεδο αισθημάτων)

δ) Το σπάσιμο των δεσμών με το νεκρό άτομο και τον κοινό τους κόσμο

ε) Η επαναπροσαρμογή στη νέα πραγματικότητα δίχως να ξεχνιέται ο παλιός κόσμος

στ) Η επένδυση της συναισθηματικής ενέργειας σε νέα πλαίσια

(Rando, 1995, αναφ. στο Κωσταρίδου, 2008:430).

Μερικοί ενήλικοι ωφελούνται από τη συγνώμη και την έκφραση αγάπης εκ μέρους του γονέα κατά τις εβδομάδες, τις ημέρες ή ακόμη και τις ώρες που προηγούνται του θανάτου. Φυσικά η σχέση του παρελθόντος δε δύναται να διορθωθεί πλήρως. Σε όλη τους τη ζωή, οι περισσότεροι ενήλικοι που βίωσαν μια οδυνηρή παιδική ηλικία, δουλεύουν για να επιλύσουν τα αισθήματα απόρριψης, μοναξιάς και απαξίας. Ο θάνατος του γονέα που δημιούργησε αυτά τα αισθήματα μπορεί να συμβάλλει στη συναισθηματική καταπόνηση, επειδή η απώλειά του σημαίνει και την ταυτόχρονη απώλειας μιας ευκαιρίας αποκατάστασης της ζημιάς από το γονέα και να γίνει ο γονέας που το παιδί πάντα χρειαζόταν και επιθυμούσε ( Umberson, 2005).

Επίσης, ο θάνατος του γονέα μπορεί να αρχίσει να αλλάζει την αντίληψη κάποιου σχετικά με το αναπόφευκτο της προσωπικής θνητότητας. Κάτι τέτοιο μπορεί να επηρεάσει τις συμπεριφορές του ατόμου σε σχέση με την υγεία και τον τρόπο ζωής. Ενώ η απώλεια της πηγής αυτοπροσδιορισμού μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ψυχολογική ευεξία του ενηλίκου και να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό του εαυτού.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η απώλεια ενός γονέα είναι συνδεδεμένη  με τη συναισθηματική και ψυχολογική αναστάτωση που βιώνει ένας ενήλικας κατά την περίοδο του πένθους.

Σε περίπτωση που το πένθος οδηγήσει σε βαριάς μορφής κατάθλιψη, η Frederique-Bacque (1997)  θεωρεί ότι η χορήγηση αντικαταθλιπτικών ενδείκνυται για την περιστολή της ψυχοκινητικής αναστολής και των σοβαρών σωματικών συμπτωμάτων.

Διαζύγιο

Το διαζύγιο αποτελεί μια απώλεια με αρνητικές επιπτώσεις σε όλη την οικογένεια, ακόμη και στα ενήλικα μέλη της, καθώς καλούνται να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα.

Ορισμένα χαρακτηριστικά των ενηλίκων (π.χ. αντικοινωνικές συμπεριφορές, κατάθλιψη, νευρωτική διαταραχή) αυξάνουν την πιθανότητα για διάλυση του γάμου, συγκρούσεις στις συζυγικές σχέσεις, στην οικογένεια και σε σχέσεις εκτός οικογένειας και αρνητικές εμπειρίες στη ζωή (Χατζηχρήστου, 1999).

Οι παράγοντες που επηρεάζουν το βαθμό του τραύματος ενός διαζυγίου είναι οι εξής, σύμφωνα με τον Τσιάντη (1991):

  • Το στρες λόγω της διακοπής του συνηθισμένου τρόπου ζωής.
  • Η ψυχολογική κατάσταση των γονέων και η μεταξύ τους σχέση.
  • Η κοινωνική επίπτωση ενός διαζυγίου.
  • Η μεταβολή της οικονομικής κατάστασης της νέας οικογένειας.

Ο Affifi (2003) κατέληξε στο ότι οι γονείς μετά το διαζύγιο διαμορφώνουν σχέσεις συνομηλίκων με τα παιδιά τους και ότι αυτοί οι δεσμοί γίνονταν πιο στενοί, λόγω των δυσκολιών που συχνά συνεπάγεται το διαζύγιο για τους μόνους γονείς.

Συγκεκριμένα, οι ακατάλληλες αποκαλύψεις των γονέων προς τα παιδιά τους κατέληγαν σε αντιστροφή των ρόλων με τα παιδιά να γίνονται οι «ψευτογονείς»  των γονέων, δηλαδή είχαν την επιμέλειά τους. Παράδειγμα ακατάλληλης αποκάλυψης πληροφορίας είναι οι αρνητικές αποκαλύψεις για τις συνθήκες του διαζυγίου που φορτώνουν πολλή ευθύνη στο παιδί, προκαλώντας μετατόπιση της δύναμης: το παιδί γίνεται «μια ενήλικη φιγούρα» και φροντιστής του γονέα. Αυτή η αντιστροφή ρόλων των παιδιών συσχετίζεται με έντονα συναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς για τα παιδιά.

7.3. Απώλειες Τρίτης Ηλικίας

Για πολλούς ερευνητές ο θάνατος προσφιλών προσώπων, συζύγων, παιδιών και άλλων συγγενών και φίλων θεωρείται ότι αποτελεί την πλέον σημαντική απώλεια ιδιαίτερα για την ευαίσθητη ηλικιακή ομάδα των ατόμων της τρίτης ηλικίας. Όταν η χηρεία για παράδειγμα, συνοδεύεται και από άλλα επώδυνα γεγονότα, π.χ. οικονομική δυσπραγία, απώλεια ρόλων κ.ά. τότε είναι πιθανό να εκδηλωθεί επιδείνωση της ψυχικής υγείας των ατόμων αυτών, ακόμα και καταθλιπτική συμπεριφορά.  Επίσης, η απώλεια της εργασίας, η απόρριψη στον ερωτικό τομέα ή κάποια οικονομική καταστροφή, αποτελούν γεγονότα που τραυματίζουν ένα ηλικιωμένο άτομο.

Τα ηλικιωμένα άτομα, όπως αναφέρει και η Αβεντισιάν (2000), δένονται τόσο πολύ με τα ατομικά τους πράγματα, το σπίτι τους, τη γειτονιά τους και τα κοντινά τους πρόσωπα, ώστε οποιαδήποτε απώλεια μπορεί να τους στοιχίσει τόσο πολύ ώστε να οδηγηθούν σε κατάθλιψη. Σε ορισμένες μορφές της γεροντικής κατάθλιψης βρίσκει εφαρμογή η ψυχαναλυτική ερμηνεία του Freud, ο οποίος αντιπαρέβαλε την κατάθλιψη προς το φυσιολογικό πένθος. Στο φυσιολογικό πένθος σύμφωνα με τον ίδιο, το άτομο συμφιλιώνεται με την ιδέα της απώλειας του προσώπου που έχασε μέσω της διαδικασίας της ταύτισης. Τότε το άτομο ταυτίζεται με αυτό που έχασε, με την έννοια ότι εσωτερικοποιεί ορισμένες από τις ιδιότητες του χαμένου προσώπου, τις οποίες εκφράζει στη συμπεριφορά του.

Το φυσιολογικό πένθος ενδέχεται να μετασχηματιστεί σε καταθλιπτική συμπεριφορά όταν το άτομο διακατέχεται από μη συνειδητά αρνητικά αισθήματα για το απολεσθέν πρόσωπο. Η θεωρία όμως αυτή, κρίνεται ανεπαρκής για να καλύψει όλες τις περιπτώσεις. Νεότεροι εκπρόσωποι της ψυχαναλυτικής σχολής υποστήριξαν ότι το κυρίαρχο συναίσθημα που συνδέεται με την κατάθλιψη δεν είναι η ενοχή και αυτό-μομφή, αλλά η αίσθηση απώλειας της ελπίδας και η εξάντληση των ψυχικών αποθεμάτων.

Τα συνήθη συμπτώματα που εκδηλώνουν τα ηλικιωμένα καταθλιπτικά άτομα είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος, η κοινωνική απομόνωση, η επιβράδυνση της σκέψης και κίνησης. Η αίσθηση της αδυναμίας κυριαρχεί πάνω στο άτομο, το οποίο είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο γεγονός της απώλειας. Από αυτή ακριβώς την ανημποριά, που διακατέχει πλέον το άτομο, πηγάζει η καταθλιπτική συμπεριφορά. Τα καταθλιπτικά συμπτώματα της απάθειας και της έλλειψης ενδιαφερόντων και κινήτρων είναι η φυσική συνέπεια των αισθημάτων του ατόμου για ανικανότητα ελέγχου της ζωής του. Η εξήγηση που δίνει ο Selingman, για τα συμπτώματα αυτά στους ηλικιωμένους, είναι ότι μετά από μια σειρά γεγονότων, όπου έχουν σημειωθεί απώλειες, το άτομο τείνει να πιστέψει ότι είναι αδύναμο και ανεπαρκές να κάνει κάτι ώστε να ελέγχει τον προορισμό του. Έτσι, χάνει τις ελπίδες του, αποσύρεται, γίνεται απαθές και αναπτύσσει καταθλιπτικά συμπτώματα (Selingman, αναφ. στο Αβεντισιάν,  2000:232).

8. Γεγονότα Ευρύτερης Εμβέλειας (Φυσικές Καταστροφές, Πόλεμοι,

    Τρομοκρατία, Οικονομική Κρίση)

 

Υπάρχουν γεγονότα που χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα τραυματικά και έχουν μεγάλο εύρος επίδρασης, καθώς επηρεάζουν έντονα την κοινωνική ομάδα, λόγω των μαζικών απωλειών σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Αυτά τα στρεσογόνα γεγονότα που είναι καθοριστικά για την πορεία της σωματικής και ψυχικής υγείας των ανθρώπων θα μελετήσουμε παρακάτω.

Μορφές φυσικών μαζικών καταστροφών, όπως σεισμοί, πλημμύρες, θύελλες/κυκλώνες, χιονοστιβάδες, κατολισθήσεις, παρατεταμένη ξηρασία, έκρηξη ηφαιστείου, λιμός, πυρκαγιές, καθώς και ο πόλεμος και οι τρομοκρατικές ενέργειες, θεωρούνται τραυματικά γεγονότα με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή και την ψυχολογία του ατόμου, ιδιαίτερα στην περίπτωση ενός παιδιού. Η Μανιαδάκη (2006) προσθέτει ότι τα παιδιά που βίωσαν ένα τέτοιο γεγονός ή έγιναν αυτόπτες μάρτυρες ή έμαθαν για το τραυματικό γεγονός που έζησαν άλλοι μπορεί να παρουσιάσουν Διαταραχή Τραυματικού Άγχους. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το επίμονο άγχος και η κατάθλιψη, ως επακόλουθο.

Συγκεκριμένα κάποιες γενικές ψυχολογικές επιπτώσεις του ψυχολογικού τραύματος που προκαλείται από τέτοια γεγονότα είναι:

  • Κατάθλιψη
  • Κατάχρηση ουσιών
  • Άγχος
  • Σωματοποίηση
  • Διαταραχή διαπροσωπικών σχέσεων (απόσυρση, επιθετικότητα, βίαιες πράξεις)
  • Προβλήματα στην εργασία (απουσίες, μειωμένη συγκέντρωση).
  • Αύξηση στη χρήση καπνού, αλκοόλ.

Ωστόσο, δεν παθαίνουν Διαταραχή Μετατραυματικού Άγχους όλοι όσοι βίωσαν τραυματικό γεγονός, ή τουλάχιστον με έντονα συμπτώματα που επιφέρουν σημαντική δυσλειτουργία. Η ηλικία του ατόμου (τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα), η προσωπικότητα, το ιστορικό προϋπάρχουσας ψυχικής διαταραχής, οι παιδικές εμπειρίες, τα κοινωνικά στηρίγματα και κυρίως, η βαρύτητα, η διάρκεια του τραυματικού γεγονότος και η εγγύτητα με το γεγονός αυτό επηρεάζουν την εκδήλωση της διαταραχής.

Πόλεμος

Ο πόλεμος συνιστά μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μαζικές απώλειες και συσσώρευση στρεσογόνων συνθηκών, τόσο για όσους υπηρετούν στις εμπλεκόμενες στρατιωτικές δυνάμεις, όσο και για πολλές ομάδες που επηρεάζονται έμμεσα, όπως οι πρόσφυγες, οι άνθρωποι που συγκεντρώνουν τα πτώματα μετά από τη σύρραξη, οι διασώστες και γενικότερα οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής που συμμετέχουν αναγκαστικά, τα μέλη των οικογενειών όλων των παραπάνω, οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν τα γεγονότα. (Karam, 2003).

Οι μετακινήσεις πληθυσμών και η κατάρρευση των κοινωνικών ελέγχων, εξαιτίας των ενόπλων συρράξεων, ενθαρρύνουν το βιασμό και την πορνεία, όπως επίσης τη σεξουαλική δουλεία σε στρατιώτες. Οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και η εξάπλωση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών, ιδιαίτερα του AIDS/HIV, είναι οι συνεπακόλουθες φυσικές επιπτώσεις αυτής της ανθρώπινης υποβάθμισης (LaGreca, 1996).

Παράδειγμα των τραγικών συνεπειών του πολέμου είναι ο λαός της Γιουγκοσλαβίας στον οποίο σύμφωνα με τη Μάτσα (1988) η απελπισία κινδυνεύει να φωλιάσει.

Η Πόποβιτς (1999), καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας του Βελιγραδίου, αναφέρει ότι στα πρόσωπα των ανθρώπων στο δρόμο, δεν υπάρχει χαρά, αντίθετα παρουσιάζεται αύξηση της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα στους νέους, αύξηση των αυτοκτονιών και των ψυχικών παθήσεων. Η Πατούλη (2008) προσθέτει ότι στρατιώτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που υπέστησαν ψυχικό τραύμα δείχνουν να πάσχουν από χρόνια διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει διότι, ύστερα από ένα τραυματικό γεγονός, το ανθρώπινο σύστημα αυτοάμυνας φαίνεται να βρίσκεται σε διαρκή συναγερμό, σαν να πρόκειται ο κίνδυνος να επέλθει οποιαδήποτε στιγμή.

Πυρκαγιές

Βάσει στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, οι πιθανές αντιδράσεις μετά από μια καταστροφική εμπειρία πυρκαγιάς είναι το τετράπτυχο: απειλή κατά της ζωής – ανημποριά – αδυναμία φυγής – αίσθηση αβοήθητου, και είναι ικανό να προκαλέσει άμεσες ή μακροπρόθεσμες μετατραυματικές αντιδράσεις έως και διαταραχές. Σημειώνονται αντιδράσεις, όπως συμπτώματα υπερδιέγερσης (υπέρταση, ταχυκαρδία, επιτάχυνση αναπνοής, δυσκολία στον ύπνο), αποφευκτική συμπεριφορά, αποσύνδεση (όταν ένα άτομο, την ώρα του κινδύνου, δεν είναι σε θέση να αμυνθεί ή να φύγει).

 

Σεισμοί

Στην χώρα μας, οι σεισμοί αποτελούν συχνά φυσικά γεγονότα, και αυτό γιατί στην Ελλάδα  διαδραματίζονται πάνω από το 40% των σεισμών της Ευρώπης.

Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, κατά την περίοδο 1980-1999, 168 άτομα έχασαν τη ζωή τους σε σεισμούς. Στο σεισμό του 1999, σύμφωνα με μελέτη της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Χριστοδούλου & Συν., 2005), το 85% των ατόμων που ζήτησε ψυχολογική βοήθεια από το νοσοκομείο, το 25% παρουσίαζε οξεία αντίδραση στρες και το 43% πρώιμη μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD).

Πλημμύρες

Παρά το ήπιο κλίμα της χώρας μας, 12 άτομα πέθαναν εξαιτίας πλημμύρας στο διάστημα 1980-1999 (ΕΣΥΕ). Οι θάνατοι από πλημμύρες αποτελούν τη  δεύτερη αιτία θανάτου από μαζικές καταστροφές στη χώρα μας.

Οικονομική Κρίση

Τα οικονομικά προβλήματα και οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζουμε τον καιρό αυτό, όπως είναι φυσικό, προκαλούν έντονο άγχος, που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότερά ψυχολογικά ζητήματα και σε αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, την οποία δημοσίευσαν οι Financial Times, η ανεργία (σε ποσοστό 25%) συνδέεται τόσο με τη νοσηρότητα όσο και με τη θνησιμότητα των πληθυσμών που πλήττονται από οικονομικά προβλήματα και αναδεικνύει ότι η οικονομική κρίση, σε 26 χώρες της Ευρώπης από το 1970 έως και το 2007, συνδέεται με τη σημαντική αύξηση των ψυχικών διαταραχών και του αλκοολισμού. Υπολογίζεται πως στο έτος 2010, λόγω της οικονομικής κρίσης, υπήρξε μια αύξηση  των κρουσμάτων αγχωδών διαταραχών (γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, κρίσεις πανικού, φοβίες) της τάξεως του 15%, όπου πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να λειτουργήσουν στην καθημερινότητα τους, φοβούμενοι πως δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην οικονομική κρίση. Παρουσιάζονται, επιπλέον, σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική διάθεση, νευρώσεις και επιπτώσεις οργανικές και σωματοποιημένες (πονοκέφαλοι, έλκος, κολίτιδες κ.ά.) καθώς και υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και απόσυρσης.

Στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης που απειλεί με καταστροφή, είναι έντονη η αίσθηση της απώλειας. Οι νέες συνθήκες φέρουν και νέα, άγνωστα δεδομένα στη ζωή μας, κάτι που προκαλεί ανασφάλεια αλλά και μια αίσθηση περιορισμού των  δυνατοτήτων μας. Αγανάκτηση, ματαίωση, μοναξιά και φόβος είναι τα κυρίως συναισθήματα που βιώνει κάποιος με σοβαρά οικονομικά προβλήματα (Ξανθάκη, 2010). Ένα άτομο που ζει την οικονομική κρίση και νιώθει ανίκανο να αντιδράσει,  συσσωρεύει μέσα του ένα παρατεταμένο και οξύ άγχος, το οποίο  καθώς δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, σιγά – σιγά το οδηγεί σε «απόσυρση» από την πάλη για επιβίωση και παθητικότητα του. Μπορεί ακόμη και να οδηγήσει το άτομα αυτό σε μελαγχολία, δυσθυμία, κατάθλιψη και ψυχοσωματικά προβλήματα (Βακόνδιος, 2011).

 

Τρομοκρατικές ενέργειες

Ο Boyle (2003), χαρακτηρίζει τις τρομοκρατικές ενέργειες ως βίαιες ενέργειες που στοχεύουν στην επιρροή της λήψης αποφάσεων και πραγματοποιούνται για να προκαλέσουν φόβο και κοινωνική αποθάρρυνση, οδηγώντας έτσι την πολιτική σε επιθυμητές, για τους υποστηρικτές της τρομοκρατικής ομάδας, «αλλαγές», ενώ ο Hess (2003) οριοθετεί τον όρο τρομοκρατία στο πλαίσιο μιας μη κρατικής, ανεπίσημης χρήσης βίας, υπό την έννοια ότι προέρχεται από μια κοινωνική υποομάδα, που διασπείρει τον τρόμο, έλκει την προσοχή, και επιχειρεί να επικοινωνήσει ένα μήνυμα.

Η Held (1997:22) θεωρεί ότι, βία είναι «η καταναγκαστική και, συνήθως ξαφνική πρόκληση τραυματισμού σ’ έναν άνθρωπο, η οποία καλείται πολιτική όταν η άσκησή της εμπεριέχει πολιτικούς στόχους».

Ορισμένα χαρακτηριστικά των τρομοκρατικών ενεργειών είναι ότι δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, λαμβάνουν χώρα ξαφνικά και απροειδοποίητα συνήθως,  δε, συνεπάγονται σοβαρούς τραυματισμούς ή/και θανάτους και ανεξίτηλα ψυχικά τραύματα.  Ο βαθμός έκθεσης σε μια τρομοκρατική ενέργεια ποικίλει, συχνά δε αποτελεί προγνωστικό παράγοντα ή διαγνωστικό κριτήριο ορισμένων ψυχικών διαταραχών (Kleiman et al., 2003).

H έκθεση των ανθρώπων σε ένα στρεσογόνο γεγονός του τύπου μιας σφοδρής  τρομοκρατικής επίθεσης, καθώς επίσης και η πληροφόρησή τους, επηρεάζεται καταλυτικά από τη διαμεσολάβηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Οι εικόνες από την καταστροφή της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, έκαναν ακαριαία το γύρο του κόσμου και συνέχισαν να προβάλλονται για πολλές εβδομάδες, κάνοντάς μας όλους μάρτυρες μιας τραγωδίας.

Οι εκτιμήσεις, για την επικράτηση της Διαταραχής Μετατραυματικού Άγχους το πρώτο έτος μετά από έκθεση σε τρομοκρατική ενέργεια, κυμαίνονται σε εύρος 7,5% έως και 50% ( Verger, 2004). Εκτός  της Διαταραχής Μετατραυματικού Άγχους, τα εκτεθειμένα άτομα βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο σε σχέση με τα μη εκτεθειμένα για:

  • Διαταραχή μετά από οξύ στρες (Acute Stress Disorder – ΔΜΟΣ)
  • Μείζονα κατάθλιψη
  • Διαταραχή πανικού
  • Γενικευμένη αγχώδη διαταραχή
  • Διαταραχή προσαρμογής
  • Ψυχιατρική συμπτωματολογία οργανικής αιτιολογίας λόγος τραυματισμού, έκθεσης σε τοξικές ουσίες, άλλες ασθένειες (Fullerton et al., 2003).

Eιδικά για τα παιδιά, προστίθενται στα προαναφερθέντα:

  • Διαταραχές συμπεριφοράς, παλινδρομικές τάσεις
  • Διαταραχές ύπνου
  • Διαταραχή άγχους αποχωρισμού (Τσιάντης, 2001)
  • Ιδιαίτερα στη λανθάνουσα φάση, προβλήματα συγκέντρωσης της προσοχής, μείωση σχολικών επιδόσεων, σωματικές ενοχλήσεις.

Οι ενήλικες ενδέχεται να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα και νόσους, ιδιαίτερα υπέρταση, άσθμα και σύνδρομα χρόνιου πόνου και κόπωσης.

Φυσικές καταστροφές

«Εξαρτόμαστε από το φυσικό περιβάλλον πολύ περισσότερο απ’ όσο αντιλαμβανόμαστε και παραδεχόμαστε σ’ αυτή την εποχή της φαινομενικής παντοδυναμίας της επιστήμης και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Με τις σύγχρονες περιβαλλοντολογικές συνθήκες (αλλαγές στο κλίμα, περιβαλλοντολογικές καταστροφές λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας, ρύπανση, κ.λπ.) και τις μεγάλες αλλαγές στη Φύση, που μας επιφυλάσσει απροσδόκητα φαινόμενα, η ανάγκη κατανόησης της σχέσης μας αυτής είναι όλο και πιο έντονα απαραίτητη»(Παπαδόπουλος, 2000:57).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΖΩΗΣ

 

«Όσο μεγαλύτερο το αίσθημα κατωτερότητας

που έχει βιώσει ένας άνθρωπος,
τόσο μεγαλύτερη η ορμή για κατάκτηση

και τόσο πιο βίαιη η συναισθηματική διαταραχή.»

Alfred Adler

Φωτογραφία: Γιάννης Θεοδωρόπουλος, 13/3/2009

Φωτογραφία: Γιάννης Θεοδωρόπουλος, 13/3/2009

1. Εισαγωγή

Σύμφωνα με μια προσέγγιση (Πατούλη, 2008), τα τραυματικά συμπτώματα ενδεχομένως είναι προσαρμοστικά και αρχικά έχουν εξελιχθεί για να μας βοηθούν να αναγνωρίζουμε και να αποφεύγουμε επικίνδυνες καταστάσεις. Τα  άτομα που βίωσαν κάποια τραυματική εμπειρία, μπορεί να κατακλύζονται από εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα που σχετίζονται με την τραυματική εμπειρία, να παρουσιάζουν δυσκολία συγκέντρωσης, ή ακόμη και να έχουν γενικευμένο άγχος, να  έχουν δυσκολία στον ύπνο και να  βλέπουν συχνά εφιάλτες. Επίσης, είναι πιθανό να έχουν εκρήξεις θυμού ή να  παρουσιάζουν κρίσεις πανικού και φοβίες, είτε να  υποφέρουν από κατάθλιψη. Μπορεί ακόμη και να σκέφτονται πως  η ζωή τους είναι χωρίς νόημα, να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν στενές σχέσεις και να έχουν ψυχοσωματικές αντιδράσεις (πονοκέφαλοι, ταχυκαρδίες).

Χρόνιες ή πολλαπλές τραυματικές εμπειρίες ίσως είναι πιο δύσκολο να ξεπεραστούν από τις περισσότερες στιγμιαίες τραυματικές καταστάσεις. Η Μετατραυματική Αγχώδης Διαταραχή είναι πιο πιθανή αν παθητικές άμυνες όπως το «πάγωμα» ή ο ψυχικός διχασμός, χρησιμοποιούνται ασυνείδητα, αντί για τις ενεργητικές άμυνες (που παρατηρούμε στα ζώα όταν απειλούνται), όπως ο αγώνας ή η φυγή (Roberts, κ.ά., 1993).

Στόχος μας είναι σε αυτό το κεφάλαιο να παραθέσουμε τις κυριότερες συνέπειες των ψυχικών τραυμάτων, θεωρώντας το κεφάλαιο αυτό πολύ σημαντικό καθώς, κάνουν τη ζωή του κάθε προσβαλλόμενου δυσλειτουργική με δυσκολίες ως προς την καθημερινότητα του. Οι συνέπειες αυτές τον επηρεάζουν σε όλους τους τομείς της ζωής του όπως την υγεία του (ψυχική και σωματική), την κοινωνική του ζωή, τα συναισθήματά του, τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, την επαγγελματική του πορεία (πχ μία αγοραφοβία τον «καθηλώνει» στο σπίτι χωρίς να μπορεί να εργαστεί ή να συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις). Θα ξεκινήσουμε με τις σωματικές συνέπειες, στη συνέχεια τις ψυχοκοινωνικές και τέλος, τις συναισθηματικές.

Η πρόληψη ή η συναίσθηση και ο κατάλληλος χειρισμός της εν δυνάμει τραυματικής επίδρασης, είναι ουσιώδης. Τώρα γνωρίζουμε ότι οι αρνητικές εμπειρίες κάνουν πολλά περισσότερα από τις κακές αναμνήσεις ή τις ασυνείδητες αρνητικές δυναμικές. Μπορούν να προκαλέσουν, εφ’ όρου ζωής, αλλαγές στη χημεία του εγκεφάλου και στη φυσιολογία του σώματος. Τέτοιες εμπειρίες μπορούν να επιδράσουν ακόμη και σε ένα αγέννητο παιδί. Μέσω του ομφάλιου λώρου, μαζί με τα θρεπτικά συστατικά,  το έμβρυο λαμβάνει ό,τι δυσάρεστο αισθάνεται η μητέρα (Αλεξάνδρου, 2009).

Άνθρωποι με κρίσεις άγχους ή κατάθλιψη που είναι δύο από τις πολλές συνέπειες των τραυματικών εμπειριών, που θα αναλύσουμε στο παρακάτω υποκεφάλαιο, είναι αιτίες κοινωνικού ρατσισμού. Αρκεί να αναρωτηθούμε  πόσο δημοφιλής θα ήταν κάποιος εξαρτημένος ή πόσο εύκολο θα ήταν να βρει εργασία κάποιος με αγοραφοβία.

Ένα παράδειγμα κοινωνικού ρατσισμού που είναι και αντικείμενο χλευασμού είναι η εκδήλωση των τικ, ή αλλιώς, μυοσπασμάτων, που παρακάτω θα αποδείξουμε βιβλιογραφικά, ότι μπορεί να είναι σύμπτωμα μιας τραυματικής εμπειρίας. Τα τικ προσελκύουν εύκολα την προσοχή των άλλων και συχνά προκαλούν αντιδράσεις οι οποίες κυμαίνονται από τον οίκτο μέχρι τον εκνευρισμό και το χλευασμό. Για το λόγο αυτόν, ακόμα και οι ήπιες εκδηλώσεις τικ μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στο άτομο, όσον αφορά την καθημερινή του ζωή και τις σχέσεις του με τους άλλους, με τις ανάλογες συνέπειες στην αυτοεκτίμηση και τη λειτουργικότητα του (Leckman & Cohen, 1988).

Για την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών συνεπειών των τραυμάτων, όταν εκείνες επηρεάζουν την ζωή του ανθρώπου ενδείκνυνται μέθοδοι ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής που θα αναλύσουμε στο 4ο και 5ο κεφάλαιο. Ο στόχος αυτών των παρεμβάσεων  είναι το άτομο να αποκτήσει μια πιο θετική εικόνα για τον εαυτό του, να βρει τρόπους για την αποτελεσματική επεξεργασία αγχογόνων εμπειριών και να είναι σε θέση να αναπτύσσει θετικές διαπροσωπικές σχέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαραίτητη θεωρείται και η φαρμακευτική αγωγή (Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006).

2. Ο Σωματικός Αντίκτυπος

 

Οι  επιπτώσεις της σωματικής παιδικής κακοποίησης δεν περιορίζονται στο πεδίο των γνωστικών λειτουργιών και των συμπεριφορικών εκδηλώσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Καλλονάκη (2000:67), η παιδική κατάθλιψη και οι διαταραχές του άγχους φαίνεται να συνδέονται με την ένδο-οικογενειακή βία, που κατευθύνεται προς ένα παιδί ή έφηβο.  Επίσης, η ίδια αναφέρει ότι αρκετά παιδιά που βιώνουν διαρκή οικογενειακή βία, ενδέχεται να εμφανίσουν μια σειρά συμπτωμάτων μετα-τραυματικού στρες. Η κακομεταχείριση των παιδιών έχει αρνητικές επιδράσεις στη συμπεριφορά, την εξέλιξη και την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα του παιδιού. Έρευνες που σχετίζονται με  τις συνέπειες της έκθεσης των  παιδιών σε βίαια περιστατικά μέσα στην οικογένεια, κατέδειξαν ότι η τελευταία επιδρά αρνητικά σε πολλαπλά επίπεδα.

Στην περίπτωση της δευτεροπαθούς ενούρησης, τα αίτια είναι συνήθως ψυχολογικά και η ενούρηση αναφέρεται ως αντίδραση σε στρεσογόνα περιστατικά, ιδιαίτερα στις ηλικίες από τεσσάρων έως έξι ετών (Walsh & Menvielle, 1997). Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, στις περιπτώσεις παιδιών με δευτερογενή ενούρηση παρατηρείται συχνότερα ένδο-οικογενειακή δυσαρμονία, η οποία φαίνεται να επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού (Rutter, 1979). Τα εκλυτικά αίτια σε αυτή την περίπτωση για την εμφάνιση της ενούρησης, μπορεί να είναι η γέννηση ενός μικρότερου αδελφού, ο αποχωρισμός από τη μητέρα, η διάλυση της οικογένειας, μια ασθένεια, ένα ατύχημα, κ.ά.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, ένας από τους βασικούς μηχανισμούς στην ψυχοδυναμική της ενούρησης είναι η παλινδρόμηση. Με βάση αυτή την ερμηνεία, το παιδί αρνείται να μεγαλώσει και υιοθετεί μορφές συμπεριφοράς προγενέστερων σταδίων, προκειμένου να προκαλέσει την προσοχή και φροντίδα των γονιών του ( Walker, 1979).

Άλλα σωματικά συμπτώματα είναι οι αϋπνίες και οι εφιάλτες, τα οποία προκαλούνται συνήθως από συναισθηματικές εντάσεις, άγχος ή τραυματικές εμπειρίες στην ζωή του  παιδιού και υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου χωρίς να εξελίσσονται σε χρόνια κατάσταση που να επηρεάζει την λειτουργικότητα και τις καθημερινές δραστηριότητες (Μash & Wolfe, 1999).

Τα  τελευταία χρόνια υπήρξε αύξηση της έρευνας σχετικά με τις επιπτώσεις της κακοποίησης στην ανάπτυξη του εγκεφάλου στη νηπιακή και πρώιμη παιδική ηλικία. Τα πρώτα αποτελέσματα δίνουν σαφείς ενδείξεις ότι κατά τα πρώτα χρόνια ζωής, η ανάπτυξη του εγκεφάλου μπορεί να μεταβληθεί από κάποιο παρατεταμένο, σοβαρό ή απρόβλεπτο στρες, περιλαμβανομένης της σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, βλάπτοντας σημαντικά το μέγεθος και τη δομή του εγκεφάλου, καθώς και τα νευρο-ενδοκρινικά συστήματα, των οποίων η κανονική λειτουργία είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προσαρμογή του ατόμου σε συνθήκες στρες           ( Penza, et al., 2003, Claes, 2004).

Ο   Dr. Χάμερ (Αθανασόπουλος, 2011, βλ και 2.4), ο  οποίος είχε ασθενήσει με καρκίνο όρχεων λίγους μήνες μετά το βίαιο θάνατο του γιού του, υποστήριξε πως κάθε ασθένεια εκτυλίσσεται σε δύο κύριες φάσεις. Κατά την πρώτη, ή αλλιώς φάση ενεργούς σύγκρουσης (conflict-active phase – ca phase), όλος ο οργανισμός βρίσκεται σε εγρήγορση ώστε να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση. Την ώρα που σημαντικές κυτταρικές αλλαγές δρομολογούνται στο σωματικό επίπεδο, ο ψυχισμός και το αυτόνομο νευρικό σύστημα προσπαθούν επίσης να διαχειριστούν την απροσδόκητη κατάσταση. Ο οργανισμός μπαίνει σε κατάσταση υπερέντασης (συμπαθητικοτονία) και ο νους απορροφάται πλήρως από το περιεχόμενο της σύγκρουσης. Οι διαταραχές ύπνου και η έλλειψη όρεξης είναι χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της κατάστασης. Βιολογικά αυτό είναι ζωτικής σημασίας γιατί η εστίαση στο περιεχόμενο της σύγκρουσης και οι επιπλέον ώρες εγρήγορσης δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για την διεργασία επίλυσης της σύγκρουσης και την εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα. Η φάση ενεργούς σύγκρουσης αποκαλείται και «ψυχρή φάση». Επειδή τα αιμοφόρα αγγεία συστέλλονται όταν ο οργανισμός βρίσκεται σε κατάσταση  άγχους, χαρακτηριστικά συμπτώματα της φάσης ενεργούς σύγκρουσης είναι τα κρύα άκρα (ειδικά τα κρύα χέρια), τα ρίγη και ψυχρές εφιδρώσεις. Η ένταση των συμπτωμάτων εξαρτάται φυσικά από το μέγεθος της σύγκρουσης (Πατούλη, 2008).

Αρχικά, οι διαφορές στο μέγεθος και τη δομή του εγκεφάλου, είναι δυνατό να επηρεάσουν την ικανότητα του σώματος να αναπτυχθεί φυσιολογικά, καθώς και την ικανότητα του εγκεφάλου για τη ρύθμιση του συναισθήματος, οδηγώντας συχνά σε μακροπρόθεσμες αλλαγές στη νευρο-βιολογία του συστήματος που ανταποκρίνεται στο άγχος (Bremmer, 2003, Cicchetti et al., 2007).

Συγκεκριμένα, οι διαφορές στη λειτουργία του συστήματος της κατεχολαμίνης σε παιδιά με τραυματικές εμπειρίες, όπως η κακοποίηση, φαίνονται από τον αυξημένο μυϊκό τόνο, από τις διαταραχές του ύπνου, από τις ανωμαλίες στην καρδιαγγειακή λειτουργία και από τα προβλήματα στην κυκλοφορία, και τέλος, από τη γενικευμένη (ή ειδική) φοβία που εμφανίζουν αυτά τα παιδιά (Kaufman, 1991, Ornitz & Pynoos, 1989).

Ωστόσο, φαίνεται ότι ακόμη και όταν, εξαιτίας των αρνητικών και στρεσογόνων εμπειριών που συμβαίνουν στα πρώτα χρόνια νεύρο-βιολογικής ανάπτυξης  του ανθρώπινου οργανισμού, οι βιολογικοί μηχανισμοί συμβάλλουν στην παραγωγή σοβαρών αρνητικών αποτελεσμάτων (π.χ. μείωση της έκκρισης αυξητικής ορμόνης που οδηγεί σε μειωμένη σωματική ανάπτυξη, αλλαγές στον εγκέφαλο που μεταβάλλουν την ανταπόκριση στο άγχος), ο βαθμός του ελέγχου που ο οργανισμός διαθέτει κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών διαδραματίζει βασικό ρόλο στη μελλοντική ευαλωτότητα ή ανθεκτικότητα που θα επιδείξει το άτομο στη ζωή του (Penza et al., 2003). Τα  παιδιά που μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν επιτυχώς το άγχος, φαίνεται να αποκτούν την ικανότητα αυτή για μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Ευτυχώς, η «ανοσία» στο στρες, δε φαίνεται να είναι συγκεκριμένη για το είδος των πρώτων στρεσογόνων καταστάσεων που κάποιος αντιμετώπισε.

Τέλος μία πιο σπάνια -59 περιπτώσεις στις 10,000 (Comings, 1990)- σωματική συνέπεια αρνητικών ερεθισμάτων είναι οι ακούσιοι μυοσπασμοί. Οι διαταραχές μυοσπασμάτων (τικ) καλύπτουν μια ομάδα διαταραχών με βασικό χαρακτηριστικό την εκδήλωση αυτών των μορφών κινητικής ή φωνητικής συμπεριφοράς. Στην κλινική πράξη ο ειδικός συναντά ένα φάσμα διαταραχών μυοσπασμάτων με κλιμακούμενη σοβαρότητα. Στο ένα άκρο του φάσματος βρίσκονται μεμονωμένοι μυοσπασμοί, οι οποίοι αποτελούν παροδικές εκδηλώσεις που συνδέονται άμεσα με βιώματα άγχους, και στο άλλο άκρο βρίσκονται τα συμπτώματα μιας νευρολογικής διαταραχής, του συνδρόμου Gilles de la Tourette. Σε κάθε περίπτωση το άγχος αποτελεί τον κύριο εκλυτικό παράγοντα τόσο για την εκδήλωση των τικ όσο και για την εξέλιξη τους (Leckman & Cohen, 1988).

Οι ενοχλήσεις αυτές εκδηλώνονται συνήθως στους ώμους, τα χέρια, το στομάχι ή το φάρυγγα. Πολλές φορές, αυτές οι σωματικές ενοχλήσεις μπορεί να προκαλέσουν στο άτομο μεγαλύτερη δυσφορία από ότι το ίδιο το τικ (Leckman & Cohen, 1988).

Οι σωματικές συνέπειες των τραυμάτων της ψυχής τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή του ανάλογου σημείου του σώματος παράδειγμα κατ’ επανάληψη αναλγητικά για κεφαλαλγίες, χωρίς το άτομο να αναγνωρίζει την ψυχολογική αιτία και διάσταση. Καταπολεμώντας έτσι μόνο τα συμπτώματα και όχι τα αίτια. Στο επόμενο κεφάλαιο θα αναλύσουμε την θεραπευτικές μεθόδους (φαρμακευτικές ή μη ) που αφορούν μόνο την ψυχική υγεία του ατόμου, καθώς υποστηρίζουμε ότι είναι απαραίτητη και για την σωματική ευεξία.

Ο Dr. Χάμερ (Αθανασόπουλος, 2011, βλ. και 2.4) αναλύοντας χιλιάδες αξονικές τομογραφίες εγκεφάλων (CT) σχετικές με τα ιστορικά των ασθενών του, ανακάλυψε πως την στιγμή που ο ασθενής υφίσταται το DHS, το σοκ επηρεάζει μία συγκεκριμένη και προκαθορισμένη περιοχή του εγκεφάλου δημιουργώντας μια «κάκωση» που είναι ορατή στην αξονική τομογραφία ως μια σειρά ευδιάκριτων ομόκεντρων κύκλων ( το 1989, η Siemens, εταιρεία που κατασκευάζει αξονικούς τομογράφους, πιστοποίησε ότι αυτοί οι ομόκεντροι κύκλοι δεν ήταν τεχνουργήματα του τομογράφου).

Κοινά παραδείγματα συναισθηματικής διάθεσης είναι: η κατάθλιψη, η έξαρση, ο θυμός. Διακρίνουμε τη διάθεση ή συναισθηματική διάθεση από το συναίσθημα, που αποτελεί την εξωτερική έκφραση της. Και καθώς η εξωτερική έκφραση ενός καταθλιπτικού ή μανιακού ασθενή δεν είναι πάντα καταθλιπτική ή ευφορική, πιο σωστά, οι Συναισθηματικές Διαταραχές περιγράφονται ως Διαταραχές της Διάθεσης.

Τη στιγμή του συγκρουσιακού σοκ, τα εγκεφαλικά κύτταρα που επηρεάζονται μεταφέρουν το σοκ στο αντίστοιχο όργανο, που με τη σειρά του αντιδρά με μια εντελώς προκαθορισμένη αλλοίωση. Ο λόγος για τον οποίο συγκεκριμένες συγκρούσεις είναι άρρηκτα δεμένες με καθορισμένες περιοχές του εγκεφάλου είναι ότι κατά τη διάρκεια της ιστορικής μας εξέλιξης, κάθε τμήμα του εγκεφάλου προγραμματίστηκε ώστε να αντιδρά άμεσα σε συγκρούσεις που θα μπορούσαν να απειλήσουν την επιβίωσή μας. Και ενώ ο «αρχέγονος εγκέφαλος» (στέλεχος και παρεγκεφαλίδα) είναι προγραμματισμένος να αντιμετωπίζει ζητήματα επιβίωσης που αφορούν την αναπνοή, την  τροφή, ή την αναπαραγωγή, ο «νέος εγκέφαλος» (ο εγκεφαλικός φλοιός) είναι κωδικοποιημένος με πιο εξελιγμένα ζητήματα όπως εδαφικές συγκρούσεις, συγκρούσεις χωρισμού, συγκρούσεις ταυτότητας και αυτό-υποτίμησης (Πατούλη, 2008).

3. Άγχος και Αγχώδεις Διαταραχές

 

Το άγχος αποτελεί ένα γνώριμο και οικείο συναίσθημα για όλους τους ανθρώπους. Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά βιώνουν άγχος, το οποίο είναι λειτουργικό συναίσθημα, καθώς μας διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή μας θέτοντας τον οργανισμό σε κατάσταση ετοιμότητας. Υπό αυτή την έννοια, το άγχος αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας που οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία.

Αποτελεί ένδειξη αγχώδους διαταραχής όταν η ένταση του είναι δυσανάλογη του ερεθίσματος που το προκαλεί και επίμονο στο χρόνο. (Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006). Είναι αξιοσημείωτο ότι, από το σύνολο των παιδιών με αγχώδη διαταραχή, στα μισά σχεδόν η διαταραχή επιμένει τουλάχιστον για οχτώ χρόνια (Keller,1992).

Σύμφωνα με το Ζερβάνο (2009:87) η απειλή που κινητοποιεί το μηχανισμό του στρες μπορεί να είναι ένα εσωτερικό ή ένα εξωτερικό ερέθισμα. Στην πρώτη περίπτωση συγκαταλέγονται οι δυσάρεστες εικόνες του νοητικού τοπίου. Στη δεύτερη τα εξωτερικά απειλητικά ερεθίσματα. Εάν η απειλή για τη συνοχή του οργανισμού είναι άμεση έχουμε οξύ στρες. Σε  σωματικό και ψυχικό επίπεδο έχουμε οξύ άγχος εάν η απειλή είναι έμμεση αλλά, παρόλα αυτά ο οργανισμός την εισπράττει σαν ενεργή τότε έχουμε χρόνιο στρες. Σωματικά και ψυχικά χρόνιο άγχος.

Η  Thoits (1991), ισχυρίζεται πως πέρα από τα κοινά στρεσογόνα ερεθίσματα, που μπορεί να αφορούν τον καθένα (π.χ. ο θάνατος) υπάρχουν και ερεθίσματα που είναι μοναδικά για κάθε μια κοινωνική ομάδα (π.χ. το βάρος της κοινωνικής καταπίεσης δεν υφίσταται για τους οικονομικά και κοινωνικά ισχυρούς). Έτσι κάθε ανθρώπινο ον μπορεί να γίνει μάρτυρας μιας σειράς στρεσογόνων ερεθισμάτων κοινών για όλο το ανθρώπινο είδος, αλλά και κάποιων μοναδικών, ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει (Thoits, 1991).

Οι αγχώδεις διαταραχές είναι από τις διαταραχές που παρουσιάζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν πως η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους  στο σύνολο του πληθυσμού κυμαίνεται μεταξύ 9% (Bernstein & Borchardt, 1991).

Όσο αφορά τους ενηλίκους, φαίνεται πως τα δύο φύλα εμφανίζουν διαφορές ως προς το είδος των προκλήσεων που εισπράττουν σαν απειλές ώστε και να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό άγχους. Για παράδειγμα, οι άντρες είναι ευαίσθητοι σε πιεστικούς παράγοντες που σχετίζονται με την επίτευξη στόχων, ενώ οι γυναίκες με καταστάσεις που συνδυάζονται με κοινωνική αποδοκιμασία (Kerr & Bowen, 1988, αναφ. στο Ζερβάνος, 2009:87).

Υπάρχει και η θεωρία του Irvin D. Yalom,  η οποία υποστηρίζει πως το άγχος και ο φόβος συνδέονται μεταξύ τους, καθώς όλοι οι φόβοι των ανθρώπων κρύβουν πίσω τους το φόβο για το θάνατο. «O θάνατος είναι η θεμελιώδη πηγή άγχους.  Είναι πανταχού παρών και παίζει τόσο σπουδαίο ρόλο, που ένα  μεγάλο μέρος της ενέργειας μας καταναλώνεται στην άρνηση του θανάτου»(Yalom, 1989). Σύμφωνα με τον Yalom, στην εισαγωγή του βιβλίου του «Στον  κήπο του Επίκουρου», κάθε φοβία κρύβει πίσω της τον φόβο των ανθρώπων για τον θάνατο. Επίσης, αναφέρει πως ο ίδιος ο Επίκουρος, υποστήριζε πως ο φόβος για το θάνατο διαταράσσει κάθε απόλαυση στη ζωή των ανθρώπων .

Με βάση τους πίνακες DSM-III-R (American Psychiatric Association,1980) και DSM-IV (American Psychiatric Association, 1987) η ταξινόμηση των διαταραχών άγχους είναι η παρακάτω:

1)  Μετατραυματική διαταραχή άγχους.

2)  Διαταραχές πανικού.

3)  Φοβίες.

4)   Διαταραχές ύπνου.

5)   Διαταραχές σίτισης.

6)   Δυσκολία στη συγκέντρωση.

7)   Κατάθλιψη.

8)   Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

9)   Διαταραχή του δεσμού.

10) Διαταραχή ταυτότητας φύλλου.

Θα τα αναλύσουμε παρακάτω ξεκινώντας από τα πιο σημαντικά συμπτώματα του άγχους, πρέπει να αναφερθούμε στις φοβίες, οι οποίες και πλήττουν ένα μεγάλο αριθμό ατόμων μετά από ένα τραυματικό γεγονός.

3.1 Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους

 

Πολλοί άνθρωποι, που βιώνουν τραυματικά γεγονότα, δυσκολεύονται για κάποιο διάστημα να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους. Όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος τελικά επιτρέπει στους περισσότερους να αντιπαρέλθουν αυτό που τους συνέβη και να προχωρήσουν στη ζωή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, τα ψυχολογικά συμπτώματα που εμφανίζονται αμέσως μετά το τραυματικό γεγονός επιμένουν ή και χειροτερεύουν για αρκετούς μήνες ή ακόμα και χρόνια, ενίοτε φτάνοντας στο σημείο να διαλύσουν τη ζωή του ατόμου. Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για διαταραχή μετατραυματικού άγχους (Post-traumatic stress disorder (PTSD). Ο όρος «Διαταραχή Μετατραυματικού Άγχους» εμφανίστηκε, επίσημα, για πρώτη φορά το 1980 στο DSM-III.

Μετατραυματική διαταραχή άγχους (Post-traumatic Stress Disorder – PTSD) ορίζουμε την συναισθηματική διαταραχή που προκύπτει μετά την άμεση ή έμμεση έκθεση σε ένα τρομακτικό γεγονός που βλάπτει ή απειλεί τη φυσική ακεραιότητα του ατόμου (Κολαϊτης, 2010). Η μετατραυματική διαταραχή άγχους, μπορεί να ταξινομηθεί ως οξεία (με χρόνο διάρκειας μικρότερο των τριών μηνών) ή χρόνια (με χρόνο διάρκειας μεγαλύτερο από τρεις μήνες ). Περιγράφεται, επίσης, και η μετατραυματική διαταραχή άγχους όψιμης έναρξης, η οποία εμφανίζεται το λιγότερο έξι μήνες μετά το συμβάν. Σύμφωνα με την Terr (1991), πρέπει να διαφοροποιηθεί η μετατραυματική διαταραχή άγχους που προέρχεται από ένα μεμονωμένο τραυματικό γεγονός, όπως ένα τροχαίο ατύχημα, από εκείνη που προκαλείται από επαναλαμβανόμενα τραυματικά συμβάντα, όπως συμβαίνει κατά το σύνθετο φαινόμενο της φυσικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Στη δεύτερη κατηγορία παρατηρούνται περισσότερα, πιο έντονα και ίσως διαφορετικά συμπτώματα (Terr, 1991).

Η μετατραυματική διαταραχή άγχους είναι πιθανόν να συμβεί σε ένα άτομο από σοβαρό φυσικό ή συναισθηματικό τραυματισμό (σοβαρό ατύχημα, φυσική καταστροφή, απειλή κατά της ζωής). Ο τρόπος σκέψης, τα συναισθήματα και η συμπεριφορά επηρεάζονται από την ανάμνηση του τραυματικού γεγονότος και καταφέρνουν να διαρκούν εβδομάδες, μήνες ακόμα και χρόνια μετά από αυτό.

Τα συμπτώματα της διαταραχής μετατραυματικού στρες ξεκινούν συνήθως μέσα σε τρεις μήνες από το τραυματικό γεγονός, μολονότι έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα εμφανιστήκαν έως και χρόνια μετά. Αισθήσεις, εικόνες και μνήμες από το τραυματικό γεγονός παρεισφρέουν στην καθημερινότητα του ατόμου, συχνά εντελώς απροειδοποίητα, με τη μορφή εφιάλτη ή αναβίωσης, οπότε το άτομο καταλήγει να ξαναζεί το τραυματικό γεγονός ξανά και ξανά, νιώθοντας κάθε φορά τα ίδια τρομακτικά συναισθήματα. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, τα συμπτώματα εμφανίζονται αιφνίδια, χρόνια μετά το τραυματικό γεγονός, οι μνήμες του οποίου μπορεί να «πυροδοτηθούν» από κάποιο άλλο γεγονός.

Σύμφωνα με την Πατούλη (2008), τα συμπτώματα που προκαλούνται από τραυματικές εμπειρίες είναι τα εξής:

  • Η υπερδιέγερση, δηλαδή ενδείξεις αυξημένης διέγερσης, όπως η υπερβολική επαγρύπνηση ή η υπερβολική αντίδραση σε πράγματα που συμβαίνουν ξαφνικά. Το ανθρώπινο σύστημα αυτοάμυνας φαίνεται – ακόμη και εντελώς ασυνείδητα – να βρίσκεται σε συνεχή συναγερμό, σαν να πρόκειται ο κίνδυνος να επανέλθει οποιαδήποτε στιγμή.
  • Η παρεμβολή ή παρείσφρηση, όπως αναδρομές από το παρελθόν ή εφιάλτες, όπου βιώνεται εκ νέου το τραυματικό περιστατικό. Αφού περάσει ο κίνδυνος, για πολύ καιρό το τραυματισμένο άτομο ξαναζεί το γεγονός σαν να συμβαίνει συνεχώς στο παρόν.
  • Η συρρίκνωση ή αποφυγή, όταν ένα άτομο είναι τελείως ανίσχυρο, όταν θεωρεί ότι οποιαδήποτε μορφή αντίστασης είναι άσκοπη, τότε είναι πιθανό να καταθέσει τα όπλα. Το σύστημα αυτοάμυνας διακόπτεται τελείως. Το ανίσχυρο άτομο ξεφεύγει από αυτή την κατάσταση όχι ενεργώντας μέσα στην πραγματικότητα, αλλά τροποποιώντας τη συνειδησιακή κατάσταση του (Πατούλη, 2008:7).

Το είδος των στρεσογόνων καταστάσεων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι έφηβοι στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης τους ποικίλλει, όπως ποικίλλουν και οι τρόποι αντιμετώπισης που χρησιμοποιούν. Πηγή στρες για τα παιδιά δεν είναι μόνο το σχολείο, αλλά και η ύπαρξη βίας στο οικογενειακό περιβάλλον, το διαζύγιο, ένας θάνατος, χρόνιες ασθένειες που ταλαιπωρούν το ίδιο ή κάποιο μέλος της οικογένειας του (Arnold, 1990, αναφ. στο Ζαφειροπούλου, Κλεφτάρας, 2009:399).

Τα συμπτώματα της μετατραυματικής διαταραχής άγχους περιλαμβάνουν το διεισδυτικό/παρεμβατικό τραύμα, αναμνήσεις, ακύρωση και αυξανόμενη διέγερση/αφύπνιση. Οι ενοχλητικές/παρεμβατικές αναμνήσεις, οι εφιάλτες και οι αναδρομές είναι τα κυριότερα συμπτώματα της μετατραυματικής διαταραχής άγχους (Smith et al., 2010:9,11).

Μερικά από τα πρώτα συμπτώματα της μετατραυματικής διαταραχής άγχους στα παιδιά μπορεί να περιλαμβάνουν υπερκινητικότητα, υπερβολικές συναισθηματικές αντιδράσεις, επιθετικότητα, μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης και προσοχής, αναπαράσταση του τραυματικού γεγονότος στο παιχνίδι, στη φαντασία και στη συμπεριφορά, δυσκολία επέλευσης ύπνου, εφιάλτες. Για παράδειγμα, αρκετά παιδιά που βιώνουν διαρκή οικογενειακή βία, μπορεί να εμφανίσουν μια σειρά συμπτωμάτων μετατραυματικής διαταραχής άγχους. Ειδικότερα, είναι πιθανό να προκύψουν εφιάλτες σχετικοί με την κακοποίηση και τα παιδιά μπορεί να εκφράσουν ανησυχία/άγχος όταν συζητείται αυτό το θέμα (Kashani et al., 1992, αναφ στο Καλλονάκη, 2000:69).

Στους ενήλικες, τα συμπτώματα αφορούν κυρίως συμπεριφορές όπως  η κυκλοθυμία, ο πανικός, το άγχος, οι φοβίες, η έλξη για επικίνδυνες καταστάσεις, οι διαστρεβλωμένες ή μουδιασμένες αισθήσεις, η εξωπραγματική και αλλοιωμένη αίσθηση του χρόνου, η έλλειψη πρωτοβουλίας και προσδοκίας για το μέλλον. Επίσης, η μετατραυματική διαταραχή άγχους εμποδίζει την ικανότητα ενός ατόμου για αγάπη ή δεσμό, του προκαλεί φόβο για επικείμενα ψυχιατρικά προβλήματα και το φέρνει αντιμέτωπο με το φόβο του θανάτου (Παπαδοκοτσώλη, 2008).

Υπάρχουν, σύμφωνα με τον Τσιαντή (2001)    ,τέσσερις συγκεκριμένοι παράγοντες οι οποίοι διατηρούν την μετατραυματική διαταραχή άγχους στα παιδιά:

  • Μια χωρισμένη τραυματισμένη μνήμη με μειωμένο αισθητηριακό όριο για την ενεργοποίηση των εισβολών
  • Οι άχρηστες εκτιμήσεις του τραύματος και τα επακόλουθα συμπτώματα
  • Η δυσλειτουργική αποφευκτική στρατηγικών αντιμετώπισης
  • Οι γονικές αντιδράσεις

Τα αίτια, που μπορούν να πυροδοτήσουν την διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι μικρής και μεγάλης έκτασης φυσικές και τεχνητές καταστροφές (σεισμοί, πόλεμοι, πλημμύρες, εμπρησμοί, τυφώνες κ.λπ.), ένδο-οικογενειακή και έξω-οικογενειακή βία (σεξουαλική και σωματική εκμετάλλευση και κακοποίηση, βιασμός), μια βίαιη επίθεση, τα μεγάλα τροχαία ατυχήματα, τα βασανιστήρια, οι απαγωγές, ασθένειες απειλητικές για τη ζωή και επικίνδυνες ιατρικές επεμβάσεις, και οποιοδήποτε άλλο συμβάν θεωρηθεί τραυματικό  και απειλητικό για τη ζωή μας (Yule, Williams, 1991:279-295).

Σύμφωνα με την Dr. Bacque (1997), το βασικό αίτιο της μετατραυματικής διαταραχής άγχους είναι η ύπαρξη ενός αδιαμφισβήτητου αγχογόνου γεγονότος, ικανού να προκαλέσει προφανή συμπτώματα απόγνωσης στους περισσότερους ανθρώπους. Τα συμπτώματα που παρατηρούνται στο άτομο είναι:

  • Η αναβίωση του τραυματισμού, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη των παρακάτω συμπτωμάτων:

1) Υποστροφές και απειλητικές αναμνήσεις του συμβάντος

2) Επαναλαμβανόμενα όνειρα σχετικά με το συμβάν

3) Εντύπωση ή ενέργεια που προδίδει τον ξαφνικό φόβο μήπως το τραυματικό γεγονός επαναληφθεί, και που πυροδοτείται από μια εξωτερική ή ενορμητική διέγερση.

  • Η άμβλυνση της ικανότητας αντίδρασης, ή χαλάρωση των επαφών με τον έξω κόσμο, από τη στιγμή που θα εμφανιστεί – μετά τον ψυχικό τραυματισμό – έστω και μια από τις ακόλουθες εκδηλώσεις:

1) Απώλεια του ενδιαφέροντος για μια ή περισσότερες δραστηριότητες ενδεικτικής σημασίας.

2) Αισθήματα απομάκρυνσης ή αποξένωσης από τους άλλους.

3) Έκπτωση των συναισθημάτων

  • Δύο, τουλάχιστον, από τα ακόλουθα συμπτώματα δεν προϋπήρχαν του τραυματικού γεγονότος:

1) Κατάσταση «συναγερμού» ή υπερβολική αντίδραση φόβου.

2) Διαταραχές του ύπνου

3) Αίσθημα ενοχής του ατόμου

  • Διαλείψεις της μνήμης ή δυσκολίες συγκέντρωσης της προσοχής
  • Αποφυγή δραστηριοτήτων που ξυπνούν την ανάμνηση του γεγονότος.
  • Επιδείνωση των συμπτωμάτων όταν το άτομο αντιμετωπίζει γεγονότα που συμβολίζουν το τραυματικό συμβάν.

(Frederique-Bacque, 1997:244-245)

Στατιστικά, στον πληθυσμό των ενηλίκων, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εκτιμάται πως η συχνότητα της μετατραυματικής διαταραχής άγχους κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10% (Kesler et al., 1996, ανάφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006:182), ενώ υπάρχουν ακόμη ενδείξεις πως τα ποσοστά αυτά τείνουν να αυξάνονται (Amaya-Jacuson & Mash, 1995, ανάφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006:182).

3.2 Διαταραχές Πανικού

Ένα ακόμα σημαντικό επακόλουθο μιας τραυματικής εμπειρίας είναι οι διαταραχές πανικού.

Η λέξη πανικός παράγεται από το όνομα του ιδιότυπου θεού, του ελληνικού πάνθεου, Παν, ο οποίος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν προστάτης των ποιμένων και με τις άγριες κραυγές του έσπερνε τον πανικό. Μέχρι πρόσφατα, οι ειδικοί εκτιμούσαν πως οι διαταραχές πανικού εκδηλώνεται μόνο σε ενήλικες και πως πολύ σπάνια μπορεί να παρουσιαστεί σε παιδιά και σε εφήβους (Kearney & Silverman, 1992).

Παρόλο λοιπόν, που στον παιδικό πληθυσμό οι διαταραχές αυτές είναι σπάνιες,  αναφέρεται από ειδικούς πως ως πιθανή αιτία της πρώιμης κρίσης πανικού να αποτελεί η διαταραχή του άγχους αποχωρισμού, η οποία στην εφηβεία ή και αργότερα να εξελίσσεται σε διαταραχή πανικού (King, 1994).

Ωστόσο τα παιδιά που υποφέρουν από κρίσεις πανικού συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα συγκέντρωσης στο σχολείο, και πιθανότατα να παρουσιάσουν μειωμένη ικανότητα στη μάθηση. Συχνά οι κρίσεις πανικού προκαλούνται με αφορμή κάποιο κοινωνικό γεγονός ή κατάσταση με αποτέλεσμα το παιδί να απομονώνεται κοινωνικά προκειμένου να μην υποστεί ξανά κρίση πανικού (Στεργιοπούλου, 2008).

Αίτια των κρίσεων πανικού έχει σημειωθεί ότι σημαντικά γεγονότα (κυρίως δυσάρεστα, αλλά σπανιότερα και ευχάριστα) που επιφέρουν αλλαγές στον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας. Χρόνιες, υφέρπουσες

καταστάσεις έντασης και άγχους, όπως για παράδειγμα χρόνια προβλήματα υγείας

στο άμεσο περιβάλλον, ένας γάμος που δεν πηγαίνει καλά, δυσαρέσκεια και ένταση

στον επαγγελματικό τομέα, ανεργία, οικονομικά προβλήματα και συνηθέστερα ο συνδυασμός περισσοτέρων τέτοιων καταστάσεων. Κάποιες ουσίες ή φάρμακα, όπως π.χ. οι αμφεταμίνες, η κοκαΐνη, ή ορισμένα υπνωτικά χάπια. Συνήθως οι διαταραχές σταματούν όταν σταματήσει η λήψη των ουσιών αυτών. Επίσης  άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη παρουσιάζουν συχνά και κρίση πανικού. Πολλές φορές δεν είναι εύκολο να πούμε αν η κατάθλιψη προϋπήρχε ή αν παρουσιάστηκε ως συνέπεια των κρίσεων πανικού ή της φοβίας (Βογιατζή, 2008).

Η προσβολή πανικού εκδηλώνεται με έντονο φόβο ή δυσφορία, κατά την οποία τέσσερα τουλάχιστον από τα παρακάτω συμπτώματα εμφανίζονται ξαφνικά και κορυφώνονται μέσα σε διάστημα 10 λεπτών της ώρας και στη συνέχεια σταδιακά, σε 30 περίπου λεπτά ή σε μερικές ώρες μειώνονται.

Τα συμπτώματα αυτά είναι τα εξής:

1) ταχυκαρδία

2) έντονος τρόμος

3) ασφυξία

4) δυσφορία στο θώρακα

5) κοιλιακή ενόχληση

6) αίσθημα ζάλης

7) αισθήματα του μη πραγματικού

8) φόβος επερχόμενης τρέλας

9) μούδιασμα ή μυρμηγκιάσματα.

10) ρίγη ή αίσθημα ζέστης

11) φόβος θανάτου

12) αίσθημα λαχανιάσματος

13) εφίδρωση (Σκαπινάκης, Μιχάλης, 2010).

Τα συνηθέστερα μέρη που αποφεύγουν οι ασθενείς με διαταραχή πανικού και αγοραφοβία, είναι τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις συναυλίες ή μαζικές διαδηλώσεις και πολυπληθείς συναθροίσεις, τα super market, τα εμπορικά κέντρα, τα μισοσκότεινα μπαρ, τις ουρές στις τράπεζες ή τα δημόσιο, τα μποτιλιαρίσματα, κλπ. Η αγοραφοβία εμφανίζεται με συχνότητα περίπου 6% στο γενικό πληθυσμό.

Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι άνθρωποι που πάσχουν από την διαταραχή πανικού είναι περισσότερο επιρρεπείς στο αλκοόλ και άλλες χρήσεις ναρκωτικών ουσιών, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για αυτοκτονία, μένουν περισσότερο χρόνο στα επείγοντα των νοσοκομείων, αφιερώνουν λιγότερο χρόνο σε χόμπι, στον αθλητισμό και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, τείνουν να εξαρτηθούν οικονομικά από άλλους διότι χάνουν την εργασία τους ή υπο-απασχολούνται, αναφέρουν συναισθηματικά και σωματικά προβλήματα περισσότερο από τους μη-πάσχοντες, φοβούνται να πάνε μακρύτερα από μερικά χιλιόμετρα από το σπίτι τους. (Δασκαλόπουλος, 2011).

Καλό θα ήταν να αναφερθεί πως, οι κρίσεις πανικού είναι, με τη σειρά τους, τραυματική εμπειρία για το άτομο που τις βιώνει. Η αίσθηση που έχει το άτομο κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, είναι αγχογόνα εμπειρία. Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά που κάποιος, ο οποίος πάσχει από αυτή τη διαταραχή, σκέφτεται πως υπάρχει η πιθανότητα, ανά πάσα στιγμή, να πάθει πάλι μια ανάλογη κρίση, κυριαρχείται από άγχος και φόβο αναμένοντας τη δυσάρεστη απειλή της κρίσης.

3.3 Φοβίες

Η μελέτη του άγχους και των φόβων περιγράφεται στη βιβλιογραφία εδώ και πολλές δεκαετίες και μελέτη περιπτώσεων που αφορούν παιδικές φοβίες αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη τόσο της ψυχαναλυτικής όσο και της συμπεριφοριστικής θεωρίας.

Στην κλασική μελέτη της περίπτωσης του μικρού Hans,ο Freud (1909) περιέγραψε βασικές ασυνείδητες διεργασίες, όπως αυτές της απώθησης και της μετάθεσης, οι οποίες λειτουργούν κατά τη διαδικασία ανάπτυξης της φοβίας.

Η περίπτωση αυτή εφοδίασε επίσης τον Freud με κλινικά στοιχεία για την ερμηνεία του οιδιπόδειου σταδίου, το οποίο αποτελεί ίσως το πιο κρίσιμο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (Freud, 1909, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006).

Στη συνέχεια, θα ξεκαθαρίσουμε τη διαφορά μεταξύ φόβου και φοβίας όπου, ο φόβος είναι η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται απέναντι σε πραγματικό κίνδυνο ή απειλή (π.χ. ο φόβος όταν μας απειλεί κάποιος με όπλο) και οι φοβίες είναι ένας επίμονος και παράλογος φόβος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, για κάποιο χώρο ή μία κατάσταση. Το άτομο που έχει μια φοβία έχει επίγνωση ότι ο φόβος του είναι υπερβολικός, ωστόσο επιθυμεί έντονα να αποφύγει ό,τι φοβάται. Το άτομο που φοβάται υιοθετεί μια «συμπεριφορά αποφυγής» απέναντι στο φοβικό αντικείμενο και αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά σε μικρότερο αλλά και σε μεγαλύτερο βαθμό την λειτουργικότητα του (Folle-Αλέπη, 2011).

Ο φόβος του φόβου είναι πολύ πιο συνηθισμένος από όσο οι φόβοι των φυσικών κινδύνων. Μόλις ένα άτομο αρχίσει να φοβάται ότι θα αναστατωθεί και θα νιώσει περισσότερο φόβο θα προκαλέσει αυτό ακριβώς, δηλαδή θα νιώσει περισσότερο φόβο (Χωκ, 2001).

Οι φοβίες χωρίζονται σε ειδικές και κοινωνικές. Οι ειδικές φοβίες (πρώην απλές φοβίες), σύμφωνα με το DSM-IV (2000), αναφέρονται σε έκδηλο και επίμονο φόβο, ο  οποίος είναι υπερβολικός και παράλογος και εκλύεται από την παρουσία, ή την πρόβλεψη της παρουσίας, ειδικού αντικειμένου ή ειδικής κατάστασης . Η έκθεση στο φοβικό ερέθισμα προκαλεί σχεδόν πάντα μια άμεση αντίδραση άγχους, η οποία είναι πιθανό να εκδηλωθεί με τη μορφή μιας καταστασιακά συνδεόμενης ή εκλυόμενης προσβολής πανικού. Στα παιδιά το άγχος αυτό, είναι πιθανό, να εκδηλώνεται με κλάμα και νευρικότητα (Κάκουρος, Μανιαδάκη, 2006). Παραδείγματα ειδικών φοβιών είναι :η χρήση ανελκυστήρα, αεροπορικά ταξίδια, ζώα, ύψη, θέα του αίματος κ.α.

Ορισμένες περιπτώσεις φοβιών μπορεί να οφείλονται σε συγκεκριμένες τραυματικές εμπειρίες. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση φοβίας για το νερό, μπορεί το άτομο να έχει βιώσει μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία σε σχέση με το φοβικό αντικείμενο -να έχει κινδυνεύσει να πνιγεί κατά την παιδική του ηλικία-, παράλληλα δε η στάση του οικείου περιβάλλοντός του να έχει καταστεί ιδιαίτερα ενισχυτική ως προς τη συμπεριφορά αυτή (Τζελέπη, 2008).

Τέλος, αναφέρεται στον οδηγό «Φοβίες και πώς να τις ξεπεράσετε» πως, οι φοβίες είναι μια φυσική και αναμενόμενη εκδήλωση μιας ανισορροπίας του νευρικού μας συστήματος. Επιδεινώνοντας από παραπληροφόρηση και παρερμηνεία της εμπειρίας του ατόμου. Αποκαλούμε αυτή την ανισορροπία του νευρικού συστήματος «ψυχολογική ευαίσθητη » που επηρεάζεται από:

1.τις εμπειρίες της ζωής και τα τραύματα,

2.τον τύπο της προσωπικότητας,

3.τις υποκειμενικές διαθέσεις, το άγχος ή τις διαταραχές συμπεριφοράς,

4.τις νοσηρές δραστηριότητες και τις επιλογές τρόπου ζωής,

5.τα υποκείμενα ιατρικά προβλήματα και

6.την έλλειψη στήριξης και τις φτωχές δεξιότητες και στρατηγικές χειρισμού (Garder & Bell,2003).

Ο Stephen King (Αμερικανός συγγραφέας) συνοψίζει το παραπάνω νόημα σε μία πρόταση: «Επινοούμε φανταστικούς τρόμους για να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τους πραγματικούς»

3.4 Διαταραχές Ύπνου

Οι διαταραχές του ύπνου έχουν πολυπαραγοντική αιτιολογία. Λόγοι ψυχολογικοί (τραυματικές εμπειρίες, άγχος, συναισθηματικές εντάσεις), βιολογικοί (ωτίτιδες, κρεατάκια), κληρονομικοί (νευρολογικές δυσλειτουργίες), περιβαλλοντικοί (ασταθές πρόγραμμα ύπνου) επηρεάζουν τον ύπνο των μικρών παιδιών (Μαλτέζος, 2010).

Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι θύματα τραυματικής εμπειρίας θα αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες στον ύπνο όπως εφιάλτες, που συνήθως σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός. Σύμφωνα με το DSM-IV (ARA,1994), οι διαταραχές του ύπνου ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις πρωτοπαθείς διαταραχές ύπνου και τις διαταραχές του ύπνου συνδεόμενες με άλλη ψυχική διαταραχή.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ψυχικές διαταραχές του άγχους και της κατάθλιψης σαν δύο από τις πιο κοινές αιτίες της χρόνιας αϋπνίας, αναφέροντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από κάποια αγχώδη διαταραχή ή κατάθλιψη έχουν προβλήματα στον ύπνο. Επιπλέον, η στέρηση ύπνου μπορεί να κάνει τα συμπτώματα του άγχους ή κατάθλιψης χειρότερα (Saisan, 2011).

3.5 Διαταραχές Σίτισης

Οι «ρίζες» του προβλήματος είναι πίσω στο χρόνο της ζωής ενός ανθρώπου. Επιστήμονες έχουν αναφερθεί στη βρεφική  σαν ηλικία έναρξης των αιτιών μιας διατροφικής διαταραχής οπού τα συμπτώματα να είναι και στο παρόν ή και χρόνια μετά. Πρώτη η Anna Freud(1965), μέσα από τις κλινικές της παρατηρήσεις, διαπιστώνει πως μία από τις πρώτες συγκρούσεις του βρέφους με το πρόσωπο που το φροντίζει εστιάζεται στη διατροφή του. Από τις πρώτες μέρες της ζωής, η διατροφή είναι μία διεργασία επικοινωνίας εξαρτάται από την αλληλεπίδραση μητέρας-παιδιού. Η πρώτη σημαντική σχέση μητέρας-παιδιού περιστρέφεται γύρω από το θηλασμό, ο οποίος έχει ψυχολογικές προεκτάσεις.

Μετά τη δημοσίευση των μελετητών Ainsworth & Bell (1970), του Bowldy (1973), καθώς και των  Klaus και  Kenell (1976), έχει γίνει γενικά παραδεκτό ότι η διατροφή είναι συνάρτηση της σχέσης μητέρας και βρέφους. Σε περίπτωση όπου η μητέρα έχει αμφιθυμικά συναισθήματα για το παιδί, πάσχει από κατάθλιψη ή, για οποιοδήποτε λόγο, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τα μηνύματα του παιδιού της  και να αντιδράσει ανάλογα, η διαταραχή στις σχέσεις τους και στη διατροφή του παιδιού είναι αναπόφευκτη.

Ανορεξία

Η ανορεξία είναι μια ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από λήψη ελάχιστης ποσότητας τροφής από το άτομο.

Αίτια πρόκλησης νευρικής ανορεξίας μπορεί να χαρακτηριστούν οι δυσλειτουργικές οικογένειες όπου επικρατεί ο αυταρχισμός, η αδυναμία επίλυσης κρίσεων, οι συγκρουσιακές σχέσεις και η αδιαφορία, η προβληματική σχέση με τη μητέρα (πιεστική ή συναισθηματικά επίπεδη), αδέλφια που μονοπωλούν το ενδιαφέρον, χαμηλή αυτοεκτίμηση (απόρριψη ή επικριτικά σχόλια για την εμφάνιση στο παρελθόν),  τελειομανία (περιβάλλον με υπερβολικές απαιτήσεις από τη σχολική, την αθλητική ή άλλη επίδοση – παραμελούνται οι συναισθηματικές ανάγκες του ατόμου) (Τσιτσίκα, 2006).   Σε όλα τα προαναφερθέντα αίτια, ίσως, αρχικά, να μην φαίνεται η σύνδεση με την τραυματική εμπειρία,  με μια δεύτερη ματιά, όμως,  κάθε αίτιο κρύβει κάποιο τραύμα όπως, για παράδειγμα, σε μία αυταρχική οικογένεια με συγκρούσεις, σίγουρα τα γεγονότα της «έδωσαν» αυτό τον τίτλο που μόνο τραυματικά μπορεί να είναι.

Την ίδια άποψη έχει και η ψυχοθεραπεύτρια Alice Miller, που την αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», γράφοντας ότι τα ψυχικά τραύματα στην αρχή της ζωής ενός ανθρώπου, που προκαλούν συναισθήματα όπως οργή, θυμό, θλίψη , απογοήτευση κ.α. επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή του με διάφορες εκδηλώσεις.  «Ως ενήλικες αργότερα αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορεί να εκφραστούν με κατάθλιψη, καταναγκαστική συμπεριφορά, νευρική ανορεξία, εθισμό σε ουσίες, ναρκισσισμό κα. Ενώ το πιθανότερο είναι πως θα αντιγράψουν και θα μεταφέρουν τις ίδιες συμπεριφορές και στα δικά τους παιδιά».

Βουλιμία

Στην περίπτωση της βουλιμίας, το άτομο χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερβολικής κατανάλωσης φαγητών, καθώς επίσης και από ανάρμοστες μορφές συμπεριφοράς με τις οποίες επιχειρεί τον έλεγχο του βάρους του, προκαλώντας για παράδειγμα, εμετούς ή χρησιμοποιώντας καθαρτικά (Κάκουρος – Μανιαδάκη, 2006).

Τα αίτια της ψυχογενούς βουλιμίας προέρχονται, κυρίως, από τραυματικές εμπειρίες όπως οι προβληματικές σχέσεις μεταξύ των γονέων και των παιδιών, η παιδική παχυσαρκία, η χαμένη παιδικότητα, τα προβλήματα σεξουαλικής ταυτότητας η κακοποίηση, αμέλεια ή εγκατάλειψη στην παιδική ηλικία, η σεξουαλική κακοποίηση (Χατζηδημητρίου, 2010), η κακοποίηση που έχει υποστεί το άτομο με τον χρόνιο τραυματισμό της προσωπικότητάς του λόγω της βίαιης αποκοπής της σύνδεσης στις πρώιμες σχέσεις του (Παπακωνσταντίνου, 2009).

Τα άτομα που πάσχουν από ψυχογενή βουλιμία,  πολύ τακτικά είναι και καταθλιπτικοί, δείχνουν βιαστική, εκρηκτική, ανυπόμονη και συχνά αλόγιστη συμπεριφορά (Κουντούρης, 2010).

Παχυσαρκία  

Παχυσαρκία είναι η παθολογικά αυξημένη εναπόθεση λίπους στο ανθρώπινο σώμα. Ο ορισμός της παχυσαρκίας σχετίζεται με την αύξηση του λίπους στο σώμα μας και πιο συγκεκριμένα έχει οριστεί ως μία παθολογική κατάσταση η οποία παρουσιάζει αυξημένη αποθήκευση λίπους αναλογικά με τις προτεινόμενες τιμές για το ύψος, φύλο και την ηλικία μας (Must, Spanado, 1999).

Ως αίτια της παχυσαρκίας έχουν κατά καιρούς θεωρηθεί γεγονότα που προκαλούν στο άτομο ψυχικό πόνο, ώστε να στραφεί στην υπερφαγία και να καταλήξει με προβλήματα παχυσαρκίας, όπως είναι ένα  διαζύγιο, μια απώλεια λόγω θανάτου, μια ανακοίνωση στους γονείς πως το παιδί τους πάσχει από κάποια ασθένεια, ακόμη και η περίπτωση της υιοθεσίας ενός παιδιού. Επίσης, είναι και οι περιπτώσεις των ανθρώπων που έχουν τους αγαπημένους τους σε κώμα ή να πάσχουν από ανίατες ασθένειες  (Σκαλτσή, 2007). Τα άτομα που στρέφονται στην υπερφαγία νιώθουν απόρριψη, ματαίωση, έχουν τάσεις αυτοτιμωρίας και βλαπτικές τάσεις προς τον εαυτό τους (Δόβελος, 2010).

Η παχυσαρκία συνδέεται συχνά με καταθλιπτικό συναίσθημα, όπου το άτομο βρίσκεται σε ψυχολογικό αδιέξοδο σε σχέση με την εικόνα αλλά και την αίσθηση του σώματός του. Στη περίπτωση αυτή η τροφή λειτουργεί περισσότερο για να καλύψει συναισθηματικά κενά παρά για λόγους αυτοσυντήρησης. Λειτουργεί δηλαδή ως εξαρτησιογόνα ουσία που αποσκοπεί στη στιγμιαία ανακούφιση των ψυχικών εντάσεων και του ψυχικού πόνου.

 

3.6 Δυσκολία στη Συγκέντρωση

 

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ), αποτελεί μια διαγνωστική κατηγορία η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που εμφανίζουν μη κατάλληλα, για το αναπτυξιακό τους στάδιο, επίπεδα ελλειμματικής προσοχής, παρορμητικότητας (Βάρβογλη, Γαλάνη, 2006).

Σύμφωνα με διάφορες έρευνες, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, σε ορισμένα άτομα, φανερώνει ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, δυσμενές οικογενειακό και ακατάλληλο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Το παιδί μέσω της υπερκινητικότητας, που εκδηλώνει, επιδιώκει να αντιδράσει σε πρώιμες συναισθηματικές στερήσεις και γονική ανεπάρκεια και να προκαλέσει την προσοχή των γύρω του (Τομαράς, 2008).

 

3.7 Κατάθλιψη

 

Κατάθλιψη

Η κατάθλιψη αποτελεί μια ψυχική διαταραχή, γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Ήδη ο Ιπποκράτης, τον τέταρτο αιώνα π.Χ., περιέγραψε με λεπτομέρεια τόσο την κατάθλιψη (μελαγχολία) όσο και τη μανία. Σήμερα, στο δυτικό κόσμο η συχνότητα της κατάθλιψης είναι ιδιαίτερα αυξημένη, σε σημείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίρνει διαστάσεις επιδημίας (Κλεφτάρας, 1998).

Παρά το γεγονός ότι η κατάθλιψη είναι σχετικά συχνό φαινόμενο, ο ορισμός της δεν είναι εύκολος. Οι ειδικοί δεν συμφωνούν σχετικά με τη φύση της, ούτε έχουν καταλήξει σχετικά με το αν πρόκειται ουσιαστικά για ένα βιολογικό ή για ένα ψυχολογικό φαινόμενο (Schwartz & Schwartz, 1993).

Σε γενικές γραμμές, πάντως, η κατάθλιψη θα μπορούσε να οριστεί ως μια κατάσταση παθολογικής θλίψης που συνοδεύεται από σημαντική μείωση του αισθήματος προσωπικής αξίας και από την επώδυνη συνείδηση της επιβράδυνσης των νοητικών, ψυχοκινητικών και οργανικών διαδικασιών (Robert & Lamontagne, 1977, ανάφ. στο Schwartz & Schwartz, 1993).

Η Miller προτείνει ένα διαφορετικό ορισμό για την κατάθλιψη, πιο προσιτό στο αναγνωστικό κοινό. Ορίζει, λοιπόν, την κατάθλιψη ως ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης των ατόμων από τον ίδιο τους τον εαυτό, και αίσθηση ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα. Η κατάθλιψη και η αίσθηση ενός εσωτερικού κενού είναι το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσουν για τον αυτοέλεγχο. Δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τον αληθινό τους εαυτό, γιατί παραμένει ασυνείδητος στην εσωτερική του φυλακή και δεν έχει αναπτυχθεί καθόλου (Miller, 2003).

Σε αυτό που περιγράφουμε ως κατάθλιψη και οι άνθρωποι το βιώνουν ως ένα αίσθημα κενού, ματαιότητας, μοναξιάς και φόβου ότι θα πάψουν να είναι δυνατοί, μπορούμε συνήθως, να δούμε την τραγική απώλεια του εαυτού στην παιδική ηλικία, που, όταν πια τα άτομα είναι ενήλικες, εκδηλώνεται ως μια ολοκληρωτική αποξένωση από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, υπολογίζεται ότι περίπου εκατό εκατομμύρια άνθρωποι σε παγκόσμια κλίμακα, υποφέρουν ανά πάσα στιγμή, από κλινικά αναγνωρίσιμα επίπεδα κατάθλιψης, γεγονός που καθιστά τη διαταραχή αυτή ένα από τα πιο συχνά και σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας. Επιπλέον, εκτιμάται ότι ένα ποσοστό, που κυμαίνεται  μεταξύ δέκα και είκοσι πέντε τις εκατό, του γενικού πληθυσμού, θα παρουσιάσει κάποια στιγμή στη ζωή του ξεκάθαρα συμπτώματα κατάθλιψης (Κλεφτάρας, 1998).

Η κατάθλιψη, το άγχος και ο ψυχικός διχασμός (ή διάσχιση) μπορεί να προκύψουν μερικές φορές έπειτα από τραυματικές εμπειρίες, ή ακόμη και σωματόμορφες διαταραχές. Διαφορές μπορεί να διαπιστωθούν από τον τρόπο με τον οποίο κάθε άτομο αντιμετωπίζει ή εξωτερικεύει το άγχος του, και επηρεάζουν τόσο την ένταση όσο και τον τύπο των συμπτωμάτων που βιώνονται. (Πατούλη, 2008).

Παιδική κατάθλιψη

Πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι τα παιδιά που κακοποιούνται  μπορεί να επιδείξουν ένα μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων κατάθλιψης. Για παράδειγμα, οι  Kashani, Shekim, Burk και Beck (1987) βρήκαν, σε έρευνες που έκαναν, στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ του αυτό-αναφερόμενου φόβου των παιδιών  για μελλοντική κακοποίηση και της διάγνωσης καταθλιπτικής διαταραχής. Έχει διαπιστωθεί, λοιπόν, ότι τα παιδιά, που έχουν υποστεί κακοποίηση, εκδηλώνουν συμπτώματα κατάθλιψης, όπως συναίσθημα βαθιάς λύπης, κοινωνική απόσυρση και χαμηλή αυτοεκτίμηση ( Kashani & Allan, 1998, αναφ. στο Καλλονάκη, 2000:67-68).

Η κατάθλιψη συσχετίζεται, συχνά, με αρνητικά γεγονότα, όπως το διαζύγιο ή ο θάνατος των γονέων, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, κάποιο σοβαρό ατύχημα ή ακόμη και η αλλαγή γειτονιάς και σχολείου (Kovacs, 1997). Αυτά τα γεγονότα μπορεί να συνδυάζονται και με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η έλλειψη  κοινωνικής στήριξης ή  η ελλιπής γονική φροντίδα.

Ο τρόπος που τα παιδιά αντιδρούν στα αρνητικά γεγονότα διαφοροποιείται ανάλογα με το αναπτυξιακό τους επίπεδο. Στο διαζύγιο τα παιδιά προσχολικής ηλικίας εμφανίζουν, συνήθως, φοβίες και διαταραχές στον ύπνο, (Wallerstein & Kelly, 1980). Τα παιδιά, από πέντε έως οκτώ ετών μπορεί να παρουσιάσουν μείωση των σχολικών τους επιδόσεων ενώ τα παιδιά από εννιά έως δώδεκα ετών μπορεί να αντιδράσουν με θυμό, άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς. Οι έφηβοι μπορεί να εκδηλώσουν την πλήρη συμπτωματολογία της κατάθλιψης (Wallerstein & Kelly, 1980).

 

Εφηβική κατάθλιψη

Τα σημερινά ψυχιατρικά διαγνωστικά συστήματα περιγράφουν την εικόνα της εφηβικής κατάθλιψης όπως αυτήν των ενηλίκων, τονίζοντας όμως κάποιες ουσιαστικές διαφορές. Η πιο βασική διαφορά είναι ότι ο έφηβος μπορεί να παρουσιάσει ευερέθιστη διάθεση, αντί του συνήθους καταθλιπτικού συναισθήματος. Κυριαρχεί ο αρνητισμός, η απαισιοδοξία και οι συγκρούσεις, με συνέπεια να διαταράσσονται οι διαπροσωπικές του σχέσεις στην οικογένεια και στο σχολείο. Ο έφηβος αποφεύγει δραστηριότητες που άλλοτε τον ευχαριστούσαν ή που απαιτούν αυξημένα επίπεδα ενεργητικότητας εκ μέρους του, προβάλλοντας ως αιτία την σωματική κόπωση, αλλά επιδεικνύοντας και μία έλλειψη ενδιαφέροντος, μία πλήξη. Συχνά, τα παιδιά και οι έφηβοι αδυνατούν να εκφράσουν λεκτικά τα συναισθήματά τους κι αντί αυτού παραπονούνται για σωματικά ενοχλήματα όπως πονοκέφαλο, κοιλόπονο κλπ. Λόγω πτώσης της αυτοεκτίμησης, εμφάνισης φόβων, αλλά και δυσκολιών στη συγκέντρωση της προσοχής, η επίδοσή τους στο σχολείο μειώνεται απότομα. Ο παράλογος φόβος του εφήβου να πάει σχολείο – κυρίως όταν έως πρότινος είχε καλές επιδόσεις –η λεγόμενη σχολική φοβία / άρνηση, είναι μία άλλη έκφραση της κατάθλιψης. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαταραχές της διαγωγής, που αφορούν επί μακρόν συστηματική καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων ή παραβίαση των κοινωνικών κανόνων π.χ. επιθετικότητα, σκασιαρχεία, κλοπές, ψέματα, καταστροφές, χρήση ουσιών (Λαμπροπούλου 2010).

Κατάθλιψη ενηλίκων

Η κατάθλιψη μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που κάποιος σκέφτεται και πράττει. Η αντίληψη που κρατά το άτομο για τον κόσμο κατέχεται από εξαιρετικά απαισιόδοξα σενάρια. Δεν υπάρχουν προσδοκίες ότι τα πράγματα μπορεί να βελτιωθούν και το δυσκολότερο από όλα είναι ότι το άτομο αισθάνεται υπεύθυνο για αυτό. Μέσα σε αυτή την απαισιόδοξη αντίληψη το άτομο υπο-εκτιμά τις δυνατότητες και δεξιότητές του.

Ψυχο-κοινωνικοί παράγοντες έχουν μεγάλη επίδραση στην εμφάνιση της κατάθλιψης. Οποιοδήποτε αγχώδες γεγονός ή ένας δυσλειτουργικός τρόπος ζωής μπορεί να προκαλέσει την εμφάνισή τους. Πιθανές  αφορμές για την εμφάνιση της περιλαμβάνουν γεγονότα όπως: η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η συνεχής μοναξιά, η ανεργία, η χρόνια ασθένεια, συνεχής συγκρούσεις στο σπίτι ή στην εργασία, συζυγικά προβλήματα, η γέννηση παιδιού, μια τραυματική εμπειρία (Ι.Ψ.Ε., 2010).

Γεροντική κατάθλιψη

Η κατάθλιψη είναι μία από τα περισσότερα συχνά και σοβαρά σύνδρομα στη γηριατρική ψυχιατρική. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι ηλικιωμένοι είναι προδιατεθειμένοι στην κατάθλιψη λόγω, σχετιζόμενων με την ηλικία, δομικών και βιοχημικών αλλαγών που αυξάνουν την ευαλωτότητα, παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνου όπως το πένθος και οι απώλειες, και λόγω ιατρικής φύσης προβλημάτων και περιορισμού σε ιδρύματα που είναι συχνότερα με το πέρασμα της ηλικίας.

Τέλος θα θέλαμε να δούμε από μια διαφορετική-αντίστροφη  σχέση μεταξύ  κατάθλιψης και ψυχικού τραύματος . Ας δούμε την κατάθλιψη ως παράδειγμα ενός παθολογικού φαύλου κύκλου. Η κλινική κατάθλιψη συνδέεται με δύο διαμορφώσεις που συμβαίνουν ταυτόχρονα, οι οποίες είναι η δυσφορία και η γενικευμένη αντίδραση στο στρες. Δυσφορία είναι μια διαμόρφωση που αποτελεί μέρος της βλάβης του άξονα αντίληψης – αποφυγής. Αυτό είναι ένα συναίσθημα που όλοι νιώθουν όταν αντιλαμβάνονται μια ματαιότητα στην τρέχουσα συμπεριφορά τους. Αντίθετα, βιώνουμε θυμό και την επιθετικότητα, όταν η απογοήτευση γίνεται αντιληπτή. Όταν η κατάθλιψη προκαλεί δυσφορία,  αλλάζει  η  συμπεριφορά αυξάνοντας τις αναστολές στις αποφάσεις του ατόμου, αυξάνει την πρόβλεψη και τη αποφυγή γεγονότων με το φόβο ότι θα έχουν αρνητικά αποτελέσματα, αυξάνει την ενδοσκόπηση, μειώνει την εξερεύνηση του περιβάλλοντος, μειώνει την αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα, μειώνει την όρεξη για φαγητό και  τη σεξουαλική επιθυμία (Kraaij et al. , 1997).

Δηλαδή, η κατάθλιψη είναι από μόνη της μία τραυματική εμπειρία γι αυτόν που την βιώνει. Αλλάζει η στάση για τη ζωή και υπάρχει πάντα ο φόβος της «επιστροφής» της στο άτομο που την έχει βιώσει.

 

Ιδέες μεγαλείου

Πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο η  άλλη όψη της κατάθλιψης του είναι οι ιδέες μεγαλείου ως μια μορφή εξαπάτησης του Εαυτού. Πίσω από τους διάφορους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνονται οι ιδέες μεγαλείου ελλοχεύει σταθερά η κατάθλιψη και πίσω από την καταθλιπτική διάθεση κρύβεται  συχνά μια ασυνείδητη αίσθηση μιας τραυματικής εμπειρίας. Συχνά, η διαταραχή αυτή ονομάζεται και ναρκισσισμός, εξαιτίας του αρχαίου μύθου του Νάρκισσου, ο οποίος ερωτεύεται την αντανάκλαση του ειδώλου του στο νερό, λόγω της ομορφιάς του που έκανε περήφανη τη μητέρα του. Στο τέλος εγκατέλειψε τον εαυτό του στο θάνατο για να συνενωθεί με την ωραία του εικόνα.

Στην πραγματικότητα οι ιδέες μεγαλείου είναι η άμυνα μας ενάντια στην κατάθλιψη και η κατάθλιψη είναι η άμυνα μας ενάντια στο βαθύ πόνο για την απώλεια του εαυτού μας εξαιτίας της άρνησης της πραγματικότητας.

Ένα άτομο με ιδέες μεγαλείου  προκαλεί το θαυμασμό των άλλων και χρειάζεται αυτόν το θαυμασμό –η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Έχει ανάγκη να διαπρέπει σε ό,τι κάνει , σε ό,τι δηλαδή είναι σίγουρος ότι μπορεί να κάνει (αλλιώς δεν θα προσπαθούσε καν). Όμως αν απογοητευτεί, διατρέχει κίνδυνο να οδηγηθεί στην καταστροφή όπως συμβαίνει στη μυθική ιστορία του Νάρκισσου.

Ο αυτοσεβασμός τους εξαρτάται εξαιρετικά από τον θαυμασμό των άλλων. Οι άνθρωποι με ιδέες μεγαλείου είναι αδύνατον να σταματήσουν το συσχετισμό του θαυμασμού με τη αγάπη, χωρίς θεραπεία. Δυστυχώς όμως ζητούν θεραπευτική βοήθεια μόνο όταν είναι έντονα τα καταθλιπτικά επεισόδια. (Μiller, 2003) .

3.8 Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή

 

H ιδεοψυχαναγκαστική  διαταραχή (ΙΨΑΔ) κατηγοριοποιείται στην ευρύτερη ομάδα των αγχωδών διαταραχών (DSM-IV, 2000). Είναι συχνή στον γενικό πληθυσμό και χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες ιδεοληψίες ή και ψυχαναγκασμούς. Οι ιδεοληψίες είναι επίμονες, επαναλαμβανόμενες ιδέες, σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις που το άτομο θεωρεί δυσάρεστες, παράλογες, ανόητες ή ανεπιθύμητες. Οι ψυχαναγκασμοί είναι τα συμπεριφορικά ανάλογα των ιδεοληψιών – επανειλημμένες παρορμήσεις του ατόμου να εκτελέσει κάποιες στερεότυπες πράξεις, οι οποίες στοχεύουν στην εξουδετέρωση της ιδεοληψίας ή μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης (Νικελλής, 1990).

Οι ιδεοληψίες συνιστούν επαναλαμβανόμενες σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις που το άτομο θεωρεί απαράδεκτες, ανόητες, βασανιστικές, παράλογες ή απεχθείς και οι οποίες προκαλούν έντονο άγχος. Βιώνονται ως ασύμβατες με το εγώ, εγώ-δυστονικές. Παρεισφρέουν στη σκέψη του ατόμου και επιμένουν. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στη δυσκολία ελέγχου ή αποβολής τους. Το άτομο προσπαθεί συνειδητά να τις αγνοήσει ή να τις καταστείλει χωρίς αποτέλεσμα. Το ερέθισμα της εμφάνισής τους μπορεί να είναι εσωτερικό ή εξωτερικό (Παλέρμου, 1990).

Η ιδεοψυχαναγκαστική συμπεριφορά παίρνει τη μορφή επαναλαμβανόμενων πράξεων, τις οποίες το άτομο αισθάνεται υποχρεωμένο να εκτελέσει. Οι πράξεις αυτές ανταποκρίνονται σε κάποιους κανόνες που έχει κατασκευάσει το ίδιο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για στερεότυπες κινήσεις αλλά εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, ο οποίος αφορά, συνήθως, τη μείωση του άγχους που αισθάνεται το άτομο εξαιτίας κάποιας έμμονης σκέψης. (Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006).

Τα πιο κοινά θέματα ιδεοληψιών είναι οι ιδέες που σχετίζονται με μόλυνση (πρόκειται για ιδέες επικείμενης βλάβης από την επαφή του ατόμου με ουσίες που θεωρεί επικίνδυνες, όπως σκόνη, μικρόβια, αίμα κ.λπ.), οι ιδέες σωματικής βίας (το άτομο πιστεύει πως θα βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους), οι ιδέες θανάτου, οι  ιδέες ατυχήματος που δεν οφείλεται σε μόλυνση ή σωματική βία, οι ιδέες κοινωνικά απαράδεκτης συμπεριφοράς (το άτομο πιστεύει πως θα χάσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του και θα βάλει τις φωνές ή θα βρίσει), οι σεξουαλικές ιδέες που περιλαμβάνουν ενασχόληση με σεξουαλικά όργανα ή απαράδεκτες σεξουαλικές πράξεις, οι ιδέες σχολαστικότητας κατά τις οποίες υπάρχει έντονη απασχόληση με την τάξη, την οργάνωση ή τη σειρά. Οι ανόητες ιδέες, δηλαδή φράσεις άνευ νοήματος, εικόνες, ήχοι, λέξεις, ή σειρά αριθμών που παρεισφρέουν και αποσπούν την προσοχή του ατόμου.

Η  ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή παρουσιάζεται και στα παιδιά, τα οποία αναφέρουν συνήθως ιδεοληψίες οι οποίες έχουν σχέση με φόβους γύρω από διάφορες μολύνσεις ή σχετίζονται με θέματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα και τη θρησκεία. Μερικές φορές, τα παιδιά αυτά μπορεί να φοβούνται πως θα προσβληθούν από ανίατες ασθένειες, όπως για παράδειγμα τον καρκίνο (Toro, 1992).

Οι ψυχαναγκασμοί των παιδιών αφορούν κυρίως σε θέματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, τον έλεγχο και την τακτοποίηση πραγμάτων (Riddle et al., 1990, ανάφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006,:177). Οι τελετουργίες οι οποίες έχουν σχέση με την καθαριότητα, αποτελούν το πιο σύνηθες σύμπτωμα σε περισσότερες από το 85% των περιπτώσεων των παιδιών με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (Swedo et al., 1989).

Αίτια των ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών, εκτός από τους διάφορους παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, τα ανώμαλα επίπεδα της ουσίας σεροτονίνης στον εγκέφαλο και ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας )όπως τελειομανία και οργάνωση), είναι επίσης και οι τραυματικές εμπειρίες όπως η κακοποίηση, ένα τροχαίο ατύχημα, ένας σεισμός, μια σοβαρή αρρώστια, κ.λπ. (Λιακοπούλου, κ.ά., 2009), ή ακόμη μετά από ένα διαζύγιο, μια παρατεταμένη νοσηλεία, το πένθος. Μια άλλη τραυματική εμπειρία που μπορεί να προκαλέσει την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι η  παραμονή του βρέφους στη θερμοκοιτίδα (Χαμουζάς, 2010).

Η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή μερικές φορές συνοδεύεται από κατάθλιψη, διαταραχές πρόσληψης τροφής, διαταραχές από κατάχρηση ουσιών, διαταραχές προσωπικότητας ή άλλες αγχώδεις διαταραχές. Επίσης, γνωστή είναι και η σχέση της με διαταραχές που έχουν ως σύμπτωμά τους τα τικς (όπως το σύνδρομο Tourette) καθώς και με την σωματοδυσμορφική διαταραχή (στην οποία παραμορφώνεται η εικόνα που έχει κανείς για το σώμα του) και την υποχονδρίαση (Σκαπινάκης, Μιχάλης,2003).

3.9 Διαταραχή του Δεσμού

 

Ο όρος «δεσμός», (στα αγγλικά, ο αντίστοιχος όρος είναι «attachment») χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ψυχίατρο Bowlby το 1985 και αναφέρεται στο συναισθηματικό δέσιμο που αναπτύσσεται μεταξύ του βρέφους και ενός σημαντικού προσώπου που το φροντίζει (συνήθως της μητέρας, αλλά όχι απαραίτητα) κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της ζωής του. Καθώς τα βρέφη μεγαλώνουν επιθυμούν όλο και περισσότερο να εξερευνήσουν τον κόσμο που τα περιβάλλει. Μετά το πρώτο έτος της ηλικίας τους έχουν αρχίσει να περπατάνε και η μνήμη τους είναι αρκετά καλή, ώστε να θυμούνται αρκετά πράγματα. Κινούνται πάνω κάτω, πιάνουν νέα αντικείμενα και ανακαλύπτουν τον κόσμο.

Οι διαταραχές δεσμού παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια τα οποία μεγαλώνουν σε περιβάλλον όπου οι σωματικές ή και οι συναισθηματικές τους ανάγκες αγνοούνται. Συχνά συνυπάρχουν παράγοντες όπως η φτώχια και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση των αλληλεπιδράσεων, ανάμεσα στο βρέφος και στα άτομα που το φροντίζουν (Zeanach et al., 2000). Ο Zeanach (2000), υποστήριξε  ότι τα παιδιά, που μεγαλώνουν είτε σε ίδρυμα είτε σε διαταραγμένο περιβάλλον, ενδέχεται να επεξεργαστούν με διαφορετικό τρόπο τις εμπειρίες τους και να έχουν διαφορετική αναπτυξιακή πορεία και εξέλιξη. Οι ατομικές διαφορές στην ιδιοσυγκρασία των παιδιών, καθώς και η ενδεχόμενη παρεμβολή κάποιων προστατευτικών παραγόντων, ενδέχεται να επηρεάσουν την έκβαση των εμπειριών και να οδηγήσουν στην πρόληψη της εμφάνισης παθολογικής συμπεριφοράς.

Οι περισσότερες από τις έρευνες, που έχουν γίνει,  καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, η αποτυχία ανάπτυξης επιλεκτικού δεσμού, αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου για τη μεταγενέστερη λειτουργικότητα του ατόμου (Zaenach & Emde, 1994). Επιπλέον, φαίνεται πως η ποιότητα του δεσμού ενός βρέφους με το πρόσωπο που το φροντίζει, επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα των μελλοντικών διαπροσωπικών του σχέσεων. Έχει διαπιστωθεί ότι τα βρέφη με ασφαλή δεσμό με τους δύο γονείς, έχουν την καλύτερη προσαρμογή στο νηπιαγωγείο, τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό και με τους δύο γονείς έχουν τη χειρότερη προσαρμογή στο νηπιαγωγείο, ενώ τα παιδιά με ασφαλή δεσμό με τον έναν γονέα και ανασφαλή δεσμό με τον άλλο γονέα, έχουν μέτρια προσαρμογή στο νηπιαγωγείο (Suess et al., 1992).

Η κοινωνική δυσλειτουργία είναι το κεντρικό προσδιοριστικό γνώρισμα των παιδιών με αντιδραστική διαταραχή δεσμού. Ο ανεσταλμένος υπότυπος, (inhibited subtype), χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αποτυχία του παιδιού να εκδηλώσει πρωτοβουλία και να ανταποκριθεί στις κοινωνικές συναλλαγές, με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία του. Αντί γι’ αυτό, το παιδί φαίνεται να είναι επιφυλακτικό και σε κατάσταση υπέρ-εγρήγορσης (αυξημένης διεγερσιμότητας), υπερβολικά ανεσταλμένο, και γενικά αμφιθυμικό στις αντιδράσεις του προς τα πρόσωπα φροντίδας και τις κοινωνικές συναλλαγές. Επιπλέον, τα πρόσωπα φροντίδας βρίσκουν ότι το παιδί ανθίσταται στην παροχή ανακουφιστικής φροντίδας και έχει την τάση να εκδηλώνει το χαρακτηριστικό «παγωμένο βλέμμα».

Στη βιβλιογραφία για την κακοποίηση και αποστέρηση, αυτά τα παιδιά περιγράφονται ως συναισθηματικά αποσυρμένα, απαθή και με μειωμένες αντιδράσεις. Συχνά προκαλούν εντύπωση για τις ιδιαιτερότητες στο βλέμμα τους και τις ιδιοσυγκρασιακές ή άτυπες αντιδράσεις τους στα κοινωνικά ερεθίσματα. Αυτός ο τύπος συμπεριφοράς έχει περιγραφεί ως διαταραχή στο σύστημα πρόσδεσης , (attachment system), και χαρακτηρίζεται από αναστολή στην ανάπτυξη των φυσιολογικών συμπεριφορών αναζήτησης ανακούφισης, (comfort-seeking), και των κοινωνικών συμπεριφορών (Zeanah et al., 2000).

3.10 Διαταραχή Ταυτότητας Φύλου

 

Η διαταραχή της ταυτότητας του φύλου χαρακτηρίζεται από καταστάσεις στις οποίες το άτομο εμφανίζει σεξουαλική συμπεριφορά η οποία αποκλίνει από τα γενετήσια χαρακτηριστικά της βιολογικής του ταυτότητας (Παπαγεωργίου, 2004:294).

Ως κυριότερο αίτιο για την εμφάνιση της διαταραχής ταυτότητας του φύλου, αναφέρεται το τραυματικό γεγονός της σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και γεγονότα όπως ο θάνατος του πατέρα ή της μητέρας, τραυματικές εμπειρίες σε ετεροφυλικές σχέσεις, κ.ά. (Τσαρμακλής, 2007:57).

4.  Εξαρτήσεις

 

Από τα πανάρχαια χρόνια, οι άνθρωποι σε κάθε κοινωνία, σε όλους τους πολιτισμούς, έκαναν χρήση διαφόρων ουσιών. Οι ουσίες αυτές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και το τσιγάρο, ονομάζονται ψυχοτρόποι, γιατί επιδρούν στον ψυχισμό του ανθρώπου και προκαλούν μεταβολές στο επίπεδο της νοητικής σφαίρας, του συναισθήματος ή της συμπεριφοράς του ατόμου (Μαρσέλος, 1981:31).

Άνθρωποι που είναι εθισμένοι σε διάφορες ουσίες, είναι άνθρωποι που ως παιδιά απώθησαν με επιτυχία τα έντονα συναισθήματα τους, προσπαθούν συχνά να ξανακερδίσουν – τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα – τη χαμένη ένταση των εμπειριών με τη βοήθεια του αλκοόλ ή των ναρκωτικών (Miller, 2003:107-141).

Σύµφωνα µε τους ειδικούς, κάποιοι άνθρωποι έχουν την τάση να αναπτύσσουν εξαρτήσεις ως αποτέλεσμα κάποιου ψυχικού τραύµατος που βίωσαν σε κάποια πρώιµη φάση της ζωής τους. Η τάση αυτή ξεκινάει από απλή χρήση (συχνή επαφή) του αντικειµένου που τους «έλκει», γίνεται κατάχρηση (πολύ συχνή επαφή) και καταλήγει εξάρτηση (εθισµός). Ο εθισµός είναι η τρίτη και τελευταία φάση στη διαδικασία της επαφής µε τον εξαρτητικό παράγοντα, ο οποίος µπορεί να έχει οποιαδήποτε µορφή και σηµατοδοτεί την κατακυρίευση του ατόµου (Τσιβίκα, 2010).

Είναι χαρακτηριστικό ότι, τα άτομα, και κυρίως οι γυναίκες, που κακοποιούνται αυξάνουν σημαντικά τη χρήση αλκοόλ και εξαρτησιογόνων ουσιών. Σύμφωνα με την έρευνα των Silverman κ.ά. (2001), οι έφηβες που υφίστανται βία κάνουν με μεγαλύτερη συχνότητα χρήση ναρκωτικών ουσιών, τσιγάρων και αλκοόλ (Πενταράκη, 2003:80).

Είναι αποδεδειγμένο ότι το χρόνιο παιδικό τραύμα διαμορφώνει τις αντιλήψεις και τα πιστεύω ενός παιδιού και στη συνέχεια ως ενήλικα σε όλα τα επίπεδα. Η αυτό-αμφισβήτηση για την πραγματικότητα και τον έλεγχο της που εκφράζεται από κάποιον που έχει επιβιώσει από σεξουαλική κακοποίηση είναι αδιάλυτα δεμένη με την ίδια τη φύση της κακοποίησης στην παιδική ηλικία και είναι από τις πιο ύπουλα καταστροφικές επιδράσεις της (Λαγουδάκη, 2010:18).

Η ανάγκη για την παράλληλη αντιμετώπιση των συνεπειών του τραύματος κατά τη διάρκεια της θεραπείας της εξάρτησης είναι μεγάλη, καθώς πολλοί από τους εξαρτημένους έχουν καταφύγει στη χρήση ουσιών ως συνέπεια τραυματικών περιστατικών που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν, όπως απώλεια, σεξουαλική ή συναισθητική κακοποίηση, δραματική και αιφνίδια μεταβολή στις συνθήκες ζωής κλπ (ΚΕΘΕΑ, Ημερίδα, 19/09/2011).

Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,  στο Άρθρο 1 του Κώδικα Ναρκωτικών, με τον όρο «ναρκωτικά» νοούνται ουσίες με διαφορετική χημική δομή και διαφορετική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, αλλά με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης (ψυχικής ή και σωματικής) και ποικίλου βαθμού.

Μια σημαντική προσπάθεια να ταξινομηθεί η συμπεριφορά κατάχρησης ουσιών με βάση την ατομική ψυχοδυναμική προσέγγιση, συνδεδεμένη με τη συστημική οικογενειακή θεωρία, διατυπώθηκε από τον Cancrini και τους συνεργάτες του στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Έχοντας ως δεδομένο ότι οι οικογένειες που παρουσιάζουν προβλήματα εξάρτησης, δεν μπορούν να ειδωθούν σαν ένα ομοιογενές σύστημα, προτάθηκαν τέσσερις κατηγορίες συμπεριφορών τοξικομανίας, με κριτήριο την οργάνωση και τα πρότυπα επικοινωνίας της οικογένειας, την παρατήρηση συμπεριφοράς των χρηστών, την αξιολόγηση των προβλημάτων τους από ψυχοδυναμική σκοπιά και τέλος την αξιολόγηση της επίδρασης διαφορετικών θεραπευτικών στρατηγικών.

Σύμφωνα με την συγκεκριμένη τυπολογία, αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες η τοξικομανία προέρχεται από «τραυματική εμπειρία». Ο τύπος αυτός αναφέρεται σε χρήστες που συνάντησαν την ουσία σε μια προσπάθεια απαλλαγής από αφόρητο ψυχικό πόνο, που προέρχεται από τραυματική εμπειρία. Η εμπειρία αυτή μπορεί να είναι η απώλεια ενός μέλους της οικογένειας, μια σοβαρή απειλή απώλειας ή ακόμη και η διάλυση της οικογένειας. Επίσης, στις εμπειρίες αυτές συγκαταλέγονται κάποια κακοποίηση ή παρενόχληση ή κάποιο άλλο γεγονός που μπορεί να βιωθεί ως τραυματικό από το άτομο (Cancrini, 1988, ανάφ. στο Λαγουδάκη, 2010:21-22 ).

Σε μια πολύ σημαντική, διαχρονική μελέτη τετρακοσίων παιδιών για την περίοδο δέκα χρόνων, των Brook, Whiteman & Finch (1993), φάνηκε ότι οι πρώιμες τραυματικές εμπειρίες αποτελούν προγνωστικό παράγοντα χρήσης (Brook, Whiteman & Finch, 1993, ανάφ. στο  Κουρκούτας, 2001).

Η χρήση ουσιών εξυπηρετεί δύο κύριους στόχους:

  • Την ηδονή επιδρώντας ως μέσο ευφορίας
  • Την αποφυγή ψυχικού πόνου

Η άσκηση βίας στο οικογενειακό πλαίσιο έχει συχνά συνδεθεί με την κατάχρηση ουσιών. Τα βιώματα ενδο-οικογενειακής βίας επιδρούν με έμμεσο τρόπο σε ολόκληρη τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του παιδιού, η οποία συχνά καταλήγει να είναι μια επανάληψη της συμπεριφοράς του γονέα. Σε άλλες περιπτώσεις επηρεάζει με ένα περισσότερο άμεσο τρόπο, καθώς τα άτομα που έχουν υποστεί οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης ή έχουν παρευρεθεί σε τέτοιες σκηνές και εκδηλώνουν την τάση να καταφεύγουν στη χρήση ουσιών για να κατορθώσουν τελικά να αντιμετωπίσουν την τραυματική τους εμπειρία (Αϊβαλιώτου, 2008:79-91).

Σύμφωνα με στατιστική έρευνα υπολογίζεται ότι περισσότερο από το 40% όλων των υποθέσεων κακοποίησης σχετίζονται με τα ναρκωτικά (Peschke, 1995). Συχνά μάλιστα τα εξαρτημένα από ουσίες άτομα, ιδίως γυναίκες, αναφέρουν ότι ως παιδιά υπήρξαν θύματα σωματικής και σεξουαλικής βίας (Στρατίκη, 2007).

Άλλος ένας παράγοντας, που αυξάνει τις πιθανότητες εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, είναι και η χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών από τους ίδιους τους γονείς μέσα στο σπίτι. Αυτή η κατάσταση, δημιουργεί ένα χρόνιο τραυματικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο καλλιεργείται η χρήση με ποικίλους τρόπους (Αϊβαλιώτου, 2008:79-91).

Η χρήση ουσιών, ως αποτέλεσμα τραυματικών εμπειριών,  μπορεί να θεωρηθεί και παράγοντας αύξησης των πιθανοτήτων αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, αναφέρονται η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, οι διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, το διαζύγιο, η απώλεια λόγω θανάτου, που προτρέπουν τους εφήβους στη χρήση ουσιών, και κατ’ επέκταση στην εμφάνιση αυτοκτονικών συμπεριφορών (Νούλη, Ποιμενίδου, 2008:43-44).

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), αλκοολικό είναι το άτομο που χαρακτηρίζεται από υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος και του οποίου η εξάρτηση από αυτό, έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διακρίνονται έντονα σημεία βλάβης στην υγεία του-σωματικά και ψυχικά- διαταραχές στην επικοινωνία του με άλλα άτομα, όπως και βλάβες στο οικονομικό και κοινωνικό του περιβάλλον, ή πρόδρομα σημεία μιας τέτοιας εξέλιξης.

Τα κλασσικά συμπτώματα του αλκοολικού ατόμου είναι τα συχνά ατυχήματα, το αδικαιολόγητο άγχος, η καχυποψία, τα  κενά μνήμης ή και η απώλεια της κάποιες φορές, η παραμέληση της εμφάνισης, επιθετικότητα, τρεμούλιασμα στα χέρια, η απότομη πτώση της απόδοσης στην εργασία και  οι συχνές απουσίες από αυτή, η αϋπνία και έντονες ρήξεις στις προσωπικές σχέσεις (Κιουρτσή, 2009).
Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από έρευνες στις ΗΠΑ, μετά από  εμπειρίες που προκαλούν ψυχικά τραύματα, το 52% των ανδρών κάνει κατάχρηση αλκοόλ και το 35% κάνει κατάχρηση άλλων ναρκωτικών ουσιών. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις γυναίκες είναι 28% και 27% (ΚΕΘΕΑ, 2011).

Το αλκοόλ, εκτός από τις σωματικές βλάβες που προκαλεί, έχει και ψυχικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Οι αλκοολικοί συχνά εμφανίζουν καταθλιπτικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις. Ο συνδυασμός μιας σειράς κοινωνικών, πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων, είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη του αλκοολισμού (Βέργου, 2006).

Η εξάρτηση από το οινόπνευμα είναι σωματική και ψυχική. Ψυχική εξάρτηση έχουμε στην περίπτωση όπου κάποιος χρησιμοποιεί συχνά οινοπνευματώδη ποτά με σκοπό την καλυτέρευση της γενικής ψυχικής του κατάστασης, στη μείωση επώδυνων γι’ αυτόν καταστάσεων ή χαλάρωση από ενδοψυχικές εντάσεις, χωρίς να είναι σε θέση να παραιτηθεί από τη «λύση» αυτή. Η ψυχική εξάρτηση εκφράζεται κυρίως με δύο χαρακτηριστικά στοιχεία:

  • Αδυναμία παραίτησης από τη συχνή χρήση του οινοπνεύματος και συνέχιση αυτής με διάφορες δικαιολογίες
  • Επιθυμίες για όλο και μεγαλύτερες ποσότητες οινοπνεύματος μέχρι απώλειας ελέγχου πάνω σ’ αυτό (Παπαγεωργίου, 2004:51).

Πολλές φορές, οι έφηβοι που έχουν ζήσει μια τραυματική εμπειρία, όπως η απώλεια κάποιου συγγενή, η βία στην οικογένεια, μια σχολική αποτυχία, στρέφονται στο αλκοόλ ώστε να νιώσουν καλύτερα και να αποφύγουν την θλίψη που τους προκαλείται από την εμπειρία αυτή (Μερσινιάς, 2010).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπόθεση του προβλήματος εξάρτησης του Bacon, (1965-1976) και Barry (1976) στην παιδική ηλικία. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, θεωρείται ότι η κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών οφείλεται σε ένα λανθασμένο σύστημα διαπαιδαγώγησης του παιδιού στα χρόνια της ανάπτυξης του χαρακτήρα του. Θεωρείται ότι η υπερβολική προστασία (= εξάρτηση) από την οικογένεια,  από τη μια μεριά, και η τέλεια εγκατάλειψη (= ανεξαρτησία), από την άλλη, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά διαπαιδαγώγησης του μελλοντικού αλκοολικού. Η «ακραία» αυτή συμπεριφορά τραυματίζει το παιδί, όπου όταν ενηλικιωθεί, αναζητά την κατάσταση προστασίας (= εξάρτησης) στις δύσκολες περιόδους της ζωής του. Μη έχοντας όμως πλέον άλλο σύστημα εξάρτησης καταφεύγει στο οινόπνευμα (Bacon, 1965-1976, Barry, 1976, ανάφ. στο Παπαγεωργίου, 2004:48).

Παιδιά που έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεκινήσουν τη χρήση αλκοόλ σε μικρή ηλικία, σε σχέση με παιδιά που δεν έχουν κακοποιηθεί. Παιδιά που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες στην παιδική τους ηλικία, που παραμελούνται, που εισπράττουν απόρριψη, που έχουν σοβαρά προβλήματα στη σχέση τους με τους γονείς τους και που, εξαιτίας αυτής της σχέσης τους, χτίζουν κακή εικόνα για τον εαυτό τους και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, βρίσκονται σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εξάρτηση από το αλκοόλ. Μιλάμε για παιδιά πληγωμένα και θυμωμένα, που συχνά εκδηλώνουν παραπτωματική συμπεριφορά και στρέφουν το θυμό τους, όχι μόνο στους άλλους, αλλά και στον ίδιο τους το εαυτό. Η χρήση αλκοόλ στην περίπτωση αυτή, οφείλεται κυρίως στην ανάγκη τους να χαλαρώσουν ή να ξεχάσουν ό,τι τους πονάει ψυχικά. Συχνά τα παιδιά αυτά πάσχουν από κατάθλιψη λόγω των βιωμάτων τους και το αλκοόλ επιδεινώνει την κατάθλιψη.

Επίσης, παιδιά που έχουν υπάρξει μάρτυρες ή έχουν εκτεθεί σε ψυχοτραυματικά γεγονότα και πάσχουν από μετατραυματικό στρες, έχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες να κάνουν χρήση αλκοόλ και άλλων ουσιών. Ένας από τους πιο επικίνδυνους παράγοντες ανάπτυξης μετατραυματικού στρες και χρήσης αλκοόλ είναι η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και εφήβων (Καραμολέγκου, 2011).

Σύμφωνα με άρθρο της κλινικής ψυχολόγου, Βαλέριας Πομίνι, «πολλαπλές μελέτες σε εξαρτημένες, από το αλκοόλ, γυναίκες συμφωνούν στο εύρημα της αυξανόμενης συχνότητας επεισοδίων σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και κυρίως από άτομα που ανήκουν στο οικογενειακό περιβάλλον. Η κατάχρηση οινοπνεύματος στις γυναίκες με ιστορικό κακοποίησης παρουσιάζεται συνήθως σε νεότερη ηλικία. Σε αυτές τις περιπτώσεις το αλκοόλ, όπως και άλλες ουσίες, φαίνεται να λειτουργεί ως «φάρμακο» που απαλύνει τις βασανιστικές αναμνήσεις, τον ψυχικό πόνο και το αφόρητο άγχος, που συνήθως συνδέονται με τις τραυματικές αυτές εμπειρίες.

Μερικές φορές μπορεί το αλκοόλ να προσφέρει κατά κάποιο τρόπο μια ψευδαίσθηση αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης, καθώς και να σκεπάζει τα συναισθήματα ενοχής και ανεπάρκειας που δημιουργούνται συχνά όταν η κακοποιημένη γυναίκα δεν έχει συζητήσει την εμπειρία της, δεν έχει γίνει πιστευτή ή αντίθετα έχει η ίδια ενοχοποιηθεί».

Εν τούτοις το να είναι θύματα σωματικής βίας αποτελεί συχνή εμπειρία για τις γυναίκες που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ και κυρίως στα πλαίσια της σχέσης με το σύντροφό τους. Το αποτέλεσμα συχνά καταλήγει και πάλι σε μια κατάσταση φαύλου κύκλου. Από τη μία πλευρά, όταν η γυναίκα πίνει αυξάνεται ο κίνδυνος να γίνει θύμα σωματικής κακοποίησης, από την άλλη, το να έχει υποστεί βία αυξάνει τον κίνδυνο να κάνει η ίδια κατάχρηση αλκοόλ (Πομίνι, 2007).

5. Λοιπές Διαταραχές

 

Αίτια των διαταραχών του λόγου, με βάση την Παιδαγωγική, Ψυχολογική και Κοινωνιολογική Έρευνα (2000), θεωρούνται τα λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια αυτά χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: τα οργανικά αίτια, τα ιδιοσυγκρασιακά αίτια, τα ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια.
Ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια θεωρούνται το χαμηλό κοινωνικό – μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, ο μεγάλος αριθμός παιδιών, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για διάβασμα ασκούν ανασταλτική επίδραση στην εξέλιξη του γλωσσικού οργάνου. Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστασίας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων, ιδρυματισμού, παλινδρόμησης, άγχους κ.λπ.

Κάνοντας βιβλιογραφική έρευνα για τις παθήσεις αυτές του λόγου και μόνο αυτές που αναλύουμε παρακάτω έχουν αιτιολογία το οικογενειακό περιβάλλον και επηρεάζονται από τον ψυχισμό του ατόμου.

 

Τραυματική αλαλία

Η αλαλία συναντάται σε ασθενείς που έχουν υποστεί  κάποιο ή κάποια ψυχικά τραύματα. Ο ασθενής, που πάσχει από αλαλία διακατέχεται από κοινωνικό άγχος, τάσεις κοινωνικής απόσυρσης, επαναστατική διάθεση έναντι των άλλων ή βρίσκεται σε μια διαρκή καταθλιπτική κατάσταση. Το παιδί που πάσχει από αλαλία είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητο, καθώς παρουσιάζει υπερκινητικότητα ή μαθησιακές δυσκολίες (Μπαρμπαγιάννη, 2010).

Τα παιδιά με τραυματική αλαλία συνήθως, αναπτύσσουν αλαλία ξαφνικά σε όλες τις καταστάσεις και τα περιβάλλοντα. Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελεί κάποιο παιδί που υπήρξε μάρτυρας του θανάτου ενός οικείου προσώπου του ή κάποιου εξίσου τραυματικού γεγονότος. Το παιδί αδυνατεί να επεξεργαστεί την αφόρητα αρνητική εμπειρία που βίωσε με αποτέλεσμα να γίνεται άλαλο σε όλα τα πλαίσια (Shipon-Blum, 2010).

Η τραυματική αλαλία δεν αποτελεί μορφή ντροπής ή ισχυρογνωμοσύνης, αλλά μια ψυχολογική διαταραχή, όπου τα παιδιά παρουσιάζονται ανίκανα να εκφραστούν, και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το φόβο, την κοινωνική ανησυχία και μια υπερβολική ευαισθησία απέναντι στις αντιδράσεις των άλλων.

Η τραυματική αλαλία χαρακτηρίζεται συνήθως από τα εξής:

  • Το πρόσωπο δε μιλά στις συγκεκριμένες θέσεις, όπως το σχολείο ή άλλα κοινωνικά γεγονότα.
  • Το πρόσωπο μπορεί να μιλήσει κανονικά τουλάχιστον σε ένα περιβάλλον. (κανονικά αυτό είναι στο σπίτι.)
  • Η ανικανότητα του προσώπου να μιλήσει, παρεμποδίζει τη δυνατότητά του να λειτουργήσει  σε προσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο.
  • Η αλαλία έχει εμμείνει για τουλάχιστον έναν μήνα και δεν συσχετίζεται με την αλλαγή στο περιβάλλον.
  • Η αλαλία δεν προκαλείται από μια άλλη αναταραχή επικοινωνίας και δεν εμφανίζεται ως τμήμα άλλων διανοητικών διαταραχών (Aimard, 1991).

 

Τραυλισμός

Ο τραυλισμός είναι μια διαταραχή της ροής της ομιλίας λόγω δυσρυθμιών που εμφανίζονται.

Οι περισσότερες από αυτές τις δυσρυθμίες είναι επαναλήψεις ήχων (ε-ε-ε-εγώ), συλλαβών ή λέξεων. Επίσης, μπορεί να είναι επιμηκύνσεις ήχων, περίοδοι όπου η παραγωγή της ομιλίας «μπλοκάρεται», ή εμβολές.

Οι δυσρυθμίες μπορεί να συνοδεύονται από μη λεκτικά χαρακτηριστικά, όπως γκριμάτσες, κλείσιμο ματιών ή άλλες εκφράσεις προσώπου (Κοκκώδη, 2009).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

 

«Το να ζητάς βοήθεια δεν είναι δείγμα αδυναμίας,

αλλά  δύναμης, όπως και το να αναλαμβάνεις

την ευθύνη σε οποιοδήποτε ρόλο κι αν βρίσκεσαι

του θεραπευόμενου ή του θεραπευτή…

Η θεραπεία προϋποθέτει την παράλληλη πορεία

όλων όσων εμπλέκονται…»

Yalom

Φωτογραφία: Χατζηιακώβου Νίκος, 30/01/2011.

Φωτογραφία: Χατζηιακώβου Νίκος, 30/01/2011.

1. Εισαγωγή

Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναλύσαμε τις αρνητικές επιπτώσεις, που έπονται των τραυματικών εμπειριών, στη ζωή ενός ατόμου. Στο παρόν κεφάλαιο θα μελετήσουμε τις υπάρχουσες θεραπευτικές μεθόδους που ενδείκνυνται για κάθε περίπτωση.

Σύμφωνα με τον Levine (1997:38-39): «Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, το τραύμα μπορεί να θεραπευτεί. Όχι μόνο μπορεί να θεραπευτεί αλλά, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί, χωρίς πολλές ώρες θεραπείας, δίχως την οδυνηρή αναβίωση των αναμνήσεων και χωρίς τη συνεχή εξάρτηση της φαρμακευτικής αγωγής. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε δυνατό να αλλάξουμε  τα γεγονότα του παρελθόντος. Το παρελθόν δεν έχει σημασία όταν μαθαίνουμε να ζούμε στο παρόν, κάθε στιγμή γίνεται καινούρια και δημιουργική. Πρέπει να θεραπεύσουμε τα τωρινά μας συμπτώματα και να εξελισσόμαστε.»

Έχουν αναπτυχθεί αρκετές αποτελεσματικές ψυχαναλυτικές, ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι γνωσιακής – συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης και οι οποίες στοχεύουν στην αντιμετώπιση των μηχανισμών γέννησης και διατήρησης των προβλημάτων. Επίσης, υπάρχουν στοιχεία, σύμφωνα  με τον  Rief (2004), που αποδεικνύουν ότι η φαρμακοθεραπεία, κυρίως η χρήση αντικαταθλιπτικών, μπορεί να αποδειχθεί επαρκής σε αρκετές καταστάσεις. Τα φάρμακα αντιμετωπίζουν συμπτώματα με βιολογικό υπόβαθρο και η ψυχοθεραπεία στόχο θέτει να κάνει το άτομο λιγότερο ευάλωτο σε εξωτερικά και εσωτερικά ερεθίσματα, που μπορούν να κινητοποιήσουν μια υποτροπή της   ψυχοσυναισθηματικής κατάστασής του (Rief, 2004, αναφ. στο Καραδήμας, 2005)

2. Φαρμακευτική αντιμετώπιση

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε αναφορά στις ψυχολογικές διαταραχές που, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, προέρχονται από τραυματικές εμπειρίες. Για την εξάλειψη των συμπτωμάτων αυτών των διαταραχών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί  φαρμακευτική αγωγή. Η φαρμακοθεραπεία αποσκοπεί στην ταχεία ανακούφιση από τα συμπτώματα που προέκυψαν απ’ την εκδήλωση της στρεσογόνου κατάστασης, ώστε να μειωθεί η αποφυγή των αντικειμένων που προκαλούν στρες. Αυτού του είδους η θεραπεία ενδείκνυται στις περιπτώσεις που κάποιος έχει τραυματισθεί στο βαθμό που απαιτείται επαγγελματική βοήθεια από ειδικό θεράποντα ιατρό-ψυχίατρο (Levine, 1997) και προέχουν τα σωματικά συμπτώματα. Επίσης, σύμφωνα με τον Gilbert (1999) η λήψη φαρμάκων θα πρέπει να γίνεται κατόπιν συνάντησης με τον ψυχίατρο και σε περιπτώσεις βαθιάς κατάθλιψης ή που το άτομο νιώθει εξάντληση από την έλλειψη ύπνου, όταν παρατηρείται ολοκληρωτική απόσυρση ή απώλεια ενδιαφέροντος για τα πάντα.

Έτσι, χορηγούνται αντικαταθλιπτικά φάρμακα, καθώς και αγχολυτικά και υπνωτικά, για βραχείες περιόδους, όταν συνυπάρχει άγχος ή αϋπνία (Παπαγεωργίου, 2004). Η δράση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, σύμφωνα με τον Gilbert (1999) είναι πολύ διαφορετική από τη δράση των αγχολυτικών, όπως η διαζεπάμη (Valium).

Η φαρμακοθεραπεία των ψυχικών διαταραχών βασίζεται στα ψυχοτρόπα φάρμακα. Τα φάρμακα αυτά είναι χημικοί παράγοντες που επιδρούν στον εγκέφαλο και επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες ή τη συμπεριφορά του ατόμου. Έχουν αποτελέσματα τόσο στην ανακούφιση των οξέων ψυχωτικών συμπτωμάτων, αλλά είναι και χρήσιμα στην σταθεροποίηση της λειτουργίας των ασθενών για μεγάλες χρονικές περιόδους (Κοτανίδης, 2011).

Η φαρμακευτική θεραπεία, κατά τον Χριστοδούλου, περιλαμβάνει αντικαταθλιπτικά, αντισπασμικά (π.χ. καρβαζεπίνη, βαλπροϊκό νάτριο), κλονδίνη,    β-αναστολείς και βενζοδιαζεπίνες (που πρέπει να καταναλώνονται με προσοχή λόγω του ενδεχομένου κατάχρησης).

Τα αντικαταθλιπτικά χρειάζονται δύο με έξι εβδομάδες για να επιδράσουν στη διάθεση του ατόμου, αν και μπορούν να προσφέρουν ανακούφιση από άλλα συμπτώματα, όπως οι διαταραχές στον ύπνο, νωρίτερα (Gilbert, 1999). Εφόσον παρέλθουν τέσσερις με έξι εβδομάδες, χωρίς αξιόλογη θεραπευτική απάντηση, τότε συστήνεται η επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό με σκοπό την τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής. Η χορήγηση της αγωγής συστήνεται, για τουλάχιστον έξι μήνες, μετά τη βελτίωση της κλινικής εικόνας. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια εξατομικεύεται ανάλογα με το ιστορικό του ασθενή (Εgoideal, 2010). Ο Παπαγεωργίου (2004) σημειώνει ότι, η πρόγνωση είναι ευνοϊκή, αφού οι διαταραχές συνήθως υποχωρούν σε εβδομάδες ή μήνες, αν και υπάρχουν περιπτώσεις με μακρά διάρκεια, όταν η στρεσογόνος κατάσταση παρατείνεται, όπως π.χ. στην περίπτωση που προκαλείται από αλκοολισμό του συζύγου.

Τα φάρμακα που συνταγογραφούνται από τον ψυχίατρο, σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζονται παρακάτω και είναι ταξινομημένα ανάλογα την πάθηση που καλούνται κάθε φορά να αντιμετωπίσουν (Παπαγεωργίου, 2004).

Παρακάτω, παρουσιάζονται οι κυριότερες κατηγορίες φαρμάκων, με παραδείγματα, καθώς και η δράση τους.

Αντικαταθλιπτικά

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, όπως επισημαίνει ο Παπαγεωργίου (2004) συνιστώνται στις περιπτώσεις ατόμων που έχουν  βιώσει τραυματικές εμπειρίες με αποτέλεσμα εμφάνιση κατάθλιψης με ψυχοκινητική καταστολή. Παραδείγματα αντικαταθλιπτικών είναι το Τofranil, το Insidon και το  Saroten.

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα χωρίζονται σε τέσσερεις βασικές υποκατηγορίες:

  • τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τα οποία και χρησιμοποιούνται στην  περίπτωση κατάθλιψης με ψυχοκινητική καταστολή.
  • τα τετρακυκλικά αντικαταθλιπτικά, που χρησιμοποιούνται σε κύριες αγχώδεις καταστάσεις με ψυχοκινητική διέγερση και ψυχοσωματική συμπτωματολογία.
  • τα νευροληπτικά – θυμοληπτικά. Αυτού του είδους τα φάρμακα,  έχουν έντονη αντικαταθλιπτική δράση, κυρίως κατασταλτική.
  • οι νεώτερες γενιές αντικαταθλιπτικών, στις οποίες ανήκουν οι Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (ΕΑΕΣ) και οι Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και Νορεπινεφρίνης. Αυτά τα φαρμακευτικά σκευάσματα, έχουν ενδείξεις και στις διαταραχές πανικού, τις αγχωτικές κρίσεις, την κοινωνική φοβία και τις ιδεοψυχαναγκαστικές νευρώσεις.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να προσθέσουμε ότι σύμφωνα με τον Biederman (1993) η φαρμακευτική αγωγή, αν και έχει παρουσιάσει πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης σε ενήλικες, έχει εξαιρετικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα στα παιδιά. Επίσης, η χρήση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών ενδέχεται να είναι ακόμη και επικίνδυνη για τα παιδιά (Biederman et al., 1993, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006:218). Συμπερασματικά η χρήση τους σε παιδιά αντενδείκνυται, ακόμα και στην περίπτωση των νεότερων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, όπως το Prozac (Pellegrino, 1996, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006: 218).

Νευροληπτικά

Παραδείγματα νευροληπτικών ψυχοφαρμάκων αναφέρει ο Παπαγεωργίου (2004): το Neurocil, το Dipiperon και το Sparine, τα οποία έχουν απλή ηρεμιστική δράση. Η χρήση των κλασικών νευροληπτικών έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, με τα χαρακτηριζόμενα σαν «άτυπα» νευροληπτικά, τα οποία γενικά εμφανίζουν μία πιο εκλεκτική δράση με λιγότερες παρενέργειες. Έχουν έντονη αντικαταθλιπτική δράση, κυρίως κατασταλτική.

Ηρεμιστικά – Αγχολυτικά

Η γενική τους δράση, σύμφωνα με τον Παπαγεωργίου (2004)  είναι κατασταλτική σε ψυχοσωματικές εντάσεις, αγχολυτική, υπνωτική ή υπναγωγή και μυοχαλαρωτική. Στις παρενέργειες ανήκει ο εθισμός και η κατ’ ακολουθία εξάρτηση. Παραδείγματα ηρεμιστικών-αγχολυτικών είναι το Lexotanil, το Tavor, το Valium, το Atarax, κ.ά.

3. Ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση

Ο Παπαγεωργίου (2004) εξηγεί ότι πολλές διαταραχές που προκαλούνται σε ένα άτομο ύστερα από τη βίωση ενός τραυματικού γεγονότος απαιτούν δραστικές ιατρικές θεραπείες, μερικές φορές πολύ εξειδικευμένες, παράλληλα με την ψυχοθεραπεία. Η ψυχοσωματική γνώση εντάσσει τις διαταραχές στην ψυχική οικονομία του ασθενούς. Ώς εκ τούτου διαμορφώνεται μια ταξινόμηση διπλής εισόδου: οι διαταραχές κατατάσσονται αφενός σύμφωνα με τη φύση της σωματικής ασθένειας και αφετέρου σύμφωνα με τη συναισθηματική δομή του ασθενούς, η οποία αξιολογείται κυρίως σε σχέση με το είδος των ψυχικών αμυνών ως προς τη σωματοποίηση.

Η ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει το τραύμα ως ένα φυσικό κομμάτι της ζωής και όχι ως ένα άθος ή μια ασθένεια. Η ψυχοθεραπεία κρατάει την στάση ότι η ψυχοσωματική μας λειτουργία είναι σχεδιασμένη ώστε να θεραπεύει έντονες και ακραίες εμπειρίες. Επίσης, εστιάζει στην ενδυνάμωση, στη γνώση, στην επέκταση των επιλογών, στον αυτοπροσδιορισμό και στην αποφασιστικότητα του ατόμου. Στόχος είναι η αποφόρτιση και επαναρίθμηση του Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος και του ψυχισμού, με αποτέλεσμα ο ψυχοσωματικός οργανισμός να βρει διέξοδο και να διακόψει τον κύκλο που δημιουργήθηκε από την αντίληψη του κινδύνου και τη συνοδευόμενη διέγερση, για να ανακτήσει την ισορροπία του (Levine, αναφ. στο Αλεξάνδρου, 2009).

Η ψυχοθεραπεία αποσκοπεί στην επίτευξη της καλύτερης δυνατής ισορροπίας σχετικά με τα διάφορα επίπεδα δραστηριοτήτων και ψυχικής λειτουργίας, έτσι ώστε να μειωθούν οι μεταγενέστεροι κίνδυνοι σωματοποίησης.

Στην ψυχοθεραπεία συμπεριφορικής κατεύθυνσης, επιχειρείται η απευαισθητοποίηση του ασθενούς και η δημιουργία μιας νέας συμπεριφοράς απέναντι στο φοβογόνο αντικείμενο. Στη γνωσιακή ψυχοθεραπεία επιχειρείται η αλλαγή της αντίληψης και η επεξεργασία των αγχογόνων ερεθισμάτων. Οι ψυχαναλυτές, από την πλευρά τους,  προσπαθούν την αναδιοργάνωση του ψυχισμού του ασθενούς μέσα από την αποκάλυψη της συμβολικής ισχύος των φόβων του.

3.1 Ψυχαναλυτική μέθοδος

«Η ψυχανάλυση είναι μια αιτιοκρατική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, αφού το άτομο, θεωρείται ότι, αποτελεί προϊόν δυνάμεων που βρίσκονται πέρα από την άμεση επίγνωση και έλεγχό του» ( Heiden, Hersen, 1999:55).

Η πιο σημαντική θεωρητική προσέγγιση ή θεωρία περί προσωπικότητας, που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στο χώρο της ψυχολογίας, είναι αναμφίβολα η ψυχαναλυτική θεώρηση, όπως αρχικά τη διατύπωσε ο Freud (1949, 1957, 1967, αναφ. στο Heiden – Hersen, 1999:51). Η απαρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής, τοποθετείται το 1880, σύμφωνα με τον Βutler et al. H ψυχανάλυση ξεκίνησε ως διερεύνηση των αιτιών, των διαφόρων μορφών ψυχοπαθολογίας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε θεωρία για την ομαλή και μη ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας, και σε μορφή θεραπείας για τα ψυχολογικά διαταραγμένα άτομα (Βutler et al, αναφ. στο Heiden-Hersen, 1996:295). Η Shapiro (2002:129) επισημαίνει ότι: «με την πάροδο του χρόνου ορισμένες σημαντικές αλλαγές στην ψυχαναλυτική προσέγγιση έχουν δημιουργήσει εύφορο έδαφος για την ένταξη της θεραπευτικής μεθόδου των μετατραυματικών διαταραχών EMDR στην πρακτική των ψυχαναλυτικών θεραπευτών».

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, η πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητας και η ψυχοπαθολογία, καθορίζονται από ασυνείδητα κίνητρα, ενστικτώδεις και μη λογικές ορμές, ψυχοσεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις και μηχανισμούς άμυνας του «Εγώ», όπως η απώθηση. Τα πρότυπα ομαλής και μη ομαλής συμπεριφοράς διαμορφώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία, αλλά έρχονται στην επιφάνεια κατά την ενήλικη ζωή. Έτσι λοιπόν, όπως αναφέρει και η Νασιάκου (1982), δίνεται έμφαση στο ασυνείδητο επίπεδο του ψυχισμού, που παίζει σημαντικό ρόλο και καθορίζει εξίσου, αν όχι περισσότερο, την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Η κα Κυβέλου, σε εισήγηση της στο Ινστιτούτο Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής θεραπείας το 2006, αναφέρθηκε στους μηχανισμούς άμυνας του Εγώ χρησιμοποιώντας τον ορισμό του Freud (1937):«Το Εγώ χρησιμοποιεί ποικίλες διαδικασίες για να επιτελέσει το έργο του, το οποίο συνίσταται, γενικά, στο να αποφεύγει τον κίνδυνο, το άγχος και τη δυσαρέσκεια,τις διαδικασίες αυτές αποκαλούμε μηχανισμούς άμυνας».

Μια κεντρική έννοια της ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι αυτή των καταστάσεων άγχους. Μια κατάσταση άγχους δημιουργείται όταν, μια μη παραδεκτή ενόρμηση του «Εκείνο» απειλεί να διεισδύσει στο χώρο της συνείδησης. Στην περίπτωση αυτή το «Εγώ» αντιλαμβάνεται την ενόρμηση και αναζητά έναν τρόπο να περιορίσει την απειλή. Οι στρατηγικές που χρησιμοποιεί το «Εγώ», για να υπερασπιστεί τον εαυτό του «Εκείνο», ονομάζονται «μηχανισμοί άμυνας».

Οι νευρώσεις (μορφές εκδήλωσης της ψυχοπαθολογίας), ορίζονται ανάλογα με τον τύπο των μηχανισμών άμυνας που τίθενται σε ισχύ για να αντιμετωπίσουν τις μη αποδεκτές ενορμήσεις και ανάλογα με το επίπεδο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης στο οποίο λειτουργεί το άτομο -π.χ. απώθηση, εκλογίκευση, προβολή, άρνηση, ταύτιση, κ.ά. ( Heiden, Hersen, 1999).

Επειδή λοιπόν, οι ψυχολογικές διαταραχές είναι το αποτέλεσμα της ανεπιτυχούς αντιμετώπισης των ενδοψυχικών συγκρούσεων, των οποίων οι ρίζες βρίσκονται στο παρελθόν, η θεραπεία είναι μια μακρόχρονη διαδικασία ανάλυσης των ενδοψυχικών συγκρούσεων και αναδόμησης της προσωπικότητας.

Ο πρωταρχικός σκοπός της ψυχανάλυσης είναι να εξερευνήσει το ασυνείδητο και να αλλάξει τα κίνητρα του ατόμου, ώστε να μην καθοδηγείται από τις ασυνείδητες ενορμήσεις αλλά από την ενσυνείδητη βούλησή του. Ο θεραπευτής βοηθάει τους ασθενείς να επεξεργαστούν και να εξαλείψουν τις συγκρούσεις της προσωπικότητας, οι οποίες αποτελούν τα κατάλοιπα της ατελούς ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.

Επιπλέον, το άτομο μαθαίνει να «ενισχύει» την ικανότητα του «εγώ» να χειρίζεται τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Η επιτυχής θεραπεία οδηγεί στην αναδόμηση της βασικής προσωπικότητας του ατόμου – επομένως, είναι αναγκαίο η θεραπευτική διαδικασία να είναι μακρόχρονη και εντατική.

Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο ψυχαναλυτής κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι αρκετές. Μερικές από αυτές παραθέτονται παρακάτω από τον Brenner, (1982).

Μεταβίβαση ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία ο ασθενής αποδίδει στο θεραπευτή χαρακτηριστικά σημαντικών προσώπων της παιδικής του ηλικίας.

Ερμηνεία. Αυτή η τεχνική βοηθά τον ασθενή να αναγνωρίσει μη ρεαλιστικά συναισθήματα που είχε βιώσει, κατά τη νηπιακή και παιδική ηλικία, και τα οποία κατευθύνονται προς το θεραπευτή. Εδώ, ο θεραπευτής χρησιμοποιεί επίσης μεταβιβαστικές ερμηνείες για να αποκαλύψει ασυνείδητες συγκρούσεις, δίνοντας έτσι

στον ασθενή τη δυνατότητα να αντιληφθεί τις ασυνείδητες δυνάμεις που συντελούν στη διαμόρφωση της ψυχικής του κατάστασης και της συμπεριφοράς του.

Ανάλυση ονείρων. Τα όνειρα πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν ασυνείδητες επιθυμίες και συγκρούσεις, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αναλύοντας το έκδηλο περιεχόμενο (το μέρος του ονείρου που θυμάται το άτομο) και το λανθάνον περιεχόμενο (το ασυνείδητο μέρος του ονείρου που αντιπροσωπεύεται από το συμβολισμό), αναγνωρίζεται η φύση των ψυχικών συγκρούσεων.

Ελεύθερος συνειρμός. Εδώ, σύμφωνα με τους Davis& Adams (1984), δίνεται στον ασθενή η οδηγία να χαλαρώσει και να εκφράσει λεκτικά τις σκέψεις που του έρχονται στο μυαλό. Ο ασθενής, δίνει μια περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρίσιμη έκφραση των επιθυμιών που προκαλούν άγχος και εγείρουν αμυντικούς μηχανισμούς. (Davis& Adams, 1984, αναφ. στο Heiden-Hersen, 1999:56).  Έργο του αναλυτή είναι να βοηθήσει τον αναλυόμενο να κατανοήσει τη φύση και την αιτία των συγκρούσεών του, ώστε τα συμπτώματά του να περιοριστούν σε ένταση και σε συχνότητα ή ακόμα και να εξαφανιστούν (Brenner, 1982, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006:302). Με άλλα λόγια, σκοπός εδώ είναι το άτομο να αυξήσει την αυτοεπίγνωσή του.

3.2 Θεραπευτική ύπνωση

Αρχικά, καλό θα ήταν να αναφερθούμε σύντομα στην ιστορική ανασκόπηση της θεραπευτικής ύπνωσης. Ο Αρματάς (2001), αναφέρει ότι το ενδιαφέρον για την ύπνωση στο χώρο της υγείας δεν είναι πρόσφατο. Πολλοί υποστηρίζουν πως η ιστορία της ύπνωσης φτάνει στην αρχαιότητα. Η σύγχρονη πάντως εποχή της ύπνωσης ξεκινά το 18ο αιώνα στο Παρίσι με τον Franz Mesmer (1734-1815).

H θεραπεία οφείλεται κυρίως στον J.M.Charcot (1825-1893) ο οποίος ήταν από τους πλέον διακεκριμένους νευρολόγους, ενώ τη δεκαετία του ’30, ο Clark Hull ξεκίνησε το πρώτο, μεγάλης κλίμακας, ερευνητικό πρόγραμμα για την ύπνωση. Ενώ, ο μαθητής του, ο γνωστός ψυχίατρος Milton Erickson ανέπτυξε τεχνικές που έκαναν την ύπνωση περισσότερο αποδεκτή στον κλινικό τομέα.

Η ύπνωση, σύμφωνα με την Ellenberger (1970), είναι η μητέρα όλων των σύγχρονων θεραπευτικών μεθόδων.  Η ίδια η Shapiro (2002:227) αναφέρει για την ύπνωση: «Ξεκινώντας στα τέλη του 18ου αιώνα με τον Mesmer, προχώρησε στον 19ο αιώνα με τους Braid, Janet, Bernheim και Freud μπαίνοντας στον 20ο αιώνα με κλινικούς σαν τον Watkins και Erickson, η ύπνωση έχει εξελιχθεί σε μία αποτελεσματική μορφή θεραπείας για διάφορες παθήσεις». (Ellenberger 1970, αναφ. στο Shapiro, 2002:226).

Παρά την πληθώρα ερευνών εδώ και δεκαετίες στον τομέα της επιστημονικής ύπνωσης, δεν υπάρχει κάποιος κοινώς αποδεκτός ορισμός. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Αρματά (2001), είναι προτιμότερη η περιγραφή της διαδικασίας.

Η ύπνωση είναι μια σειρά διαδικασιών, κατά την οποία ο θεραπευτής προτείνει στον θεραπευόμενο να βιώσει συγκεκριμένες αλλαγές στο πώς αισθάνεται, σκέφτεται ή και συμπεριφέρεται. Ο θεραπευόμενος, σε κάποιο βαθμό, νιώθει σαν να συμβαίνουν (οι υποβολές) από μόνες τους.

Σύμφωνα με την Αλεξάνδρου (2009), η ύπαρξη κάθε ανθρώπου είναι οι σκέψεις που έχει και οι οποίες τον οδηγούν σε πράξεις. Οι σκέψεις αποτελούν την προσωπικότητα, ειδικά οι βαθιά ριζωμένες ιδέες που έχουν σφυρηλατηθεί από το περιβάλλον, την εκπαίδευση και τις εμπειρίες. Η λέξη «σφυρηλατηθεί» δείχνει την επανάληψη των υποβολών που σχηματίζουν την προσωπικότητα του ατόμου. Αυτές οι επιβολές και τα γεγονότα επιδρούν και εγκαθιδρύονται στο νευρικό σύστημα έτσι ώστε να δημιουργούν υποσυνείδητες αντιδράσεις, οι οποίες προκαλούν δυσκολίες στο άτομο διότι έγιναν είτε σε μικρή ηλικία είτε παρά τη θέλησή του. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένες που δεν χρειάζεται να σκεφτεί για να τις αναπαράγει, έχει χάσει τον έλεγχό του.

Η ύπνωση είναι ένα μέσο κατά την Αλεξάνδρου (2009) που σκοπίμως παράγεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα, δηλαδή δημιουργείται μια κατάσταση μη κριτικής του νου, κατά τη διάρκεια της οποίας θετικές υποβολές γρήγορα φορτίζουν το νευρικό σύστημα για να δημιουργήσει ο θεραπευόμενος αυθόρμητες συμπεριφορές, αλλά προς όφελός του. Με λίγα λόγια, φτιάχνει ένα καινούριο σενάριο ζωής στοχεύοντας στην ευεξία που θα επιτρέπει στο άτομο να είναι αυτό που πραγματικά επιθυμεί. Είναι μια κατάσταση βαθιάς χαλάρωσης όπου το άτομο καθαρίζει το υποσυνείδητο από αρνητικές πεποιθήσεις για να μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του.

Τέλος, ο Κομιανός, υπνοθεραπευτής-αναδρομέας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Εκπαιδευμένων Υπνωτιστών (2010), ορίζει την ύπνωση ως μία τεχνική παράκαμψης της αναλυτικής σκέψης και της κριτικής λειτουργίας του εγκεφάλου, με σκοπό να καθιερώσει εστιασμένη και επιλεκτική προσοχή, καθιστώντας έτσι τον ασυνείδητο νου δεκτικό σε υποβολές.

Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης επέρχεται βαθιά σωματική και πνευματική χαλάρωση όπου η συνείδηση διευρύνεται και αντιλαμβάνεται άλλες διαστάσεις. Το άτομο έχει επίγνωση της πραγματικότητας διαρκώς και φυσικά διατηρεί πάντοτε τον έλεγχο. Συνήθως, ενεργοποιείται από τον θεραπευτή, ένας μηχανισμός εντοπισμού της ρίζας του προβλήματος. Οποιαδήποτε υποβολή από τον θεραπευτή απορρίπτεται σημαίνει πως η υποβολή αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τον ηθικό κώδικα του θεραπευόμενου.

Κατά γενική παραδοχή υπάρχουν τρία επίπεδα ύπνωσης που το καθένα έχει δύο στάδια. Έτσι, έχουμε τα ελαφρά, τα μέτρια και τα βαθιά ή υπνοβατικά επίπεδα ύπνωσης. Πιο αναλυτικά τα επίπεδα ύπνωσης έχουν ως εξής:

  • Ελαφρά ύπνωση

i)   Καταληψία βλεφάρων και αδυναμία κίνησης κάποιων μυών.

ii)  Καταληψία συγκεκριμένων ομάδων μυών (π.χ. βραχίονας) και αίσθηση αιώρησης

ή βαρύτητας.

  • Μέτρια ύπνωση

iii)  Καταληψία μεγάλου μέρους του σώματος και αλλοίωση των αισθήσεων της

γεύσης και της όσφρησης.

iv)  Πρόκληση αμνησίας, αναλγησίας και μερικής αναισθησίας σε διάφορα μέλη του

σώματος.

  • Βαθιά ύπνωση

v) Θετικές ψευδαισθήσεις (το άτομο βλέπει κάτι που δεν υπάρχει).

vi) Πρόκληση ολικής αναισθησίας, υπνοβασίες και αρνητικές ψευδαισθήσεις

(το άτομο δεν βλέπει κάτι που υπάρχει).

Τα τρία πρώτα στάδια (i, ii, iii) αποκαλούνται «μνημικά» επειδή διατηρείται η μνήμη, ενώ τα επόμενα (iv, v,vi) «αμνησικά».

Η Αλεξάνδρου (2010), αναφέρει ότι η συνηθισμένη συνεδρία διαρκεί από ενενήντα λεπτά έως δύο ώρες. Υπάρχει, όμως, και περίπτωση που κρατάει τρεις ώρες. Την πρώτη φορά της αρχικής συνέντευξης φτάνει τις δυόμιση ώρες. Οι συνεδρίες πραγματοποιούνται είτε ατομικά είτε σε ομάδες. Ο συνδυασμός ατομικής και ομαδικής θεραπείας είναι ο ιδανικός .

Στόχος της θεραπευτικής ύπνωσης, σύμφωνα με τον Κομιανό (2010), αποτελεί η απόκτηση του νοήματος στη ζωή και η αποκατάσταση της ψυχικής και πνευματικής ισορροπίας. Η ανακάλυψη και η εναρμόνιση με τον σκοπό της ζωής ενός ανθρώπου, είναι ίσως ο σημαντικότερος στόχος .

Η Αλεξάνδρου (2009) σημειώνει ότι η ύπνωση έχει πάνω από τριακόσιες  εφαρμογές σε ενήλικες, αλλά και παιδιά. Στα παιδιά οι εφαρμογές είναι από τη βραδινή ενούρηση έως βασανιστικές παθολογικές δυσλειτουργίες. Υπάρχει όμως, πεδίο έρευνας ακόμη σε αυτό τον τομέα. Τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες, βοηθάει στην απαλλαγή από εθισμούς, χρόνιους πόνους, ψυχοσωματικά προβλήματα, όπως αϋπνία, διάφορες δερματοπάθειες, κ.ά. Επίσης, συμβάλλει στον έλεγχο του άγχους, στον καθαρισμό του υποσυνείδητου μετά από χειρουργικές επεμβάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων το άτομο προσλαμβάνει πολλές αρνητικές πληροφορίες, αλλά και για το ότι η ίδια η αναισθησία αποτελεί τραυματική εμπειρία .

Σύμφωνα με τον Αρματά (2001) η ύπνωση προσφέρει επιλογές, ευελιξία και πρόσβαση σε προσωπικές δυνατότητες και αξιοποίησή τους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση των συμπτωμάτων (μείωση του πόνου) ή διερευνητικά για τον εντοπισμό των αιτιών και πιθανών λύσεων στο πρόβλημα.

Η θεραπεία της ύπνωσης βοηθά ιδιαίτερα στην περίπτωση του μετατραυματικού συνδρόμου και όταν το άτομο δυσκολεύεται να ξεπεράσει ένα τραυματικό γεγονός, κι αυτό επεμβαίνει στο πώς λειτουργεί (νιώθει φόβο, είναι σε επαγρύπνηση, οι μνήμες του γεγονότος επανεμφανίζονται  με το παραμικρό και αναβιώνει συναισθηματικά το τραύμα, επηρεάζεται ο ύπνος του, κ.τ.λ.). Η ύπνωση στη συγκεκριμένη περίπτωση επιλέγεται γιατί μπορεί να προσφέρει την αίσθηση της ασφάλειας.

Στην περίπτωση της κατάθλιψης, πολλοί ειδικοί προτείνουν να εφαρμόζεται η ύπνωση στην αρχή της θεραπείας της κατάθλιψης, ακόμα κι από την πρώτη συνεδρία. Κι αυτό γιατί ακόμα και μία μικρή διαφορά στο συναίσθημα δίνει στο θεραπευόμενο την αίσθηση ότι η αλλαγή είναι εφικτή. Η αντίληψη ότι αυτό που νιώθει, δύναται να αλλάξει, είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για τη θεραπεία της κατάθλιψης. Ο ειδικός απαιτείται να δείξει ιδιαίτερη προσοχή για το πότε και το πώς θα χρησιμοποιήσει την ύπνωση στην κατάθλιψη.

3.3 Συμπεριφοριστική και Γνωσιακή Θεραπεία

Μια βασική διαφορά μεταξύ συμπεριφοριστικής και ψυχαναλυτικής προσέγγισης  είναι ότι, η πρώτη δεν προσεγγίζει την «προβληματική» συμπεριφορά ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης ψυχικής διαταραχής, αλλά την εξετάζει στο επίπεδο της συμπεριφοράς του ατόμου.

Το κλειδί μιας αποτελεσματικής θεραπευτικής παρέμβασης βρίσκεται, σύμφωνα με τους Salkovskis και Bass, στη συνεργασία θεραπευτή-θεραπευόμενου, την πρόκληση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και την αλλαγή του τρόπου αντίληψης και ερμηνείας των σωματικών λειτουργιών.

Οι σημαντικότερες τεχνικές/μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από τους θεραπευτές κατεύθυνσης, παρουσιάζονται από την Παπαδάτου ως εξής:

  • Η τεχνική της συστηματικής απευαισθητοποίησης, η οποία σκοπό έχει να εξαλείψει το άγχος και χρησιμοποιείται στη θεραπεία των φοβιών.
  • Η τεχνική της αποστροφής για την εξάλειψη ορισμένων συμπεριφορών (π.χ. αλκοολισμός, τοξικομανία) που δημιουργούν άμεσα θετικά συναισθήματα, αλλά μακροπρόθεσμα έχουν αρνητικές επιπτώσεις.
  • Η τεχνική της ενίσχυσης της συμπεριφοράς με συμβολικές αμοιβές. Στόχος εδώ τίθεται η ενίσχυση και επιβράβευση της επιθυμητής συμπεριφοράς με διάφορες συμβολικές αμοιβές (παιχνίδια, αντικείμενα κ.λπ.). Επιδιώκεται η κινητοποίηση των ατόμων ώστε να μάθουν ορισμένους τρόπους συναλλαγής που θα τα βοηθήσουν στα πλαίσια της κοινωνικής τους αποκατάστασης.
  • Η τεχνική της μίμησης του προτύπου. Κύριο χαρακτηριστικό είναι, η μίμηση ενός προτύπου ώστε το άτομο να μάθει ένα νέο τρόπο συμπεριφοράς, ή να απαλλαγεί από τις αναστολές που το εμποδίζουν να δράσει επειδή φοβάται. Ακόμη, χρησιμοποιείται για την αποβολή ορισμένων συγκεκριμένων φόβων που είναι συνδεδεμένοι μ’ ένα εξωτερικό ερέθισμα ή γεγονός. Εφαρμόζεται κυρίως σε παιδιά που μαθαίνουν ευκολότερα μέσω της διαδικασίας της μάθησης.
  • Οι στρατηγικές απόσβεσης. Μέσω της στρατηγικής της απόσβεσης το άτομο στερείται από τις ενισχύσεις που τροφοδοτούν κάποια αρνητική – ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Χρησιμοποιούνται στην εξάλειψη του συμπτώματος που δημιουργεί άγχος στο άτομο. Στις στρατηγικές απόσβεσης ανήκουν η κατακλυσμική τεχνική και η ενδοκρηκτική τεχνική.
  • Εκπαίδευση θετικής δυναμικής παρουσίας. Αυτή η τεχνική αφορά στο συνδυασμό πολλών διαφορετικών τεχνικών, που σκοπό τους έχουν να ενεργοποιήσουν το άτομο να συμπεριφέρεται βάσει της αρχής ότι έχει το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του και να εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, εφ’ όσον σέβεται τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των άλλων.

Συμπεριφοριστική-Γνωσιακή θεραπεία «…ονομάζεται το σύνολο εκείνων των ψυχοθεραπευτικών διαδικασιών οι οποίες: (1) ενσωματώνουν θεωρητικές εννοιολογικές συλλήψεις για την αλλαγή της συμπεριφοράς, οι οποίες δίνουν πρωταρχική σημασία στη γνωστική διαδικασία, και (2) στοχοθετούν, μέσω διαδικασιών, μερικούς τουλάχιστον θεραπευτικούς χειρισμούς, ειδικά για την αλλαγή κάποιων διαστάσεων του γνωστικού συστήματος» (Ingram & Scott, 1992: 55, στο Heiden-Hersen,1999). Οι συμπεριφοριστικές μέθοδοι, όπως η έκθεση σε φοβικές καταστάσεις, είναι δυνατόν να συνδυάζονται με γνωστικές μεθόδους. Από εκεί προέρχεται και η ονομασία συμπεριφοριστική-γνωστική θεραπεία. (Καλαντζή-Αζίζι, 2002).

O Βeck (1979), δηλώνει ότι « …η γνωσιακή θεραπεία πιθανότατα αντανακλά τις σταδιακές αλλαγές που πραγματοποιούνται για πολλά χρόνια στις επιστήμες της συμπεριφοράς» (Βeck, 1979, αναφ. στο Καλαντζή-Αζίζι, 2002: 33).

Η βασική θέση, σύμφωνα με τον Gilbert (1999) είναι ότι, σε νεαρή ηλικία αναπτύσσουμε βασικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας, τους άλλους και τον

κόσμο στον οποίο ζούμε. Αυτές οι πεποιθήσεις καθορίζονται από τον τρόπο με τον οποίο μας συμπεριφέρονται οι γύρω μας. Με το πέρασμα του χρόνου, οι πεποιθήσεις αυτές φτάνουν στο σημείο να ελέγχουν τα συναισθήματα και τις στάσεις μας για διάφορα θέματα. Υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι σκέψης οι οποίοι συνδέονται με συγκεκριμένα είδη προβλημάτων .

Το κύριο χαρακτηριστικό της γνωστικής ψυχοθεραπείας είναι η έμφαση στις σκέψεις και στις στάσεις. Το άτομο μαθαίνει να αναγνωρίζει πώς ο τρόπος σκέψης του συντελεί στο πρόβλημά του (ιδίως στην αίσθηση της αποτυχίας) και διδάσκεται να αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται για τα προβλήματά του ώστε να επιτευχθεί άρση των συμπτωμάτων. O Καραδήμας (2005) σημειώνει ότι, οι περισσότερο αποτελεσματικές παρεμβάσεις στις περιπτώσεις των ατόμων με σωματόμορφες και λειτουργικές διαταραχές, καθώς και ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα, είναι γνωσιακής-συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης και οι οποίες στοχεύουν στην αντιμετώπιση των μηχανισμών γέννησης και διατήρησης των προβλημάτων. Η συμπεριφοριστική-γνωσιακή παρέμβαση περιλαμβάνει συνήθως ερμηνεία – συζήτηση των σωματόμορφων συμπτωμάτων – λαμβάνοντας υπόψη τόσο ψυχολογικές όσο και βιολογικές μεταβλητές, καθώς και εκπαίδευση σε μια σειρά στρατηγικών διαχείρισης του στρες (π.χ. χαλάρωση, εκπαίδευση στην εστίαση ή την απόσπαση της προσοχής). Επίσης, περιλαμβάνονται συμπεριφορικά πειράματα, τεχνικές μείωσης της αποφυγής, σταδιακή έκθεση στα φοβογόνα ερεθίσματα, αυτοπαρατήρηση και αυτοενίσχυση, εκπαίδευση στη διεκδικητικότητα, εκπαίδευση στην επίλυση προβλημάτων και βέβαια, πρόκληση, έλεγχος και αλλαγή των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων, σχημάτων και στάσεων που αφορούν το σώμα και τις σωματικές αισθήσεις, λειτουργίες και συμπτώματα .

Οι παραπάνω παρεμβάσεις συνοδεύονται από δομημένες παρεμβάσεις που στοχεύουν στις συννοσηρές καταστάσεις, όπως το άγχος και την κατάθλιψη (Bleichhardt, Timmer & Rief, 2004, αναφ. στο Καραδήμας, 2005: 254). Η παρέμβαση μπορεί να απευθύνεται και στο κοινωνικό πλαίσιο (οικογένεια, θεράποντες ιατροί, σημαντικοί άλλοι) με στόχο την αλλαγή των αντιλήψεων ή της ενισχυτικής συμπεριφοράς, που διαιωνίζει ή επιτείνει την εμφάνιση συμπτωμάτων.

Για τον Gilbert (1999), κύριος στόχος της συμπεριφοριστικής-γνωσιακής ψυχοθεραπείας είναι το άτομο να αλλάξει τη στάση του και τις βασικές του πεποιθήσεις για τον εαυτό του, ώστε να είναι σε θέση να ασκεί περισσότερο έλεγχο στα συναισθήματά του και, κατά συνέπεια, να είναι λιγότερο ευάλωτο στο άγχος και την κατάθλιψη. Ενώ, ο Καραδήμας (2005: 254) αναφερόμενος στους Salkovskis & Bass (1997), δηλώνει ότι ένας από τους κύριους στόχους της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας είναι μάλλον η παροχή βοήθειας στους ασθενείς να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν πώς δημιουργούνται και διατηρούνται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, παρά να τους παρακινήσει να «διαγράψουν» την πιθανότητα μιας σωματικής ασθένειας.

Στις περιπτώσεις των παιδιών – εφήβων, η Μανιαδάκη και ο  Κάκουρος (2006) υποστηρίζουν ότι, η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία είναι η μέθοδος που έχει δείξει τα περισσότερα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι το 70% των παιδιών και εφήβων με κατάθλιψη ανταποκρίνονται θετικά σε αυτήν (Brent et al., 1997, αναφ. στο Κάκουρος- Μανιαδάκη, 2006: 217). Στα πλαίσια αυτής της μεθόδου, το παιδί μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του αντιλήψεις, να αξιολογεί αντικειμενικά τις προσπάθειες και τα επιτεύγματά του, να θέτει ρεαλιστικούς στόχους και να αυτοενισχύεται. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, βοηθούν το παιδί να επικοινωνεί με τους άλλους με πιο λειτουργικό τρόπο έτσι ώστε να αυξάνεται η συχνότητα των θετικών αλληλεπιδράσεων (Fine et al., 1991, αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006:218). Ένα πρόγραμμα με τέτοια κατεύθυνση, συμπεριλαμβάνει και άλλα μέλη της οικογένειας, με σκοπό τη βελτίωση των ενδό-οικογενειακών σχέσεων και της ποιότητας της επικοινωνίας των γονέων με το παιδί, έτσι ώστε να περιοριστούν οι δυσλειτουργικές αλληλεπιδράσεις που ενισχύουν την αρνητική συμπεριφορά του παιδιού.

H γνωσιακή ψυχοθεραπεία δεν είναι απλώς ένα σύνολο τεχνικών, αλλά ένα ψυχοθεραπευτικό σύστημα (Beck, Emery & Greenberg, 1985). Είναι μία ενεργητική, κατευθυντική, βραχεία, δομημένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση με ποικίλες εφαρμογές, όπως η κατάθλιψη ( Beck, Rush et al., 1979), οι τραυματικές εμπειρίες (Beck et al, 1985), οι διαταραχές προσωπικότητας (Beck & Freeman, 1940), οι διαταραχές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (Ronnen,1999).

Η γνωστική προσέγγιση εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε και ερμηνεύουμε τα πράγματα. Αναπτύχθηκε ξεχωριστά από τον ψυχίατρο Aaron Beck, που θεωρείται ιδρυτής της γνωσιακής ψυχοθεραπείας (Salkovskis, 1996, αναφ. στο Καλαντζή-Αζίζι, 2002: 33) και τον ψυχολόγο Albert Ellis, ο οποίος διατύπωσε τις αρχές αυτής της θεραπείας.

Σύμφωνα με τις αρχές της Συμπεριφοριστικής-Γνωσιακής θεραπείας, ανάμεσα στα διάφορα γεγονότα και τις συνέπειές τους (συναισθηματικές, γνωστικές και συμπεριφοριστικές), παρεμβάλλονται οι πεποιθήσεις του ατόμου βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι αντιδράσεις του (Καλαντζή-Αζίζι, 2002).

3.4 Συστημική Θεραπεία

Στα πλαίσια της συστημικής προσέγγισης, στην ψυχοθεραπεία, το άτομο που πάσχει από διαταραχές εξαιτίας τραυματικής εμπειρίας  (θεραπευόμενος) κατανοείται και αντιμετωπίζεται ως μέλος ενός συστήματος που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση και «ανταλλαγή» πληροφοριών με τα υπόλοιπα μέλη του συστήμα-τος, όπως για παράδειγμα της οικογένειας, της σχολικής τάξης, της επιχείρησης στην οποία εργάζεται, κ.λπ., αλλά και ταυτόχρονα με άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα συ-στήματα, στα οποία είναι μέλος. Σύστημα, σύμφωνα με τον Bowen, ο οποίος είναι και ο ιδρυτής της Θεωρίας Συστημάτων Οικογένειας, είναι κάθε σχέση με ισορροπούσες αντίρροπες δυνάμεις που βρίσκονται σε συνεχή λειτουργία.  Ο ίδιος θεωρεί ότι, ανά πάσα στιγμή, κάθε μέλος μιας ομάδας επηρεάζει με τη στάση του τη  συμπεριφορά των άλλων με τους οποίους έρχεται σε επαφή και ότι, συνολικά, ο τρόπος λειτουργίας του ανθρώπου εξαρτάται από τις διαντιδράσεις του με τους άλλους (Bowen,  αναφ. στο Ζερβάνος, 2009:32).

Η ορθή κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ανέφικτη, εάν δεν εξεταστεί κάτω από το πρίσμα των συστημάτων σχέσεων, μέσα στα οποία ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος εντάσσεται και που το σπουδαιότερο είναι η οικογένεια.

Η Satir, θεωρείται από τις σημαντικότερες ηγετικές μορφές στο χώρο της οικογενειακής θεραπείας. Οι θεωρητικές προτάσεις της στηρίζονταν σε τέσσερις βασικές έννοιες τις οποίες έθετε ως στόχους στη θεραπευτική συνεδρία:

1) Το αίσθημα αυτοεκτίμησης κάθε μέλους της οικογένειας.

2) Η ποιότητα, οι δίοδοι και τα μοντέλα της επικοινωνίας στην οικογένεια.

3) Οι κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά της οικογένειας και η συγκινησιακή έκφραση

4) Οι σχέσεις και οι δεσμοί των μελών του οικογενειακού συστήματος με τους κοινωνικούς θεσμούς (Satir, 1972, αναφ στο Ζαφείρης, 1999:29).

Η θεωρία των συστημάτων αναγνωρίζει ότι τα δυσλειτουργικά μοντέλα συναλλαγής, μέσα σε μια οικογένεια, ενδυναμώνονται προκειμένου να επιτευχθεί η ισορροπία του συστήματος. (Ζαφείρης κ.ά., 1999). Η συστημική οικογενειακή θεραπεία διακρίνεται στις παρακάτω κατηγορίες:

Στρατηγική

Η κατηγορία αυτή συνδυάζει τη συστημική προσέγγιση της επικοινωνίας, τη χρήση του παράδοξου και τις στρατηγικές δεξιότητες που αναπτύχθηκαν από τον Milton Erikson, και εστιάζεται στα έκδηλα συμπτώματα. Η πραγματικότητα του προβλήματος καθορίζεται με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες και πάνω σε αυτή τη βάση, σχεδιάζονται οι στρατηγικές παρέμβασης.

Δομική

Η βάση, όπου στηρίχθηκε ο Minuchin, είναι παρόμοια με αυτή της στρατηγικής κατεύθυνσης. Προστέθηκαν όμως και οι ακόλουθες έννοιες: ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογένειας, όρια και ένα σύνολο δομικών εννοιών, όπως η τριγωνοποίηση.

Τα οικογενειακά συστήματα του Bowen

Η θεωρία αυτή στηρίχθηκε στην έννοια των συστημάτων και αφορούσε τη συναισθηματική δυσλειτουργία των μελών της οικογένειας στη διάρκεια τριών και τεσσάρων γενεών. Έμφαση δίνεται στην τριγωνοποίηση, τη συγχώνευση στο γάμο και την αμοιβαιότητα ( Ζαφείρης κ.ά., 1999 ).

Με την εφαρμογή της συστημικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία, ο ρόλος της ψυχοθεραπείας διευρύνεται και μαζί το πλαίσιο δράσης του θεραπευτή. Από τη μία, οι κρίσεις στη ζωή των ατόμων απενεχοποιούνται, αφού αντιμετωπίζονται ως ευκαιρίες για ανανέωση και θετική αλλαγή. (Βασιλειάδης, 2009).

Οι συστημικές μέθοδοι, σύμφωνα με τους Gurman και Kniskern (1991),  θεωρούν την προβληματική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα των δυσλειτουργικών σχέσεων στα πλαίσια της οικογένειας και επικεντρώνονται στη βελτίωση της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη της (συστημική-οικογενειακή θεραπεία) (Gurman & Kniskern, 1991,  αναφ. στο Κάκουρος-Μανιαδάκη, 2006: 51).

Η οικογενειακή θεραπεία, που βασίζεται στη συστημική θεωρία, παρέχει στον ειδικό τη δυνατότητα να παρατηρήσει και να προσεγγίσει θεραπευτικά τα άτομα μέσα στο πλαίσιο των πιο στενών προσωπικών τους σχέσεων. (Ζαφείρης κ.ά.,1999).

Η συστημική θεραπεία, είναι ένα εργαλείο ανάλυσης που συντελεί στην κατανόηση του κόσμου, των εξυπηρετούμενων και της σχέσης τους με τον θεραπευτή. Χρησιμοποιεί έναν τρόπο θεώρησης του προβλήματος όπου η «κυκλική» αιτιότητα εστιάζει στο «σύνολο» (σύστημα) του οποίου τα μέρη δεν είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητά, παρά ως επιμέρους λειτουργίες του. Στην περίπτωση της οικογενειακής θεραπείας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Selingman (1994), υιοθετεί την άποψη ότι οι ερμηνείες και οι λύσεις των  προβλημάτων που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μπορούν να αναζητηθούν, μόνο αν γίνουν κατανοητές, οι σχέσεις τους με άλλους σημαντικούς γι’ αυτούς ανθρώπους, στο παρελθόν και το παρόν (Selingman, 1994, αναφ. στο Κανδυλάκη, 2004: 144).

Η Κανδυλάκη (2004) θεωρεί ότι το παρουσιαζόμενο πρόβλημα, στο πλαίσιο ανάλυσης της οικογενειακής-συστημικής προσέγγισης, γίνεται κατανοητό ως αποτέλεσμα ορισμένων μορφών αλληλεπίδρασης οι οποίες, αφενός διατηρούνται από το πρόβλημα και αφετέρου το διαιωνίζουν, ενώ οι αλληλεπιδράσεις αυτές εμφανίζονται συχνά στην ιστορία της οικογένειας.

Στρατηγικός στόχος της συστημικής θεραπείας είναι, η μείωση του άγχους και κατ’ επέκταση, της αντιδραστικότητας που ενυπάρχει σε κάθε σύστημα. Το όλο εγχείρημα οφείλει να συνεπικουρείται από κινήσεις για την αναδόμηση των ορίων, την προσγείωση των προσδοκιών και την κατανόηση και διατύπωση της θέσης του Προσώπου. Η πεμπτουσία της θεραπείας που βασίζεται στη Θεωρία Συστημάτων Οικογένειας είναι η δεξιοτεχνία του θεραπευτή να διατηρεί τη βαθύτερη αλληλουχία της λειτουργίας του συστήματος στο προσκήνιο. Οι θεραπευτές επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στο να βελτιώσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη μιας οικογένειας την ικανότητα προσαρμογής και αντιμετώπισης των δυσκολιών της ζωής, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, π.χ. στην περίπτωση εξάρτησης από ναρκωτικά ενός εφήβου ή ενδοοικογενειακής κακοποίησης,κ.λπ. Ο ρόλος των θεραπευτών έγκειται στο να εκπαιδεύουν  τους θεραπευόμενους σε έναν εναλλακτικό τρόπο σκέψης και δράσης, διευκολύνοντας την όποια απόπειρα αλλαγής (Ζερβάνος, 2009).

Στόχος της συστημικής παρέμβασης, κατά την Κανδυλάκη (2004) είναι αφενός να κατανοήσει ο επαγγελματίας τον τρόπο που λειτουργεί η οικογένεια ως σύστημα, καθώς και η διαμόρφωση του προβλήματος μέσα στα πλαίσια αυτού του συστήματος, και αφετέρου να συμβάλει στην αλλαγή.

Για τον Bowen, ο κύριος στόχος της θεραπευτικής διαδικασίας είναι να βοηθηθεί το κάθε μέλος της οικογένειας να πετύχει ένα καλύτερο επίπεδο διαφοροποίησης του εαυτού. Ο θεραπευτής θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του στη συναισθηματική διεργασία και όχι στο περιεχόμενο όσων λέγονται κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Η θεωρία του βασίζεται σε δύο υποθέσεις. Η πρώτη υπόθεση αναφέρει ότι,  η μείωση του άγχους ελαχιστοποιεί τα συμπτώματα και βελτιώνει το λειτουργικό επίπεδο διαφοροποίησης του εαυτού και η δεύτερη υπόθεση αναφέρει πως, η βελτίωση του επιπέδου διαφοροποίησης του εαυτού ενισχύει την ικανότητα του ατόμου να αντιστέκεται στο στρες και στο άγχος της οικογένειας. Η εξάλειψη των συμπτωμάτων και η επίτευξη των στόχων της οικογένειας μπορεί να απαιτήσει πέντε με δέκα ή ακόμη και είκοσι με σαράντα συνεδρίες (Bowen, αναφ. στο Ζαφείρης κ.ά., 1999:106).

Τέλος, σημαντικό θα ήταν να αναφερθεί και μια  βοηθητική μέθοδος , η οικογενειακή χορογραφία, η οποία αναπτύχθηκε από την Peggy Papp καθώς και από τους David Kantor και Fred Duhl (Sherman & Freedman, 1986, αναφ. στο Μουζακίτης κ.ά., 1993:129).

Η θεραπεία αυτή είναι μια διεργασία που εισάγει ο οικογενειακός θεραπευτής και η οποία ακολουθεί τα παρακάτω βήματα: (α)ο  θεραπευτής από κάθε μέλος της οικογένειας να τοποθετήσει τον εαυτό του και τα άλλα μέλη μέσα στο χώρο, έτσι όπως πιστεύει το ίδιο ότι δείχνει τις σχέσεις τους σε ένα συγκεκριμένο συμβάν ή πρόβλημα. (β) ο θεραπευτής κατευθύνει τα μέλη να ξαναζήσουν τη σύγκρουση που είχε προκύψει κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου γεγονότος ή προβλήματος. (γ) κατόπιν ο θεραπευτής καθοδηγεί το μέλος να επανατοποθετήσει τους υπόλοιπους μέσα στο χώρο έτσι όπως επιθυμεί να είναι, και να αλληλεπιδρά η οικογένειά του όταν προκύπτουν παρόμοια γεγονότα ή προβλήματα.

Ο θεραπευτής καθ’ όλη τη διάρκεια ενθαρρύνει τους συμμετέχοντες να περιγράφουν λεκτικά την τοποθέτηση των υπόλοιπων μελών στο χώρο και την επίδραση που θα έχει στη λειτουργία της οικογένειας.

Η τεχνική αυτή, όπως και το «οικογενειακό γλυπτό» που ανέπτυξε η Satir, βοηθούν την οικογένεια να αναδομήσει τους ρόλους των μελών της και να βελτιώσει τις λειτουργίες που έχει στη διάθεσή της για την επίλυση των προβλημάτων και των κρίσεων.

3.5 Ανθρωπιστική οικογενειακή θεραπεία

 

Οι θεραπευτές που υιοθετούν την προσέγγιση αυτή βλέπουν τις δυσλειτουργίες ως εμπόδιο στη διαδικασία ανάπτυξης ή ως αποτυχία ολοκλήρωσης των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του ατόμου. Η ανθρωπιστική προσέγγιση έχει τις ρίζες της στη φαινομενολογική φιλοσοφία. Γι’ αυτό το λόγο υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά δεν καθορίζεται τόσο από την εξωτερική πραγματικότητα αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. (Μουζακίτης κ.ά.,1993). Πρωτοπόρος του πεδίου της οικογενειακής θεραπείας υπήρξε η Satir, η οποία πίστευε ότι «όλοι οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν, αλλά θα μάθουν και θα αλλάξουν, αρκεί να τους δοθούν τα μέσα…» (Selingman, 1981, αναφ. στο Μουζακίτης κ.ά., 1993:122). Υποστήριζε επίσης ότι τα συμπτώματα που παρουσιάζει το άτομο σηματοδοτούν τα εμπόδια που έχει συναντήσει στην ανάπτυξή του, καθώς και ότι η θεραπεία είναι ουσιαστικά μία διεργασία. Τα βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου παρέμβασής της ήταν η ζεστασιά και η αποδοχή, η έμφαση στο «εδώ και τώρα», η ερευνητική ευφυΐα της, η άνετη και ανθρώπινη παρουσία της και η προσαρμοστική στη μοναδικότητα της στιγμής, ικανότητά της.

Η θεραπευτική παρέμβαση της Satir γίνεται σε τρεις φάσεις: η πρώτη είναι αφιερωμένη στην αξιολόγηση, ενώ η δεύτερη και η τρίτη εστιάζονται στη θεραπεία. Μερικές από τις τεχνικές παρέμβασης που εφαρμόζει είναι η αγκύρωση (αρχική εκδήλωση θετικών συναισθημάτων και στη συνέχεια ενίσχυσή τους), η απονοματοποίηση (συνδυασμός λέξεων με συγκεκριμένα είδη συμπεριφοράς), η επίδειξη προτύπων, η δημιουργία οικογενειακού γλυπτού (παίξιμο ρόλων, αξιολόγησή τους απ’ τους ίδιους τους θεραπευόμενους και στη συνέχεια βελτίωση του τρόπου επικοινωνίας τους), η αναπλαισίωση (η οποία αλλάζει τα αρνητικά μηνύματα σε θετικά), η αναδόμηση της οικογένειας (η σύνταξη οικογενειακού ημερολογίου και το παίξιμο ρόλων, το ψυχόδραμα και το γλυπτό).

Στη βιβλιογραφία της ψυχοθεραπείας αναφέρονται και περιγράφονται διάφορες άλλες  σημαντικές διαδικασίες, τεχνικές και δεξιότητες που είναι εμπειρικές.

 

3.6 Θεραπευτική παρέμβαση στην οικογενειακή κρίση

 

Εδώ διαχειρίζονται κρίσεις, όπως η απόπειρα αυτοκτονίας ενός μέλους, μία εξωσυζυγική σχέση, φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας κ.ά., που επηρεάζουν τη λειτουργία της οικογένειας και περιλαμβάνει τις εξής τεχνικές:

(α) Θεραπεία πολλαπλών επιδράσεων που βασίζεται στην αρχή ότι, οι οικογένειες σε κρίση είναι σε θέση να κινητοποιήσουν τις δυνάμεις και τα μέσα που απαιτούνται για να την ξεπεράσουν και επίσης, ότι οποιαδήποτε θεραπευτική αντιμετώπιση, στην πρώτη φάση, επιφέρει ταχείες και δραματικές αλλαγές που στη συνέχεια γίνονται περισσότερο βαθμιαίες.

(β) Θεραπεία οικογενειακής κρίσης η οποία έχει σχετικά σύντομη διάρκεια και εστιάζει στην επίλυση μιας συγκεκριμένης κρίσης που μπορεί να αφορά κάποια επικείμενη αλλαγή που προκάλεσε διαταραχές στην ομαλή λειτουργία της οικογενειακής μονάδας. Η κρίση μπορεί να επιλυθεί αν η οικογένεια πραγματοποιήσει τις ενδεδειγμένες αλλαγές και συγχρόνως απομακρύνει τους ψυχοπιεστικούς παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση αυτή (Pittman et al., 1971, αναφ. στο Μουζακίτης κ.ά., 1993).

3.7 Θεραπεία Gestalt

 

Αυτή η θεραπεία είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας, που στηρίζεται στην ψυχολογία Gestalt και αντιμετωπίζει σφαιρικά (ολιστικά) τα άτομα, εξετάζοντας τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά και την οργανική λειτουργία τους, την αντιληπτική τους ικανότητα και τις αλληλεπιδράσεις τους με τον εξωτερικό κόσμο. Όπως και οι άλλες εμπειρικές θεραπείες, έτσι και αυτή είναι προσανατολισμένη στην έννοια των συστημάτων, στην άμεση εμπειρία και στο συναίσθημα. (Μουζακίτης κ.ά., 1993).

Εφαρμόζεται τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε ομαδικό, και χρησιμοποιεί το παίξιμο ρόλων, καθώς και άλλες τεχνικές για να προάγει την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, αλλά και του συνολικού δυναμικού του. Επικεντρώνεται περισσότερο στις «εδώ και τώρα» εμπειρίες του ατόμου παρά στις αναμνήσεις ή τις μελλοντικές προσδοκίες του. Η μορφοδυναμική θεραπεία εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο κάθε άτομο αντιλαμβάνεται την εμπειρία του, σύμφωνα με τον Hatcher (1978). Ο ίδιος θεωρεί ότι στόχος της θεραπείας αποτελεί  το να καταστήσει συνειδητές όλες τις πλευρές της επαφής με την επίγνωση, έτσι ώστε να ολοκληρώσει τη μορφοδομή (Gestalt). Η προσωπική ευθύνη, η διακινδύνευση και η ανάπτυξη ανοίγουν το δρόμο για την επίλυση των προβλημάτων και την αποκάλυψη των κρυμμένων συναισθημάτων (Hatcher, 1978, αναφ. στο Μουζακίτης κ.ά., 1993:118-119).

Θεμελιωτής της μορφοδομικής θεραπείας είναι ο Fritz Perls. O Κempler (1981) υποστηρίζει ότι η θεραπεία πρέπει να επικεντρώνεται στην άμεση χρονική στιγμή. Δηλώνει επίσης, ότι «αυτό που αποκαλούμε άτομο δεν υπάρχει, καθώς η ύπαρξη και η επιβίωσή μας πηγάζουν και εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τις αμοιβαίες συνδέσεις και σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ μας». Σύμφωνα με τον Kempler, καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπευτικής παρέμβασης ο θεραπευτής αλληλεπιδρά ως ολοκληρωμένο πρόσωπο, ενεργεί ως καθοδηγητής και δάσκαλος, διευκολύνει την αλλαγή και θέτει κάποιους βασικούς κανόνες, ενώ προσφέρει και υποστήριξη, προκειμένου να βοηθήσει το άτομο να εντοπίσει την παρούσα εστίαση της εμπειρίας του εαυτού του ως σημείου εκκίνησης για τη διερεύνηση της επίγνωσης.

 

3.8 Δραματοθεραπεία

 

Η Δραματοθεραπεία σύμφωνα με τον Μάνο (1987) είναι μια πολυεπίπεδη διεργασία όπου το στοιχείο της μεταμόρφωσης – θεραπευτικής αλλαγής δρα και λειτουργεί σε ατομικό επίπεδο, κοινωνικό/συλλογικό επίπεδο, πνευματικό/φιλοσοφικό επίπεδο. Αφορά στο «όλον» της ανθρώπινης ύπαρξης: Σώμα – Ψυχή – Πνεύμα.

Η Δραματοθεραπεία είναι μια ολοκληρωμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Ως ψυχοθεραπευτική διαδικασία αξιοποιεί, με τον ιδιαίτερο και πολυεπίπεδο τρόπο της, την ίδια την δραματουργική ικανότητα του ανθρώπου, είτε προς την διερεύνηση των αναγκών του (διάγνωση), είτε προς την πραγματοποίηση της διορθωτικής εμπειρίας (θεραπεία), όπου και τα δύο μπορούν να συνθέτουν το αίτημα για θεραπευτική αλλαγή.

Είναι μία μορφή θεραπείας που βασίζεται στη θεωρία ότι, η δημιουργική έκφραση μπορεί να έχει θεραπευτική επίδραση σε ψυχολογικά προβλήματα. Οι επαγγελματίες  χρησιμοποιούν ποικιλία μεθόδων, όπως το παίξιμο ρόλων, τα παιχνίδια, το κουκλοθέατρο,  το κοινωνιόδραμα, η παντομίμα, η αφήγηση και ο αυτοσχεδιασμός. Η δραματοθεραπεία χρησιμοποιεί διαδικασίες δράματος (π.χ. ο αυτοσχεδιασμός) και προϊόντα (μαριονέτες, μάσκες, θεατρικά έργα/παραστάσεις) για να βοηθήσει τα άτομα να κατανοήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους καλύτερα ή να βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους (Βailey, 2010). Το άτομο, σύμφωνα με τον Jones (1996) προσποιείται ότι ένας χαρακτήρας διαφορετικός από τον εαυτό του.

Η Δραματοθεραπεία βοηθά τους ανθρώπους να αναπτύξουν την αυτοοργάνωση τους, να επιτύχουν την τάξη μέσα τους και να οργανώσουν το δύσκολο και πολυσύνθετο περιβάλλον τους. Mε τους συμβολισμούς της οδηγεί στην ανακάλυψη, την ανάπτυξη και την έκφραση πτυχών που περιέχουν δημιουργική δύναμη. Στην έκφραση αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η φαντασία, το ανθρώπινο αυτό δημιουργικό στοιχείο που οφείλει κανείς να το αναπτύσσει με κατάλληλη εκπαίδευση από την παιδική ηλικία. H Δραματοθεραπεία προάγει τη συνεργασία, ενισχύει την αυτοπεποίθηση, αναπτύσσει την επικοινωνία. Κατέχοντας σημαντική θέση μεταξύ των λεγόμενων δημιουργικών θεραπειών, έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει την προσωπικότητα του ατόμου στο σύνολό της και να το βοηθήσει ουσιαστικά. Η Σταύρου (2006) αναφέρει ότι οι τεχνικές που στηρίζονται στη δημιουργικότητα βοηθούν στην αποκάλυψη των άγνωστων πτυχών του εαυτού μέσω των συμβόλων με ένα τρόπο που διευκολύνει την επιτάχυνση της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας και στην απαλλαγή του περιττού ψυχικού πόνου.

3.9 Παιγνιοθεραπεία

 

Η εγγενής διαφορά της με τις άλλες μορφές ψυχοθεραπείας στηρίζεται στο γεγονός ότι το παιχνίδι αποτελεί, το ίδιο, θεραπευτική διαδικασία και όχι απλά ένα θεραπευτικό μέσο (Axline, 1993), αφού το «παιχνίδι για το παιδί είναι η ίδια η ζωή» (Winnicott, 1974). Το παιδί μέσα από αυτό κατανοεί τις εμπειρίες του και βρίσκει τρόπους να επαναπροσδιορίζει τη θέση του στον κόσμο.

Στην παιγνιοθεραπεία, το παιχνίδι αναπτύσσεται σε στάδια παράλληλα με άλλες αναπτυξιακές διαδικασίες, όπως η σωματική, η γνωσιακή, η συναισθηματική και η κοινωνική. Τα στάδια αυτά περιγράφονται με το E.P.R. Developmental Paradigm (Jennings, 1990) και είναι τα ακόλουθα τρία:

  • σωματικό – αισθητηριακό παιχνίδι (Ε). Σε αυτό το στάδιο, οι πρώιμες εμπειρίες του παιδιού εκφράζονται κυρίως μέσω της κίνησης και των αισθήσεων.
  • προβολικό παιχνίδι (P). Στο στάδιο αυτό, το παιδί στρέφεται στον κόσμο που υπάρχει έξω από το σώμα του. Όχι μόνο συνδέεται με παιχνίδια και αντικείμενα, αλλά επιπλέον τα τοποθετεί σε σχέση μεταξύ τους, οργανώνοντας το παιχνίδι του. Το παιδί χρησιμοποιεί ιστορίες για αντικείμενα και κούκλες.
  • παιχνίδι ρόλων (Role Play). Το άτομο αναλαμβάνει ρόλους,                                   αναπτύσσει αφηγηματική ικανότητα και ενδιαφέρεται για το ποια στοιχεία ταιριάζουν σε έναν ρόλο.

Σύμφωνα με την Jennings (1990), η δυνατότητα του παιδιού να ακολουθήσει τα παραπάνω στάδια είναι πρωταρχικής σημασίας για την ανάπτυξή του, διότι μεταξύ πολλών άλλων, π.χ. ανάπτυξη φαντασίας, βάση για την ανάπτυξη της ταυτότητας και ανεξαρτητοποίησής του, της κοινωνικοποίησής, κ.ά., αναπτύσσει την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, προάγει το παιχνίδι ρόλων, που με τη σειρά του προσφέρει ευελιξία. Η παιγνιοθεραπεία είναι το πλαίσιο που θα σεβαστεί πάντα τους  προσωπι- κούς ρυθμούς και τις ανάγκες του παιδιού.

3.10  Η μέθοδος EMDR

 

Το 1987 η Shapiro έκανε την αρχική παρατήρηση που οδήγησε στην ανακάλυψη της μεθόδου ΕMDR. Ανακάλυψε ότι, η ελεγχόμενη κίνηση των ματιών μείωνε την ένταση των αρνητικών σκέψεων που προκαλούν δυσφορία.

Η Lovett (1999) σημειώνει ότι η μέθοδος EMDR αναπτύχθηκε από μια παρατήρηση μιας φυσικής συμπεριφοράς. Η ψυχολόγος Francine Shapiro ανακάλυψε σχεδόν τυχαία τη θεραπευτική δύναμη της κίνησης των ματιών μία μέρα του 1987, ενώ περπατούσε και παράλληλα σκεφτόταν κάποια ενοχλητικά γεγονότα της ζωής της. Λίγο αργότερα, όταν αναθεώρησε τις αναμνήσεις των γεγονότων ξανά, βρήκε ότι αυτές δεν ήταν πλέον ενοχλητικές. Στην σκέψη του τί έκανε εκείνη την ώρα, συνειδητοποίησε ότι ενώ αυτή σκεφτόταν, ασυνείδητα τίναζε τα μάτια της μπροστά και πίσω.  Έκανε την πρώτη ερευνητική μελέτη (Shapiro, 1989, αναφ. στο Πατούλη, 2008:60), εξετάζοντας την αποτελεσματικότητά της στη θεραπεία ψυχικά τραυματισμένων απομάχων του πολέμου του Βιετνάμ και θυμάτων σεξουαλικής βίας. Ζήτησε από τους θεραπευόμενους να εστιάζουν στην ανάμνηση που τους αναστάτωνε συναισθηματικά και παράλληλα να εστιάζουν σε ένα διεστιακό εξωτερικό ερέθισμα (με κίνηση των ματιών αριστερά-δεξιά). Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής έδειξαν ότι η μέθοδος EMDR μείωσε σε μεγάλο βαθμό τα συμπτώματα των τραυμάτων των θεραπευόμενων.

Με το πέρασμα των ετών, η Shapiro ανέπτυξε τη μέθοδό της, η οποία συμπεριλαμβάνει στοιχεία από τη γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία, τη σωματό-προσανατολισμένη  θεραπεία, την ψυχαναλυτική θεωρία, την οικογενειακή-συστημική προσέγγιση, καθώς και την εναλλάξ ενεργοποίηση των δεξιών και αριστερών ημισφαιρίων του εγκεφάλου με την κίνηση των ματιών, το άγγιγμα, ή τους ακουστικούς τόνους. Όταν τελειοποίησε τη μέθοδο, είχε όλο και μεγαλύτερη επιτυχία με τις διαταραχές ενηλίκων από όλα τα είδη του τραύματος. Τελικά η ίδια ανακάλυψε μία ολοκληρωμένη μέθοδο οχτώ σταδίων.

Ορισμός και περιγραφή της μεθόδου EMDR

Η μέθοδος EMDR, σύμφωνα με την ίδια τη Shapiro (1995:53), έχει περιγραφεί ως «μια διαδραστική, διαπροσωπική, ενδοψυχική, γνωσιακή, συμπεριφοριστική, σωματοκεντρική θεραπεία». Η Shapiro επιτρέπει με τις κινήσεις των ματιών (με την  εναλλαγή επίγνωσης ανάμεσα στις δύο πλευρές του σώματός μας) να έχουμε εύκολη πρόσβαση (και εκτόνωση) στη συναισθηματική φόρτιση μιας τραυματικής εμπειρίας (Πατούλη, 2008).

Η Shapiro (αναφ. στο Βεντουράτου, 2004) παρομοιάζει την επίδραση της μεθόδου EMDR με την επεξεργασία των βιωμάτων κατά τη διάρκεια της φάσης REM (δηλαδή των ονείρων) του ύπνου, όπου παρατηρούνται γρήγορες οφθαλμικές κινήσεις.  Έρευνες έδειξαν ότι ο πρόσθιος φλοιός του εγκεφάλου και η περιοχή που είναι αρμόδια για τη γλωσσική επεξεργασία είναι πιο ενεργοί μετά τη θεραπεία.

Η συμπερίληψη της κίνησης των ματιών παραμένει κεντρικό και αμφιλεγόμενο χαρακτηριστικό της συνολικής διαδικασίας, αν και έχει προταθεί ότι οι μορφές εναλλασσόμενων ερεθισμάτων, όπως χτύπημα των δακτύλων και οι ακουστικοί τόνοι είναι επίσης θεραπευτικοί (Shapiro, 1995, αναφ στο Shapiro, 2002:158)

Ένα βασικό στοιχείο της μεθόδου, σύμφωνα με την Πατούλη (2008), έγκειται στην αλλεπάλληλη διαδοχή του «τότε» (τραυματικές εμπειρίες) και του «τώρα» (ασφάλεια στη θεραπευτική σχέση και θεραπευτικός διάλογος), του «μέσα» (εσωτερική διεργασία) και του «έξω» (διεστιακό ερέθισμα). Η μέθοδος EMDR είναι μία συνθετική, απόλυτα δυναμική, βαθιά και με γρήγορα αποτελέσματα, μέθοδος θεραπείας του τραύματος

Από στοιχεία πολλών αποτελεσματικών ψυχοθεραπειών, ώστε να μεγιστοποιούν τα θεραπευτικά αποτελέσματα, όπως ψυχοδυναμικές, γνωσιακές-συμπεριφοριστικές, διαπροσωπικές, βιωματικές και σωματοκεντρικές θεραπείες, φάνηκε πως η θεραπεία EMDR μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε παιδιά και ενήλικες, έχοντας τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Η μέθοδος EMDR χρησιμοποιείται για τη θεραπεία βιωματικών διαταραχών και συναισθηματικών δυσχερειών που οφείλονται σε επώδυνες εμπειρίες που προκαλούνται από τραυματικά γεγονότα. Η (ανθρωπιστική) αρχή που τη διέπει είναι ότι κάθε άνθρωπος διαθέτει μία φυσική τάση για επεξεργασία και αφομοίωση των αρνητικών εμπειριών του. Εμπερικλείει την απευαισθητοποίηση και την επιταχυνόμενη επεξεργασία πληροφοριών του τραυματικού γεγονότος τα οποία είναι κλειδωμένα στην αρχική τους μορφή με τις εικόνες, τα συναισθήματα, τις αρνητικές σκέψεις και πεποιθήσεις, και τις σωματικές αισθήσεις όπως ακριβώς βιώθηκαν.

«Το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζεται ένα περιστατικό βασίζεται στο μοντέλο ότι οι μνήμες μας αποθηκεύονται σε συνειρμικά δίκτυα που αποτελούν τη βάση της αντίδρασης, των στάσεων, της αυτοαντίληψης, των χαρακτηριστικών προσωπικότητας, των συμπτωμάτων. Η προσέγγισή της αντιλαμβάνεται τα θέματα του θεραπευόμενου ως σωματικά αποθηκευμένα σε μνημονικά δίκτυα και αποτελεί σωματικό σύστημα επεξεργασίας  πληροφοριών» (Πράττου, 2008, αναφ. στο Πατούλη, 2008:13).

Η μέθοδος αυτή, σύμφωνα με τη Shapiro, είναι σημαντικό να μη χρησιμοποιείται χωρίς εκπαίδευση, καθώς είναι περισσότερο περίπλοκη απ’ όσο φαίνεται αρχικά και απαιτεί έναν εκπαιδευμένο, έμπειρο επαγγελματία για να διατηρήσει τη διαδικασία ασφαλή και επιτυχημένη. Είναι απαραίτητο για την EMDR, στην περίπτωση των παιδιών, να καθοδηγείται από έναν κλινικό που έχει ειδικευτεί στο να εργάζεται με παιδιά αλλά και να έχει την κατάλληλη εκπαίδευση πάνω στη μέθοδο EMDR, που θα είναι αναγνωρισμένη από την Διεθνή Ένωση EMDR (Shapiro, 1999).

Στόχος

Στόχος της EMDR είναι η μετατροπή της δυσλειτουργικής αφομοίωσης, μιας τραυματικής εμπειρίας, σε λειτουργική μέσα σε ασφαλές θεραπευτικό πλαίσιο. Δεν αρκείται απλώς στην εξάλειψη των συμπτωμάτων, αλλά αποσκοπεί στην επεξεργασία της αρνητικής εμπειρίας και των δυσλειτουργικών σκέψεων και συναισθημάτων σε επίπεδο ψυχολογικό, σωματικό και νευροφυσιολογικό. Η επεξεργασία, με τη μέθοδο αυτή, προσφέρεται στον θεραπευόμενο σε ένα σίγουρο πλαίσιο και του επιτρέπει να επαναπροσεγγίζει την αρνητική εμπειρία χωρίς να πλημμυρίζεται από δυσβάσταχτα συναισθήματα, αποφεύγοντας έτσι το ενδεχόμενο του επανατραυματισμού.   Ειδικότερα η EMDR θέτει ως σκοπό τα εξής:

  • τη διευκόλυνση της επίλυσης αναμνήσεων από προηγούμενες εμπειρίες (π.χ. γνωσιακή αναδιοργάνωση, προσαρμοστικές συγκινήσεις και σωματικές αντιδράσεις)
  • την απευαισθητοποίηση ερεθισμάτων που ενεργοποιούν – πυροδοτούν δυσφορία στο παρόν ως αποτέλεσμα εξαρτημένης μάθησης δεύτερης τάξης
  • την ενσωμάτωση προσαρμοστικών στάσεων, δεξιοτήτων και επιθυμητών συμπεριφορών για βελτίωση λειτουργίας στο μέλλον.

Κατά τη διάρκεια της τραυματοθεραπείας, το άτομο επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις και ικανότητές του, ανακαλύπτει τον εσωτερικό πλούτο του ψυχισμού του και ελευθερώνει το παρόν από τον τρόμο του παρελθόντος. Το καθαυτό γεγονός παραμένει κομμάτι της προσωπικής του ιστορίας. Μετά την επανεξέτασή του όμως, θα μπορέσει να αποκτήσει άλλο νόημα και θέση στη ζωή του (Πατούλη, 2008).

Η Καραμολέγκου (2011) αναφέρει ότι ο σκοπός δεν είναι να σβηστεί το τραυματικό βίωμα από τη μνήμη του ατόμου, αλλά να απευαισθητοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να του είναι πια ουδέτερο ή ανώδυνο όταν το φέρνει στη μνήμη του. Το ψυχικά τραυματισμένο άτομο θεραπεύεται, μπορεί να προχωρήσει φυσιολογικά στη ζωή του και να κάνει σχέδια για το μέλλον.

Ενδείξεις – Εφαρμογές

Τα τελευταία χρόνια η μέθοδος EMDR εφαρμόζεται με επιτυχία σε άτομα με χρόνιες ασθένειες, που έχουν βιώσει σημαντικές απώλειες (π.χ. αγαπημένου προσώπου), με διαταραχές άγχους ή επαγγελματική εξουθένωση, με πρόσφατες τραυματικές εμπειρίες (π.χ. ύστερα από ατύχημα ή από μια τραυματική εμπειρία απώλειας εργασίας), πριν και μετά από χειρουργική επέμβαση, με σοβαρή σωματική ασθένεια, με φοβίες και κρίσεις πανικού (που σχετίζονται με τραύμα), με θέματα αυτοεκτίμησης, με άγχος απόδοσης, με ψυχοσωματικούς πόνους και χρόνιους πόνους, γενικότερα, με εθισμούς, με περιπλεγμένο πένθος.

Εφαρμόζονται σε παγκόσμια κλίμακα σε θύματα φυσικών καταστροφών (από τυφώνες, πλημμύρες, σεισμούς κ.ά.) καθώς και στους επαγγελματίες που εμπλέκονται στη διαχείριση κρίσεων, όπως οι πυροσβέστες, οι αστυνομικοί, οι γιατροί, οι εκπαιδευτικοί, οι εθελοντές κ.ά., καθώς και σε θύματα πολέμων, τρομοκρατικών επιθέσεων, εγκληματικών επιθέσεων, βιασμών, βασανιστηρίων κ.ά. (Πατούλη, 2008).

 

Αποτελεσματικότητα

Η Shapiro (1999) σημειώνει ότι η έρευνα έχει αποδείξει ότι άτομα είχαν λιγότερες φοβίες ή ανησυχίες και ένιωθαν καλύτερα μετά τη χρήση της μεθόδου. Οι τέσσερις πιο πρόσφατες αυστηρά ελεγχόμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το 84-100% των συμμετεχόντων που είχαν υποφέρει από ένα μόνο τραύμα δεν είχαν πλέον τη διάγνωση της διαταραχής του μετατραυματικού στρες (PTSD) έπειτα από μόνο τρεις θεραπευτικές συνεδρίες των 90 λεπτών. Άλλες μέθοδοι έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν μόνο ύστερα από 25-100 ώρες θεραπείας, αν όχι καθόλου.

Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου EMDR, όπως αναφέρει η Γαλάνη (2011), ως μέθοδος θεραπευτικής αντιμετώπισης τραυματικών εμπειριών, έχει κατοχυρωθεί από τον Αμερικάνικο Ψυχιατρικό Σύνδεσμο, την Παγκόσμια Εταιρεία Μελετών Τραυματικού Στρες, το Βρετανικό Υπουργείο Υγείας και ανάλογους φορείς δημόσιας υγείας στη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Δανία, την Ιρλανδία και το Ισραήλ. Μέχρι τώρα περισσότεροι από 53.000 επιστήμονες της ψυχικής υγείας έχουν εκπαιδευτεί σε αυτή τη μέθοδο, ενώ υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 2.500.000 άτομα έχουν βοηθηθεί από αυτή.

Φάσεις Θεραπευτικής Διαδικασίας EMDR

Η Πατούλη (2008:15-20), αναφέρει τις  8 φάσεις διαδικασίας της μεθόδου EMDR ως εξής:

1η φάση

Η πρώτη φάση είναι μια συνεδρία που αφορά το ιστορικό του θεραπευόμενου.

Μετά την λήψη ιστορικού και την εγκαθίδρυση της θεραπευτικής σχέσης αφιερώνεται αρκετός χρόνος (συνεδρίες) ώστε ο θεραπευόμενος να νιώσει ασφαλής και αποδεκτός στο «εδώ και τώρα» και να επανασυνδεθεί με τα «θετικά στοιχεία» του. Αυτή είναι η «φάση της σταθεροποίησης». Στη διάρκειά της, ο ειδικός εκτιμά κατά πόσον είναι έτοιμος για την EMDR και αποφασίζει το σχέδιο θεραπείας και πιθανές τραυματικές μνήμες-στόχους.

2η φάση

Στη διάρκεια της δεύτερης φάσης της θεραπείας, ο ειδικός βεβαιώνεται ότι ο θεραπευόμενος διαθέτει αρκετές δεξιότητες για να χειριστεί το πιθανό συναισθηματικό βάρος και τις αναγκαίες ικανότητες για να την αντιμετωπίσει, και ότι βρίσκεται σε σχετικά σταθερή κατάσταση.

3η–6η φάσεις

Στην τρίτη φάση και μέχρι την έκτη:

Πρώτον, προσδιορίζεται μια τραυματική μνήμη-στόχος, ο οποίος γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με τη χρήση διαδικασιών EMDR. Με αυτές, ο θεραπευόμενος προσδιορίζει:

α) την πιο ζωντανή οπτική εικόνα που συνδέεται με την ανάμνηση του τραυματικού γεγονότος,

β) μια αρνητική πεποίθηση που έχει για τον εαυτό του σε σχέση με αυτήν,

γ) σχετικά συναισθήματα (συνήθως αρνητικά) και αισθήσεις του σώματος,

δ) αλλά και μια προτιμώμενη θετική πεποίθηση που θα ήθελε να νιώθει γι’ αυτή την ανάμνηση.

Η εγκυρότητα αυτής της πεποίθησης αξιολογείται, με αριθμητική αξιολόγηση από το 1 ως το 7 (όπως και η ένταση της ψυχικής ταραχής, συνήθως με αριθμητική αξιολόγηση από το 0 μέχρι το 10).

Στη συνέχεια, ο θεραπευόμενος καθοδηγείται από τον ειδικό να εστιάσει την προσοχή του στη μνήμη-στόχο, στην αρνητική σκέψη και συναισθήματα που προκύπτουν από αυτήν και στις αισθήσεις του σώματος, και ταυτόχρονα να κουνήσει τα μάτια του δεξιά-αριστερά εστιάζοντας το βλέμμα στο κινούμενο χέρι του ειδικού για 20-30 δευτερόλεπτα (μέθοδος διεστιασμού), ανάλογα με το χρόνο που χρειάζεται. Οι ειδικοί χρησιμοποιούν επίσης ακουστικούς τόνους, ελαφρά χτυπήματα ή άλλους τύπους ερεθισμών μέσω της αφής, π.χ. επαναληπτικά χτυπήματα με τα δάχτυλά τους διαδοχικά, μία στο δεξί και μία στο αριστερό χέρι του θεραπευόμενου. Κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, ο θεραπευόμενος αφήνεται ελεύθερος στους συνειρμούς του, που μπορεί να είναι αναμνήσεις, εικόνες, σκέψεις ή σωματικές αισθήσεις.

Ύστερα από κάθε ενεργοποίηση, ο θεραπευτής ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να παρατηρήσει και να εκφράσει όποια σκέψη, συναίσθημα, εικόνα, ανάμνηση ή αίσθηση παρουσιάστηκε στο μυαλό του.

Ανάλογα με την αφήγηση του θεραπευόμενου, ο θεραπευτής θα τον διευκολύνει στα επόμενα σημεία που πρέπει να προσέξει, και ξαναρχίζει τη διαδικασία διεστιασμού, η οποία επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη διάρκεια της συνεδρίας. Σε αυτή τη φάση γίνεται ταχεία επεξεργασία των πληροφοριών από τον εγκέφαλο σχετικά με την αρνητική εμπειρία, που θα τη φέρει σε θέση «προσαρμοστικής επίλυσης».

Όταν ο θεραπευόμενος δεν αναφέρει κάποια ανησυχία σχετικά με τη μνήμη-στόχο, ο θεραπευτής του ζητάει να σκεφτεί την προτιμώμενη θετική πεποίθηση που προσδιορίστηκε στην αρχή της συνεδρίας, ή κάποια καλύτερη εφόσον αυτή έχει προκύψει, και να εστιάσει την προσοχή του στη μνήμη-στόχο, κατά τη διαδικασία του διεστιασμού.

Τέλος, έπειτα από αρκετές δοκιμές, εν γένει οι θεραπευόμενοι αναφέρουν αυξημένη εμπιστοσύνη σε αυτή τη νέα, θετική πεποίθηση. Σύμφωνα με τη Shapiro, αυτό σημαίνει μείωση των συμπτωμάτων, μετακίνηση από μια αρνητική πεποίθηση του θεραπευόμενου σε μια νέα, προοπτική βελτιστοποίησης της λειτουργικότητας του ατόμου.

7η φάση

Στην έβδομη φάση, την ολοκλήρωση, ο ειδικός ρωτά τον θεραπευόμενο αν στη διάρκεια της εβδομάδας επανέλαβε τις δραστηριότητες – ασκήσεις (με στόχο την επανεγγραφή του τραυματικού γεγονότος και την εστίαση στη θετική πεποίθηση που έλαβε από τον ίδιο ώστε να χαλαρώνει τον εαυτό του.

8η φάση

Σε αυτή τη φάση γίνεται συζήτηση πάνω στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί.

Μετά το τέλος της διαδικασίας EMDR, οι θεραπευόμενοι γενικά αναφέρουν ότι η συναισθηματική καταπόνηση που συνδέεται με τη μνήμη έχει εξαλειφθεί, ή έχει μειωθεί σημαντικά, και ότι έχουν αποκτήσει σημαντική γνωστική διορατικότητα. Αυτές οι συναισθηματικές και γνωστικές αλλαγές συνήθως καταλήγουν σε αυθόρμητη συμπεριφορική και προσωπική αλλαγή.

Η θεραπεία EMDR μπορεί να διαρκέσει από 1-4 συνεδρίες για ένα τραύμα και έως ένα έτος, ή περισσότερο, για πιο σύνθετα προβλήματα.

Συνδυασμός EMDR με άλλες μεθόδους ψυχοθεραπείας

Η μέθοδος EMDR μπορεί να πραγματοποιηθεί παράλληλα με τις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες που πραγματοποιούνται από άλλους συμβούλους ψυχικής υγείας, αφού πρόκειται για στοχευόμενη θεραπεία που αφορά την αντιμετώπιση συγκεκριμένων τραυματικών περιστατικών του παρελθόντος (Γεωργιάδης, 2010).

Η Shapiro (2001:134) σημειώνει ότι «μέρος της ίδιας της ουσίας της πρακτικής της EMDR περιλαμβάνει τη χρήση των κλινικών δεξιοτήτων που σηματοδοτούν έναν καλό κλινικό με οποιοδήποτε προσανατολισμό». Επίσης, προσθέτει ότι «οι θεραπευτές με ψυχαναλυτική κατεύθυνση έχουν δώσει εκτεταμένη προσοχή στο θεραπευτικό έργο της EMDR και έχουν αναπτύξει θεωρητικές έννοιες και κλινικές στρατηγικές που μπορούν να προστεθούν στα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται από θεραπευτές άλλων κατευθύνσεων». Ακόμη, οι εφαρμοστές της EMDR έχουν πολλά να κερδίσουν από την ενσωμάτωση ιδεών και προοπτικών από την ψυχαναλυτική προσέγγιση. Η Shapiro δηλώνει ότι, σύμφωνα με την εμπειρία της, τα φαινόμενα της μεταβίβασης και αντίστασης, τα οποία είναι στο κέντρο της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, δεν είναι με κανένα τρόπο απόντα από τη μέθοδό της.

«Η EMDR συνδυάζει στοιχεία από εδραιωμένες κλινικές θεωρητικές κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένης της γνωσιακής, της συμπεριφορικής και της προσωποκεντρικής» (Shapiro, 2002:229).

Η θεραπεία EMDR συνθέτει στοιχεία από τη γνωσιακή ψυχοθεραπεία (Shapiro, 2002) (έκθεση στην ανάκληση τραυμάτων, νοερή αντιμετώπιση μελλοντικών καταστάσεων, αξιολόγηση), την ψυχανάλυση (ελεύθεροι συνειρμοί) , ενώ η χρήση του «διεστιακού ερεθίσματος» (eye movement) θυμίζει την ύπνωση. Επιπλέον, το πρωτόκολλο οχτώ φάσεων περιλαμβάνει, επίσης,  τις κύριες συμπεριφορικές τεχνικές της αξιολόγησης των ρευμάτων της συμπτωματολογίας, της αξιολόγησης της κατάστασης του θεραπευόμενου για τους παράγοντες διατήρησης του προβλήματος και τα διαπροσωπικά που ενδεχόμενα αποθαρρύνουν την αλλαγή της συμπεριφοράς, της εκπαίδευσης δεξιοτήτων αυτό-ελέγχου/διαχείρισης, κ.ά.

 

4.3 Άλλες εναλλακτικές μέθοδοι θεραπείας

 

Υπάρχουν, πέρα από τις κύριες μεθόδους που αναλύσαμε παραπάνω, κι άλλες μέθοδοι, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την θεραπεία των ψυχικών τραυμάτων.

Παρακάτω αναφέρονται συνοπτικά κάποιες από αυτές, σύμφωνα με το  Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχιατρικών όρων του Μάνου (1987):

 

α)  Σωματική Θεραπεία (Body Therapy)

Στην ψυχιατρική πρόκειται για τη βιολογική θεραπεία των ψυχικών διαταραχών με ηλεκτροσόκ, φάρμακα, κ.ά. σε αντιπαραβολή με την ψυχοθεραπεία.

Βιοενεργητική (Bioenergetics): είδος θεραπείας που αποβλέπει στην αποκατάσταση της ψυχοσωματικής ισορροπίας του ατόμου, βοηθώντας το να απελευθερώσει τη ζωτική του ενέργεια.

β) Βελονισμός

Οι Haag και Breadon (2008) ορίζουν το βελονισμό ως ένα σύστημα διάγνωσης και θεραπείας που εφαρμόζεται εδώ και 3000 χρόνια. Έχει  ολιστική προσέγγιση, καθώς αντιμετωπίζει το άτομο, και τα συμπτώματα που αυτό παρουσιάζει, ως σύνολο. Ο βελονισμός χρησιμοποιείται για να βοηθήσει συγκεκριμένα φυσικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα, όπως άγχος, κατάθλιψη, προβλήματα ύπνου, αγοραφοβία, κρίσεις πανικού, πένθος και εξαρτήσεις.

Η μέθοδος αυτή λειτουργεί με βάση την αρχή ότι η υγεία εξαρτάται από τη ροή της ζωτικής ενέργειας που διακινείται μέσα από το σώμα. Όταν το σώμα και το μυαλό είναι σε ισορροπία και η ενέργεια ρέει ομαλά, τότε η φυσική και συναισθηματική υγεία διατηρείται.

Ο βελονισμός εφαρμόζεται με την είσοδο λεπτών βελόνων σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος με αποτέλεσμα να επιτρέπει τη ροή της ενέργειας που πρέπει να αποδεσμευτεί. Από τη δυτική ιατρική άποψη, ο βελονισμός θεωρείται ότι δρα, διεγείροντας το νευρικό σύστημα να απελευθερώσει χημικές ουσίες, όπως η ενδορφίνη και η σεροτονίνη, που βοηθούν το άτομο να αλλάξει την εμπειρία των αρνητικών συναισθημάτων (πόνος, άγχος, θλίψη, κ.λπ.).

Στο επόμενο κεφάλαιο θα παρουσιαστεί ο ρόλος του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού στην αντιμετώπιση του προβλήματος της μετατραυματικής διαταραχής ενός ατόμου, οι μέθοδοι παρέμβασης που εφαρμόζονται, καθώς και οι δυσκολίες ή/και περιορισμοί που συναντώνται στην πορεία της επίλυσης του προβλήματος.

γ) Η πρωταρχική θεραπεία (Primal Therapy)

Πρόκειται για ένα σύστημα ατομικής και ομαδικής ψυχοθεραπείας, όπου ο ασθενής ενθαρρύνεται να βιώσει μια σειρά πρωταρχικών συμβάντων, βιώνοντας έτσι εκ νέου τραυματικά γεγονότα που διαμόρφωσαν αρχικά το ψυχικό του πρόβλημα και δημιούργησαν τη νεύρωσή του. Ο ασθενής ξεκινά τη θεραπεία του με μία σύντομη περίοδο απομόνωσης, την οποία ακολουθεί διάστημα εντατικής ομαδικής θεραπείας με άλλους ασθενείς που έχουν κι αυτοί ολοκληρώσει την αρχική φάση της θεραπείας τους.

 

δ) Επικεντρωμένη Θεραπεία (Focusing)

Ο Eugene Gendlin και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι κάθε ψυχολογική διαδικασία (λήψη αποφάσεων/ συγκρούσεων κ.λπ.) συνοδεύεται από μια σωματική διαδικασία που είτε την παραβλέπουμε είτε δεν την συνειδητοποιούμε. Για το λόγο αυτό προτρέπει τον ασθενή να μάθει να «ακούει» τους πόνους του και τα συμπτώματα, ώστε να έρθει σε επαφή με τη σωματική γνώση. Σε καμία περίπτωση η θεραπεία αυτή δεν αντικαθιστά τη νοητική και συναισθηματική γνώση, αλλά τις συμπληρώνει και τις υποστηρίζει.

ε) EFT(Emotional Freedom Techniques)

Ο Βαρελάς (2011) επισημαίνει ότι η μέθοδος αυτή  χρησιμοποιείται από επαγγελματίες ψυχικής υγείας για την υποστήριξη οποιουδήποτε ατόμου, σε συναισθηματικά τραυματικές καταστάσεις/εμπειρίες ή δυσκολίες προσαρμογής. Το EFT είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν τα σωματικά συμπτώματα συνδέονται με συναισθήματα, όπως στρες και άγχος. Το EFT είναι μία μέθοδος ήπια και με σχετικά σύντομα αποτελέσματα. Μερικές από τις εφαρμογές του είναι οι παρακάτω:

α)Φοβίες όπως κλειστοφοβία, υψοφοβία, αγοραφοβία, πετοφοβία, μικροβιοφοβία, νοσοφοβία, ζωοφοβία, εντομοφοβία, υδροφοβία, κοινωνική φοβία, φόβος εγκατάλειψης, φόβος για το μέλλον, φόβος για τους άλλους, φόβος για το άγνωστο, φόβος για το θάνατο κ.ά.

β) Στρεσογόνα συναισθήματα όπως ανησυχία, αγωνία, νευρικότητα, θυμός, μίσος, ,θλίψη,  ενοχή, ντροπή, έντονη απογοήτευση κ.ά.

γ)  Γενικευμένα αρνητικά συναισθήματα όπως  άγχος, κατάθλιψη, ανασφάλεια, αίσθημα ανικανότητας, καταπίεση, αδυναμία συγκέντρωσης κ.ά.

δ) Δυσάρεστες ή και τραυματικές αναμνήσεις όπως απόρριψη, αποτυχία, εγκατάλειψη, ατύχημα, κακοποίηση, ερωτική απογοήτευση κ.ά.

ε) Ψυχοσωματικά ζητήματα όπως πονοκέφαλοι, στομαχόπονοι, πόνοι στη  μέση, πόνοι στον αυχένα, ταχυπαλμία, σεξουαλικά προβλήματα (ψυχογενές), βουλιμία, νευρική ανορεξία, πολυφαγία, εθισμός σε ουσία κ.ά.

στ) Προβληματικές συμπεριφορές που έχουν ψυχογενή/συναισθηματική προέλευση ή συνιστώσα, όπως αναβλητικότητα, έλλειψη αυτοπεποίθησης ή αυτοεκτίμηση, προβλήματα σχέσεων, προβλήματα απόδοσης στην εργασία, κ.ά.

Οι τεχνικές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν συμπληρωματικά στις συνεδρίες ψυχοθεραπείας, συμβουλευτικής ή υποστήριξης για την αποφόρτιση και ανακούφιση συναισθηματικών φορτίσεων και τραυματικών εμπειριών με τρόπο αρκετά ανώδυνο. Πρέπει να σημειωθεί, βέβαια ότι δεν έχει αναγνωριστεί ως ιατρική/ψυχοθεραπευτική μέθοδος, έχει όμως διεξαχθεί ή βρίσκεται υπό εξέλιξη πλήθος ερευνών. Οι πιο πρόσφατες έρευνες για την αντιμετώπιση των μετατραυματικών διαταραχών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι συνδυασμένες θεραπείες, δηλαδή, ψυχοθεραπεία μαζί με φαρμακοθεραπεία, ειδικά στην αρχική φάση της θεραπείας του ατόμου, δίνουν τα καλύτερα και σε βάθος χρόνου αποτελέσματα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ

«Καμία καλή πράξη, όσο μικρή κι αν είναι,

δεν πάει χαμένη».

Αίσωπος

Φωτογραφία: Γιάννης Βάγιος, 30/10/2011

Φωτογραφία: Γιάννης Βάγιος, 30/10/2011

1. Εισαγωγή

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού στην καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση του προβλήματος των τραυματικών εμπειριών ενός ατόμου. Συγκεκριμένα, διατυπώνονται και αναλύονται οι ρόλοι που αναλαμβάνει ο κοινωνικός λειτουργός ανάλογα με το πλαίσιο της εργασίας του,  τις αρχές της Κοινωνικής Εργασίας και τους στόχους που θέτονται ανάλογα την περίπτωση. Το κεφάλαιο αυτό επίσης, εξετάζει τις μεθόδους παρέμβασης που εφαρμόζονται  κάθε φορά (κοινωνική εργασία με άτομο, με  ομάδες, με οικογένεια, κ.ά.). Τέλος, γίνεται αναφορά στις δυσκολίες με τις οποίες συχνά έρχεται αντιμέτωπος ο κοινωνικός λειτουργός όσον αφορά την άσκηση του έργου του.

2.  Η Κοινωνική Εργασία στην αντιμετώπιση του προβλήματος των

     τραυματικών εμπειριών ζωής

 

  Ξεκινώντας αυτό το κεφάλαιο, θα γίνει μια αναφορά στην έννοια της Κοινωνικής Εργασίας, για την οποία η Καλλινικάκη (1998:50) δίνει ένα γενικό ορισμό: « Η κοινωνική εργασία είναι μία υπηρεσία η οποία παρέχεται από έναν άνθρωπο, τον κοινωνικό λειτουργό, προς ένα ή περισσότερα άτομα προκειμένου να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τις δυσκολίες που συναντούν στα πλαίσια της ατομικής ή της συλλογικής τους ζωής».

Στην Ελλάδα η εφαρμογή της κοινωνικής εργασίας ως επιστημονικής μεθόδου και ως ειδικής τεχνικής εφαρμογής της κοινωνικής πρόνοιας άρχισε το 1950 (Καλλινικάκη, 1998).

Η Δημοπούλου (2006) προσδιορίζει το βασικό σκοπό της κοινωνικής εργασίας που είναι η βελτίωση της κοινωνικής λειτουργικότητας των ατόμων και συστημάτων.

Η Κανδυλάκη (2004) επισημαίνει ότι, η  κοινωνική εργασία αφορά σε μεγάλο βαθμό μία «πρόσωπο με πρόσωπο» αλληλεπίδραση. Η αξιολόγηση και κατανόηση των γεγονότων, των συνθηκών, των καταστάσεων και των συναισθημάτων αποτελεί προϋπόθεση. Ενώ, το επίκεντρο της πράξης της κοινωνικής εργασίας, σύμφωνα με τον, αποτελούν οι δεξιότητες διαπροσωπικής επικοινωνίας που επιτρέπουν στον κοινωνικό λειτουργό να αναπτύξει μια «καλή» σχέση με τον εξυπηρετούμενο (Cournoyer , 1991, αναφ. στο Κανδυλάκη, 2004:98).

Θεμελιώδης αξία στην κοινωνική εργασία, κατά την Κανδυλάκη (2004), είναι ο σεβασμός για τον άλλο, δηλαδή ο χειρισμός των αναγκών, των προβλημάτων και των αιτημάτων του «άλλου» με συνέπεια και ενδιαφέρον. Έτσι, ο επαγγελματίας, για να μπορέσει να κατανοήσει τον εξυπηρετούμενο, θα πρέπει αρχικά να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τις προσωπικές του προκαταλήψεις και να είναι προετοιμασμένος να ακούσει την αφήγηση της ιστορίας του εξυπηρετούμενου από τον ίδιο.

Η Johnson θεωρεί ότι, για την επίτευξη του σκοπού της κοινωνικής εργασίας, που δεν είναι άλλος από την προαγωγή ή αποκατάσταση μιας αμοιβαίας θετικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος για τη συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, ο κοινωνικός λειτουργός πρέπει να πιστεύει ότι οι συναλλαγές των ατόμων και του περιβάλλοντός τους θα πρέπει να προάγουν την αξιοπρέπεια, την ατομικότητα και την αυτοδιάθεση των εμπλεκομένων μερών. Ακόμη, όλα τα άτομα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματά τους και τις αρχές του δικαίου (Johnson,1998, αναφ στο Δημοπούλου, 2006:59). Ο κοινωνικός λειτουργός που επιθυμεί να είναι αποτελεσματικός στην άσκηση του έργου του οφείλει να γνωρίζει και να σέβεται τα όριά του.

Ο κοινωνικός λειτουργός καλείται να συμβάλλει με τις επιστημονικές, θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις, τις μεθόδους, τις δεξιότητες και τις τεχνικές που διαθέτει στην επιτυχημένη αντιμετώπιση του προβλήματος της τραυματικής εμπειρίας που έχει ζήσει ένα άτομο και έχει επηρεάσει τη σωματική, ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική του λειτουργικότητα. Ο ίδιος εστιάζει στις θετικές πλευρές της προσωπικότητας του ατόμου, ενώ αξιοποιεί στοιχεία από τη σχέση που προκύπτει με τον εξυπηρετούμενο, όπως εκδηλώνονται στη διάρκεια της συνέντευξης. Βασικό εδώ είναι να τονιστεί ότι η κλινική κοινωνική εργασία δεν επιδιώκει τη δομική αλλαγή της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία συνήθως επιχειρείται στην ψυχοθεραπεία (Καλλινικάκη, 1998).

Έτσι λοιπόν, ο κλινικός  κοινωνικός λειτουργός καλείται να αναλάβει διάφορους και σημαντικούς ρόλους κατά τη διαδικασία άσκησης της κοινωνικής εργασίας, σύμφωνα πάντα με τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματος που ασκεί όσον αφορά την προστασία του εξυπηρετούμενου αλλά και την περιφρούρηση του κύρους του επαγγέλματος και τέλος, σύμφωνα με το πλαίσιο στο οποίο εφαρμόζεται το έργο του.

Οι θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής εργασίας, σύμφωνα με τους Compton και Galaway (1980) είναι, ο σεβασμός για την αξιοπρέπεια και τη μοναδικότητα του ατόμου και η αυτοδιάθεση, που σημαίνει ότι ο εξυπηρετούμενος ενθαρρύνεται να αποφασίζει για τα θέματά του με την ελπίδα ότι οι αποφάσεις είναι υπεύθυνες και σύμφωνες με το καλό της κοινότητας (Galaway, Compton, 1980, ανάφ στο Δημοπούλου, 2006:77).  Οι παραδοσιακές αξίες που παραθέτει ο Thompson (2000), είναι η εξατομίκευση, η ενθάρρυνση στην σκόπιμη έκφραση θετικών και αρνητικών συναισθημάτων, η ελεγχόμενη συναισθηματική εμπλοκή του κοινωνικού λειτουργού στα θέματα του εξυπηρετούμενου, η παραδοχή, η μη επικριτική στάση, η αυτοδιάθεση του εξυπηρετούμενου, η εχεμύθεια. Σημαντική θέση καταλαμβάνουν ο σεβασμός για τα άτομα, η γνησιότητα, η ενσυναίσθηση και η, χωρίς όρους, θετική αντιμετώπιση (Thompson, 2000, ανάφ στο Δημοπούλου, 2006:79).

Ο Σταθόπουλος (2000), σημειώνει ότι ο κοινωνικός λειτουργός υποβοηθά, ενδυναμώνει, προωθεί τόσο τα ίδια τα άτομα, όσο και τις οικογένειές τους, τις ομάδες, τις κοινότητες, στη βελτίωση της κοινωνικής τους λειτουργικότητας (Σταθόπουλος,2000, ανάφ. στο Δημοπούλου, 2006).

Αυτό επιτυγχάνεται όταν ο κοινωνικός λειτουργός υιοθετεί ποικίλους ρόλους, όπως:

  • Συμβουλευτικό
  • Υποστηρικτικό
  • Καθοδηγητικό
  • Μεσολαβητικό
  • Παρακινητικό
  • Συνηγόρου
  • Διαχειριστή περιπτώσεων

Σε τρεις από τους παραπάνω ρόλους, η Καλλινικάκη (1998) αποδίδει ορισμούς:

Συμβουλευτικός. Βάσει αυτού του ρόλου, ο κοινωνικός λειτουργός προτείνει και ενθαρρύνει τα άτομα, να επιλέξουν τους αποδοτικότερους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων που παρουσιάζονται. Ο ίδιος συστήνει-παραπέμπει και καθοδηγεί τον εξυπηρετούμενο ή και την οικογένειά του στις υπάρχουσες και κατάλληλες υπηρεσίες, προγράμματα ώστε να αξιοποιήσουν τις παροχές τους. Επίσης, σύμφωνα με την Δημοπούλου-Λαγωνίκα (2006), ο κοινωνικός λειτουργός στοχεύει στην εντόπιση των πηγών της κοινότητας που θα φανούν χρήσιμες  στον εξυπηρετούμενο.

Μεσολαβητικός. Ο κοινωνικός λειτουργός, με αυτό του το ρόλο, στοχεύει στην   μεσολάβηση μεταξύ αναγκών του ατόμου και διαθέσιμων πόρων των κοινωνικών υπηρεσιών. «Συχνά, παράλληλα με το μεσολαβητικό του ρόλο, ο κοινωνικός λειτουργός ασκεί και το ρόλο του εκπροσώπου της οργάνωσης» (Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, 2000:161, ανάφ. στο Δημοπούλου-Λαγωνίκα, 2006:371).

Συνήγορος.  Ο κοινωνικός λειτουργός συνηγορεί για την αναγνώριση και την προστασία των δικαιωμάτων των εξυπηρετούμενων και για την εξασφάλιση των απαιτούμενων υπηρεσιών. Εκπροσωπεί και υπερασπίζεται τους εξυπηρετούμενους ενώπιον της διοίκησης για τη νομιμοποίηση των δικαιωμάτων τους. Επίσης, δραστηριοποιείται ως επίτροπος στις περιπτώσεις απροστάτευτων παιδιών ή ατόμων, που δεν μπορούν να αποφασίσουν για τον εαυτό τους.

Η Καλλινικάκη (1998), προσδίδει τρεις επιπλέον ρόλους στον κοινωνικό λειτουργό:

Απολογητικός. Συλλέγει πληροφορίες και αξιολογεί προβλήματα. Βασισμένος στα συμπεράσματά του, λαμβάνει αποφάσεις για παρέμβαση και εκτιμά την έκβαση των εισηγήσεων και των παρεμβάσεων του.

Εμψυχωτικός. Υποστηρίζει, παρακινεί, ενθαρρύνει, προτείνει και προτρέπει τα άτομα να δοκιμάσουν νέους ή εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης των κοινωνικών συνθηκών, ή ακόμα να αναλάβουν νέους ρόλους για να αποκτήσουν τη δύναμη και τα αναγκαία μέσα για την κάλυψη των αναγκών τους.

Μέλος διεπιστημονικής ομάδας. Ως μέλος της διεπιστημονικής ομάδας,  συνεργάζεται με άλλους επαγγελματίες, π.χ. ψυχολόγους, ψυχιάτρους, ιατρούς, νοσηλευτές, κ.ά., ή με το προσωπικό μιας υπηρεσίας της κοινότητας με στόχο την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Ο ρόλος αυτός είναι καίριας σημασίας καθώς, όπως σημειώνει ο Δαμίγος (2003), οι ρόλοι όλων των εργαζομένων μέσα στα πλαίσια της ψυχικής υγείας πρέπει να είναι ξεκάθαροι και συμπληρωματικοί. Είναι σημαντικό το κάθε μέλος του προσωπικού να γνωρίζει τα όριά του γιατί αυτό βοηθά το άτομο να ανακαλύψει τη θέση που κατέχει μάσα στο σχέδιο. Το στάδιο αυτό είναι πρωταρχικής σημασίας για την προκαταρκτική φάση της εκτίμησης προτεραιοτήτων. Και συμπληρώνει ότι κανένας δεν μπορεί να έχει απαντήσεις για όλα τα θέματα, όταν παρουσιάζεται ένα πρόβλημα μπορεί να καταφύγει για βοήθεια και συμβουλή στα υπόλοιπα μέλη, αυτό συνιστά και τη δύναμη της ομάδας.

Η Καλλινικάκη (1998) θεωρεί ότι ο κοινωνικός λειτουργός, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, αναπτύσσει και συνδυάζει πολλούς ρόλους, με κριτήριο τη φύση της κοινωνικής υπηρεσίας στην οποία εργάζεται καθώς και τις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου που εξυπηρετεί. Έτσι, εμπλέκεται σε διαδικασίες συνεργασίας με τους εξυπηρετούμενους, την υπηρεσία του, αλλά και με άλλες υπηρεσίες που κρίνει χρήσιμες. Οι ρόλοι αυτοί αλληλοδιαπλέκονται και εμφανίζονται ταυτόχρονα. Στη συνέχεια θα περιγράψουμε τους ρόλους που προαναφέρθηκαν ώστε να κατανοηθεί η συμβολή του κοινωνικού λειτουργού στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος.

Η συμβουλευτική διάσταση της κοινωνικής εργασίας, όπως προσθέτει η Κανδυλάκη (2004:99), «έχει πρωταρχικά έναν επικοινωνιακό χαρακτήρα. Η συμβουλευτική βασίζεται στη γλώσσα, την επικοινωνία και την κοινή, ταυτόχρονη κατανόηση». Το άτομο που βίωσε μία ή περισσότερες τραυματικές εμπειρίες, βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, πανικού, αισθάνεται σύγχυση, κάτι τέτοιο το οδηγεί σε κατάσταση «παγώματος» και αδράνειας, σε απομόνωση ή απογοήτευση. Στο σημείο αυτό, ο κοινωνικός λειτουργός καλείται να παρέμβει συμβάλλοντας, μέσω του συμβουλευτικού του ρόλου, κατ’ αρχήν στον εντοπισμό και τη διερεύνηση του προβλήματος, την αντίληψη της πραγματικότητας μέσα από μια άλλη οπτική που προάγει τη μείωση των αρνητικών συναισθημάτων, τη συνειδητοποίηση της πραγματικής διάστασης του προβλήματος αλλά και την ενστάλαξη αισιοδοξίας, που θα κινητοποιήσει τον εξυπηρετούμενο προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που βιώνει.

Η εργασία  του αποσκοπεί στο να ενεργοποιήσει το άτομο μέσω της απεμπλοκής και της ενδυνάμωσης που επιδιώκεται με τη συμβουλευτική. Ο σύμβουλος-κοινωνικός λειτουργός προσπαθεί να κατανοήσει την προσωπική αλήθεια του ατόμου, το πώς εκείνο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μέσα από την προσεκτική ακρόαση της αφήγησής του, ενώ συντελεί στην απόκτηση βαθιάς γνώσης του εαυτού, της κοινωνικής πραγματικότητας, των δυνατοτήτων και των παρεχόμενων ευκαιριών. Μέσα από την κριτική συνειδητοποίηση το άτομο μπορεί να οδηγηθεί στον εκ νέου προσδιορισμό της πραγματικότητας και στην ανάληψη δράσης που θα επιφέρει την αλλαγή.

Όταν ο κοινωνικός λειτουργός παρεμβαίνει σε μια κατάσταση, όπου το άτομο βιώνει κρίση λόγω ενός τραυματικού γεγονότος στη ζωή του, ο ίδιος δύναται να παρέμβει συμβουλευτικά. Η παρέμβαση βασίζεται σε θεωρίες βραχείας συμβουλευτικής παρέμβασης, έχει περιορισμένη, δηλαδή χρονική διάρκεια και επιδιώκει την επαναφορά του ατόμου, της οικογένειας, της ομάδας ή της κοινότητας στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από την κρίση ή σε μία βελτιωμένη κατάσταση.

Οι βασικές αρχές, στις οποίες οφείλει να βασίζεται ο κοινωνικός λειτουργός είναι, προσδιορίζοντας και η  Κανδυλάκη (2004:188), «η ατομικότητα, η εχεμύθεια, η αποδοχή του άλλου, η υιοθέτηση μη κριτικής στάσης, η ελεγχόμενη συναισθηματική εμπλοκή, η σκόπιμη έκφραση συναισθημάτων, η παροχή δυνατότητας αυτοδιαχείρισης από τον εξυπηρετούμενο και αυτοδιάθεσης».

Όταν ο κοινωνικός λειτουργός αναλαμβάνει παραπεμπτικό ρόλο, αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να βοηθήσει το άτομο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της κατάστασής του, το παραπέμπει  σε κατάλληλο επαγγελματία ειδικό ή σε κατάλληλο πλαίσιο/ίδρυμα/υπηρεσία (όπως ΟΑΕΔ για τον επαγγελματικό προσανατολισμό, εξεύρεση εργασίας, δομές για παροχή εξειδικευμένης ψυχοθεραπείας, κ.ά.) (Σταθόπουλος, 2005).

Ο κοινωνικός λειτουργός παρέχει, μέσα από την επαγγελματική σχέση, ψυχοσυναισθηματική υποστήριξη στο άτομο που την έχει ανάγκη. Αυτή συνοδεύεται από την υπόδειξη και την ενθάρρυνση για υλοποίηση διαφόρων δραστηριοτήτων, π.χ. σε περίπτωση αίτησης προστασίας ατόμου από τις δικαστικές αρχές όταν παρουσιάζεται απειλούμενος ηθικός κίνδυνος.

Παρακάτω θα μελετήσουμε το ρόλο του κοινωνικού λειτουργού στην αντιμετώπιση των τραυματικών εμπειριών ζωής, ανάλογα το πλαίσιο άσκησης του έργου του.

Υπηρεσίες Υγείας

Ο κοινωνικός λειτουργός, ο οποίος εργάζεται σε υπηρεσίες υγείας, δηλαδή σε νοσοκομεία, στα κέντρα υγείας κ.ά., έχει ως αποστολή να κατανοήσει τις συναισθηματικές, κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες του ασθενή που βιώνει μία τραυματική εμπειρία ασθένειας ή ατυχήματος και να δώσει στο γιατρό και το νοσηλευτικό προσωπικό μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την κοινωνική, οικονομική, οικογενειακή κατάσταση του εξυπηρετούμενου.

Σύμφωνα με τον Σταθόπουλο (2005), ο κοινωνικός λειτουργός αναλαμβάνει τους εξής ρόλους: ενημερωτικός για τη φύση και τη σοβαρότητα της ασθένειας (ή ατυχήματος) και την πιθανή διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, ενθαρρυντικός με σκοπό να μειώσει το άγχος και να βοηθήσει τον ασθενή και την οικογένειά του να διαμορφώσουν μια θετική στάση προς τις υπηρεσίες και το προσωπικό του νοσοκομείου. Ακόμη, ο κοινωνικός λειτουργός οργανώνει ομάδες από ασθενείς (ή με συγγενείς ασθενών) προκειμένου να συζητήσει μαζί τους.

Ένας άλλος σκοπός του κοινωνικού λειτουργού είναι προτροπή προς τους ασθενείς, έτσι ώστε να εκφράσουν τους φόβους και τα αρνητικά συναισθήματα  που νιώθουν (οργή, απόγνωση), ιδιαίτερα όταν η ασθένεια είναι χρόνια. Όταν καθίσταται αναγκαία η συνέχιση της θεραπείας του ασθενούς σε άλλο πιο εξειδικευμένο πλαίσιο, ο κοινωνικός λειτουργός αναλαμβάνει την παραπομπή του στο κατάλληλο ίδρυμα για να υποβοηθηθεί η σωματική και ψυχοσυναισθηματική αποκατάσταση του ασθενή (π.χ. ψυχοθεραπεία, φυσικοθεραπεία), ενώ μεριμνά  για άλλες κοινωνικές υπηρεσίες (ΟΑΕΔ για εξεύρεση εργασίας).

Τέλος, ο κοινωνικός λειτουργός αποτελεί μέλος της διεπιστημονικής ομάδας υγείας. Εδώ, ο ίδιος συλλέγει πληροφορίες μέσω του κοινωνικού ιστορικού του ασθενή, που συμπληρώνει, το παρουσιάζει στην επιστημονική ομάδα και συνεργάζεται με άλλους ειδικούς για την ομαλή προσαρμογή του ασθενούς.

Ο Σταθόπουλος (2005) αναγνωρίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. βαριάς μορφής αναπηρία), απαιτείται συνήθως μακροχρόνια παρέμβαση του κοινωνικού λειτουργού, για την ένταξη των θεραπευόμενων στην τοπική κοινότητα, την αποϊδρυματοποίηση και ομαλοποίηση των συνθηκών διαβίωσης τους.  Προσθέτει επίσης, ότι ο κοινωνικός λειτουργός, στο πλαίσιο εργασίας του με ανάπηρους –σωματικά, διανοητικά, ψυχικά- και άτομα με χρόνιες παθήσεις, καλείται να παρέμβει τόσο στο μίκρο-επίπεδο  όσο και στο μάκρο-επίπεδο.

Στο μίκρο-επίπεδο εφαρμόζει μεθόδους και τεχνικές συμβουλευτικής και στήριξης, με το ίδιο το άτομο, την οικογένειά του και το άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον. Ειδικά στις περιπτώσεις βαριάς μορφής αναπηρίας με περιορισμένες ή και ελάχιστες προοπτικές βελτίωσης (λ.χ. αυτισμός, τετραπληγία) ή σε περιπτώσεις ψυχικής ασθένειας και  AIDS, η οικογένεια διακατέχεται από συναισθήματα ντροπής, ενοχής, και θυμού και έτσι αποστασιοποιείται. Οπότε, υπάρχει ανάγκη στο οικογενειακό περιβάλλον, για βοήθεια (πολλή και μακροπρόθεσμη ίσως), προκειμένου να αποδεχτούν την κατάσταση αλλά και να δεχτούν την υποχρέωσή τους να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, βοηθώντας το μέλος που χρειάζεται υποστήριξη.

Στο μάκρο-επίπεδο, ο κοινωνικός λειτουργός, καλείται να διαμορφώσει θετική στάση και αποδοχή των αναπήρων από την κοινή γνώμη μέσω της πληροφόρησης, της εκπαίδευσης στις ανάγκες των αναπήρων και ενεργοποίησης της κοινότητας (ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και επίσημα δίκτυα κοινωνικής φροντίδας).

Σε περιπτώσεις ψυχικής ασθένειας, σύμφωνα με τον Σταθόπουλο (2005), ο ψυχίατρος, ο κοινωνικός λειτουργός και ο ψυχολόγος συμμετέχουν ουσιαστικά στη διεπιστημονική ομάδα.

Ο Δαμίγος (2003) παρουσιάζει τον Ξενώνα Ατόμων με ειδικές ψυχοκοινωνικές ανάγκες, που φιλοξενεί άτομα με ψυχικές διαταραχές και σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα, τα οποία δεν έχουν οικογενειακό περιβάλλον ή άτομα που κρίνεται θεραπευτική η απομάκρυνσή τους από το περιβάλλον της οικογένειάς τους ή που χρειάζονται μια περίοδο προσαρμογής και επανεκπαίδευσης για την ζωή τους στην κοινότητα. Ο κοινωνικός λειτουργός εργάζεται στο πλαίσιο αυτό και συνεργάζεται μαζί με άλλες ειδικότητες όπως ψυχίατρους, ψυχολόγους, νοσηλευτές, κ.ά.

Σε τέτοιου είδους δομές,  ο κοινωνικός λειτουργός οργανώνει τις υπηρεσίες του, ώστε να είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες που αφορούν τους ασθενείς, σε όλα τα υπόλοιπα μέλη της Θεραπευτικής Ομάδας. Οργανώνει και τηρεί φάκελο για κάθε ασθενή, μέσα στον οποίο καταγράφονται πληροφορίες που αφορούν στο Κοινωνικό Ιστορικό, στην επικοινωνία του ασθενή με τα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, στις συναντήσεις που γίνονται μεταξύ του κοινωνικού λειτουργού και του ασθενούς και στις συναντήσεις με τα συγγενικά πρόσωπα (Εκθέσεις Κοινωνικής Έρευνας).

Επιπρόσθετα, τακτοποιεί τα θέματα που αφορούν τα μέλη της δομής, σε διάφορες υπηρεσίες της κοινότητας (ασφάλιση, συνταξιοδότηση, εργασιακή αποκατάσταση κ.τ.λ.) στο βαθμό που οι ίδιοι δεν μπορούν να το υλοποιήσουν.

Ο Σταθόπουλος (2005) σημειώνει ότι τα άτομα με προβλήματα κώφωσης ή βαρηκοΐας, όπως και με προβλήματα όρασης (σημαντική ή καθολική απώλεια οπτικής οξύτητας), είτε αυτή είναι εκ γενετής είτε ως αποτέλεσμα κάποιου ατυχήματος ή ασθένειας, βιώνουν έντονα συναισθήματα άγχους, θλίψης, απογοήτευσης, κ.λπ. Ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού στα άτομα αυτά είναι υποστηρικτικός-συμβουλευτικός. Τα πλαίσια στα οποία προσφέρει το έργο του ένας κοινωνικός λειτουργός, όσον αφορά τα άτομα με προβλήματα κώφωσης, είναι ενδεικτικά το Εθνικό Ίδρυμα Προστασίας Κωφαλάλων που έχει παραρτήματα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε παιδιά, το Ίδρυμα Πρόνοιας και Εκπαίδευσης Κωφών και Βαρήκοων, κ.ά.

Όσον αφορά τα προβλήματα όρασης λειτουργούν διάφορες υπηρεσίες, στις οποίες δραστηριοποιείται ο κοινωνικός λειτουργός. Το Κ.Ε.Α.Τ. το οποίο προσφέρει και κοινωνική υπηρεσία για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στα παιδιά και τις οικογένειές τους, ο Φάρος Τυφλών με σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση των τυφλών ατόμων και άλλα πλαίσια.

Τα άτομα με εγκεφαλική παράλυση πρέπει να παραπέμπονται σε ειδικές διαγνωστικές και θεραπευτικές υπηρεσίες. Ο κοινωνικός λειτουργός παρέχει τις συμβουλευτικές υπηρεσίες του στους γονείς των παιδιών αυτών στην Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκατάστασης Αναπήρων Παίδων (ΕΛ.Ε.Π.Α.Α.Π.).

Στον εθελοντικό τομέα λειτουργεί το Κέντρο Αποκατάστασης Σπαστικών Παιδιών (Κ.Α.Σ.Π.) όπου ο κοινωνικός λειτουργός συνεργάζεται με τις οικογένειες για την ένταξη των παιδιών στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.

Οι υπηρεσίες και τα προγράμματα για την αντιμετώπιση του AIDS, στα οποία δύναται ο κοινωνικός λειτουργός να βοηθήσει με το έργο του, παρουσιάζονται από τον Σταθόπουλο (2005). Βάσει αυτού, οι υπηρεσίες, όπου ο κοινωνικός λειτουργός συντελεί στη συμβουλευτική και ψυχοσυναισθηματική υποστήριξη του ασθενούς είναι το Κ.Ε.Ε.Λ. (Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων), ο Συμβουλευτικός Σταθμός, που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης των φορέων και των ασθενών του AIDS και των οικογενειών τους και άλλοι.

Ο κοινωνικός λειτουργός, ως μέλος της διεπιστημονικής ομάδας, αντιμετωπίζει σφαιρικά τα πολύπλευρα προβλήματα των φιλοξενούμενων σε ξενώνες, όπως στον Ξενώνα του Πειραιά, στον οποίο και διαμένουν άτομα τα οποία έχουν προσβληθεί από AIDS. Σε διάφορα νοσοκομεία, επίσης, λειτουργούν Κέντρα Αναφοράς και Κέντρα Ελέγχου AIDS, στα οποία ο κοινωνικός λειτουργός παρέχει ενημέρωση και συμβουλευτική καθοδήγηση των φορέων ή/και μεριμνά για τη σύνδεση με τα αντίστοιχα Κέντρα Αναφοράς της Π.Ο.Υ. (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας) και άλλων διεθνών οργανισμών. Τέλος, λειτουργούν γραμμές βοήθειας για θέματα AIDS, όπως αυτό του Νοσοκομείου «Συγγρός», όπου και μπορεί ένας κοινωνικός λειτουργός να παράσχει τις υπηρεσίες του.

Όσον αφορά τα άτομα που πάσχουν από καρκίνο, ο κοινωνικός λειτουργός προσφέρει τις υποστηρικτικές υπηρεσίες του στην Κοινωνική Υπηρεσία των νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας, αλλά και ποικίλους άλλους φορείς, όπως για παράδειγμα η Γραμμή Ελπίδας της Αντικαρκινικής Εταιρείας, ως μέλος μιας θεραπευτικής ομάδας με ψυχίατρο, ψυχολόγο, νοσηλευτή, θεραπευτή. Βασικό του μέλημα είναι η προστασία και επανένταξη του ασθενούς στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι λοιπόν, ο ρόλος έγκειται στο να ενημερώνει και να δίνει συμβουλές για πρακτικά θέματα, όπως ασφαλιστικά, εργασιακά, κλπ ζητήματα, να συμπληρώνει το κοινωνικό ιστορικό του ασθενούς και, φυσικά, να υποστηρίζει και να ενθαρρύνει τον εξυπηρετούμενο να εκφράσει τα συναισθήματά του, καθώς και να τα κατανοήσει και επεξεργαστεί. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κοινωνικός λειτουργός δεν στηρίζει μόνο τον ίδιο τον ασθενή, αλλά και την οικογένειά του, η οποία επηρεάζεται από την παρουσιαζόμενη ασθένεια.

Ο κοινωνικός λειτουργός προσφέρει τις κοινωνικές υπηρεσίες του ώστε να βοηθήσει άτομα εξαρτημένα από τοξικές ουσίες (ναρκωτικά) ή αλκοόλ. Σκοπός εδώ είναι μέσω της συμβουλευτικής, υποστήριξης, κινητοποίησης και εμψύχωσης να συντελέσει στην αλλαγή του τρόπου ζωής του χρήστη. Αυτό δύναται να το πραγματοποιήσει σε ποικίλους φορείς, μερικοίεκ των οποίων είναι ο Οργανισμός για την Καταπολέμηση των Ναρκωτικών (Ο.ΚΑ.ΝΑ.), που έχει ιδρυθεί από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.) με τις θεραπευτικές μονάδες του, κ.ά. Τέλος, στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (Δαφνί) λειτουργεί το πρόγραμμα «18 άνω» για την απεξάρτηση ναρκομανών, καθώς και στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, όπου και είναι σε λειτουργία το πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης εξαρτητικών καταστάσεων, «ΙΑΣΩΝ». Βέβαια,  λειτουργούν και κάποιες τηλεφωνικές γραμμές, όπως είναι η Ανοιχτή Γραμμή Απεξάρτησης ΙΑΣΩΝ, η ανοιχτή γραμμή απεξάρτησης Τοξικομανών, η ανοιχτή γραμμή του ΨΝΑ για Αλκοολικούς, οι οποίες πέρα από διάφορες άλλες ειδικότητες, απαρτίζονται και από κοινωνικούς λειτουργούς,

Πρωταρχικό καθήκον του κοινωνικού λειτουργού, στο ευαίσθητο και πολύ σημαντικό θέμα της παιδικής κακοποίησης, οφείλει να είναι η προστασία του παιδιού. Οπότε, ο ρόλος του έγκειται στον έλεγχο, μαζί με άλλους εμπλεκόμενους φορείς, των πληροφοριών σχετικά με τα παιδιά και τις οικογένειες που έχουν παραπεμφθεί. Επίσης, η στενή συνεργασία του με τους άλλους εμπλεκόμενους επαγγελματίες (π.χ. ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ιατροδικαστές, κ.ά.) αποτελεί βασική ευθύνη του.

Ο κοινωνικός λειτουργός σχετίζεται άμεσα με τις ανάγκες και την προστασία του παιδιού και συχνά είναι αυτός που προγραμματίζει για τις ιατρικές εξετάσεις και για την απαιτούμενη συμβουλευτική. Σε περιπτώσεις που υπάρχει δεδομένη σεξουαλική κακοποίηση είναι υποχρεωμένος, μέσω του επαγγελματικού του συμβολαίου, να παρέχει πληροφορίες στις αστυνομικές αρχές. Κατά τα αρχικά στάδια της παραπομπής ο κοινωνικός λειτουργός έρχεται σε επαφή με τα παιδιά και τους γονείς αναλαμβάνοντας διάφορους ρόλους. Αυτοί οι ρόλοι είναι οι εξής:

Καθοδηγητικός. Απαντά σε ερωτήσεις και παρέχει πληροφορίες

Ενθαρρυντικός. Επιτρέπει να εκφραστούν ανησυχίες και άγχη που νιώθουν οι γονείς

Αξιολογητικός. Μέσω της λήψης του κοινωνικού ιστορικού επιτρέπεται η εκτίμηση και η μελλοντική αντιμετώπιση του περιστατικού (Porter,1987).

Τα παιδιά και οι έφηβοι οι οποίοι βιώνουν το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή την ασθένεια χρειάζονται αναμφίβολα ιδιαίτερη μεταχείριση προκειμένου να διαχειριστούν όλο αυτό το τραυματικό βίωμα. Ο κοινωνικός λειτουργός που εργάζεται σε φορείς για την στήριξη αυτών των ατόμων, παραδείγματος χάριν σε Συμβουλευτικά Κέντρα, όπως είναι η Κοινωνική Μέριμνα ή η Μέριμνα, αναλαμβάνει υποστηρικτικό ρόλο τόσο στα ίδια τα άτομα όσο και στους ενήλικες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή τους (Κέντρο Εργάνη, 2007).

Στις περιπτώσεις των κακοποιημένων γυναικών, ο κοινωνικός λειτουργός ανάλογα πάντα με το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται (κοινωνική υπηρεσία νοσοκομείου, Κέντρα Υποδοχής Κακοποιημένων Γυναικών, Κέντρα Φιλοξενίας και Στήριξης, Συμβουλευτικά Κέντρα για Βία κατά Γυναικών, Συμβουλευτικό Κέντρο Κακοποιημένων Γυναικών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και εξειδικευμένοι Φορείς Στήριξης, κ.ά.), προσφέρει ψυχοκοινωνική στήριξη στα άτομα αυτά, ενημέρωση για τις παρεχόμενες υπηρεσίες που θα τους φανούν χρήσιμες, συμβουλευτική. Τέλος, συνεργάζεται με άλλες ειδικότητες (παιδοψυχολόγο, παιδοψυχίατρο, ιατροδικαστή, κ.ά.) ως μέλος την διεπιστημονικής ομάδας και με άλλες υπηρεσίες όταν υπάρχουν προβλήματα με τα παιδιά (Κέντρο Εργάνη, 2007).

Οι πρόσφυγες, που υπέστησαν βασανιστήρια, έχουν αυξημένες και ιδιαίτερες δυσκολίες στην προσαρμογή τους στο νέο κοινωνικό περιβάλλον, όπως προσθέτει η Κοκκέβη: «Τα ψυχολογικά και ψυχικά προβλήματα, με κυριότερη έκφραση την επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος, εκφράζονται σε όλη την κλίμακα της κοινωνικής ζωής. Στις σχέσεις τους προς τους τρίτους, προς τις κρατικές υπηρεσίες, προς τις Ιατρικές μεθόδους» (Κοκκέβη, χ.χ.:2, αναφ. στο Σταθόπουλος, 2005:439). Οι άνθρωποι αυτοί, όπως υποστηρίζει ο Σταθόπουλος (2005), είναι ανίκανοι για κάθε ανθρώπινη σχέση, καθώς έχουν υποστεί σωματικά βασανιστήρια που τους έχουν αφήσει αναπηρίες, αλλά και ψυχολογικά βασανιστήρια που αποδιοργανώνουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. Τα  παραπάνω άτομα εξυπηρετούνται από το Ιατρικό Κέντρο Αποκαταστάσεως Θυμάτων Βασανιστηρίων, που αποσκοπεί στη θεραπεία τους. Ο κοινωνικός λειτουργός προσφέρει τη υποστηρικτική-συμβουλευτική του παρέμβαση σε συνεργασία πάντα με τα υπόλοιπα μέλη της διεπιστημονικής ομάδας.

Στο τέλος, καλό θα ήταν να γίνει μια αναφορά στις περιπτώσεις των ατόμων που είναι θύματα φυσικών καταστροφών, όπως είναι οι σεισμοί που προκαλούν διατάραξη των δικτύων οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων και διάσπαση της κοινωνικής συνοχής μιας κοινότητας. Ο κοινωνικός λειτουργός καλείται ως μέλος  διεπιστημονικής ομάδας, που λειτουργεί στα πλαίσια διάφορων φορέων, πχ. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.), Κέντρα Κοινωνικής Στήριξης (Κ.Κ.Σ.), Ξενώνες Προσωρινής Φιλοξενίας, κ.ά., να βοηθήσει μέσω των υποστηρικτικών τεχνικών και δεξιοτήτων του στην αποτελεσματική αποκατάσταση των πληθυσμιακών ομάδων που θίχτηκαν από το καταστροφικό γεγονός στην ανάκαμψη της κρίσης και στην επάνοδό τους, τουλάχιστον στο επίπεδο λειτουργικότητας που βρισκόταν πριν από την κρίση (Δημοπούλου, 2006).

3. Μέθοδοι παρέμβασης της Κοινωνικής Εργασίας

Με τον όρο παρέμβαση, εννοούμε: «…την οργανωμένη, μεθοδική και επιδέξια αξιοποίηση που κάνει ο κοινωνικός λειτουργός, σε δεδομένη στιγμή, των γνώσεών του, των μέσων και των τεχνικών που έχει στη διάθεσή του, για να υλοποιήσει σκοπούς που έχει θέσει για τα άτομα-μέλη και για την ομάδα» (Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, 2006:31).

Οι πρώτες μορφές συστηματοποιημένης γνώσης που θεμελίωσαν τη μεθοδολογία της κοινωνικής εργασίας εμφανίστηκαν στο βιβλίο της Richmond, Social Diagnosis (Κοινωνική Διάγνωση) το 1917, και αφορούν την κοινωνική εργασία με άτομα.

Η μεθοδολογία της κοινωνικής εργασίας αποτελείται, όπως αναλύει και η Δημοπούλου-Λαγωνίκα (2006), από συστηματοποιημένες, οργανωμένες γνώσεις και αρχές της κοινωνικής εργασίας, που έχουν παράλληλα ενσωματώσει επιλεγμένες θεωρήσεις από ψυχολογικά, ψυχαναλυτικά και κοινωνιολογικά μοντέλα σε συνδυασμό με τις πρακτικές της εφαρμογές και τελικά έχουν μορφοποιηθεί σε ενοποιημένα σύνολα.

Μεταξύ άλλων στόχων, της παρέμβασης της κοινωνικής εργασίας, είναι και η εύρυθμη κοινωνική λειτουργία των ατόμων, ομάδων και κοινοτήτων, καθώς και η εξάλειψη των κοινωνικών προβλημάτων που επηρεάζουν την κοινωνική λειτουργία των ατόμων (Καλλινικάκη, 1998). Ενώ, η Δημοπούλου-Λαγωνίκα (2006:58) επισημαίνει ότι: «ο βασικός σκοπός της εφαρμογής της κοινωνικής εργασίας είναι η βελτίωση της κοινωνικής λειτουργικότητας των ατόμων και των συστημάτων».

Όλες οι μέθοδοι παρέμβασης της κοινωνικής εργασίας εφαρμόζονται τηρώντας κάποιες κοινές αρχές (συμμετοχή, εξατομίκευση, σεβασμός στο ρυθμό αλλαγής του εξυπηρετούμενου) και τη δεοντολογία της κοινωνικής εργασίας . Επίσης εφαρμόζονται στο πλαίσιο κοινωνικών υπηρεσιών και οργανώσεων, της διεπιστημονικής συνεργασίας με επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων που εργάζονται στην ίδια κοινωνική υπηρεσία. Επιπρόσθετα, οι μέθοδοι αυτοί εφαρμόζονται κατά στάδια-φάσεις παρέμβασης (μελέτη, διάγνωση, σχεδιασμός, εφαρμογή σχεδίου, αξιολόγηση). Η επιλογή των μεθόδων καθορίζεται από το είδος του προβλήματος και από το στόχο που έχει τεθεί (Καλλινικάκη, 1998).

Όταν ο κοινωνικός λειτουργός καλείται να παρέμβει στις περιπτώσεις των τραυματικών εμπειριών ζωής εφαρμόζει τις παρακάτω μεθόδους παρέμβασης:

Κοινωνική Εργασία με Άτομα (ΚΕΑ)

Η Richmond (1922), ορίζει την κοινωνική εργασία με άτομα ως τις διεργασίες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα από συνειδητές προσπάθειες. Στο πλαίσιο αυτό ο κοινωνικός λειτουργός αναλαμβάνει και αναπτύσσει τεχνικές συμβουλευτικής και υποστήριξης. Η συμβουλευτική κοινωνική εργασία συμβάλλει στην αποκάλυψη των αδυναμιών και στην έκφραση και το χειρισμό των συναισθημάτων και των αμυντικών μηχανισμών που χρησιμοποιεί ο εξυπηρετούμενος στις διαπροσωπικές του σχέσεις (Richmond, 1922, ανάφ. στο Καλλινικάκη, 1998:126).

Η μέθοδος αυτή, στοχεύει στην απελευθέρωση και ενεργοποίηση των παραγνωρισμένων δυνάμεων και των παραμελημένων ικανοτήτων του ατόμου, οι οποίες θα συντελέσουν στη διαδικασία λύσης των προβλημάτων και στην ορθολογικότερη αντιμετώπιση μελλοντικών δυσκολιών. Η εφαρμογή της ΚΕΑ προϋποθέτει την εκπαίδευση και την εξοικείωση του κοινωνικού λειτουργού με τις τεχνικές της συνέντευξης, καθώς η συνέντευξη, όπως σημειώνει η Κανδυλάκη (2004:191): «αποτελεί κύριο εργαλείο παρέμβασης στην κοινωνική εργασία και τη συμβουλευτική». Ο  κοινωνικός λειτουργός, μέσα από τις συνεντεύξεις που πραγματοποιεί με τον εξυπηρετούμενο, εστιάζει στις δυνάμεις του «Εγώ», στις συνειδητές πλευρές της προσωπικότητας του ατόμου, ενώ η βοήθεια αφορά ορατά προβλήματα.

Τα αντικείμενα της ΚΕΑ είναι η υποδοχή και η διάκριση του αιτήματος του εξυπηρετούμενου, η ψυχοκοινωνική αξιολόγηση (κοινωνικό ιστορικό), η διατύπωση της διάγνωσης και η ανακοίνωσή της, ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης του προβλήματος, η αντιμετώπιση και η παρέμβαση για την αποκατάσταση του προβλήματος, η κοινωνική ένταξη/επανένταξη, η συνεχής αξιολόγηση της πορείας της παρέμβασης, η ενημέρωση-ανατροφοδότηση της ομάδας των συναδέλφων και των συνεργατών-μελών της διεπιστημονικής ομάδας της κοινωνικής υπηρεσίας, η συμπλήρωση του αρχείου της περίπτωσης και των απαιτούμενων εκθέσεων, το κλείσιμο της συνεργασίας και τέλος, η διατύπωση, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, πρότασης παραπομπής του εξυπηρετούμενου σε άλλη υπηρεσία ή πρόγραμμα (Καλλινικάκη, 1998).

Ένα από τα πρότυπα (μοντέλα) άσκησης της  ΚΕΑ είναι, όπως επισημαίνει η Καλλινικάκη (1998), το πρότυπο παρέμβασης στην κρίση που αναφέρεται στην εργασία των κοινωνικών λειτουργών που έρχονται σε επαφή με άτομα και οικογένειες ακριβώς ή λίγο μετά την εκδήλωση μιας κατάστασης κρίσης, δηλαδή άτομα που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα (π.χ. ανακοίνωση διάγνωσης μιας ανίατης νόσου, κ.λπ.). Η βοήθεια σε αυτή την περίπτωση επικεντρώνεται στην άμεση αντιμετώπιση και την επούλωση των σοβαρότερων και πιο απειλητικών τραυμάτων, στη συναισθηματική υποστήριξη, στη βοήθεια για την εξεύρεση προσωρινών λύσεων και στη διευθέτηση πρακτικών θεμάτων.

Κοινωνική Εργασία με Ομάδες (ΚΕΟ)

Ο όρος «ομάδα», βάσει του ορισμού που δίνει η Καλλινικάκη (1998:138) «…αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων που είναι περισσότερα από δύο, τα οποία διατηρούν επαφή μεταξύ τους, διαθέτουν και αναγνωρίζουν ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα ή μια κοινή ιδιότητα και επιδιώκουν έναν τουλάχιστον κοινό στόχο».

Έτσι, για παράδειγμα, σε ένα νοσοκομείο ο κοινωνικός λειτουργός μπορεί να οργανώνει ομάδες επικοινωνίας, κατά θάλαμο ασθενών ή κατά νόσο, ομάδες ενημέρωσης-στήριξης συγγενών ή ομάδες αυτοβοήθειας των ασθενών μετά την έξοδο τους από το νοσοκομείο. Ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού, σε αυτή τη μέθοδο, μπορεί να είναι μεσολαβητικός, υποστηρικτικός, συμβουλευτικός ή περιοριστικός.

Τέλος, η ΚΕΟ εφαρμόζεται αυτόνομα αλλά και συνδυαστικά με τις άλλες μεθόδους της κοινωνικής εργασίας (συχνότερα με την Κοινωνική Εργασία με Άτομο αλλά και με την  Κοινωνική Εργασία με Οικογένειες).

Ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στόχους της ΚΕΟ, που παραθέτονται από την Καλλινικάκη (1998), είναι η ενθάρρυνση των ατόμων-μελών να προχωρήσουν στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, ώστε να μειώσουν τις πιέσεις που υφίστανται και να προσαρμοστούν καλύτερα (κακοποιημένα παιδιά, παιδιά με γονέα ψυχικά ασθενή, ενήλικες με καρκίνο, συγκάτοικοι σε ξενώνες κ.ά.).  «Η καλή επικοινωνία επιτρέπει στον κοινωνικό λειτουργό να «περάσει» στα μέλη την πρόθεσή του να βοηθήσει στην υλοποίηση των σκοπών της ομάδας, και έτσι δημιουργείται κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης που ενθαρρύνουν την και ή προσπάθεια» (Konopka, 1963:109, αναφ. στο Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, 2006:39).

Κοινωνική Εργασία με Κοινότητες (ΚΕΚ)

Η κοινότητα αποτελείται από ένα αριθμό κάτοικων (500-10.000),  που νιώθουν ότι ανήκουν σε ένα σύνολο, έχουν κοινά ενδιαφέροντα, συμφέροντα, κοινούς στόχους και αντιμετωπίζουν ένα ή περισσότερα κοινωνικά προβλήματα.

Η Κοινωνική Εργασία με Κοινότητες (ΚΕΚ) «είναι μια διαδικασία κινητοποίησης και βοήθειας της κοινότητας  ούτως ώστε να αντιληφθεί την πραγματική διάσταση των ζητημάτων που την απασχολούν , να τα αξιολογήσει, να τα ιεραρχήσει και να σχεδιάσει με συστηματικό και κατάλληλο τρόπο την αντιμετώπισή τους». Ένα από τα αντικείμενα ενασχόλησης της ΚΕΚ είναι η οργάνωση ομάδων πρωτοβουλίας, αυτοβοήθειας και αμοιβαίας βοήθειας στο επίπεδο της γειτονιάς. Η συμβουλευτική της κοινότητας ενδιαφέρεται για την προσαρμογή σε νέες σύγχρονες συνθήκες. Οι πιο γνωστοί ρόλοι του κοινωνικού λειτουργού είναι οι ακόλουθοι: ηγετικός, μεσολαβητικός, εμψυχωτικός, συμβουλευτικός, κατευθυντικός, διδακτικός, περιοριστικός και ελεγκτικός και τέλος, παρατηρητικός. Γίνεται, δε,  ο ίδιος φορέας νέων αξιών, στάσεων και δεξιοτήτων με τη διαδικασία της ταύτισης.  Όλοι αυτοί οι ρόλοι βρίσκονται σε στενή συνάρτηση μεταξύ τους, αλλά και συμπληρώνονται από άλλους π.χ. του εκπροσώπου της Οργάνωσης, του συνδέσμου (Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, 2006).

 

Γενική-διαμεθοδική κοινωνική εργασία

«Πρόκειται για μια πολύ-μεθοδική, πολυεπίπεδη παρέμβαση, βασισμένη στην εκλεκτική επιλογή μιας θεωρητικής βάσης και στην αναγκαιότητα ενσωμάτωσης της διττής εστίασης του επαγγέλματος, αφενός σε προσωπικά θέματα και αφετέρου στις απόψεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης» (Landon, 1995, αναφ. στο Καλλινικάκη, 1998:157).

 

Το Γενικό Μοντέλο της Κοινωνικής Εργασίας,

Όπως  παρουσιάζεται το μοντέλο αυτό, με τη σύγχρονη μορφή και εφαρμογή του, βασίζεται, σύμφωνα με την Καλλινικάκη (1998) στο συστημικό μοντέλο θεώρησης των κοινωνικών προβλημάτων και στο οικολογικό μοντέλο λύσης των κοινωνικών προβλημάτων (δηλαδή η επιλογή του είδους της παρέμβασης στο πρόβλημα γίνεται με κριτήριο τη φύση του προβλήματος).

Η Κανδυλάκη (2004) αναγνωρίζει ότι τα πιο σύγχρονα μοντέλα παρέμβασης στην κρίση είναι τα πολυ-μεθοδικά, καθώς πρόκειται για μοντέλα πολλαπλών στόχων και μεθόδων που απευθύνονται σε άτομα, οικογένειες, ομάδες και κοινότητες , ενώ επιχειρούν παράλληλα μία κλινική προσέγγιση της κρίσης. Και, η ίδια προσθέτει, ότι τα μοντέλα αυτά χρησιμοποιούνται:

  • Στην αντιμετώπιση των κρίσεων που προκύπτουν από φυσικές καταστροφές, όπου παρατηρείται εξασθένιση των προσωπικών και των κοινοτικών πόρων.
  • Σε κοινοτικά θεραπευτικά προγράμματα, όπου επιχειρείται μια δομική περιβαλλοντική παρέμβαση και εντατική συμβουλευτική παρέμβαση στην κρίση. Σε άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές, πέρα από την αξιοποίηση των περιβαλλοντικών πόρων, παρέχεται συμβουλευτική υποστήριξη.
  • Για την αντιμετώπιση κρίσεων στην οικογένεια επιχειρείται παράλληλα με τη συμβουλευτική παρέμβαση και η ενίσχυση ή η δημιουργία κοινοτικών πόρων, ώστε να επιλυθεί η κρίση μέσα από την αξιοποίηση τους. Στα μοντέλα αυτά γίνεται ευρεία χρήση των ομάδων αυτοβοήθειας ως μέσου υποστήριξης των ατόμων σε κρίση.

 

Μοντέλο Παρέμβασης σε κρίση:

Όταν οι εξυπηρετούμενοι βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, δηλαδή σε «…μία ανατροπή της σταθερής κατάστασής τους, λόγω κάποιων απροσδόκητων απειλητικών και επικίνδυνων γεγονότων στη ζωή τους» (Caplan & Rapoport, 1966, αναφ. στο Δημοπούλου-Λαγωνίκα, 2006:330), χρειάζονται άμεσα συμβουλευτική παρέμβαση, διότι σε περίπτωση καθυστέρησης, μπορεί να υιοθετηθούν ανεπαρκείς ή δυσλειτουργικοί τρόποι συμπεριφοράς που θα δυσκολέψουν τη μελλοντική αντιμετώπιση της κατάστασης.

Στόχος της παρέμβασης σε κρίση είναι η συναισθηματική εκφόρτιση και η εκτόνωση της κρίσης, αλλά και η ανασυγκρότηση και αναδόμηση του ατόμου, της οικογένειας, της ομάδας ή της κοινότητας μέσα από μια νέα οπτική και μια νέα αντίληψη της κατάστασης (Κανδυλάκη, 2004). Το μοντέλο αυτό όπως προσδιορίζει και ο Ell (1997) «…εμπεριέχει ποικιλία θεωρητικών προσεγγίσεων, όπως την ψυχοδυναμική, την προσωποκεντρική (Rogers), τη συμπεριφορική, τη γνωστική-συμπεριφοριστική και τη συστημική» (Ell, 1997, αναφ. στο  Δημοπούλου-Λαγωνίκα, 2006:332).

Η Golan και ο Roberts προτείνουν ο καθένας το δικό του μοντέλο παρέμβασης σε καταστάσεις κρίσης.

Το μοντέλο παρέμβασης της Golan (1978) είναι ένα μοντέλο βραχείας παρέμβασης στην κρίση που περιλαμβάνει περίπου οχτώ συνεδρίες και χωρίζεται σε τρεις φάσεις.

Αρχική Φάση. Σε αυτό το στάδιο γίνεται η διατύπωση του προβλήματος, η εκτίμηση του είδους του προβλήματος όπως και της τωρινής κατάστασης, καθώς και ο προσδιορισμός των στόχων.

Μέση Φάση. Εδώ γίνεται η εφαρμογή σχεδίου δράσης, η επίλυση προβλημάτων, η τροποποίηση προηγούμενων ανεπαρκών προσαρμοστικών μηχανισμών και η υιοθέτηση νέων προσαρμοστικών σχημάτων. Παράλληλα επιχειρείται, ορισμένες φορές, σύνδεση των δυναμικών της κρίσης με παλιότερες ανεπίλυτες συγκρούσεις και κρίσεις. Σε αυτή την περίπτωση, δίνεται έμφαση στην αναγνώριση, από το άτομο, επαναλαμβανόμενων τύπων συναισθήματος, σκέψης, συμπεριφοράς όπως και στη συνειδητοποίηση των συσχετίσεων μεταξύ των παρελθοντικών και παροντικών γεγονότων ζωής, με στόχο την αποδέσμευσή του από κάποια τραυματικά βιώματα του παρελθόντος.

Τελική Φάση. Γίνεται η περάτωση της περίπτωσης. Γίνεται αποτίμηση των στόχων που υλοποιήθηκαν. Εκτιμάται η δυνατότητα του ατόμου για περαιτέρω ικανοποιητική λειτουργικότητα με τις δικές του δυνάμεις, ενώ του δίνει ενθάρρυνση για τη δική του θετική εξέλιξη και τέλος, αραιή παρακολούθηση (follow-up) εφόσον κριθεί σκόπιμο (Golan, 1978, ανάφ. στο Δημοπούλου-Λαγωνίκα, 2006).

Tο μοντέλο παρέμβασης σε καταστάσεις κρίσεις του Roberts (2000), χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για την επίλυση οξέων συναισθηματικών και περιστασιακών κρίσεων και διαταραχών (stress disorders). Τα επτά στάδια παρέμβασης είναι:

Άμεση εκτίμηση της κρίσης και του βαθμού επικινδυνότητας στον οποίον τυχόν βρίσκεται το άτομο.

Διαμόρφωση θετικής επικοινωνίας και επαγγελματικής σχέσης που χαρακτηρίζεται από γνήσιο ενδιαφέρον, παραδοχή, επιβεβαίωση και μη επικριτική στάση.

Προσδιορισμός των βασικών προβλημάτων του ατόμου. Είναι βασικό, ο κοινωνικός λειτουργός να επισημάνει τον εκλυτικό παράγοντα, δηλαδή το τραυματικό γεγονός, εξαιτίας του οποίου το άτομο τώρα χρειάζεται βοήθεια, τους προηγούμενους προσαρμοστικούς του μηχανισμούς επίλυσης προβλημάτων και την επικινδυνότητα της παρούσας κατάστασης.

Ενθάρρυνση έκφρασης συναισθημάτων στο πλαίσιο υποστηρικτικής σχέσης που χαρακτηρίζεται από ενεργητική ακρόαση, ενσυναίσθηση και γνησιότητα.

Διερεύνηση και εκτίμηση εναλλακτικών λύσεων. Εδώ χρησιμοποιείται η γνωστική και η επικεντρωμένη σε λύσεις προσέγγιση.

Επαναφορά γνωστικής λειτουργικότητας με την εφαρμογή ενός σχεδίου δράσης. Στη φάση αυτή ο κοινωνικός λειτουργός βοηθάει το άτομο να αντιληφθεί το λόγο για τον οποίο ένα ιδιαίτερο γεγονός το οδηγεί σε κατάσταση κρίσης και το βοηθά να διαπραγματευτεί τους τρόπους για να ξεπεράσει αυτή την εμπειρία. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τρεις φάσεις:

α) το άτομο πρέπει να κατανοήσει τα γεγονότα που συνέβησαν και τους λόγους που οδήγησαν σε κρίση.

β) το άτομο πρέπει να κατανοήσει το ιδιαίτερο νόημα της συγκεκριμένης κρίσης,  κατά πόσο δηλαδή αντιβαίνει στις προσδοκίες του, στους στόχους ζωής και στις αξίες του.

γ) η τελική φάση αναφέρεται στην αναπλαισίωση ή αντικατάσταση των παράλογων απόψεων και λανθασμένων αντιλήψεων με λογικές απόψεις και νέες, ορθές αντιλήψεις. Εδώ ενδέχεται να παρέχονται νέες πληροφορίες ή να γίνει παραπομπή του ατόμου σε άτομα ή ομάδες που είχαν παρόμοια εμπειρία, π.χ. ομάδες κακοποιημένων γυναικών ή ασθενών με καρκίνο.

Αραιή παρακολούθηση (follow-up). Ο  κοινωνικός λειτουργός ενημερώνει το άτομο ότι μπορεί να επανέλθει στην οργάνωση όποτε επιθυμεί. Ο ίδιος θα είναι στη διάθεσή του για μια έκτακτη συνέντευξη εάν του τηλεφωνήσει. Αυτή η στρατηγική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε άτομα που έχουν βιώσει έντονα τραυματικά γεγονότα, όπως απειλή ζωής, βιασμό, κ.λπ. με ψυχολογικές επιπτώσεις στην περαιτέρω ζωή τους (Roberts, 2000, αναφ στο Δημοπούλου-Λαγωνίκα, 2006:355-357).

Και τα δύο μοντέλα που αναλύθηκαν παραπάνω, όπως σημειώνει η Δημοπούλου-Λαγωνίκα (2006), είναι κυρίως κλινικά, επεξεργαζόμενα τις αντιδράσεις των ατόμων σε κρίση. Δεν παραλείπουν, βέβαια, να τονίσουν την ανάγκη για άμεση χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων και των υποστηρικτικών συστημάτων ως κυρίαρχες προϋποθέσεις επίλυσης των κρίσεων. Επίσης, τεχνικές και δεξιότητες όπως η θετική ενδυνάμωση, η αρνητική ενδυνάμωση ή αποφυγή, η υπόδυση ρόλου, η αναπλαισίωση, η ανάδραση, η συνηγορία, η αυτοεπίγνωση, η αντιπαράθεση, η προσεκτική ακρόαση, η εκτόνωση συναισθημάτων, μη κριτική στάση, η ενσυναίσθηση, ο επιμερισμός και η εστίαση του προβλήματος χρησιμοποιούνται κατεξοχήν από τον κοινωνικό λειτουργό στην παρέμβαση στα τραυματικά γεγονότα ζωής.

Παρακάτω, θα αναφερθούμε στις δυσκολίες που συνήθως αντιμετωπίζει ο κοινωνικός λειτουργός στη διαδικασία αντιμετώπισης ενός ή περισσότερων ατόμων που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα στη ζωή τους.

4. Δυσκολίες στην άσκηση του έργου του κοινωνικού λειτουργού

 

Ο κοινωνικός λειτουργός που καλείται να αντιμετωπίσει ένα ή περισσότερα άτομα, που έχουν βιώσει ή βιώνουν τραυματικές εμπειρίες στη ζωή τους, και αυτές επηρεάζουν αρνητικά και σε μεγάλο βαθμό τη ζωή τους, έχει να αντιμετωπίσει μία σειρά από ανασταλτικούς παράγοντες που παρεμποδίζουν την επίτευξη των στόχων που θέτει ο ίδιος. Οι σημαντικότεροι από αυτούς παραθέτονται παρακάτω.

  • Η γραφειοκρατική οργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι η ιεραρχική υποταγή και ο συγκεντρωτισμός (Καλλινικάκη, 1998). Η περιφέρεια έχει πολύ λίγες υπηρεσίες συγκριτικά με το κέντρο, κάτι που δυσχεραίνει το έργο του κοινωνικού λειτουργού όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα άτομο που μένει μόνιμα εκτός Αθήνας (Καλλινικάκη, 1998). Για παράδειγμα, ένας κοινωνικός λειτουργός που εργάζεται σε μία τηλεφωνική γραμμή βοήθειας, για κακοποιημένες γυναίκες, και δέχεται κλήση από ένα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης που ζει σε μία επαρχιακή πόλη, δε δύναται να παραπέμψει το άτομο αυτό σε κάποια αρμόδια υπηρεσία για την αντιμετώπιση του προβλήματός του. Το ίδιο πρόβλημα επισημαίνει και ο Δαμίγος (2003), ο οποίος αναφέρει ότι ο αριθμός των δομών ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους στην περιφέρεια είναι περιορισμένος.
  • Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στη συνεργασία και το συντονισμό των κοινωνικών υπηρεσιών του ιδιωτικού με εκείνες του δημόσιου τομέα, σε ότι έχει να κάνει με το σχεδιασμό των στόχων και των αντικειμένων τους, και τη χωροταξική κατανομή. Αυτό έχει ως συνέπεια επικαλύψεις υπηρεσιών ή  κενά στη φροντίδα που παρέχεται, με αποτέλεσμα την ανεπαρκή και αναποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος του εξυπηρετούμενου (Καλλινικάκη, 1998).
  • Οι κοινωνικές υπηρεσίες, όπως σημειώνει η Καλλινικάκη (1998), δεν διοικούνται συνήθως από κοινωνικούς λειτουργούς αλλά από αποφοίτους οικονομικών σχολών ή από διοικητικούς υπαλλήλους με πολλά χρόνια εμπειρίας. Κάτι τέτοιο δυσχεραίνει την αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών.
  • Η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης στην κοινωνική εργασία, καθώς παραμένει, σύμφωνα με την Καλλινικάκη (1998) στο επίπεδο της τεχνολογικής εκπαίδευσης και προετοιμάζει γενικούς κοινωνικούς λειτουργούς-στελέχη βάσης. Οι δυνατότητες για επιμόρφωση των επαγγελματιών κοινωνικών λειτουργών είναι ελάχιστες, καθώς δεν υπάρχουν μεταπτυχιακά προγράμματα εξειδίκευσης. Έτσι, δεν μπορούν να αποκτήσουν ειδικές γνώσεις σε μεθόδους κοινωνικής εργασίας, όπως είναι η μέθοδος κοινωνικής εργασίας με κοινότητα και ίσως, εξειδίκευση, οι οποίες γνώσεις αποκτώνται, όπως σημειώνει ο Σταθόπουλος (2005), μόνο σε επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών στην κοινωνική εργασία.
  • «Η έλλειψη απαραίτητου και επαρκούς αριθμού απασχολούμενων κοινωνικών λειτουργών στις κοινωνικές υπηρεσίες» (Καλλινικάκη, 1998:119). Αυτό σημαίνει ότι συχνά ο κοινωνικός λειτουργός χρειάζεται να αναλάβει περισσότερα περιστατικά από όσα θα έπρεπε να του αναλογούν. Το ίδιο πρόβλημα παρατηρεί και ο Δαμίγος (2003), ο οποίος αναφέρει ότι σε πολλές δομές ψυχικής υγείας το προσωπικό δεν επαρκεί. Αυτό δυσκολεύει και τις παραπομπές του κοινωνικού λειτουργού σε άλλες ειδικότητες όπου αυτό είναι αναγκαίο.
  • Το γεγονός ότι οι περισσότεροι κοινωνικοί λειτουργοί εργάζονται για την εκτέλεση προγραμμάτων ενώ δεν έχει καμία συμμετοχή ούτε στο σχεδιασμό ούτε στην αξιολόγησή τους (Καλλινικάκη,1998).
  • Η ασυνέχεια στις υπηρεσίες που προσφέρονται, καθώς υπάρχει έλλειψη συνεχιζόμενης παροχής υπηρεσιών για τις πληθυσμιακές ομάδες που έχουν ανάγκη από μια διά βίου κοινωνική φροντίδα. Ένα μεγάλο θέμα είναι γύρω από τα όρια ηλικίας που ισχύουν στις παρεχόμενες υπηρεσίες.
  • Η έλλειψη νομικού πλαισίου, σύμφωνα με τον Σταθόπουλο (2005), ενώ η Καλλινικάκη (1998) προσθέτει ότι απαιτούνται ρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου των νέων δομών.
  • Οι ελλείψεις εξοπλισμού μηχανοργάνωσης των κοινωνικών υπηρεσιών
  • Οι βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις, οι οποίες σημειώνονται από τον Σταθόπουλο (2005), και η έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού σε υπηρεσίες και ειδικούς, όπως παρουσιάζει η Καλλινικάκη (1998).
  • Η επαγγελματική κόπωση-εξουθένωση-εξάντληση ικανοποιήσεων των κοινωνικών λειτουργών, ή όπως αλλιώς αναφέρεται στην αγγλική γλώσσα «Burn out». Ο Δαμίγος (2003) επισημαίνει ότι ειδικότερα στις δομές ψυχικής υγείας, επειδή η εργασία είναι πολύ απαιτητική, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας και υπάρχουν κίνδυνοι αυτοκτονίας ή βίας και οι ασθενείς πολύ σπάνια βελτιώνονται, το προσωπικό μπορεί συχνά να αισθανθεί, ότι υπάρχει ελάχιστη βελτίωση στους ασθενείς και να απογοητεύεται.
  • Τα συντεχνιακά και οικονομικά συμφέροντα που υφίστανται (Σταθόπουλος, 2005).

Κλείνοντας το κεφάλαιο αξίζει να τονιστεί ότι, όσο και αν οι δυσκολίες που συναντά ένας κοινωνικός λειτουργός, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει ένα άτομο με τραυματική εμπειρία ζωής, είναι υπαρκτές, το σίγουρο είναι ότι τα διεθνή δεδομένα αποδεικνύουν ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων είναι η οργανωμένη παρέμβαση με ένα κοινό στόχο, την αρτιότερη οργάνωση της κοινωνικής μέριμνας από την πλευρά του κράτους για τους επωφελούμενους αλλά και τη διευκόλυνση του έργου του κοινωνικού λειτουργού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

 

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

«Η προσωπικότητα μας είναι κήπος,

ενώ η θέληση μας είναι ο κηπουρός».

Bacon

Φωτογραφία: Ζαφειρόπουλος Σπύρος, 22/01/2010

Φωτογραφία: Ζαφειρόπουλος Σπύρος, 22/01/2010

1. Συμπεράσματα

 

Το ψυχικό τραύμα έχει επιχειρηθεί να ορισθεί από πολλούς, καταξιωμένους στο χώρο της ψυχικής υγείας, επιστήμονες. Η γενική κατάληξη όλων  των θεωριών κλείνει στο ότι το ψυχικό τραύμα είναι ένα φοβερό γεγονός που συνέβη  κάποια στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου και έχει συνέπειες στη λειτουργικότητα του ατόμου με τον εαυτό του αλλά και το κοινωνικό σύνολο.  Προέρχεται από ένα γεγονός που τρομοκρατεί, μεν, το άτομο μια κάποια χρονική στιγμή της ζωής του, διατηρείται δε  ζωντανή αυτή η φοβογόνα ανάμνηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν όχι για την υπόλοιπη ζωή του ατόμου. Ο φόβος που έχει προκληθεί, ανατροφοδοτείται για το κάθε άτομο ξεχωριστά, με έναν ιδιαίτερο γι’ αυτόν τρόπο, σε έναν ανυποψίαστο χρόνο και χωρίς να έχουν  υπάρξει προειδοποιητικές ενδείξεις.

Οι θεωρίες που έχουν  υπάρξει, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των Ανθρωπιστικών Επιστημών, παρατηρούν το ψυχικό τραύμα από διαφορετικές οπτικές, σε διαφορετικό πλαίσιο, εξετάζοντας  κάθε φορά και μια διαφορετική ομάδα ατόμων, είτε κοινωνικά, είτε ηλικιακά, είτε φυλετικά. Κάθε προσπάθεια που γίνεται, έτσι ώστε να αναγνωριστούν καλύτερα οι παράγοντες που συντελούν στην δημιουργία ενός ψυχικού τραύματος, βοηθά στην πληρέστερη γνώση και αντιμετώπιση του.

Πρέπει να τονιστεί το γεγονός της αύξησης των τραυματικών γεγονότων στην εποχή μας, καθώς και τα έντονα επεισόδια κρίσης που βιώνουν οι άνθρωποι σε όλα τα επίπεδα, ατομικό, αναπτυξιακό, διαπροσωπικό, ομαδικό και κοινοτικό. Στρεσογόνα γεγονότα απειλούν όλο και μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες. Τα γεγονότα αυτά αναφέρονται στο θάνατο αγαπημένων προσώπων, στο διαζύγιο, στην  κακοποίηση, στη σοβαρή ασθένεια, στο βιασμό, και σε άλλες κρίσιμες αναπτυξιακές καμπές στη ζωή ενός ατόμου. Επιπρόσθετα, ευρύτερα καταστροφικά γεγονότα μεγάλης έντασης, όπως  σεισμοί, πόλεμοι, βομβαρδισμοί, πυρκαγιές, τρομοκρατικές ενέργειες καθώς και ο φόβος αυτών των ενεργειών, επηρεάζουν αρνητικά όλο και περισσότερα άτομα.

Ως επί το πλείστον, η πιο ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα, την οποία και τα ψυχικά τραύματα επιβαρύνουν περισσότερο, είναι οι ανήλικοι, παιδιά από τους πρώτους μήνες της ζωής τους έως και τον τερματισμό της εφηβείας τους. Και αυτό γιατί τα ανήλικα άτομα κουβαλούν το τραύμα μαζί τους, από τη στιγμή που δημιουργείται. Σύμφωνα με τις έρευνες, οι περισσότεροι ενήλικοι έχουν βιώσει μια (ή και περισσότερες) τραυματική εμπειρία στην ανήλικη ζωή τους.

Έχοντας το άτομο βιώσει μια τραυματική εμπειρία, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας, αναστέλλεται κατά πολύ η ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα την αναστολής αυτής προκαλεί στο άτομο δυσλειτουργίες, κυρίως  προς τη σχέση του με τον εαυτό του,  αλλά και όσον αφορά την καλή και δημιουργική σχέση του με τους συνανθρώπους του. Θα έπρεπε, βέβαια, να τονιστεί πως όλοι οι άνθρωποι δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε μια τραυματική εμπειρία.

Οι τραυματικές εμπειρίες δύσκολα μπορούν να αποκαλυφθούν. Τις περισσότερες φορές ο ψυχικός φόβος εκδηλώνεται με διαφόρων μορφών σωματικές αντιδράσεις, όπως  η διαταραχή της σίτισης αλλά και του ύπνου. Άλλες φορές, δημιουργούνται ψυχικοί διέξοδοι έτσι ώστε να εκτονώνεται το άγχος, δίνοντας στο άτομο μια προσωρινή ανακούφιση.

Οι λύσεις αυτές, που προσφέρονται από τον ίδιο τον εαυτό,τις περισσότερες φορές ταλαιπωρούν και εξουθενώνουν ψυχικά και σωματικά το άτομο που τις βιώνει. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η φαρμακοθεραπεία, με τη βοήθεια της οποίας καταστέλλονται για κάποιο χρονικό διάστημα οι δυσάρεστες συνέπειες των σωματικών αλλά και ψυχικών αντιδράσεων. Υπάρχει μεγάλος αριθμός φαρμακευτικών σκευασμάτων, που σκοπό έχουν, τις περισσότερες φορές την ανασύνταξη του οργανισμού ενός ατόμου, έτσι ώστε να καταφέρει να συγκροτήσει τις δυνάμεις του και να προσπαθήσει να βοηθήσει τον εαυτό του με άλλους τρόπους, που θα του προσφέρουν μονιμότερο αποτέλεσμα. Διάφορες θεραπείες έχουν  αναπτυχθεί και χρησιμοποιούνται ευρέως, όπως η ψυχοθεραπεία, η συστημική θεραπεία, η θεραπευτική ύπνωση, και άλλες εξίσου σημαντικές και βοηθητικές θεραπείες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η θεραπεία EMDR, η οποία και χρησιμοποιείται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, καθώς η μέθοδος χρήσης της είναι που την κάνει να ξεχωρίζει και να έχει άμεσα αποτελέσματα στα άτομα που την έχουν χρησιμοποιήσει για την ψυχική τους ηρεμία.  Εξάλλου, το κάθε  άτομο είναι διαφορετικό από το άλλο, άρα τα γεγονότα που λαμβάνονται αξιοποιούνται με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο για τον κάθε ένα. Η κάθε θεραπεία μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάθε άτομο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα αποτελέσματα όμως διαφέρουν. Διαμορφώνονται βάσει του ατόμου και της επιθυμίας του για μια καλύτερη ζωή.

Οι επαγγελματίες Υγείας, Πρόνοιας και Ψυχικής Υγείας, ασχολούνται διεπαγγελματικά με τις επιπτώσεις των γεγονότων αυτών στη ζωή των ανθρώπων, ενώ σχεδιάζουν και εφαρμόζουν στρατηγικές παρέμβασης και οργάνωσης υπηρεσιών και προγραμμάτων διαχείρισης των επιπτώσεων τους. Ο κοινωνικός λειτουργός έχει  βοηθητικό ρόλο με το να συμβουλεύει, να μεσολαβεί και να εμψυχώνει κάθε άτομο που κυριαρχείται από τα συναισθήματα των τραυματικών εμπειριών του.

Με βάση τη βιβλιογραφική έρευνα, παρατηρήθηκε ότι το ψυχικό τραύμα, πολλές φορές, καλύπτεται με συναισθήματα, όπως ο θυμός ή η λύπη.  Είναι συχνό φαινόμενο η συγκάλυψη των αρνητικών συναισθημάτων που απορρέουν από το τραύμα ( ή τη μη αναγνώριση τους) καθώς ο ψυχικός πόνος που έχει προκληθεί, απωθείται από μηχανισμούς άμυνας που αναπτύσσει το άτομο. Οπότε ένας από τους ρόλους που αναλαμβάνεται από τον κοινωνικό λειτουργό είναι και η αναγνώριση της ύπαρξης του ψυχικού τραύματος, ανεξάρτητα από το κύριο αίτημα που ο εξυπηρετούμενος θέτει. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιες δυσκολίες, οι οποίες ανακύπτουν κατά τη διάρκεια του έργου του κοινωνικού λειτουργού. Η σημαντικότερη δυσκολία, η οποία και θεωρούμε ότι υπάρχει, είναι ο ασαφής προσδιορισμός των καθηκόντων του κοινωνικού λειτουργού, όπως και η ελλιπής μεταπτυχιακή εκπαίδευσή του.

Εν κατακλείδι, προστέθηκαν ορισμένες προτάσεις όσον αφορά τη δημιουργία νέων, εξειδικευμένων στα κοινωνικά προβλήματα, υπηρεσιών καθώς και τη βελτίωση των υπαρχουσών υποστηρικτικών δομών.

 

2. Προτάσεις Για Παρέμβαση

Στην πρόληψη και αντιμετώπιση των ψυχικών τραυμάτων και των επιπτώσεών τους  η χώρα μας ανέκαθεν αδυνατούσε. Στις μέρες μας λόγω της οικονομικής κρίσης (βλ. Κεφάλαιο 2ο) η κατάσταση έχει επιδεινωθεί καθώς υπάρχει έλλειψη  επαρκούς προσωπικού παροχών ψυχικής υγείας και εξειδικευμένων δομών. Παρακάτω θα προτείνουμε ορισμένους τρόπους που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μία αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του ψυχικού τραύματος στο μέλλον, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και θεραπείας.

Τα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης θα πρέπει να παρέχουν στα θύματα πληροφόρηση και στήριξη (υλική και ψυχοσυναισθηματική). Στόχος πάντα είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα παρέμβασης που να φιλοδοξεί να καλύπτει τις ανάγκες του φάσματος από την πρόληψη ως την αντιμετώπιση.

Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να προσθέσουμε την έλλειψη κοινωνικών ερευνών ώστε να πραγματοποιηθούν τα κατάλληλα προγράμματα πρόληψης, πρόνοιας και άσκησης κοινωνικής εργασίας. Με βάση τη βιβλιογραφική έρευνα που πραγματοποιήσαμε παρατηρήσαμε ότι συγκριτικά και με αντίστοιχα προνοιακά προγράμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών αναφέρουμε προτάσεις παρακάτω.

  • Εισαγωγή των Κοινωνικών Λειτουργών στον τομέα της γενικής εκπαίδευσης (και όχι μόνο της ειδικής αγωγής) με σκοπό να εκπαιδευτούν τα παιδιά στα δικαιώματά τους, αλλά και να αναπτύξουν τις απαιτούμενες κοινωνικές δεξιότητες και τη συναισθηματική νοημοσύνη, ώστε να μπορούν να προστατευτούν από το κοινωνικό φαινόμενο της βίας, αλλά και να μην χρησιμοποιούν καμία μορφή βίας στις ανθρώπινες, διαπροσωπικές και επικοινωνιακές τους σχέσεις. Με τον τρόπο αυτό δύναται να προληφθεί το ψυχικό τραύμα ως αποτέλεσμα άσκησης βίας, καθώς και η αποφυγή πράξεων βίας από τα παιδιά. Συνεπώς, απαραίτητη είναι η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων και συναισθηματικής νοημοσύνης στο χώρο του σχολείου, μέσα από ολοκληρωμένα και εξειδικευμένα προγράμματα πρόληψης της βίας. Κοινωνικές δεξιότητες, ονομάζονται οι διακριτές, μαθημένες συμπεριφορές που επιδεικνύει ένα άτομο για να επιτύχει ένα στόχο. Συγκεκριμένα, τα παιδιά πρέπει να μάθουν: α. ένα εύρος κοινωνικών δεξιοτήτων απαραίτητων για την αλληλεπίδραση με τους άλλους και β. να μάθουν να σχετίζονται σε ένα εύρος κοινωνικών καταστάσεων με τρόπο αποδεκτό από τους άλλους.
  • Προγράμματα από το αρμόδιο Υπουργείο για την πρόληψη της βίας που θα οφείλουν να προάγουν και την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών, ώστε να προλαμβάνονται τυχόν βίαιες συμπεριφορές. Οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι η αυτογνωσία, η σωστή λήψη αποφάσεων και η ικανότητα προσφοράς και δημιουργίας. (Τριλίβα & Ρούσση, 2000).  Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι παιδαγωγοί, οι ψυχοθεραπευτές και οι υπόλοιποι επιστήμονες υγείας και κοινωνικοί επιστήμονες, χρειάζεται να κατανοήσουν τις δομές και τις πρακτικές της παιδικής προστασίας, τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής που νιώθουν τα παιδιά – θύματα ενδο – οικογενειακής βίας, την ανάγκη τους να μιλήσουν για την κακοποίηση αλλά παράλληλα  και  τη δυσκολία  τους να  απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό, εθελοντή ή οργάνωση (Χατζηφωτίου, 2005). Οι ειδικοί επιστήμονες ψυχικής υγείας χρειάζεται να αξιολογούν κατάλληλα τις περιπτώσεις κακοποίησης και έπειτα από την εκτενή αξιολόγηση να παρέχουν φροντίδα για τα κακοποιημένα παιδιά. Μέσω των ψυχοκοινωνικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων, χρειάζεται τα παιδιά να αρχίζουν να αποκτούν μια αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Ακόμα οι παρεμβάσεις οφείλουν να εστιάζουν και στην οικογένεια, με την υποστήριξη, τη συμβουλευτική και εκπαίδευση των γονέων, αλλά και τη διαχείριση του θυμού (Πρεκατέ και Γιωτάκος, 2005).
  • Συντονισμός και ενίσχυση εξατομικευμένων υποστηρικτικών υπηρεσιών σε τοπικό αυτό-διοικητικό επίπεδο (Δήμοι, Περιφέρειες) με σκοπό να πραγματοποιηθεί σχεδιασμός, προγραμματισμός, υλοποίηση, παρακολούθηση και τέλος, αξιολόγησή τους, ώστε να αποφεύγεται κάθε τραυματική εμπειρία ή όταν αυτή συμβαίνει να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Όπως για παράδειγμα, το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι που πλέον σε ορισμένους Δήμους είτε δεν εφαρμόζεται, είτε διατίθεται για περιορισμένο αριθμό εξυπηρετούμενων. Το πρόγραμμα αυτό απευθύνεται σε άτομα της τρίτης ηλικίας που δεν αυτοεξυπηρετούνται πλήρως και άτομα με κινητικές δυσλειτουργίες και ειδικά προβλήματα, με προτεραιότητα αυτούς που ζουν μόνοι τους ή δεν έχουν την πλήρη φροντίδα της οικογένειας ή που το εισόδημά τους δεν τους επιτρέπει να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες υπηρεσίες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
  • Οργάνωση και συντονισμό του δικτύου εθελοντικών κοινωνικών υπηρεσιών.                               Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να αναφέρουμε ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα  που εφαρμόζεται εδώ κι ένα έτος στην Κύπρο, « Η Κοινωνική Εργασία στο δρόμο» στο οποίο προσλήφθηκε μία κοινωνική λειτουργός και φοιτητές ανθρωπιστικών σπουδών οι οποίοι εθελοντικά επισκέφτηκαν τις ενορίες του Δήμου της Λεμεσού στοχεύοντας σε  μια αλλιώτικη ανθρώπινη προσέγγιση στο θέμα της αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας, της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και άλλων κοινωνικών ζητημάτων.
    Τα αποτελέσματα του πρωτοποριακού αυτού του προγράμματος είναι πολύ ενθαρρυντικά. Ήδη,  όπως ανέφερε στη «Φωνή της Λεμεσού» (τοπική εφημερίδα), η Πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικής Πρόνοιας Εύη Τσολάκη, δύο νέοι βρήκαν δουλειά, τρεις έφηβοι εντάχθηκαν στο Εσπερινό Σχολείο, δύο παιδιά ενημερώθηκαν για την ένταξή τους στο Γυμνάσιο, είκοσι άτομα αναζήτησαν εργασία, οχτώ μετανάστες ενημερώθηκαν για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, βοηθήθηκε οικογένεια μεταναστών με ένα ανήλικο παιδί η οποία υπέστη παράνομη έξωση από το σπίτι όπου διέμενε. Οι δράσεις της Κοινωνικής Λειτουργού εστιάζονται κυρίως στη συζήτηση, παροχή στήριξης και παραπομπής σε αρμόδιες υπηρεσίες, προγράμματα ή οργανώσεις, στην ενημέρωση για θέματα δικαιωμάτων, στη σύνταξη και διανομή έντυπου υλικού στην Ελληνική, Ρουμάνικη και Βουλγάρικη γλώσσα για πλήρη ενημέρωση και ανεύρεση εργασίας και απασχόλησης, στην ενημέρωση και ενθάρρυνση των αλλοδαπών για εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, στην παρότρυνση για συμμετοχή στο Ανοιχτό Σχολείο και στα επιμορφωτικά μαθήματα του Υπουργείου Παιδείας, στην στήριξη και καθοδήγηση σε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού.
  • Στελέχωση των δομών Ψυχικής Υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών με επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό (κοινωνικοί επιστήμονες, Κοινωνικοί Λειτουργοί, Ψυχολόγοι, κ.ά.). Συγκεκριμένα, προτείνεται η  ίδρυση επιπλέον ξενώνων υποδοχής και φιλοξενίας για άτομα που έχουν ανάγκη, όπως για παράδειγμα οι κακοποιημένες γυναίκες.
  • Βελτίωση υπαρχουσών και δημιουργία νέων θεραπευτικών κοινοτήτων ατόμων με εξαρτήσεις από ουσίες, καθώς και εκπαίδευση των κοινωνικών λειτουργών στο πώς να προσεγγίσουν, αλλά και να στηρίξουν ένα χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών, κατευθύνοντάς τον στη σωστή υπηρεσία για βοήθεια. Στόχος θα πρέπει να τίθεται σε όλες τις περιπτώσεις, η επούλωση των ψυχικών τραυμάτων ως αίτιο εξάρτησης (βλ. Κεφάλαιο 3ο) και η αποφυγή νέων τραυμάτων που προκαλούνται λόγω της εξάρτησης. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια ώστε να εμπλακεί και η οικογένεια του χρήστη στην υπόθεση, για να καταστεί, βάσει νόμου, εφικτή η προτροπή για παραπομπή του εφήβου σε ανάλογες μονάδες με στόχο την έγκαιρη και δραστική υποστήριξη και προστασία του χρήστη, αλλά και των γονέων του.
  • Θα πρέπει να αυξηθούν τα  προγράμματα  στήριξης προσφύγων και μεταναστών, καθώς αποτελεί την κυρίαρχη ομάδα πληθυσμού που έχει πληγεί από την οικονομική κρίση, το οποίο είναι μία ακόμη τραυματική μετά τη μετανάστευση. Η Ελλάδα έχει υπάρξει χώρα προορισμού και, τα τελευταία χρόνια, χώρα διέλευσης για μεγάλες ομάδες μεταναστών από διάφορες χώρες του κόσμου και, πλέον, αυτό αποτελεί πρόβλημα ακόμη και για την επιβίωση τους. Μετά τη μεγάλη συρροή μεταναστών τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με μεγάλους και αυξανόμενους αριθμούς μεταναστών και προσφύγων από την Αφρική και την Ασία – οι περισσότεροι εκ των οποίων βρίσκονται καθοδόν για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα  προγράμματα αυτά θα πρέπει να στοχεύουν στην παροχή ιατρικής, ψυχολογικής, νομικής και συμβουλευτικής υποστήριξης στις ευάλωτες κοινότητες προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα.
  • Δυνατότητες επιμόρφωσης και ειδίκευσης των επαγγελματιών κοινωνικών λειτουργών μέσω δημιουργίας κρατικών μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Στόχος η απόκτηση ειδικών γνώσεων και δεξιοτήτων στις μεθόδους κοινωνικής εργασίας , για παράδειγμα κοινωνική εργασία με κοινότητα, συμβουλευτική κοινωνική εργασία. Οι κοινωνικοί λειτουργοί να συμμετέχουν ενεργά στον σχεδιασμοί και την αξιολόγηση των προγραμμάτων και όχι μόνο στην εκτέλεση τους. Ανάγκη «εποπτείας», επίσης, υπάρχει έτσι ώστε να υποστηρίζονται ψυχολογικά, ιδιαίτερα τα άτομα που εργάζονται στον τομέα της ψυχικής υγείας, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι περιπτώσεις  «επαγγελματικής εξουθένωσης» (burn-out).

Παρόλο που όλα τα παραπάνω φαίνονται ουτοπικά, εμείς, ως μελλοντικοί κοινωνικοί λειτουργοί και νέοι άνθρωποι, οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, συμβάλλοντας, κατά το μέγιστο, στην υλοποίηση των  προαναφερθέντων προτάσεων. Ας μην ξεχνάμε πως η κοινωνική εργασία, καθώς και οι υπόλοιποι τομείς της ψυχικής υγείας, πρωτοεμφανίστηκαν σε περιόδους  σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων (π.χ. πόλεμοι, το οικονομικό κραχ της Αμερικής, κ.λ.π.).

                      «Το μόνο τραύμα που παραμένει είναι αυτό

                          που υπομένουμε χωρίς θετική αλλαγή».

                                            Leo Buscaglia

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όλοι λίγο πολύ έχουμε τη δική μας μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή αδιάφορη, παράξενη ή συνηθισμένη, μοναδική ή απλώς μία ακόμη τραυματική εμπειρία. Μπορεί να εκφράζεται με υλικό ή συναισθηματικό κενό, ενίοτε είναι καταστροφική και κάποιες άλλες φορές είναι απλά απαραίτητη για τη ψυχική μας σταθερότητα. Άλλες φορές, οι εμπειρίες αυτές είναι συνοδοί μας από τη μέρα που κάνουμε την εμφάνισή μας στη γη. Μερικές εξαφανίζονται από την σκέψη μας, χωρίς να το καταλάβουμε και άλλες προσπαθούμε χρόνια να τις εξαφανίσουμε, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία.

Μεγαλώσαμε γενιές με παραμύθια όπως «Η Σταχτοπούτα», «Τα τρία γουρουνάκια», «Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι», «Χανς και Γκρέτελ». Σε όλα υπήρχαν γεγονότα που μόνο τραυματικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, όπως η κακιά μητριά που κακοποιεί ψυχικά και σωματικά την ηρωίδα, ένας λύκος που κυνηγά τα μικρά και απροστάτευτα γουρουνάκια για να  τα φάει, κυνηγοί που κυνηγούν την ηρωίδα για να την σκοτώσουν και να πάνε το αίμα της στην κακιά και ζηλιάρα βασίλισσα, μία τρελή γριά που τρομοκρατεί δύο μικρά παιδάκια.  Είναι να αναρωτιέται  κανείς γιατί να υπάρχει τόσος τρόμος σε ιστορίες που απευθύνονται σε παιδιά.

Κάνοντας αυτή την εργασία ήρθαμε σε επαφή με τα τραύματα πρώτα τα δικά μας και ύστερα με άλλων ανθρώπων. Παρουσιάσαμε διάφορους επιστημονικούς όρους για το τραύμα από επιστήμονες. Πόσο εφικτό όμως είναι τα οριστεί ο πόνος, τόσο ο σωματικός όσο και ο ψυχικός; Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ένα γεγονός μπορεί να «χρεωθεί» τραυματικό, όχι από το τι το προκάλεσε αλλά, από το αποτέλεσμα του.

Τα αποτελέσματα των τραυματικών εμπειριών τα αναφέραμε στο 4ο κεφάλαιο και ήταν και το μεγαλύτερο σε όγκο. Συμπεράναμε ότι τα τραύματα, ειδικά εκείνα που συμβαίνουν στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης του ατόμου, διαμορφώνουν το χαρακτήρα και τις πεποιθήσεις ενός ανθρώπου που αυτό σημαίνει και ολόκληρη τη στάση του για τη ζωή, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία «δράσης-αντίδρασης».

Ευαισθητοποιηθήκαμε στα σημεία αυτά της πτυχιακής που αναφέραμε τις τραυματικές εμπειρίες  παιδιών, χωρίς για να μειώνουμε το μέγεθος των τραυμάτων σε εφήβους, ενήλικες ή ηλικιωμένους. Τα παιδιά όμως αποτελούν «εύκολο στόχο» αφού δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ωστόσο η σπουδαιότητα των παιδικών τραυμάτων είναι ότι δεν «καμουφλάρονται» και κάνουν ορατά τα σημάδια τους στο βλέμμα τους, στα λόγια τους, στη κοινωνική τους συμπεριφορά. Ενώ ο ενήλικας ‘’εκπαιδεύεται’’ να κρύβει ό,τι τον έχει πονέσει πίσω από τον θυμό, την αποφυγή επαφής με τα συναισθήματα και τις σωματικές εκδηλώσεις μέσω των διάφορων σωματικών ασθενειών.

Αξίζει, σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε τη διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπου όσο αφορά την αντίληψη του, το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει, την ευφυΐα του, την κληρονομικότητά του, την μόρφωσή του και άλλα χαρακτηριστικά του που επηρεάζουν στο τι λαμβάνει ως τραυματική εμπειρία, πως τη διαχειρίζεται τη στιγμή που συμβαίνει και τι «κάνει» μετά.

Και  αυτό είναι και το σημαντικότερο τελειώνοντας αυτή την εργασία. Να γίνει μια θετική αναπλαισίωση των τραυμάτων. Πόσο εύκολο είναι να αντιδρούμε όλοι σαν την «Σταχτοπούτα», την «Χιονάτη» και γινόμαστε από θύματα, ήρωες. Μήπως τελικά τα παραμύθια δεν τα έγραψαν για να μας ‘’βασανίσουν’’ αλλά για να μας προετοιμάσουν για να γίνουμε ήρωες του δικού μας παραμυθιού;

Αυτή μας την ανάγκη έρχονται να καλύψουν οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας μέσω των διάφορων θεραπειών και την συμβολή των κοινωνικών λειτουργών.

Και αυτό είναι κάτι που μας χαροποιεί κάνοντας μας ένα κρίκο, από την αλυσίδα πρόληψης ή επούλωσης τραυμάτων.

 ***

ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ – ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ – ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

*ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΖΩΗΣ: ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ & ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ (Α.Μ. 05542) – ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (Α.Μ. 05102) –  ΤΣΑΜΑΣΙΡΟΥ ΜΑΡΙΑ (Α.Μ. 05079)

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ

ΑΘΗΝΑ 2012

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

-Αβεντισιάν-Παγοροπούλου, Α. (2000). Ψυχολογία της Τρίτης Ηλικίας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε. (1987). Κακοποίηση-Παραμέληση Παιδιών. Αθήνα, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.

-Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε. (1998). Οδηγός για την Αναγνώριση και Αντιμετώπιση της Κακοποίησης και Παραμέλησης του Παιδιού. Αθήνα, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.

-Αϊβαλιώτου, Δ.Χ., (2008). Το πρόβλημα των Εξαρτημένων Παιδιών και η Αντιμετώπιση τους από Μέρους της  Εκκλησίας. Διπλωματική Εργασία, Εθνικό και Καποδιστριακό  Πανεπιστήμιο.

-Αναγνωστοπούλου, Ν., (1996). Μάσκες της Ψυχής- Εικαστικά και Θέατρο στη Θεραπεία.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα .

-Αρτινοπούλου, Β., Μαγγανάς, Α., (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

-Αρτινοπούλου, Β., Φαρσεδάκης, Ι., (2003). Πρώτη Πανελλαδική Επιδημιολογική  Έρευνα για την Ενδοοικογενειακή Βία Κατά των Γυναικών με Πρωτοβουλία του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.), Αθήνα.

-Αρτινοπούλου, Β. (2006). Ενδοοικογενειακή Κακοποίηση Γυναικών. Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

-Aimard, Ρ. (μτφ. Ράλλης, I. P.) (1991). Οι Διαταραχές του Λόγου στο Παιδί. Αθήνα, Χατζηνικολή.

-Βαββά, Β., (2005). Μετατραυματική Συμπεριφορά Μετά Από Έκθεση Σε Τρομοκρατική Ενέργεια.  Αθήνα,  Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών .

-Βάρβογλη, Λ., Γαλάνη, Μ.., (2006), Η Διάγνωση της Διάσπασης της Προσοχής, Πρακτικός Οδηγός.  Αθήνα., Καστανιώτης.

-Βασιλάτου-Κοσμίδη, Σ., (1990). Ιοί και ΟγκογένεσηΔελτίο Α.  Αθήνα,  Παιδιατρική Κλινική Παν/μίου Αθηνών.

-Baum, H., (2003). Συναισθηματική Αγωγή. Αθήνα, Θυμάρι.

-Βεντουράτου, Δ., (2009). Εισαγωγή στην Ψυχοτραυματολογία και στην Τραυματοθεραπεία EMDR.  Αθήνα,  Πεδίο.

-Βλάχου, Β., (2005). Η Αντιμετώπιση της Σωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το Σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης.  Αθήνα, Έλλην.

-Γάτσας, Β., (2008). Σωματική Κακοποίηση Γυναικών από τον Σύντροφο τους και η Αντιμετώπιση του Φαινομένου από την Αστυνομία. Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο

-Gilbert, P., (1999). Ξεπερνώντας την Κατάθλιψη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Δαμίγος, Δ. και Συνεργάτες, (2003). Αποασυλοποίηση και η Σχέση της με την Πρωτοβάθμια Περίθαλψη. Αθήνα, Παπαζήση.

-Δημοπούλου-Λαγωνίκα, Μ., (2006). Μεθοδολογία Κοινωνικής Εργασίας. Μοντέλα Παρέμβασης. Από τη Γενική-Ολιστική Προσέγγιση.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Δροσοπούλου, Α.Θ., (1995). Στοιχεία Αστικού Δικαίου. Αθήνα, Interbooks.

-Ελευθερίου, Ε., Αμπατζόγλου, Γ., (1997). Η Δημιουργία του Θεραπευτικού Πλαισίου σε Περιπτώσεις Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών. Στο Καλλινικάκη, Θ.,  (επιμ.εκδ.): Αιμομιξία και Θεραπευτικό Πλαίσιο. Αθήνα,  Ελληνική Εταιρεία Ψυχικής Υγιεινής και Νευροψυχιατρικής του Παιδιού.

-Έμκε-Πουλοπούλου, Η., (1999). Έλληνες Ηλικιωμένοι Πολίτες.  Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον.  Αθήνα, Έλλην.

-Ζαφείρης, Α., Ζαφείρη, Ε., Μουζακίτης, Χ., (1999). Οικογενειακή Θεραπεία: Θεωρία και Πρακτικές Εφαρμογές.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Ζαφειροπούλου, Μ., Κλεφταράς, Γ., (2009). Εφαρμοσμένη Κλινική Ψυχολογία Του Παιδιού.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Ζερβάνος, Κ., (2009). Τα Οικογενειακά Συστήματα. Εισαγωγή στη Θεωρία Συστημάτων Οικογένειας (Βοwen Theory).  Αθήνα, Αίολος.

-Jennings, S. (2005). Εισαγωγή στη Δραματοθεραπεία. Θεραπευτικό θέατρο. Ο Μίτος της Αριάδνης. Αθήνα, Σαββάλας.

-Hayes, N., (1998). Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Τόμος Β. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Heike, B., (2003). Η Γιαγιά Πήγε στον Ουρανό. Αθήνα, Θυμάρι

-Herbert, M., (μτφ. Μοραΐτη, Γ.), (1998). Χωρισμός και Διαζύγιο. Βοηθώντας τα Παιδιά να το Αντιμετωπίσουν. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Herbert, M., (2004). Τα Παιδιά Μπροστά στο Πένθος και την Απώλεια. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

-Herman, J.L., (1996). Η Βία-Επακόλουθα Ψυχικά Τραύματα.  Αθήνα, Θετίλη.

-Hirigoyen, M.F., (μτφ: Γεωργιάδου, Μ.) (2000). Η Ηθική Παρενόχληση: Η Κρυμμένη Βία στην Καθημερινή Ζωή.  Αθήνα, Πατάκης.

-Hofmann J.B., (μτφ: Παπανικολάου, Α.Δ.) (2009). Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής. Αθήνα, Παπαδήμας

-Κάκκαλης, Π., Κουράκης, Ν., Μαγγανάς, Α., Φαρσεδάκης, Ι., (2000). Ποινικός Κώδικας: Σχόλια-Νομολογία, (επιμ. Ζημιανίτης Δ.). Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

-Καλαντζή,-Αζίζι, (2002). Αυτογνωσία και Αυτοδιαχείρηση: Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Προσέγγιση.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Καλλινικάκη, Θ., (1998). Κοινωνική Εργασία. Εισαγωγή στη Θεωρία και την Πρακτική της Κοινωνικής Εργασίας.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Καλλινικάκη, Θ. (2006). Δικαίωμα Ταυτότητας Παιδιών σε Αναδοχή και Υιοθεσία. Στο: Λουμάκου, M., Μπεζέ, Λ., (επιμ.), Το Παιδί και τα Δικαιώματά του. Αθήνα,  Ελληνικά Γράμματα.

-Καλλονάκη, Ε., (2000). Ενδοοικογενειακή Κακοποίηση των Παιδιών: Ψυχολογικές Διαστάσεις & Τρόποι Αντιμετώπισης.  Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

-Καλογεράκη, Ξ., (2004-2005). Σχολική Επιθετικότητα. Ο Παλικαράς, το Θύμα και οι Παρευρισκόμενοι στις Ομάδες Μαθητών/τριών.  Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

-Κανδυλάκη, Α., (2004). Η Συμβουλευτική στην Κοινωνική Εργασία. Δεξιότητες Επικοινωνίας και Τεχνικές Παρέμβασης.  Αθήνα,  Μετασπουδή.

-Καραγιανόπουλος, Α., (2002). Ποινικό Δίκαιο: Ειδικό Μέρος.  Αθήνα, Χ.Ε.

Καραδήµας, Ε.Χ., (2005). Ψυχολογία της Υγείας. Θεωρία και Κλινική Πράξη. Αθήνα, Τυπωθήτω.

-Κατσορίδου-Παπαδοπούλου, Χ., (2006). Κοινωνική Εργασία με Ομάδες. Μια Μορφή  Προσέγγισης για Συνεργασία και Δράση.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Κλεφταράς, Γ., (1998) Η Κατάθλιψη Σήμερα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Κοκκέβη, Ε., (χ.χ.). Πρόσφυγες Επιβιώσαντες Βασανιστηρίων. Αθήνα, Ιατρικό Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων.

-Κουρκούτας Η.Ε. (2001). Η Ψυχολογία του Εφήβου. Θεωρητικά Ζητήματα και Κλινικές Περιπτώσεις.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Κωσταρά, Ι., (2010). Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ/Υ): Χαρακτηριστικά και Τρόποι Αντιμετώπισης.  Αθήνα, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.

-Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α., (2008). Θέματα Γηροψυχολογίας και Γεροντολογίας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Λαγουδάκη, Μ., (2010). Η Ηρωίνη ως Παυσίπονο Ανεπίλυτων Παιδικών Τραυμάτων: Μια Θεραπευτική Διαδικασία Συμφιλίωσης με τους «Δράκους» και τις «Μάγισσες» των Παιδικών Χρόνων. Διδακτορική Εργασία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο

-Λεβιδιώτη-Λέκκου, Ε., (1996). Εποπτεία στην Πράξη της Κοινωνικής Εργασίας: Εισαγωγικές Σκέψεις, Θέσεις και Ασκήσεις. Αθήνα,  Έλλην.

-Λιακοπούλου, Μ., (1994). Σακχαρώδης Διαβήτης: Ψυχολογικές Επιπτώσεις στο Παιδί και την Οικογένεια.  Αθήνα, Καστανιώτης.

-Λιακοπούλου, Μ., Μπούρας, Γ., (2009). Τα Παιδιά και οι Έφηβοι ως Ασθενείς. Αθήνα, Βήτα.

-Λουμάκου, Μ., Μπεζέ, Λ., (2006). Προβλήματα και Προοπτικές της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Στο: Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το Παιδί και τα Δικαιώματά του. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Μαγγανάς, Α., (1996). Η Αντιμετώπιση των Θυμάτων των Σεξουαλικών Αδικημάτων: Η Περίπτωση του Καναδικού Δικονομικού Δικαίου.  Αθήνα,  Ελληνικά Γράμματα.

-Μαγγανάς, Α., Λάζος, Γ., (1998). Ο Ποινικός Κώδικας για τον Πολίτη. Μια Επιλογή Παραδειγμάτων.  Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Μαγγανάς, Α., (1999). Θέματα Εγκληματολογικά και Ποινικού Δικαίου. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

-Μαδιάνος, Μ.Γ., (2000). Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχιατρική. Αθήνα, Καστανιώτη

-Μάκα, Ζ., Καφέτσιος, Κ., (2007). Πρώιμες Τραυματικές Εμπειρίες, Διαπροσωπικές Σχέσεις και Συναίσθημα Ατόμων σε Πρόγραμμα Απεξάρτησης. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

Μαλαµίτση, Λ., (2006). Παιδική Κακοποίηση και Παραµέληση. Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστημίο.

-Μαλτέζος, Ε., (2010). Αυτό-Εκτίμηση Διαταραχών Ύπνου. Η Επίδραση Τους Στην Ενήλικη Ζωή. Αθήνα, Έλλην.

-Μανιαδάκη, Κ., Κάκουρος, Ε., (2006). Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων. Αθήνα, Τυπωθήτω.

-Μάνος, Ν., (1987). Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχιατρικών Όρων. Αγγλοελληνικό-Ελληνοαγγλικό. Θεσσαλονίκη, University Studio Press.

-Μαρσέλος, Μ., (1981). Εξαρτησιογόνες Ουσίες: Φαρμακολογία – Τοξικολογία – Ιστορία – Κοινωνιολογία – Νομοθεσία. Αθήνα , Τυπωθήτω.

-Marti, J.F,  Perez, G.L.,  Hilary, J.M, (μτφ: Οικονομοπούλου, Ν.) (2006). Σύγχρονη Ψυχολογία. Αθήνα, Ευρωεκδοτική

-Μηλιώνη, Φ., (2001). Ενδοοικογενειακή Βία: Η Κακοποιημένη Γυναίκα – Η Νομική Διάσταση από την Οπτική του Φύλου. Αθήνα, Αντεγκληματική Πολιτική.

-Miller, A., (2003). Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας.  Αθήνα,  Ροές.

-Μουλάκη, Ο., (2006). Περιβαλλοντικές Καταστροφές & Ανθρώπινο Βίωμα: Οι Εμπειρίες και οι Ατομικές Αλλαγές σε Μικρή Ομάδα Ελλήνων Τουριστών μετά την Απειλή από το Tsunami στη Sri Lanka, το Δεκέμβριο του 2004 . Αθήνα, Διπλωματική Εργασία,  Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.

-Μουσούρου, Λ.Μ., (2005). Οικογένεια και Οικογενειακή Πολιτική. Αθήνα, Gutenberg-Δαρδανός

-Μπουχέλου, Μ., (2008). Ο Αντίκτυπος των Ενδοοικογενειακών Σχέσεων μετά το Διαζύγιο στο Αίσθημα Εγκλωβισμού και στην Αντιστροφή Ρόλων των Εφήβων με τους Γονείς τους. Διπλωματική Εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο

-Νασιάκου, Μ., (1982). Η Ψυχολογία και το Αντικείμενο της. (στο: Η Ψυχολογία Σήμερα: Γενική Ψυχολογία). Αθήνα: Παπαζήση.

-Neimeyer, R., (2006). Ν’ αγαπάς και να Χάνεις: Αντιμετωπίζοντας την Απώλεια.
Αθήνα, Κριτική.

-Νίλσεν, Μ., (2005). Απώλειες στη Ζωή Ενός Παιδιού. Αθήνα, Μέριμνα.

-Νόβα – Καλτσούνη, Χ. (1996). Εκπαίδευση στα Ανθρώπινα Δικαιώματα ως μια Ιδιαίτερη Μορφή Κοινωνικοποίησης. Αθήνα, Σάκκουλας.

-Νούλη, Λ., Ποιμενίδου, Γ., (2008). Απόπειρες Αυτοκτονίας  Στην  Εφηβική Ηλικία. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

-Οικονομίδου, Ι., (2007). Ψυχικό Τραύμα και Σωματική Αποδιοργάνωση. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη

-Πανούσης, Γ., (1990). Σύγχρονα Θέματα Εγκληματολογίας. Αθήνα, Δανιάς.

-Παπαγεωργίου, Ε., (2004). Ψυχιατρική.  Αθήνα,  Παρισιάνου

-Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, Ε., (1996). Η Σιωπηλή Γλώσσα των Συναισθημάτων. Η Μη Λεκτική Επικοινωνία στις Διαπροσωπικές Σχέσεις.  Αθήνα,  Ελληνικά  Γράμματα.

-Παπαδάτου, Δ., (1982). Το Παιδί, ο Γονιός και ο Παιδίατρος Μπροστά στη Σοβαρή Αρρώστια.  Αθήνα, Materia Medica Greca

-Παπαδάτου, Δ., (1991). Κρίσιμες Περίοδοι στη Ζωή της Οικογένειας του Παιδιού με Απειλητική για τη Ζωή Ασθένεια, στο: Καλατζή-Αζίζι, Α., Παρίτσης, Ν., (επιμ.έκδ.): Οικογένεια: Ψυχοκοινωνική – Ψυχοθεραπευτική Προσέγγιση). Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Παπαδάτου, Δ., (1997). Το Παιδί με τη Χρόνια και Σοβαρή Αρρώστια, στο: Παπαδάτου, Δ., Αναγνωστόπουλος, Φ.(επιμ.έκδ.): Η Ψυχολογία στο Χώρο της Υγείας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Παπαδάτου, Δ., (2005). Εισαγωγή στη Ψυχολογία. Αθήνα , Σάκκουλας

-Παπαδογεωργοπούλου, Α., (2010). Παιδιά – Πτυσσόμενα Τηλεσκόπια. Όταν Ανακάλυψαν  το  Παιχνίδι  της  Παιχνιοθεραπείας.  Αθήνα, Κοντύλι.

-Παπαδόπουλος, Γ., (2000). Η Πολιτική Προστασία στην Ελλάδα. Αντιμετώπιση Φυσικών και Τεχνολογικών Καταστροφών.  Αθήνα, Παρίκου & Σία.

-Παπαληγούρα, Ζ., (2007). Η Ψυχολογία του Θανάτου και του Πένθους. Θεσσαλονίκη, Ξηρογραφία. 

-Παπαντωνοπούλου, Τ., (2009). Η Έννοια της Ανθεκτικότητας στα Κακοποιημένα Παιδιά.  Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.

-Παπαμιχαήλ, Σ., (2005). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις της Κακοποίησης των Γυναικών από τους Συζύγους – Συντρόφους τους. Αθήνα- Κομοτηνή, Σάκκουλας.

-Παπαρρηγόπουλος, Ξ. (2006). Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Πατούλη, Κ., (2008). Το Ψυχικό Τραύμα και η Μέθοδος EMDR (Απευαισθητοποίηση και Επανεπεξεργασία Μέσω Οφθαλμικών Κινήσεων). Μεταπτυχιακή Εργασία, Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσεων.

-Πενταράκη, Σ., (2003). Έκταση, Μορφές και Συνέπειες της Βίας που Υφίστανται οι Έφηβες Μαθήτριες Λυκείου στις Συντροφικές τους Σχέσεις. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη

-Πιτσελά, Α., (2001). Δίκαιο Ανηλίκων. Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής.  Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας.

-Πλακιά, Η.Α., Τσιτώνα, Φ.Ν., (2008). Σεξουαλική Κακοποίηση Παιδιών και Εφήβων. Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

-Πρεκατέ, Β., Γιωτάκος, Ο., (2005). Οδηγός Εκπαιδευτικών και Γονέων για την Ανίχνευση της Παιδικής Κακοποίησης. Αθήνα, ΒΗΤΑ Medical Arts.

-Σπινέλλη, Κ., (1991). Προσβολές και Προστασία της Τρίτης Ηλικίας. Εγκληματολογική, Κοινωνιολογική και Ποινική Διερεύνηση του Φαινομένου Κακοποίησης και Παραμέλησης.  Αθήνα, Σάκκουλας.

-Σπινέλλη, Κ., (1992). Ελληνικό Δίκαιο Ανηλίκων Δραστών και Θυμάτων – Ένας Κλάδος υπό Διαμόρφωση. Αθήνα-Κομοτηνή,  Σάκκουλας

-Σταύρου Δ., (2006) Ατομική Ψυχοθεραπεία Μέσω Δράματος. Ατομική Δραματοθεραπεία. Αθήνα, Θυμάρι.

-Σταθόπουλος, Π. (2005). Κοινωνική Πρόνοια: Ιστορική Εξέλιξη – Νέες Κατευθύνσεις. Αθήνα,  Παπαζήση.

-Συλλογικό Έργο: Ανδριώτης, Ν., Κακρίδης, Ι., Καψωμένος, Σ., κ.ά. (1998). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

Συλλογικό έργο: Βογινδρούκας Ι., Μαρίνης, Θ., Νικολόπουλος Δ., Νικολόπουλος Θ., κ.ά, (2008). Γλωσσική Ανάπτυξη και Διαταραχές. Αθήνα, Διόπτρα.

Συλλογικό έργο: Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε., Αγγελοπούλου, Ν., Αμπατζόγλου, Γ., κ.ά. (2009). Βία στην Οικογένεια: Τεκμηριωμένη Πρακτική και Τεκμήρια από την Πρακτική. Αθήνα, Κ.Ψ.Μ.

-Συλλογικό Έργο: Αρώνη, Α., Γιαλαμάς, Β., κ.ά., (2011). Η Μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό Σχολείο. Αντιλήψεις των Νηπιαγωγών για τα Παιδιά με
Μεταναστευτικό Υπόβαθρο
. Αθήνα, Πεδίο.

-Συμεωνίδου, Χ., (1998). Κράτος Πρόνοιας και Οικογένεια στις Χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η Περίπτωση της Ελλάδας. Αθήνα, Ίδρυμα για το Παιδί και την Οικογένεια.

-Τζελέπη-Γιαννάτου Ε., (2008). Θέματα Διαχείρισης Προβλημάτων Σχολικής Τάξης. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Τομαράς, Ν., (2008). Μαθησιακές Δυσκολίες. Αθήνα, Πατάκη.

-Τριλίβα, Σ.,  Ρούσση, Π., (2000).  Οι Διαστάσεις  της Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Τσαρμακλής, Γ., (2007). Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση Παιδιών και Εφήβων.     Δελτίο Α’. Αθήνα,  Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών

-Τσιαϊρα, Ε., (2007). Ψυχικές Διαταραχές στην Εφηβεία. Θεσσαλονίκη, Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων.

-Τσιαντής, Γ., (1991). Ψυχική Υγεία του Παιδιού & της Οικογένειας. Τεύχος Α’. Αθήνα, Καστανιώτης.

-Τσιαντής, Γ., (2000). Ψυχική Υγεία του Παιδιού & της Οικογένειας. Τεύχος Β’. Αθήνα, Καστανιώτης.

-Τσιαντής, Γ., Ξυπολητά-Ζαχαριάδη, Α., (2001). Ψυχοσωματικά Προβλήματα των Παιδιών, Δεύτερη Έκδοση. Αθήνα, Καστανιώτης

-Τσίτσικα, Α.,Κ., (2006). Εφηβεία: Η Ηλικία των Μεταβολών και των Δυνατοτήτων. Αθήνα, Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης.

-Umberson, D., (2005). Μετάβαση σε μια Ενήλικη Ταυτότητα. Αθήνα, Μακρή.

-Φάρος, Φ., (1993). Το Πένθος. Λαογραφική & Ψυχολογική Θεώρηση. Γ’ ‘Έκδοση. Αθήνα, Ακρίτα.

-Φαρσεδάκης, Ι., (1985). Παραβατικότητα και Κοινωνικός Έλεγχος των Ανηλίκων. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη.

-Frederique-Bacque, M., (1997). Το Σοκ της Απώλειας. Οι Ψυχολογικές Επιπτώσεις. Η Αντιμετώπιση. Αθήνα, Θυμάρι.

-Χατζηφωτίου, Σ. (2005). Ενδοοικογενειακή Βία κατά των Γυναικών και Παιδιών: Διαπιστώσεις και Προκλήσεις για την Κοινωνική Εργασία. Θεσσαλονίκη, Τζιόλα.

-Χατζηχρήστου, Χ., (1999). Ο Χωρισμός των Γονέων: Το Διαζύγιο &  Τα Παιδιά. Η Προσαρμογή των Παιδιών στην Διπυρηνική Οικογένεια και το Σχολείο. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

-Χριστοδούλου, Γ.Ν. και Συνεργάτες (2005). Ψυχιατρική, Πρώτος Τόμος.  Αθήνα, Βήτα Medical Arts.

-Χωκ, Π., (2001). Μάθε να Αγαπάς και να Αγαπιέσαι. Αθήνα, Καστανιώτης

-Ψωμά, Α., (2001). Ενδοοικογενειακή Βία και Παιδί. Αθήνα, Πάντειος Βιβλιοθήκη

-American Psychiatric Association, (1980). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Third Edition. Washington, D.C., The Association.

-American Psychiatric Association, (1987). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Third Edition, Revised. Washington, D.C., the Association.

-American Psychiatric Association, (1999). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition, Revision. Washington, D.C., The Association.

-American Psychiatric Association, (2000). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition, Text Revision. Washington, D.C., The Association.

-Axline, V.M., (1993).  Play Therapy.  Haughton, Elsevier Science.

-Bailey, S., (2010). Barrier-free Theatre. Cambridge, M.A., Idyll Arbor.

-Bandura, A., (1973). Aggression: A Social Learning Analysis. Englewood Cliffs, N.J., Prentice Hall.

-Barnett, W., Miller-Perrin, C.L., Perrin, R.D., (1997). Family Violence: Across the Lifespan. An Introduction.  California, Sage Publications.

-Beck, A.T., Rush, A.J., et al. (1979). Cognitive Therapy of Depression. New York, Guilford.

Beck, A.T.,  Emery, G.  Greenberg, R., (1985). Anxiety Disorders and Phobias: A Cognitive Perspective. New York, Basic Books.

-Boivin, M., Hymel, S., Hodges, E., (2001). Toward a Process View of peer Rejection and Peer Harassment. Peer Harassment at School. New York, Basic Books.

-Bowlby, J., (1973). Attachment and Loss: Separation Anxiety and Anger, Volume 2. New York, Basic Books.

-Brazelton, B.T., (1998). The Divorced Child: Strengthening Your Family Through the First 3 Years of Separation. U.S.A., International Universities Press.

-Breuer, J., Freud, B., (1985). Studies on HysteriaPreface. Basic Books. Reissue: Yallom, I.,  (2000). Boston, Springer.

-Briere, N.J., (1992). Child Abuse Trauma: Theory and Treatment of the Lasting Effects. London, Sage Publications.

-Brush, H., (1973). Eating Disorders: Obesity, Anorexia Nervosa and Person Within. New York, Basic Books.

-Cate, R.M., Lloyd, S.A., (1992). Courtship. Newbury Park, CA,Sage.

-Cattanach, A., (1992). Play Therapy with Abused Children. London-Philadelphia, Jessica Kingsley Publishes.

-Cohen, D.J., Ort, S.I., Lechman, J.F., et al., (1988). Family Functioning and Tourette’s Syndrome, in Tourette’s Syndrome and Tic Disorders: Clinical Understanding and Treatment. New York, Willey.

-Cohen, J.A., Mannarino, A.P., Zhitova, A.C., Capone, M.E., (2003). Treating Child Abuse – Related Post-Traumatic Stress and Co-Morbid Substance Abuse in Adolescents: Child Abuse and Neglect. New York, Routledge Publications.

-Comings, D.E., (1990). Tourette Syndrome and Human Behavior. Durante, C.A., Hope Press.

-Comings, D.E., (2000). Attention Deficit Hyperactivity Disorder with Tourette Syndrome: Attention-Deficit Disorders and Co-Morbidities in Children, Adolescents and Adults. Washington, D.C., American Psychiatric Press.

-Cook, M., Howells, K., (1996). Adult Sexual Interest in Children. Boston, Open Books.

-Couzjin, A., Winnubst, J.,  Ros, W., (1990). Social Support and Cancer: Main Themes and Problems. New York,  Harwood Academic Publishers.

-Dobash, E., Dobash, R., (1992). Women Violence and Social Change. London-New York, Routledge Publications.

-Dodge, K.A., (1991). The Structure and Function of Reactive and Proactive Aggression. The Development and Treatment of Childhood Aggression. New York, Erlbaum.

-Douglas, J.W., (1975). Early Hospited Admissions and Later Disturbances of Behavior and Learning Development. Medicine and Children Neurology. New York, Erlbaum.

-Eder, D., (1995). School Talk: Gender and Adolescent Culture. New Brunswick, N.J., Rutgers University Press.

-European Women’s Lobby (1999). Unveiling the Hidden Data on Domestic Violence in E.U, the European Policy Action. London, Center of Violence Against Women.

-Feerick, M.H., Haugaard, J.J., Hien, D.A., (2002). Child Maltreatment and Adulthood Violence: The Contribution of Attachment and Drug Abuse. Boston, Erlbaum.

Freud, A., (1965).  The Writings of Anna Freud: Volume VI. Normality and Pathology in Childhood: Assessments of Development. England, International Universities Press.

-Gardner, J. Bell, A.H., (2003). Phobias and How to Overcome Them: Understanding and Beating Your Fears. U.K., Career Press.

-Gelles, J.R., Lancaster, R.J., (1987). Child Abuse and Neglect – Biosocial Dimensions.  New York,  Aldine De Gruyter.

-Giardino, P.A., Christian, W.C., Giardino, R.E. (1997). A Practical Guide to the Evaluation on Child Physical Abuse and Neglect.  New York,  Sage Publications.

-Giardino, P.A., Giardino, R.E., (2002). Recognition of Child Abuse for the Mandated Reporter. Missouri,  G.W. Medical Publishes.

-Hersen, Μ., Heiden, L.A., (1999). Introduction to Clinical Psychology. U.S.A., South Bend.

-Hess, K.M., (2003). Introduction to Law Enforcement and Criminal Justice. U.S.A.: Cengage Learning.

-Jennings S (1990). Dramatherapy with Families, Groups and Individuals. London, Jessica Kingsley.

-Jones, P., (1996). Drama as Therapy. Theatre as Living. New York, Routledge Publications.

-Kaufman, E., (1991). Help at Last: A Complete Guide to Copying with Chemically Dependent. New York, Gardner Press.

-Kempe, R.C., Kempe, K.H., (1972). Child Abuse. London, Open Books

-Kempler, W., (1981). Experiential Psychotherapy within Families. New York, Brunner/Mazel.

-Klaus, Μ.Η., Kennell, J.H., (1976). Parent-. Infant Bonding. Second Edition. Toronto, The C.V. Mosby Company.

-Kleiman, M., et al. (2003). School of Public Affairs. California Policy Research Centre.

-Knight, S., (2004). Oncology and Hematology. In Camic, P., Knight, S., (Eds): Clinical handbook of health psychology.  New York,  Hogrefe & Huber.

-Kovacks, M., (1997). Chronic Depression in Childhood. Dysthymia and the Spectrum of Chronic Depressions. New York: Guilford Press

-Krystal, H., (1971). Holocaust and Genocide Studies. U.S.A., The United States Holocaust Memorial Museum

-Kupisch, S., Rudolph, L., Weed, E., (1984). The Impact of the Divorce Process in the Family.  New York, ERIC/CAPS.

-Le Shan, L., (1996). An Emotional Life History Pattern Associated with Neoplastic Disease.  New York, Acad.Sci.

-Levine, P., (1997). Waking the Tiger: Healing Trauma. The Innate Capacity to Transform Overwhelming Experiences. California, North Atlantic Books.

-Levine, P., (2005). Healing Trauma. A Pioneering Program for Restoring the Wisdom of Your Body Sounds True. California, Boulder Publishes.

-Lipowski, Z.J., et all.(1977). Psychosomatic Medicine. U.K., Oxford University Press.

-Lovett, J., Shapiro, F., (1999). Small Wonders: Healing Childhood Trauma with EMDR. New York, Free Press.

-Main, M. (1990). Parental Aversion to Infant-Initiated Contact is Correlated with the Parent’s Own Rejection During Childhood: The Effects of Experience on Signals of Security with Respect to Attachment. Madison, CT: International University Press.

-Mash, E., Wolfe, D., (1999). Abnormal Child Psychology. Boston, Wads-Worth Publishing Company.

-Mouradian, V., (2000). Abuse in Intimate Relationships: Defining the Multiple Dimensions and Forms. Wellesley, Wellesley National Centre for Women Against Violence, Prevention Research Centre.

-O’ Hagan, K., (1993). Emotional and Psychological Abuse of Children. Buckingham, Open University press.

-Olweus, D., (1978). Aggression in the Schools: Bullies and Whipping Boys. Washington, D.C.: Hemisphere. In Stein, N. (edt) , (1996): A Teacher’s Guide on Teasing and Bullying. Wellesley, MA, Wellesley College Centre for Research and the N.E.A. Professional Library,

-Olweus, D., (1993). Bully/Victim Problems among School-Children: Long-Term Consequences and an Effective Intervention Program. Mental Disorder and Crime. New York, Thousand Oaks.

-Olweus, D., (1994). Bullying at School: Basic Tracts and Effects of a School Based on Intervention Program. New York, Thousand Oaks.

-Patrick, S., Perrin, S., Yule, W., Clark, D., (2010). Post- Traumatic Stress Disorder. New York, Routledge Publications.

-Pence, E., Paymar, M., (1993). Education Groups for Men Who Batter.  New York, Springer.

-Porter, R., (1987). Sexual Abuse within the Family. Boston, Open Books.

-Rigby, K., (1996). Bullying at Schools and What We Do About It.  London,  ISBN.

-Roberts, C.A., (1993). Copying with Post-Traumatic Stress Disorder: A Guide for Families. North Carolina, McFarland & Company Publishes.

-Ronen, T., (1997). Cognitive Developmental Therapy with Children. England, Chichester, Wiley & Sons.

-Rutter, M., et al., (1979). Fifteen Thousand Hours: Secondary Schools and Their Effects on Children. Cambridge, Harvard University Press.

-Salkovskis, P.M., Bass, C., (1997). Hypochondriasis. In Clark, M.D., Fairnburn, C.G., (eds): Science and Practice of Cognitive Behaviour Therapy. Oxford, Oxford University Press.

-Sandler, J., (1989). Dimensions of Psychoanalysis. London, Karnack Books.

-Sandler, J., (1997). Pain Relief without Drugs: A Self-Help Guide for Chronic Pain and Trauma. London, Healing Art Press.

-Scheper-Hudges, N., (1978). Child Abuse and the Unconscious in American Popular Culture. Boston, D.Reidel.

-Schlesinger, B., (1982). Sexual Abuse of Children: A Resource Guide and Annotated Bibliography. Toronto, University of Toronto Press.

-Schwartz, A., Schwartz, R., (1993). Depression: Theories & Treatments. New York, Columbia University Press.

-Sebald, H., (1992). Adolescence: Upper Saddle River. New York, N.Y. Prentice Hall.

-Shapiro, F., (1995). Eye Movement Desensitization and Reprocessing: Basic Principles, Protocols and Procedures. New York, Guilford Press.

-Shapiro, F., (2001). Eye Movement Desensitization and Reprocessing: Basic Principles, Protocols and Procedures (2nd edition). New York, Guilford Press.

-Shapiro, F., (2002). Paradigms, Processing, and Personality Development. In F. Shapiro [Ed.]: EMDR as an Integrative Psychotherapy Approach; Experts of Diverse Orientations Explore the Paradigm Prism. Washington, D.C., American Psychological Association Books.

-Sheridan, S.M., Walker, D., (1999). Social Skills in Context: Considerations for Assessment, Intervention and Generalization. In: Reynolds, C.R. , Gutkin, T.B., (eds). The Handbook of School Psychology. New York, Wiley.

-Smith, P., et al., (1999). The Nature of School Bulling. London, Routledge Publications.

-Smith, P., Perrin, S., Yule, S., Clark, M.D., (2010). Post-Traumatic Stress Disorder. Cognitive Therapy with Children and Young People. Oxford, Routledge.

-Stein, N., (1996). A Teacher’s Guide on Teasing and Bullying. Wellesley, MA, Wellesley College Centre for Research and the N.E.A. Professional Library,

-Walker, L., (1979). The Battered Woman. New York, Harper and Row.

-Walker, E.,, Bonner, B., Kaufman, K., (1988). The Physically and Sexually Abused Child-Evaluation and Treatment. Great Britain, Pergamon Press.

-Wallerstein, J.S., Kelly, J.B., (1980). Surviving the Break-up. New York, Basic Books.

-Walsh, T., Menvielle, F., (1997). Disorders of Elimination. Textbook of Child and Adolescent Psychiatry. Washington, DC, American Psychiatric Press.

-WHO, (2002). World Report on Violence and Health. Geneve, World Health Organization.

-Winnicott, D.W. (1974). Playing and Reality.  London, Pelican.

-Wolfelt, A., (2007). Healing Your Grieving Heart for Teens: 100 Practical Ideas. London, Companion Press.

-Yalom, I.D., (1989). Concise Guide to Group Psychotherapy. Washington, D.C., American Psychiatric Press.

-Yalom, I.D, (2002). The Gift of Therapy. New York, Harper Collins Publishes.

-Youniss, J.K., Smollar, J., (1985). Adolescent Relations with Mothers, Fathers and Friends. Chicago, University of Chicago Press.

-Zeanah, C.H., Emde, R.N., (1994). Attachment Disorders in Infancy. In Rutter, M., Hersov, L., Taylor, E. (eds): Child and Adolescent Psychiatry: Modern Approaches. Oxford, Blackwell Press.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ-ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

-Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε. (1990). Η Βία στην Οικογένεια. Σύγχρονα Θέματα. Τετράδια Ψυχιατρικής, Τεύχος 43, σ. 44.

-Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε., Μαραγκός, Χ., Browne, K., Σαραφίδου, Ε., (1996). Παράγοντες Υψηλού Κινδύνου για Κακοποίηση-Παραμέληση Παιδιών: Η Συμβολή τους στη Δευτερογενή Πρόληψη. Περιοδικό Παιδιατρική, Τεύχος 59(6), σσ. 428-439.

-Αθανασόπουλος, Τ. (2011). Καρκίνος, Ασθένεια της Ψυχής. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τεύχος 10.664,  σ.15.

-Αντωνίου, Α., (2009). Όταν η Βία Ζει στο Σπίτι. Περιοδικό Το Παιδί Μου κι Εγώ, Τεύχος 86, σσ., 36-37.

-Βαρδάκου, Ι., (2007). Ενδοσχολική Βία. Εφημερίδα Εβδόμη, Τεύχος 5.267, σ. 19.

-Βεντουράτου, Δ. (2004). Γιατρεύεται το Ψυχικό Τραύμα; Εφημερίδα Ιατρικά Ελευθεροτυπίας, Τεύχος 7.326, σ. 26.

-Βέργου, Ν., (2006). 40 Εκατομμύρια Αλκοολικοί στην Ευρώπη. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τεύχος 8.500, σ. 36.

-Βογιατζή, Λ.,  (2008). Όχι Στον Πανικό από Κρίσεις Πανικού. Περιοδικό Vita, Τεύχος 136, σσ. 36-37.

-Γεωργίου, Ν., (2009). Ενήλικες, Θύματα Παιδικής Κακοποίησης. Περιοδικό Prevention, Τεύχος 68, σ. 39.

-Γιομπαζολιά, Τ., (2010). Συναισθηματική Κακοποίηση. Περιοδικό Διάλογος, Τεύχος 59, σ.23.

-Δασκαλόπουλος, Θ., (2011). Διαταραχή Πανικού (με ή χωρίς Αγοραφοβία). Περιοδικό Prevention, Τεύχος 98, σ.36.

-Δέδε, Μ. (2008). Το Ψυχικό Τραύμα Μας Ακολουθεί Από τη Βρεφική Ηλικία. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τεύχος 9.420, σ. 36.

-Δόβελος, Ι.Σ., (2010). Κλινική Ύπνωση. Περιοδικό Prevention, Τεύχος 80,            σσ. 26-29.

Ζαφειριάδης, Κ., Δαρβούδης, Α., (2007). Η Δραματοποίηση ως Μέθοδος Διδασκαλίας Στο Σύγχρονο Σχολείο. Περιοδικό Το Παιδί Μου κι Εγώ, Τεύχος 58, σ.25.

-Καλμπάρη, Ε. (2008). Μετατραυματικό Στρες. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τεύχος 9.836, σ. 39.

-Κιουρτσή, Ε., (2009). Όσα Μπορεί να Κρύβει Ένα Ποτηράκι Πάρα Πάνω. Περιοδικό Pharmanews, Τεύχος 210, σσ. 15-19.

-Κοκκώδη, Γ., (2009). Αυτισμός: Σύγχρονες Απόψεις για την Αιτιολογία-Παθογένεια Θεραπευτική Παρέμβαση.  Εφημερίδα  Χιακή Φωνή,  Τεύχος 45, σσ. 25-27.

-Κολαΐτης, Γ., (2010). Αν Υπήρχε Μια Σαφής Πολιτική για την Ψυχική Υγεία. Εφημερίδα  Ελευθεροτυπία, Τεύχος 10.156 , σσ. 45-47.

-Κομιανός, Ν., (2010). Η Υπνοσκόπηση μας Οδηγεί στην Πολυπόθητη Κάθαρση. Εφημερίδα Ελευθερία, Τεύχος 10.695, σ. 22.

-Κουντούρης, Δ., (2010). Κατάθλιψη και Νευρώσεις. Εφημερίδα Βραδινή,  Τεύχος  3.867, σσ. 35-37.

-Λαμπροπούλου. Ι., (2010). Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα. Περιοδικό Medicine, Τεύχος 28, σ. 38. 

-Μάτσα, Κ., (1988). Έχει Πραγματικά Ανάγκη η Ελληνική Κοινωνία Από Ένα Ειδικό για Γυναίκες Πρόγραμμα Απεξάρτησης; Τετράδια Ψυχιατρικής, Τεύχος 61, σσ. 56-59.

-Μερσινιάς, Θ., (2010). Πρόγραμμα Εκπαίδευσης στις Εφαρμογές της Γνωσιακής-Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας. Περιοδικό Θέματα Ψυχικής Υγείας, Τεύχος 48,      σσ. 45-47.

-Μουζακίτης, Χ., (1993). Η Κακοποίηση του Παιδιού και οι Επιπτώσεις στην Υγεία Του.  Περιοδικό Κοινωνική Εργασία, Τεύχος 30, σσ. 94-100.

-Μπαρμπαγιάννη, Ε., (2010). Η Εφηβική Σεξουαλικότητα στο Προσκήνιο. Μελέτη και Προβλεψιμότητα της Χρήσης Προφυλακτικού Μέσω της Θεωρίας της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς. Περιοδικό Το Βήμα Του Ασκληπιού, Τόμος 10ος, Τεύχος 2ο, σσ. 52-60.

-Νικελλής, Α., Παλέρμου, Β., (1990). Γυναικεία Διεκδικητική Συμπεριφορά: Εσωτερικά και Εξωτερικά Εμπόδια. Τετράδια Ψυχιατρικής, Τεύχος 14, σσ. 302-307.

-Παπαδάτου, Δ., (1988). Ψυχική Αντιμετώπιση του Νοσηλευτή στο Παιδί. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, Τεύχος 5, σσ. 256-262.

-Παπαδοκοτσώλη, Ε., (2008). Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τεύχος 10.005, σ. 39.

-Παπακωνσταντίνου, Κ., (2009).  Διφορούμενη Απώλεια: Η Παρούσα Απουσία και το Ανολοκλήρωτο Πένθος. Περιοδικό Εγκέφαλος, Τόμος 48, Τεύχος 3, σσ. 102-105.

-Πομίνι, Β., (2007). Ψυχικές και Σωματικές Επιπλοκές. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Τεύχος 9.056, σ. 39.

-Πόποβιτς, Σ., (1999). Ανεξίτηλα τα Ψυχικά Τραύματα του Πολέμου. Εφημερίδα Ριζοσπάστης, Τεύχος 12.520, σ.36 .

-Σκαλτσή, Μ., (2007). Κατανοώντας τη Δυσλεξία. Περιοδικό Vita, Τεύχος 119, σ. 56.

-Σκαπινάκης, Π., Μιχάλης, Γ., (2010). Ψυχικές Διαταραχές και Αυτοκτονία. Περιοδικό Το Παιδί Μου κι Εγώ, Τεύχος 134, σσ. 45-47.

-Σπυρίδη, Σ., Ιακωβίδης, Α.,  Καπρίνης, Γ., (2008). Νεφρική Ανεπάρκεια: Βιολογικές και Ψυχοκοινωνικές Επιπτώσεις. Τετράδια Ψυχιατρικής,  Τεύχος 19, σσ. 30-32.

-Στεργιοπούλου, Ε., (2008). Συναντάμε και στην Παιδική Ηλικία Κρίσεις Πανικού; Εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα, Τεύχος 4.538, σ.29.

-Στρατίκη, Λ., (2007). Εμπειρίες Γυναικών Θυμάτων Οικογενειακής Βίας και οι Επιπτώσεις στη Ζωή τους- Μια Ποιοτική Μελέτη. Περιοδικό Κοινωνική εργασία,  Τεύχος 88, σ. 18.

-Τσαμασίρος, Γ., (1999). Το Παιδί με Διαβήτη και το Σχολείο. Συνήθεις Δυσκολίες & Τρόποι Αντιμετώπισης. Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, Διαβητολογικά Νέα, Τεύχος 8, σ. 41.

-Τσιαμπαρτά, Χ., (2011). Κοινωνική Λειτουργός της Γειτονίας. Εφημερίδα Η Φωνή της Λεμεσού, Τεύχος 6.395, σ. 23.

-Τσιάντης, Ι., (1986). Επείγοντα Παιδοψυχιατρικά Περιστατικά στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο. Περιοδικό Παιδιατρική, Τεύχος 49, σσ. 292-302.

-Τσιβίκα, Ε., Πανάγου, Α., (2010). Εξαρτήσεις! Χωρίς εσένα δεν υπάρχω. Περιοδικό Prevention,  Τεύχος 83, σ. 29.

-Folle-Αλέπη, Κ., (2011). Οι Φοβίες και η Αντιμετώπιση Τους. Εφημερίδα                               Ελευθερία, Τεύχος 10.589,  σ.17

-Χαμουζάς, Α., (2010). Ψυχοσωματικά Προβλήματα. Περιοδικό Το Παιδί Μου κι Εγώ, Τεύχος 136, σσ. 36-38.

-Χατζηδημητρίου, Α., (2010). Διατροφική Διαταραχή: Μια Ακραία Μορφή Συμπεριφοράς. Περιοδικό Vita, Τεύχος 295, σ. 35.

-Afifi, T.D., (2003). Feeling Caught in Stepfamilies: Managing Boundary Turbulence Through Appropriate Communication Privacy Rules. Journal of Social and Personal Relationships, Issue 20, pp.729-755.

-Amato, P.R., Keith, B., (1991). Parental Divorce and the Well-Being of Children: A Meta-Analysis. Psychological Bulletin, Issue 110, pp.26-46.

-Ainsworth, M.D.S., Bell, S.M., (1970). Attachment Exploration and Separation: Illustrated by the Behaviour of 1 Year Old in Strange Situation. American Journal of Child Development, Issue 41, pp. 49-67.

-Bankier, B., (2002). Screening for DSM-IV Somatoform Disorders in Chronic Pain Patients. American Journal of Psychopathology, Issue 33(3), pp.115-118.

-Bennet, K.M., Smith P.T., Hughes G.M., (2005), Coping, Depressive Feelings and Gender Differences in Late Life Widowhood. Aging and Mental Health, Issue 9(4), pp. 348-353.

-Bernstein, G.A., Borchardt, C.M., (1991). Anxiety Disorders in Childhood and Adolescence: A Critical Review. Journal of Child and Adolescent Psychiatry, Issue 30(4), pp.212-215.

-Bjiorkqvist, K., Lagerspetz, K., Kaukiainen, A., (1992). Do Girls Manipulate and Boys Fight? Developmental Trends in Regard to Direct and Indirect Aggression in Aggressive Behavior. Volume18,  pp.117-127.

-Boyle, J., (2003). Just War Doctrine and the Military Response to Terrorism. Journal of Political Philosophy, Copy 11(2), pp.155-157.

-Brenner, E., Smeets, J.B.J. (2003) Fast Corrections of Movements with a Computer Mouse. Journal of Spatial Vision, Issue 16, pp.365-376.

-Ciccheti, D., et al., (2007). Interactions of Child Maltreatment and Serotonin Transporter and Monoamine Oxidase A Polymorphisms: Depressive Symptomatology Among Adolescents from Low Socioeconomic Backgrounds. Development and Psychopathology,  Issue 19,  pp. 1161-1180.

-Claes, S.J., (2004). CRH, Stress, and Major Depression: A Psychobiological Interplay. Journal of Affective Disorders, Issue 69, pp. 117-150.

-Cowie, H., Berdondini, L., (2001). Children’s Reactions to Cooperative Group Work: A Strategy for Enhancing Peer Relationships among Bullies, Victims and Bystanders. Learning and Instruction, Issue 11 (6). pp. 517-530.

-Craig, W. M., Pepler, D.J., (1997). Observations of Bullying and Victimization in the School Yard. Canadian Journal of School Psychology, Issue 13, pp. 41-59.

-Crockett, L., Losoff, M., Petersen, A.G., (1984). Perceptions of the Peer Group and Friendship in Early Adolescence. Journal of Early Adolescence, Issue 42, pp.155-181.

-Dodge, K.A., Pettit, G.S., Bates, J.E. (1994). Spanking in Families and Subsequent Aggressive Behavior toward Peers by Kindergarten Students. Development and Psychopathology, Issue 6, pp. 445-461.

-Evans, R.W., Manninen, D.L., Garrison, L.P., JrHart, L.G., Blagg, C.R., Gutman, R.A., et all., (1995). The Quality of Life of Patients with End-Stage Renal Disease. Journal of Medics, Issue 25, pp. 553-559.

-Eron, L.D., Huesmann, L.R., (1984). Intervening Variables in the TV Violence-Aggression Relation: Evidence from Two Countries. Developmental Psychology, Issue 20(5), pp. 746-777.

-Fullerton, C., Grieger, T., (2003). Posttraumatic Stress Disorder, Alcohol Use, and Perceived Safety after the Terrorist Attack on the Pentagon. Psychiatric Services, Volume 54, Issue 10, pp. 1380-1382.

-Garfinkel, E., (1995). Bulimia Nervosa in a Canadian Community Sample: Prevalence and Comparison of Subgroups. American Journal of Psychiatry,         Issue 152, pp. 1052-1058.

-Hawkins, J.D., Doueck, H.J., Lishner, D.M., (1988). Changing Teaching Practices in Mainstream Classrooms to Improve Bonding and Behaviour of Low Achievers. American Educational Research Journal, Issue 25, pp. 31-50.

Held, V., (1997). The Media and Political Violence. Journal of Ethics, Issue 1 (2), pp. 187-202.

-Hetherington, E.M., Bridges, M.K., Isabella, G.M., (1998). What Matters? What Does Not? Five Perspectives on the Association between Marital Transitions and Children’s Adjustment. American Psychologist, Issue 53, pp. 167-184.

-Ironson, G., et al., (2002). The Ironson-Woods Spirituality/Religiousness Index in Associated with Long Survival, Health Behaviors, Less Distress and Low Cortisol in People with HIV/AIDS. Annals of Behavioral Medicine, Issue 24(1), p. 34.

-Karam, E.G., (2003). War Trauma and Mental Health Sequel of the Lebanon Wars. Research Presentation at the American Journal of Psychiatry, Issue 48, pp. 105-113.

-Kearney, K. Silverman, W. (1992). Let’s Not Push the “Panic” Button: A Critical Analysis of Panic and Panic Disorder in Adolescents. Clinical Psychology Review, Volume 12, Issue 3, pp.293-305.

-Keller, M., & Doria, J., (1992). On Defining Alcoholism. Alcohol Health & Research World, Issue 15(4), pp.253-259.

-Kendall-Tackett, K. A., Williams, L. M., Finkelhor, D., (1993). Impact of Sexual Abuse on Children: A Review and Synthesis of Recent Empirical Studies. Psychological Bulletin, Issue 113, pp. 164-180.

-King, N. J., Ollendick, T. H., (1994). Diagnosis, Assessment and Treatment of

Internalizing Problems in Children:  The Role of Longitudinal Data.  Journal of

Consulting and Clinical Psychology, Issue 6 (5), pp.918-927.

-Kitson, G.C., Raschke, H.J., (1981). Divorce Research: What We Know. What We Need to Know. Journal of Divorce, Issue 4(3), pp. 1-37.

Kraaij, V., Arensman, E., Spinhoven, P. (1997). Negative Life Events and Depression in Elderly Persons: A Meta-Analysis. The Journal of Gerontology,     Issue 52, pp. 87-94. Journal of Divorce, Issue 4, pp. 15-37.

-LaGreca, A.M., Silverman, W.K., et al., (1996). Symptoms of Post-Traumatic Stress after Hurricanes: A Prospective Study. Journal of Consulting and Clinical Psychology, Issue 64, pp.712-723.

-Loeber, R., Dishion, T.J., (1984). Multiple Gating: A Multistage Assessment Procedure for Identifying Youths at Risk for Delinquency. Journal of Research in Crime and Delinquency, Issue 21, pp. 7-32.

Mache, S., Vitzthum, K., Joachim, R., Quarcoo, D., Groneberg, D.A., (2009). Psychotrauma and Effective Treatment of Post-Traumatic Stress Disorder in Soldiers and Peacekeepers. Journal of Occupational Medicine and Toxicology, Issue 4, pp. 21

-Meyerowitz, B.E., (1980). Psychosocial Correlates of Breast Cancer and its Treatment.  Psychological Bulletin, Issue 125, pp.36-38

-Must, A., Spanado, J., et al. (1999). The Disease Burden Associated with Overweight and Obesity. Journal of the American Medical Association, Issue 282, pp.1523-1529.

-O’ Keefe, N., Brockopp, K., Chew, K., (1986). Teen – Dating Violence.  Social Work, Issue 31, pp.  465-468.

-Olweus, D., (1980). The Consistency Issue in Personality Psychology Revisted–With Special Reference to Aggression. British Journal of Social Clinical Psychology, Issue 19(4), pp. 377-90.

-Ornitz, E.M., Pynoos, R.S., (1989). Startle Modulation in Children in Post-Traumatic Stress Disorder. American Journal of Psychiatry, Issue 146, pp.866-870.

-Penza, K.M., et al., (2003). Neurobiological Effects of Childhood Abuse: Implications for the Pathophysiology of Depression and Anxiety. Journal of Women Mental Health, Issue 6, pp. 15-22.

-Peschke, H., (1995). Another Wall That Crumbled— Methadone Maintenance Treatment in Germany. American Journal of Drug and Alcohol Abuse, Issue 21(1), pp. 27-35.

-Quinton, D, Rutter, M., (1976). Early Hospital Admissions and Later Disturbances of Behavior. Development Medicine and Child Neurology, Issue 18, pp. 447-459.

-Saisan, J., Smith, M., Segal, J., (2011). Child Abuse and Neglect: Recognizing and Preventing Child Abuse. Journal of Child and Adolescence Psychology, Issue 59, pp.111-116.

-Shapiro, F., Maxfield, L., (2002). EMDR: Information Processing in the Treatment of Trauma. Journal of Clinical Psychology, Issue 52, Special Issue: Treatment of PTSD, pp. 933-946.

-Shipon-Blum, E., (2010). Why Jacob Won’t Talk. People Magazine, Issue 56,   pp.34-40.

-Silverman, K., et al., (2001). Exploring the Limits and Utility of Operant Conditioning in the Treatment of Drug Addiction. Journal of Behaviour Analysis, Issue 27(2), pp.209-230.

-Spitz, H.I., Aviram, R.B., (2003). Substance Abuse Couple Therapy: Clinical Considerations and Relational Themes. Journal of Family Psychotherapy, Issue 14(3), pp. 1-18.

-Straus, MA., (1979). Measuring Intro a Family Conflict and Violence: The Conflict Tactics (ET) Scales. Journal of Marriage and the Family, Issue 41, pp. 75-86.

-Stunkard, A.J., Wadden, J.A., (1992). Psychological Aspects of Several Obesity. American Journal of Clinical Nutrition, Issue 55, pp. 524-532.

-Swedo, E.S., et al. (1989). Obsessive-Compulsive Disorder in Children and Adolescents: Clinical Phenomenology of 70 Consecutive Cases. Archives of General Psychiatry,   Issue 46(4), pp. 335-341.

-Suess, G., et al., (1992). Effects of Infant Attachment to Mother and Father on Quality of Adaptation in Preschool: From Dyadic to Individual Organization of the Self. International Journal of Behavioral Development, Issue 15, pp. 43-66.

-Taylor, C.A., et al., (2010). Mothers’ Spanking of 3-Year-Old Children and Subsequent Risk of Children’s Aggressive Behavior. Journal of Pediatrics, Issue 16(1), pp. 51-62.

-Terr, L.C., (1991). Childhood Traumas – An Outline and Overview. American Journal of Psychiatry, Copy 27, pp. 96-104.

-Thoits, P.A., (1991). On Merging Identity Theory and Stress Research. Social Psychology Quarterly, Vol.54, No 2, pp. 101-112.

Toro, P.A., McDonnell, D.M., (1992). Beliefs, Attitudes and Knowledge about Homelessness: A Survey of the General Public. American Journal of Community Psychology, Issue 20(1), pp. 53-80.

Troy, M., & Sroufe, L.A., (1987). Victimization Among Preschoolers: The Role of Attachment Relationship History. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, Issue 26(2). 166-172.

-Verger, P., (2004). The Psychological Impact of Terrorism: An Epidemiologic Study of Posttraumatic Stress Disorder and Associated Factors in Victims of the 1995–1996 Bombings in France. The American Journal of Psychiatry, Volume 161, Issue 8,    pp.1384-1389.

-Yule, W., Williams, R., (1991). Post-Traumatic Stress Reactions in Children. Journal of Traumatic Stress, Copy 3, pp. 279-295.

-Zeanah, C.H. (2000). Disturbances of Attachment in Young Children Adopted from Institutions. American Journal of Behaviour, Issue 21(3), pp. 230–36.

 

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

-Αλεξάνδρου, Μ., (2009). Θεραπευτική Ύπνωση. Προσέγγιση στο Τραύμα. Θεραπεία του Τραύματος. Στο: http://www.maria-alexandrou.gr/index.html, 15/06/2011.

-Αρματάς, Α., (2001). Όλα για την Ύπνωση. Στο:http://www.hypnosis.gr/page11.php, 04/05/2011.

-Βακόνδιος, Ν., (2011). Οικονομική Κρίση και Ψυχοσωματικές Επιδράσεις στον Άνθρωπο. Στο: http:// www.e-psychology.fr/anxiety-stress-phobias/491-oikonomiki-krisi-psychosomatikes, 12/08/2011.

-Βαλάσση-Αδάμ, Ε. (2008). Μορφές Βίας Κατά Παιδιών και Γυναικών στη Σύγχρονη Κοινωνία. Στο http://www.ncgw.org/gr/ekdoseis/Ekdoseis-via.pdf , 22/05/2011.

-Βαρελάς, Υ., (2011). EFT –  Emotional Freedom Techniques. Στο: http://www.eft.gr/intro/whatEFTis.htm, 04/09/2011.

-Βασιλακόπουλος, Γ. (2008). Σύγχρονοι Πόλεμοι και Υγεία. Στο: http://www.cuprysfreetimmers.org/category/issues/human-rights , 08/09/2011.

-Βασιλειάδης,  Γ., (2009). Συστημική Ψυχοθεραπεία.    Στο: http://www.iatronet.gr/article.asp?art_id=7321, 29/08/2011.

-Βεντουράτου, Δ., (2007). Ψυχικές Συνέπειες σε Μικρούς και Μεγάλους από τις Πρόσφατες Πυρκαγιές. Στο: http://www.travmatotherapeia.com/v1/?p=271, 13/05/2011.

-Βεντουράτου, Δ., (2009). Εισαγωγή στην Ψυχοτραυματολογία, στην Τραυματοθεραπεία. Στο: http://travmatotherapeia.com/v1/?page_id=13, 22/05/2011.

-Γαλάνη, Φ., (2011). EMDR: Μια Νέα Ψυχοθεραπευτική Μέθοδος. Στο: http://www.iatronet.gr/article.asp?art-id=16174, 12/06/2011.

-Γενική Γραμματεία Ισότητας, (2005). Πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του ΥΠΕΣΔΔΑ για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας και της Βίας Κατά Συνοικούντων Προσώπων.

Στο: http://www.isotita.gr/var/uploads/NOMOTHESIA/VIOLENCE/porismα, 10/10/2011.

-Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, Υπουργείο Εσωτερικών, (2009). Ευρωπαϊκή Χάρτα για την Ισότητα των Φύλων στις Τοπικές Κοινωνίες. Στο: http://isotita.gr/var/uploads/ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ, 10/10/2011.

-Γεωργιάδης, Ε., (2010). Θεραπεία του Ψυχικού Τραύματος με τη Μέθοδο EMDR. Στο: http://www.PsychologyOnLine.gr, 06/09/2011.

-Δημητράσκου, Θ., (2011). Συναισθηματική και Λεκτική Κακοποίηση Ανηλίκων. Στο: http://ariadni144.wordpress.com/category/page/7/, 12/04/2011.

-Egoideal (Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής) (2010). Φαρμακοθεραπεία της Κατάθλιψης. Στο: http://www.egoideal.gr/ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ/8-φαρμακοθεραπείες/37-ΦΑΡΜΑΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ.html, 12/05/2011.

-Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (2006). Οι Eπιπτώσεις των Mαζικών Kαταστροφών. Στο: http://www.news.pathfinder.gr/periskopio/309553.html, 27/06/2011.

-Haag, J., Breadon, R., (2008). Βελονισμός. Στο: http://www.acupuncture-psychotherapy-cornwall.com/body-focused-psychotherapy,26/05/2011.

-Ινστιτούτο Ψυχολογικών Εφαρμογών, (2010). Διατροφικό Άγχος : Φοβία και Απώλεια Βάρους. Στο: http://www.ipse.gr, 19/08/2011.

-Καραμολέγκου, Ν., (2011). EMDR: Μια Aποτελεσματική Θεραπεία για το Ψυχικό Τραύμα. Στο: http://www.medvoi365.gr/index.php?option, 30/06/2011.

-ΚΕΘΙ, (2003). Ενδοοικογενειακή Βία κατά των Γυναικών: Πρώτη Πανελλαδική Επιδημιολογική Έρευνα. Στο:  http://www.kethi.gr, 10/10/2011.

-Κέντρο Εργάνη (2007). Ενδοοικογενειακή Βία. Στο: http://www.kakopoihsh.wordpress.com, 04/08/2011.

-Κοτανίδης, Α., (2011). Θεραπεία Σωματικών Επιπτώσεων. Στο: http://www.psychologia.gr/therapy/somatic.html, 16/04/2011.

-Μιχαηλίδου, Κ., (2006). Η Ζωή Μετά Από Ένα Τροχαίο Ατύχημα. Στο: http://www.eviaportal.gr/content.asp?ID=616 , 12/10/2011.

-Μπούκα, Ν., (2010). Παιδικός Καρκίνος: 300 Κρούσματα Κάθε Χρόνο στην Ελλάδα. Στο: http://www.mporeis.blogs.gr/tags/paidikos karkinos-gr.html, 08/09/2011.

-Ξανθάκη, Α. (2010). Ψυχολογικές Επιπτώσεις της Οικονομικής Κρίσης. Στο http://www.psychology-blog.gr/katathlipsi/oikonomiki-krisi-psychologia.html, 12/10/2011.

-Παναγοπούλου, Π. (2008). Παιδική Κακοποίηση.  Στο http://experimentalphysiology.gr, 15/06/2011.

-The Toronto Declaration on Global Prevention of Elder Abuse (2002). Στο:  http://www.who.int/ageing/projects/elder_abuse/alc_toronto_declaration_en.pdf,  26/09/2011.

-Φερέτη, Ε., Σταυριανάκη, Μ., (1997). Η Χρήση της Σωματικής Τιμωρίας στη Διαπαιδαγώγηση των παιδιών στη Σύγχρονη Ελληνική Οικογένεια. Μια Κοινωνιολογική Μελέτη στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Στο: http://www.synigoros.gr/reports/525_1_ereuna_tou_institoutou, 16/06/2011.

-Φρεγγίδου, Ε. (2006). Οι Συνέπειες του Διαβήτη στην Ψυχική Υγεία του Ασθενή. Στο http://www.iatronet.gr/article.asp?art, 12/08/2011.

-Unicef, (2009). Child Protection from Violence, Exploitation and Abuse: Children without Parental Care. Στο http://www.unicef.org, 17/06/2011.

 

ΗΜΕΡΙΔΕΣ-ΣΥΝΕΔΡΙΑ

-Τζωρτζοπούλου, Μ., (Επιμ.) (1985). Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Στελεχών Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων, Αθήνα 15-17 Ιουνίου 1985, Υπουργείο Υγείας-Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

-Καραγιαννοπούλου, Ε., (Επιμ.) (2008).  Ινστιτούτο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Πρόνοιας, Μυτιλήνη 5-7 Δεκεμβρίου 2008, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά .

-Λυκούδης, Π., (Επιμ.) (2005). Πρακτικά 10ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Θεραπευτικών Κοινοτήτων, Κρήτη 20-22 Ιουνίου  2005,  ΚΕΘΕΑ – Πανεπιστήμιο Κρήτης

-Κυβέλου, Α.,(Επιμ.) (2006). Ανοιχτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο & Ινστιτούτο Ομαδικής Ανάλυσης, Αθήνα 3-5 Νοεμβρίου 2006, Ανοιχτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο Αθήνας.

-Νικολοπούλου-Ζάχου, Κ.,(Επιμ.) (2009). Κέντρο Ψυχολογικών Μελετών, Αθήνα 16-17 Απριλίου 2009, Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής.

-Λουίζου, Α., (Επιμ.) (2009). Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Παιδοψυχιατρικού Συνεδρίου, Αθήνα 15-17 Μαΐου 2009, Πανεπιστημιακή Παιδοψυχιατρική Κλινική Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία».

-Στεφανόπουλος, Γ., (Επιμ.) (2010). Πρακτικά. 5ου Πανελλήνιου Νομικού Συνεδρίου, Πάτρα 26-29 Μαρτίου 2010,  Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου.

-Τσίτουρα, Σ., (Επιμ.) (2006). Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ελληνικής Εταιρίας Κοινωνικής Παιδιατρικής, Κρήτη 10-15 Απριλίου 2006, Εταιρία Κοινωνικής Παιδιατρικής και Προαγωγής της Υγείας.

-Τσουκαλά, Φ., (Επιμ.) (2005). Η Ηθική Παρενόχληση στον Εργασιακό Χώρο. Εισήγηση σε Ημερίδα του Σωματείου Εργαζομένων Union Eurobank, Αθήνα 11 Δεκεμβρίου 2005,  Γραμματεία Ισότητας  ΟΤΟΕ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ………………………………………………………………….. σελ 5

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ……………………………………………………………… σελ 7

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

 

1.      Εισαγωγή ……………………………………………………………………………………… σελ 9

2.      Η Έννοια της Τραυματικής Εμπειρίας………………………………… σελ 9

3.      Τραυματικές Εμπειρίες Ανηλίκων ..…………………………………… σελ 14

4.      Τραυματικές Εμπειρίες Παιδιών ……………………………………….σελ 15

5.      Τραυματικές Εμπειρίες Εφήβων  ……………………………………….σελ 19

6.      Τραυματικές Εμπειρίες Ενηλίκων ..……………………………………σελ 23

7.      Τραυματικές Εμπειρίες Τρίτης Ηλικίας ………………………………σελ 26

8.      Δημογραφικά Στοιχεία ………………………………………………… σελ 28

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΕΙΔΗ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

 

1.      Εισαγωγή ……………………………………………………………………………………… σελ 33

2.      Σωματική Βία ……………………………………………………………σελ 34

2.1    Σωματική Βία σε Παιδιά και Εφήβους …………………………………σελ 35

2.2    Σωματική Βία σε Ενήλικες   .……………………………………………σελ 42

2.3    Σωματική Βία σε άτομα Τρίτης Ηλικίας   .…………………………… σελ 43

3.      Ψυχοσυναισθηματική Βία ……………………………………………… σελ 46

3.1    Ψυχοσυναισθηματική Βία Παιδιών και Εφήβων  ..……………………σελ 47

3.2    Ψυχοσυναισθηματική Βία Ενηλίκων  ..…………………………………σελ 50

4.      Σεξουαλική Κακοποίηση  ……………………………………………….σελ 52

4.1    Σεξουαλική Κακοποίηση Παιδιών και Εφήβων  ..…………………….σελ 53

4.2    Σεξουαλική Κακοποίηση Ενηλίκων  ..………………………………….σελ 56

5.      Ασθένειες ………………………………………………………………….σελ 57

5.1    Ασθένειες σε Παιδιά και Εφήβους  ..……………………………………σελ 57

5.2    Ασθένειες σε Ενήλικες και Ηλικιωμένους ΄……………………………..σελ 59

6.      Τα Ατυχήματα ως Τραυματικές Εμπειρίες …………………………….σελ 63

7.      Απώλειες (Θάνατος – Διαζύγιο)  ..………………………………………σελ 65

7.1    Πένθος παιδιών και εφήβων  ..…………………………………………..σελ 66

7.2    Απώλειες Ενηλίκων  ..……………………………………………………σελ 70

7.3    Απώλειες Τρίτης Ηλικίας  ……………………………………………….σελ 73

8.      Γεγονότα Ευρύτερης Εμβέλειας (Φυσικές Καταστροφές, Πόλεμοι,

         Τρομοκρατία, Οικονομική Κρίση) .…………………………………….σελ 74

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

 

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΖΩΗΣ

 

1.   Εισαγωγή …………………………………………………………………………………………σελ 81

2.     Ο Σωματικός Αντίκτυπος  ………………………………………………σελ 82

3.     Άγχος και Αγχώδεις Διαταραχές ……………………………………………………..σελ 86 

3.1   Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους ………………………………………………σελ 88

3.2   Διαταραχές Πανικού ………………………………………………………σελ 92

3.3   Φοβίες ……………………………………………………………………..σελ 94

3.4   Διαταραχές Ύπνου ………………………………………………………..σελ 96

3.5   Διαταραχές Σίτισης  ………………………………………………………σελ 97

3.6   Δυσκολία στη Συγκέντρωση ……………………………………………..σελ 99

3.7   Κατάθλιψη ……………………………………………………………………………………σελ 99

3.8   Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή ………………………………………..σελ 104

3.9   Διαταραχή του Δεσμού …………………………………………………..σελ 106

3.10 Διαταραχή Ταυτότητας Φύλου ……………………………………………….σελ 107

4.     Εξαρτήσεις ………………………………………………………………σελ 108

5.     Λοιπές Διαταραχές ………………………………………………………σελ 113

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

 

1.      Εισαγωγή ………………………………………………………………..σελ 117

2.      Φαρμακευτική αντιμετώπιση ………………………………………….σελ 117

2.1.   Ψυχοφάρμακα …………………………………………………………..σελ 117

3.      Ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση ……………………………………..σελ 119

3.1.   Ψυχαναλυτική μέθοδος ………………………………………………..σελ 121

3.2.   Θεραπευτική ύπνωση ………………………………………………….σελ 124

3.3.   Συμπεριφοριστική και Γνωσιακή Θεραπεία ………………………….σελ 127

3.4.   Συστημική Θεραπεία ……………………………………………………σελ 131

3.5.   Ανθρωπιστική Οικογενειακή Θεραπεία …………………………………………σελ 135

3.6.   Θεραπευτική Παρέμβαση στην οικογενειακή κρίση ……………………..σελ 136

3.7.   Θεραπεία Gestalt …………………………………………………………………………σελ 136

3.8.   Δραματοθεραπεία ………………………………………………………………………..σελ 137

3.9.   Παιγνιοθεραπεία ………………………………………………………………………….σελ 138

3.10. Η Μέθοδος EMDR ………………………………………………………………………σελ 139

3.11. Άλλες Εναλλακτικές Μέθοδοι Θεραπείας  ……………………………………σελ 147

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

 

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΖΩΗΣ

1.      Εισαγωγή ……………………………………………………………………………………. σελ 151

2.      Ο Ρόλος του Κοινωνικού Λειτουργού στην Αντιμετώπιση του

          Προβλήματος …………………………………………………………………………….. σελ 151

3.      Μέθοδοι παρέμβασης …………………………………………………. σελ 162

4.      Δυσκολίες –Περιορισμοί ………………………………………………..σελ 169

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

 

1.      Συμπεράσματα ………………………………………………………….σελ 173

2.      Προτάσεις για Παρέμβαση …………………………………………….σελ 174

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ………………………………………………………………………………… σελ 179

Σχετικά άρθρα:

Επίσης:

Διαβάστε επίσης: Μελέτη για το φαινόμενο του εκφοβισμού ( bullying)

Επικοινωνία – υποστήριξη από φορείς Ψυχικής Υγείας:

Τηλεφωνική γραμμή “παρέμβαση για την αυτοκτονία” 1018.

Εθνικό κέντρο κοινωνικής αλληλεγγύης 197.

Βοήθεια για εξαρτημένους: γραμμή βοήθειας για τις εξαρτήσεις ΚΕΘΕΑ 1145, ανοικτή γραμμή 18 ΑΝΩ 2103617089, γραμμή SOS ΟΚΑΝΑ 1031.

Για την άνοια: Εταιρεία νόσου Alzheimer και συναφών διαταραχών 2107013271.

       Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών,Ζαϊμη 9-10682 Αθήνα, 2103835611.
       Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών, Νοταρά 77 – 18535 Πειραιάς, 2104170500. 

Ελλ. Κέντρο Διαπολιτιστικής Ψυχιατρικής και Περίθαλψης Λ. Αθηνών 30, 10441 Αθήνα, 2105230037.

Συμβουλευτική Γραμμή Υποστήριξης Ε.ΨΥ.ΠΕ. Κηφισίας 23, Αμπελόκηποι, 2106431488.

       Σ.Σ.Ν. (Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων) ΑΔιεύθυνσης Δ/θμιας Εκπαίδευσης Αθήνας: Υπεύθυνη κ. Σπέντζου Γεωργία, <strong>2106450891.</strong>
<strong>       Σ.Σ.Ν.</strong> Β
Διεύθυνσης Δ/θμιαςΕκπ/σης Αθήνας: Υπεύθυνος κ. Λεωνίδας Κωλέτης, 4ο Λυκ. Αγ. Παρασκευής, 2106512513.
       Σ.Σ.Ν. ΓΔ/νσης Δ/θμιαςΕκπ/σης Αθήνας: Υπεύθυνη κ. Παναγιώτα Λεβέντη, Θηβών 401, 12210 Αιγάλεω, <strong>2105786863.</strong>
<strong>       Σ.Σ.Ν.</strong> Δ
Δ/νσης Δ/θμιαςΕκπ/σης Αθήνας: Υπεύθυνος κ. Στέφανος Κουμαρόπουλος, 2109374322.
       Σ.Σ.Ν. Δ/νσης Δ/θμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Αττικής: υπεύθυνη κ. Ουρανία Ευδοκίμου-Παπαγεωργίου, Ρήγα Φεραίου 70 Ελευσίνα, 2105561071 και 2105561243.
       Σ.Σ.Ν. Δ/νσης Δ/θμιαςΕκπ/σης Πειραιά: Υπεύθυνη κ. Μαρία Αγοραστού, Ελ. Βενιζέλου 35, 18532 Πειραιάς 2104131227.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ, Ελληνικό Πρόγραμμα κατά του στίγματος της σχιζοφρένειας, Αργυροκάστρου και Ιωνίας, 15561 Παπάγου 2106170822-824.

       ΕΤΑΙΡΕΊΑ ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΥΓΕΊΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ, Αγ. Ιωάννου Θεολόγου 19, 15561 Αθήνα, 2106546524.

       ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΊΑΣ ΒΥΡΩΝΑ – ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ, ανήκει στην ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου Αθηνών, Δήλου 14 Καισαριανή 16121, 2107640111.

       ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ, θεραπευτική μονάδα για αυτιστικά παιδιά και εφήβους: Σπετσών 4, Αγ. Παρασκευή, 2106394900.

       ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ, Συμβουλευτική υπηρεσία για Ξενόγλωσσους και Αλλοδαπούς: Βασ. Ηρακλείου 8, 10682, Αθήνα 2108853520.

       ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗΣ: θηβών και Μ. Ασίας, Γουδί, 11527, 2107798748.

       ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ “ΜΕΡΙΜΝΑ( για τη φροντίδα Παιδιών και Οικογενειών στην αρρώστια και στο Θάνατο), Τιμολέοντος Βάσσου 16, Πλ. Μαβίλη, 11521 Αθήνα, 2106452013 και 2106463367.

ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ: Πλούτωνος και Ηφαίστου, 12135, 2105766226.

       ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΙΚΑ: Ηπείρου 17, 10433 Αθήνα, 2108801300 και 2108801400.

       ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Π.Ν.Α.), Σε αυτό ανήκουν διοικητικά οι παρακάτω υπηρεσίες για εφήβους και παιδιά:
Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Ν. Ηρακλείου Αττικής, Σωκράτους 32, Ν. Ηράκλειο, 14122, 2102816598.
Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Ν. Σμύρνης, 2ας Μαϊου 5, Ν. Σμύρνη, 17121, 2109321255.
Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Αθηνών (Ν. Ψυχικού): Γαρέφη 4, Ελληνορώσων-Κατεχάκη, Ν. Ψυχικό, 2106773442-3.
Ιατροπαιδαγωγική Υπηρεσία του Π.Ν.Α.: Ραφήνα,19009, 2294077791-5.
Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Παλλήνης:Λ. Μαραθώνος 109, Παλλήνη, 15351, 2106667382. Κέντρο Αποκατάστασης Δυσλεξικών Παιδιών (λειτουργεί στην ίδια διεύθυνση).

       ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΊΑΣ: 2109221739.

       EΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ της Χάρις Κατάκη (για ψυχοθεραπεία συστημικής κατεύθυνσης): Κονίτσης 33, 15125, Μαρούσι 2106129290.

       ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ FOCUSING ( για προσωποκεντρική – βιωματική ψυχοθεραπεία): Λ. Αλεξάνδρας 29, 11474 Αθήνα 2106459459.

       ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ( για γνωσιακή – συμπεριφορική ψυχοθεραπεία): Γλάδστωνος 10, Πλ. Κάνιγγος, 10677, Αθήνα 2103840129.