Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις

atm
 
Κάπως έτσι και γω και τόσοι άλλοι με τις μαύρες τεράστιες σακούλες σκουπιδιών(για πτώματα) βγήκαμε να πάμε να εισπράξουμε τα ευρώ(που δεν έχουμε) από τα ΑΤΜ. Αδιαμφισβήτητα είναι η φωτογραφία του σαββατοκύριακου. Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις.
Όλοι αυτοί που έκαναν ουρές στα ΑΤΜ προφανώς έχουν -έστω κάποια- χρήματα, ή πήγαν να πάρουν τη σύνταξή τους. Φανταστείτε λοιπόν σε τι κατάσταση είναι οι Έλληνες, με τα εκατομμύρια ανέργους ή στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, για να είναι τόσοι λίγοι στα ΑΤΜ αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας(κι αυτό δεν θα το σχολιάσει μάλλον κανείς στα γνωστά μας ΜΜΕ).
Όλοι οι «δημοκράτες» που έσυραν την Ελλάδα στα μνημόνια, σκούζουν, τσιρίζουν και ουρλιάζουν ενάντια στο δημοψήφισμα – με τη σειρά σε πασαρέλα από τις οθόνες. Απ’ αυτό και μόνο καταλαβαίνει απολύτως κανείς.
Τώρα, αν δεν έχετε δει μούτρα Ευρωζωνικών τοκογλύφων που τους ανακοινώνουν ότι δεν θα τους δώσουν τη δόση τους(στην προκειμένη περίπτωση στις 30/6), ανοίξτε πάλι τις τηλεοράσεις σας και σίγουρα όλο και κάποιον θα πετύχετε αυτά τα μερόνυχτα.
Αλλά το μπούλινγκ δεν περνάει πια Αντωνάκη. Πόσω μάλλον όταν γίνεται για την τσέπη και την εξουσία με κάθε τίμημα «Ναι, σε όλα!» εις βάρος ενός ολόκληρου λαού. Άσε κατά μέρος τη λέξη δημοκρατία που την έχεις ξεφτιλίσει. Όσο για τις ονειρώξεις με πραξικοπήματα να τις έχεις μόνο στο κρεβάτι σου.
«Η χρεωκοπία θα είναι εθνική ταπείνωση», μας τόνισε η Γεννηματά. Δεν είναι εθνική ταπείνωση η πρόταση(βλ. διαταγή) των θεσμών και η όλη στάση της ΕΕ. Δεν είναι εθνική ταπείνωση όλα όσα έχουμε βιώσει(και έχουμε ακούσει) τόσα χρόνια στην κρίση. Δεν είναι εθνική ταπείνωση ότι μπήκαμε στα μνημόνια για να σωθούν οι τράπεζες της Γερμανίας και των άλλων. Όχι. Η τυπική οικονομική χρεωκοπία θα μας ταπεινώσει!
Θα σας χρειαζόταν μια καραμπινάτη χρεωκοπία(που δεν την ευχόμαστε) για να επαναπροσδιορίσετε επιτέλους το αξιακό σας σύστημα όλοι εσείς οι επαγγελματίες «πολιτικοί» για το τι σημαίνει η λέξη ταπείνωση, αφού μόνο έτσι υπάρχει κάποια ελαχιστότατη ελπίδα να το αντιληφθείτε.
Ο άνθρωπος για να έχει αξιοπρέπεια πρέπει να έχει εκτός των άλλων, ανθρώπινα δικαιώματα, ηθικές αξίες, ανεξαρτησία, δικαιοσύνη, δημοκρατία, υγεία, παιδεία και εργασία, κύριε Θεοδωράκη, όχι δουλειά(όπως φωνάξατε στη βουλή). Και όλα αυτά η ΕΕ για τον Έλληνα τα έχει ξεχάσει(για το ευρώ). Εσείς μπορείτε να συνεχίσετε να είστε τα δουλικά της ΕΕ. Εμείς θέλουμε να αγωνιστούμε για να παράξουμε έργο για την ανεξαρτησία μας και όλα τα κεκτημένα που κάποιοι έχυσαν το αίμα τους για να τα έχετε έτοιμα εσείς ώστε να ξετσουτσουνίζετε για εξουσία. Άντε και καλό δουλικό ύπνο, που έχεις μούτρα να τα βάζεις και με εργαζόμενους.
Να μην ξεχάσω και τα συγχαρητήριά μου για την στάση Ωμοψυχίας του ΚΚΕ: Όχι στην Κυβέρνηση και όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση φώναξε ολοσύσσωμο στην ψηφοφορία. Το καταλάβαμε παιδιά, είστε κατά της κυβέρνησης και κατά της ΕΕ. Χαλαρώστε, το καταλάβαμε. (Αν και παρεμπιπτόντως στο δημοψήφισμα δεν έθεσε κανείς θέμα υπέρ ή κατά της κυβέρνησης και της πρότασής της, αλλά μόνο υπέρ ή κατά της πρότασης των θεσμών, κάτι που πολιτικά μπορεί να το καταλάβει και ένα παιδί του δημοτικού).
ΟΧΙ, θα πάμε να ψηφίσουμε και μεις που δεν ανήκουμε στην κυβέρνηση ούτε και σε κάποιο άλλο κόμμα. Όχι, γιατί δεν ψάχνουμε σωτήρες. Και, όχι, και σε σας, και σε όλους εσάς, που εκτός όλων των άλλων, τη λέξη ομοψυχία μονίμως την ξεκινάτε με ωμέγα.
Φεύγω τώρα. Τρέχω πάλι στα ΑΤΜ:

Φωτογραφία του Γιώργος Δουλτσίνος.

ΥΓ.1: Τι σημαίνει ΝΑΙ στο δημοψήφισμα;
ΥΓ.2: «Δραματικές στιγμές για τη χώρα» έχουν τίτλο όλα τα πουλημένα κανάλια. Εμείς να τους ενημερώσουμε ζούμε δραματικές στιγμές για τη χώρα από το ’10 και το ’11 το ’12 το ’13 το ’14, έξω από τη βουλή με τα ματ, έξω από την ερτ, με τα μνημόνια, με τις ομαδικές απολύσεις, με την ανεργία, με τις αυτοκτονίες, με την εξαθλίωση, με τους άστεγους, με το φασισμό, με τη βία, κλπ κλπ. και από τότε γενικώς που δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα. Τώρα αρχίζουμε να αισθανόμαστε πολύ καλύτερα.
ΥΓ.3: Ο αρχιτέκτονας του «δόγματος του σοκ» λέει: Ελλάδα μην πληρώνεις
ΥΓ.4: Πτώση του ευρώ στις ασιατικές αγορές

Νάνος Βαλαωρίτης: Διακυβεύεται κάτι παραπάνω από τη δημοκρατία

nanos valaoritis

[…] Τώρα που έφυγε ο Τσίπρας από τις διαπραγματεύσεις, βλέπουμε πραγματικά ότι δεν ήταν το χαμογελαστό αγοράκι που περίμεναν να τυλίξουν εύκολα στα δίχτυα τους οι δανειστές, αλλά ένας πραγματικά σκληρός πολιτικός με συναίσθηση του τι διακυβεύεται. Εάν δεν αντισταθούμε στις απαιτήσεις τις συνεχείς, οι οποίες αποσκοπούν πολύ φανερά στην ανατροπή της παρούσας ελληνικής κυβέρνησης, υποκύπτουμε στο σχέδιο των Γερμανών, να υποτάξουν ολόκληρη την Ευρώπη και στη συνέχεια να προκαλέσουν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο […] Εγώ θα έλεγα ότι διακυβεύεται κάτι παραπάνω από την αξιοπρέπειά μας και τη δημοκρατία. Το ονομάζω η υπερηφάνεια μας, η τιμή μας […] Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με βάση την έρευνα για την κρίση και με αφορμή την δήλωση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στους δανειστές: «Δεν έχουμε το δικαίωμα να θάψουμε την ευρωπαϊκή δημοκρατία στον τόπο που γεννήθηκε». 

Ν.Β.: Από το 2010 μέχρι σήμερα ζούμε ένα σήριαλ το οποίο βέβαια είχε και τις αντικαταστάσεις του. Αντικαταστήσαμε τους καπετάνιους του πλοίου δύο φορές, και τώρα έχουμε τον καπετάν Τσίπρα, ο οποίος καπετάν Τσίπρας μας πηγαίνει προς το άπειρο.

Δεν φαινόταν αρχικά να έχει αρκετή πείρα για να επιχειρήσει το άπειρο, αλλά μάλλον φαίνεται ότι την έχει. Σε ποιόν πλανήτη θα μας πάει δεν ξέρουμε ακόμα΄ αν θα είναι φιλόξενος ή αφιλόξενος΄ περιμένουμε να αναπτύξει ταχύτητα το διαστημόπλοιο και θα δούμε.

Κρ.Π.: Γίνεται όμως να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην έχουμε μνημόνιο; Γιατί οι περισσότεροι Έλληνες φαίνεται να θέλουν να μείνουμε στην ΕΕ αλλά δεν θέλουν μνημόνια. Αυτά τα δύο όμως δεν γίνονται μαζί…

Ν.Β.: Δυστυχώς. Έτσι όπως έχουμε καταντήσει, δεν μπορούμε να κάνουμε συμφωνία με τους εταίρους μας η οποία θα είναι επωφελής σε μας και θα προκαλέσει την ανασυγκρότηση της οικονομίας μας.

Από την άλλη μεριά αν βγούμε στη δραχμή, ξέρουμε τι μας περιμένει. Για δύο – τρία χρόνια θα είμαστε μέσα στο χάος των περιστάσεων και των χρηματαγορών, και δεν ξέρω ποιών άλλων εδώ που τα λέμε.

Γιατί έξοδος από το ευρώ, μπορεί να σημαίνει και έξοδο από την ΕΕ, οπότε έχουμε δίπλα εκεί τους Τούρκους που όπως λένε περιμένουν να περάσουν τον Έβρο.
Είδα σήμερα εικόνες από τα τεχνικά τους μέσα τα οποία είναι εκπληκτικά. Είναι όλα παρατεταγμένα εκεί στον Έβρο, έτοιμα!  Λοιπόν, αφενός αυτό, αφετέρου θ’ αρπάξουν και κανένα νησί.

Εν τω μεταξύ διάβασα και στο διαδίκτυο, ότι η Μέρκελ είπε πως δεν θέλει η Ελλάδα να γίνει Κόσσοβο, και η Αθήνα, Πρίστινα. Τι σημαίνει αυτό; Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοεί. Εννοεί να μην αιματοκυλιστούμε; Εννοεί να μη γίνουμε παρανάλωμα των γειτόνων μας; Εννοεί να μην μας γίνει κατοχή από το ΝΑΤΟ, να μην οδηγηθούμε σε εμφύλιο; Τι εννοεί; Δεν μπορώ να καταλάβω.

Λέει, πως αν δεν γίνει συμφωνία, φοβάμαι ότι θα γίνει Κόσσοβο η Ελλάδα. Μα η Ελλάδα δεν έχει καμιά σχέση με το Κόσσοβο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει τέλος πάντων αρκετές υποδομές. Έχουμε στρατό, έχουμε αεροπορία, έχουμε κράτος, έχουμε δήμους, έχουμε νησιά, έχουμε αρχαιότητες. Καμία σχέση με το Κόσσοβο. Δεν μπορώ να καταλάβω τι της ήρθε.

Εννοεί ίσως να γίνουμε το κλοτσοσκούφι της Αμερικής με τη Ρωσία, κτλ.; Αν εννοεί αυτό, είμαστε ήδη το κλοτσοσκούφι.

Με τις δηλώσεις του ΔΝΤ ότι φεύγει, με τις δηλώσεις του ΔΝΤ ότι θέλει να κουρευτεί το χρέος, με τις δηλώσεις των Ευρωπαίων ότι δεν θέλουν να κουρευτεί το χρέος, αλλά δεν θέλουν ούτε να φύγουμε από το ευρώ, δηλαδή, η σαλάτα είναι πλήρης! Μακεδονική μάλιστα σαλάτα, για να μην πω ρωσική σαλάτα. Είναι απίστευτο, δηλαδή. Κάθε πρωί έχεις και ένα καινούργιο επεισόδιο στο σήριαλ του θρίλερ. Κάθε πρωί κάτι καινούργιο συμβαίνει…

Κρ.Π.: Μετά την αποχώρηση της ελληνικής αντιπροσωπείας χθες από τις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών, ο Αλέξης Τσίπρας απάντησε στους δανειστές, με αποκλειστική δήλωσή του στην «Εφ.Συν.», πως «Κουβαλάμε στις πλάτες μας την αξιοπρέπεια ενός λαού, αλλά και την ελπίδα των λαών της Ευρώπης. Είναι πολύ βαρύ το φορτίο για να το αγνοήσουμε. Δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής εμμονής. Είναι ζήτημα δημοκρατίας. Δεν έχουμε το δικαίωμα να θάψουμε την ευρωπαϊκή δημοκρατία στον τόπο που γεννήθηκε». Τι έχετε να πείτε;

Ν.Β.: Τώρα που έφυγε ο Τσίπρας από τις διαπραγματεύσεις, βλέπουμε πραγματικά ότι δεν ήταν το χαμογελαστό αγοράκι που περίμεναν να τυλίξουν εύκολα στα δίχτυα τους οι δανειστές, αλλά ένας πραγματικά σκληρός πολιτικός με συναίσθηση του τι διακυβεύεται. Πράγμα που διαπίστωσα από την αρχή, ότι έχει αρχηγικές ικανότητες. Εάν δεν αντισταθούμε στις απαιτήσεις τις συνεχείς, οι οποίες αποσκοπούν πολύ φανερά στην ανατροπή της παρούσας ελληνικής κυβέρνησης, υποκύπτουμε στο σχέδιο των Γερμανών, να υποτάξουν ολόκληρη την Ευρώπη και στη συνέχεια να προκαλέσουν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.

Πράγμα που είδα σήμερα ότι δήλωσε σε άρθρο στη Ρωσία μία πολιτική σχολιαστής, ότι οι Γερμανοί δεν έμαθαν τίποτα από την ήττα τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Και ότι τραβάνε την Αμερική με την εμμονή της εναντίον της Ρωσίας να συνδράμει σε μία καινούργια καταστροφή. Αυτό το έχω υποστηρίξει από την αρχή, από το 2010, σε συνεντεύξεις και σε άρθρα μου.

Η Γερμανία είναι μία πάρα πολύ επικίνδυνη χώρα καθώς το δήλωσε και ο Τσόρτσιλ. Ότι κάθε 50 χρόνια πρέπει να την τιθασεύουμε και σήμερα είναι ακριβώς 50 χρόνια από την έκρηξη του πολέμου.

Η δήλωση του Τσίπρα στην Εφημερίδα των Συντακτών είναι ότι πρέπει για να την ακούσουν αυτοί που έχουν αυτιά. Και στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη. Εγώ θα έλεγα ότι διακυβεύεται κάτι παραπάνω από την αξιοπρέπειά μας και τη δημοκρατία. Το ονομάζω η υπερηφάνεια μας, η τιμή μας, να διατηρούμε την ελληνική παράδοση.

Από την εποχή της Ιλιάδας, όπου θίγεται η τιμή του Αχιλλέα, στην πρώτη Ραψωδία, και παραπονιέται για την ατιμία που του γίνεται όταν του αρπάζουν την Βρισηίδα. Το θέμα λοιπόν το κύριο, είναι η ατίμωση του Αχιλλέα το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα για τον Έλληνα. Αν του θίξεις την τιμή του δεν θα στο συγχωρήσει ποτέ.

Εδώ πέρα ο καπετάνιος μας πρέπει να αποφασίσει να αναπτύξει ταχύτητα και να φύγει. Διαστημική ταχύτητα εννοώ. Και να φύγει από αυτό το χώρο βαρύτητας στον οποίο είμαστε τώρα εγκλωβισμένοι και δεν μπορούμε να κουνήσουμε.

Κρ.Π.: Και προς τα που να πάει;

Ν.Β. Μα, αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Δηλαδή, δεν έχεις που να πας. Είναι όπως τα σχέδια του Escher όπου τα διάφορα επίπεδα συγκοινωνούν μεταξύ τους γιατί είναι μια οπτική απάτη, και ξαφνικά βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο από το οποίο ξεκίνησες.

Κρ.Π.: Τι πιστεύεται ότι θα έπρεπε να κάνει ο Τσίπρας που δεν το έχει κάνει, δηλαδή;

Ν.Β.: Τίποτα. Τα έχει κάνει όλα.

Κρ.Π.: Τα έχει κάνει όλα; Για τη δικαιοσύνη έχει κάνει αυτά που θα έπρεπε να γίνουν; Έχει δώσει έστω μισό εισιτήριο στους ανέργους για τα ΜΜΜ;

Ν.Β.: Αυτή τη στιγμή το λιγότερο είναι το καλύτερο. Να μην κάνει τίποτα άλλο. Να περιμένει να κάνουν οι άλλοι την κίνηση. Διότι συνέχεια σου λένε: Τελειώνει ο χρόνος, αύριο είναι η τελευταία προθεσμία, μπλα, μπλα, μπλα.

Μετά σου λένε, όχι μόνο τελειώνει ο χρόνος, αλλά η μπάλα είναι στα χέρια σας. Ποια μπάλα; Η μπάλα είναι στα χέρια αυτών, όχι ημών. Μας έχουν πάρει την μπάλα από χρόνια. Αυτές οι μεταφορές τους είναι και ανόητες, όπως το Κόσσοβο και το ποδόσφαιρο, ή δεν ξέρω τι άλλο.

Κρ.Π. Τι πιστεύετε ότι θα έπρεπε να γίνει;

Ν.Β.: Πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε γερά νεύρα, να περιμένουμε να σπάσουν τα νεύρα των άλλων. Γιατί δεν γίνεται διαφορετικά.

Αν κινηθούμε θα κάνουμε λάθος. Εάν δεν κινηθούμε όλες τις κινήσεις θα τις κάνουν οι άλλοι και ότι αποτελέσματα έχουν αυτές οι κινήσεις θα είναι, υπ’ ευθύνην τους! Και όχι υπ’ ευθύνην δική μας, όπως συνέχεια το λένε ότι ευθυνόμαστε εμείς για την κατάστασή μας και όλες αυτές τις ψευτιές που πέντε χρόνια τώρα μας τις σερβίρουν και τις πιστεύουμε.

Και όσον αφορά τις φήμες, οργιάζουν. Εγώ δεν πιστεύω πια τίποτα.

Κρ.Π.: Πολλοί λένε ότι πρέπει να βγούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί ναι μεν τα πρώτα χρόνια θα είναι πολύ δύσκολα, αλλά μετά θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε, ενώ τώρα είμαστε εγκλωβισμένοι.

Ν.Β.: Το λιγότερο που κάνουμε, είναι το καλύτερο, όπως είπα προηγουμένως. Εάν κάνεις κινήσεις τώρα, θα είναι όλες λανθασμένες, δηλαδή, θα στις καταλογίσουν και θα λένε, να, εσείς φταίτε. Αν δεν κάνεις τίποτα δεν μπορούν να σου πουν ότι έκανες λάθος κίνηση. Οπότε, λες, περιμένω «διαταγές» (με κάποια ειρωνεία η λέξη «διαταγές») από εσάς. Που είναι οι «διαταγές» σας; Να τις δώ και βλέπουμε…  Δηλαδή, όσο λιγότερο κινείται κανείς σε αυτή την περίσταση, τόσο το καλύτερο.

Κρ.Π.: Δηλαδή είμαστε αποικία και περιμένουμε «διαταγές»;

Ν.Β.: Ε, βέβαια περιμένουμε διαταγές. Γιατί, τι άλλο είναι οι αποφάσεις των περίφημων θεσμών; Οι αποφάσεις των θεσμών είναι «Ή κάνετε αυτό, ή δεν υπάρχετε!». Αυτό διαβάζω συνέχεια, κάθε μέρα. Πόσο καιρό θα μας λένε, ή κάνετε αυτό ή δεν θα υπάρχετε;

Και μεις εξακολουθούμε να υπάρχουμε, παρόλο που πολλά από αυτά που μας λένε, δεν τα κάναμε και δεν μπορούμε να τα κάνουμε, δεν είναι ότι δεν θέλουμε. Γιατί σε μια μικρή κλειστή οικονομία όπως είναι η Ελλάδα, δεν μπορεί να αντέξει μέτρα λιτότητας, αυτό που λένε όλοι οι μεγάλοι οικονομολόγοι.

Το λέει ο Κρούγκμαν, το λένε όλοι, ότι μέτρα λιτότητας σε  μικρή, κλειστή οικονομία η οποία δεν εξάγει, είναι καταστροφικά. Ποτέ δεν μπορεί να βγει κανείς από αυτό το φαύλο κύκλο. Αυτό πια το διαβάζουμε κάθε μέρα.

Εισάγουμε μεν, αλλά δεν εξάγουμε. Οι εξαγωγές μας είναι αστείες, αν θέλουμε να τις συγκρίνουμε με τις εισαγωγές.

Επίσης, αυτές τις μέρες έγιναν κάποια συνέδρια, όπως αυτό με την Πέπη Ρηγοπούλου στο Πανεπιστήμιο, για τα στερεότυπα τα οποία μας κολλάνε πέντε χρόνια τώρα οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Ένα από τα θέματα ήταν οι γελοιογραφίες. Ξέρεις πόσες έχουν γίνει εναντίον μας από το 2010 μέχρι σήμερα; Έντεκα χιλιάδες!

Κρ.Π.: Μία τελευταία στην Bild έδειχνε τον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη ως συνταξιούχους που κάθονται και περιμένουν από τα έτοιμα.

Ν.Β.: Μα, αυτό δεν ένα πρωτοφανές γεγονός. Γιατί από μία σύνταξη τρέφονται σήμερα στην Ελλάδα από 10 μέχρι 15 άτομα. Διότι υπάρχουν μέχρι και τόσοι άνεργοι σε κάθε οικογένεια… Ας αφήσουμε την ακρίβεια, που δεν έχει μειωθεί καθόλου. Ζούμε με τιμές Παρισιού, Λονδίνου, Νέας Υόρκης. Και δεν μας φέρνουνε παράδειγμα τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία όπου οι τιμές είναι πολύ χαμηλότερες. Είμαστε υπόδουλοι του ευρώ.

Σε ένα πολύ καλό άρθρο που διάβασα πρόσφατα στο διαδίκτυο,  έγραφε ότι η σχέση μας με τη Δύση δεν είναι χθεσινή. Αυτή η σχέση έχει φανεί από την εποχή του Σχίσματος του Βυζαντίου, το 800μ.Χ., όταν ο Πάπας αποφάσισε να χρίσει τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα της Δύσης. Δηλαδή, εκεί έγινε η κατακόρυφη τομή ανάμεσα στους δύο κόσμους.

Ο μεν καθολικός κόσμος εξελίχθηκε με αυτά που ξέρουμε, με τις βαρονίες και τα διάφορα βασίλεια, και εμείς εξακολουθήσαμε με το Βυζάντιο και σε περιόδους συχνά ακμής και παρακμής, μέχρι που φτάσαμε στην τελική φάση όπου μας κατέκτησαν οι Τούρκοι.

Αλλά με τους δυτικούς οι σχέσεις μας, από το 800μ.Χ. μέχρι την κατάκτηση των Τούρκων, χειροτέρευαν. Δηλαδή, ποτέ δεν καταφέραμε ούτε την τελευταία στιγμή που πήγε ο Μανουήλ ο Δεύτερος, ο Παλαιολόγος -όπως έκανε ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας- σε όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης γυρεύοντας βοήθεια και κανένας δεν τον βοήθησε. Μερικοί μόνο του δώσανε μια ελεημοσύνη, κάτι μικροπράγματα. Ίσως έκανε το λάθος να έχει μία συνοδεία πολυτελέστατη. Έτσι πας να ζητήσεις βοήθεια;

Εκεί, η όλη υπόθεση του Μανουήλ σκόνταψε στο περίφημο Filioque, ότι το Άγιο Πνεύμα προέρχεται και από τον Υιό. Μετά από λίγο, ο διάδοχος του Μανουήλ -είμαστε πια κοντά στο 1420 με 1430- δέχθηκε να γίνει η Ένωση των εκκλησιών, αλλά ήταν πια πολύ αργά και μας εγκατέλειψαν οι δυτικοί στους Τούρκους.

Είχα ανακαλύψει ένα χειρόγραφο ενός από αυτούς οι οποίοι ήταν υπέρ των Τούρκων και όχι των δυτικών – των Παπικών, υπήρξε δηλαδή τότε ένα τέτοιο δίλημμα στους Έλληνες, ή να υποταχθούν στους δυτικούς ή στους Τούρκους.

Μα δεν σου θυμίζει τα διλήμματα που μας βάζουνε συνέχεια σήμερα, ή ρήξη ή συμφωνία; Είναι σα να μας λένε, ενωθείτε με μας, υποταχθείτε, γίνετε όλοι καθολικοί, γίνετε όλοι προτεστάντες και τότε θα σας βοηθήσουμε.

Δεν το βλέπω διαφορετικά αυτό. Πριν από 500 χρόνια αντιμετωπίσαμε ακριβώς την ίδια κατάσταση. Τότε κινδυνεύαμε από τους Τούρκους, τώρα κινδυνεύουμε ίσως και πάλι από τους Τούρκους, αν όχι πρωτίστως, αλλά κυρίως από οικονομική κατάρρευση. Ο εχθρός έχει μεταλλαχθεί λίγο, αλλά όχι και τόσο πολύ, είναι περίπου ο ίδιος.

Βέβαια, ξέρουμε πολύ καλά ότι υπάρχει μια ιδεολογία από έναν Αμερικανό συγγραφέα που λέγεται Σάμιουελ Χάντιγκτον ο οποίος έγραψε το βιβλίο με τίτλο Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, και έχει καταχωρήσει την ανατολική Ευρώπη, δηλαδή όλες τις ορθόδοξες χώρες σε ένα διαφορετικό πολιτισμό απ’ ότι τις δυτικές χώρες, και υποστηρίζει ότι αυτές οι δύο πλευρές μοιραία θα συγκρουστούν μια μέρα.

Ε, δεν είμαστε και πολύ μακριά από αυτό. Και ξέρω ότι οι αναλύσεις του Χάντιγκτον έχουν ενστερνιστεί κατά το 80%, τουλάχιστον, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ότι υπάρχει σύγκρουση και χάσμα ανάμεσα σε όλες τις ορθόδοξες χώρες και στις δυτικές. Αυτό νομίζω ότι εφαρμόζει και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με την βοήθεια της Γερμανίας, εναντίον της Ρωσίας.

Την ιστορία δεν την ξέρουμε πολύ καλά όλοι, εδώ πέρα, ειδικά οι νέοι.

Κρ.Π.: Και που καταλήγουν όλα αυτά;

Ν.Β.: Καταλήγουν στο ότι η συνεχής σύγκρουση με την Ευρώπη, ο αποκλεισμός μας σήμερα από την Ευρώπη, να ρίξουν τις κυβερνήσεις τη μια μετά την άλλη στην Ελλάδα, δεν είναι χθεσινό φαινόμενο, είναι μέρος του υποσυνειδήτου του δυτικού συγκροτήματος, το οποίο δεν θεωρεί ότι η ανατολική Ευρώπη στην οποία πρωτεύουμε εμείς, τουλάχιστον συμβολικά, είναι μέρος της Ευρώπης.

Παρ’ όλες τις σχέσεις του Δία με τη νύμφη Ευρώπη, όλα αυτά είναι μυθολογίες, αλλά στην ουσία δεν μας θεωρούν μέρος της Ευρώπης, της δικής τους Ευρώπης.

Κρ.Π.: Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο χορογράφος, στην τελετή έναρξης των Πρώτων Ευρωπαϊκών Αγώνων στο Μπακού, έδειξε συμβολικά τον αρχαιοελληνικό Μινώταυρο που είχε στην πλάτη του την Ευρώπη και την οδήγησε στο κέντρο του κόσμου…

Ν.Β.: Αυτά είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλαμβάνουμε. Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που σκέφτηκαν ελεύθερα ανάμεσα σε πολιτισμούς που ήταν όλοι θεοκρατικοί και δεν υπήρχε τρόπος να σκεφτεί ένα άτομο από μόνο του, αλλά ο Θεός υπαγόρευε πάντοτε ότι έπρεπε να σκεφτούνε και να γράψουνε και να πράξουνε και να δημιουργήσουνε. Αυτό είναι πάρα πολύ γνωστό έστω κι αν δεν το δέχονται οι δυτικοί:

Ότι οι Έλληνες έσπασαν τους θεσμούς των θεοκρατικών πολιτισμών. Μεγάλοι πολιτισμοί, δε λέω, αλλά θεοκρατικοί, δηλαδή πολιτισμοί στους οποίους τα πάντα τα υπαγορεύει ο Θεός. Όπως στα ολοκληρωτικά καθεστώτα που όλα τα υπαγορεύει ο μονάρχης.

Ε, οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι οι οποίοι σκέφτηκαν από μόνοι τους, δηλαδή έσπασαν αυτόν τον θεοκρατικό κλοιό των Περσών, των Αιγυπτίων, των Βαβυλωνίων. Μεγάλων πολιτισμών, δε λέω, αλλά που είχαν αυτό τον χαρακτήρα.

Αυτό που μόλις σου είπα, ξέρεις δεν είναι σε κανένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας. Διδάσκουν άλλα πράγματα. Για τον Περικλή, για τους μεγάλους άντρες, και αυτά όλα. Αλλά κανένας ποτέ, δεν έχει σημειώσει στις ιστορίες του ελληνικού πολιτισμού, ότι οι Έλληνες διέσπασαν αυτό το θεοκρατικό καθεστώς μέσα στον ίδιο τον πολιτισμό τους, στη Μυκηναϊκή εποχή.

Ακολούθησε το χάος και μετά βγήκε ο κλασσικός πολιτισμός, από το 800π.Χ. και πέρα, 900π.Χ., όπου αρχίζει η ελεύθερη σκέψη και οι ελεύθερες πόλεις, κλπ., και δημιουργείται ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, αυτόν τον οποίο ξέρουμε σήμερα.

Και μας κοροϊδεύουν, λέγοντας «εσείς οι Έλληνες τα εφεύρατε όλα!». Μα, ένα πράγμα εφεύραμε! Την ελεύθερη σκέψη! Αυτό ήταν που έφερε όλα τα υπόλοιπα.

Ε, αυτό ήτανε. Δηλαδή δεν υπαγορεύει πια στις ελληνικές πόλεις μόνο ο Θεός. Ο Θεός μπορεί να είναι παρών με κάποιον τρόπο, αλλά δεν είναι αυτός ο οποίος υπαγορεύει τη σκέψη των ανθρώπων.

Και αυτό συνεχίζεται μέχρι να ξανάρθει πάλι η θεολογία με τον χριστιανισμό, αλλά με λίγο διαφορετικό τρόπο, και με το Μεσαίωνα. Και μέχρι να ξεφορτωθούμε το Μεσαίωνα και το Βυζάντιο, είδαμε και πάθαμε.

Κρ.Π.: Και μετά τους Τούρκους επίσης, είδαμε και πάθαμε να τους ξεφορτωθούμε.

Ν.Β.: Μα φυσικά, γιατί και οι Τούρκοι τι άλλο είναι παρά μία θεοκρατική κοινωνία, η οποία λέει, κάνε ότι σου λέει το Κοράνι. Κανένα άλλο βιβλίο δεν έχει πέραση. Κι αυτό είναι από την Εγίρα, από την εποχή που ιδρύθηκε ο Μωαμεθανισμός. Τι άλλο είναι λοιπόν από μία θεοκρατική θεωρία η οποία έγινε πράξη μέσα στον μουσουλμανισμό;

Κρ.Π.: Και αυτό είναι κάτι πολύ εύκολο. Μία κοινωνία να χτιστεί πάνω σε μία θεοκρατική θεωρία και οι άνθρωποι να μη χρειάζονται να σκέφτονται. Αλλά στην Ελλάδα τι κάνουμε σήμερα; Μήπως κάνουμε τίποτα καλύτερο σήμερα;

Ν.Β.: Στην Ελλάδα σήμερα μας έχουν κάνει θύμα, αποδιοπομπαίο τράγο, δηλαδή, κλπ. Όλα αυτά τα είχαμε ήδη στις αρχαίες πόλεις, ασχέτως της μεγάλης θυσίας της Ιφιγένειας.
Η θυσία είναι γνωστή πια ως ένα είδος αναγκαίο σε ακόμα βάρβαρους λαούς, διότι έτσι είναι όλοι αυτοί οι λαοί.

Και εδώ μπορώ να πω ότι ο Φρόυντ το διείδε. Ότι ακόμη δεν έχουμε ξεφύγει από τον πρωτογονισμό, της επιθετικότητας, και της παράνοιας της αρνητικότητας. Και τα δύο αυτά τα στοιχεία, είναι τελείως έντονα στον πολιτισμό μας, στην Ευρώπη, και είναι πολύ φανερό ότι πάνω σε αυτά συνεχώς ανακυκλώνονται και οι θεωρίες και οι πολιτικές πράξεις και η οργάνωση των τραπεζών, και όλα αυτά. Είναι, ή επίθεση, ή άμυνα, και με κάποιον τρόπο εντελώς παράλογο.

Δηλαδή αν χρησιμοποίησε ο Παπαϊωάννου τον Μινώταυρο, καλά έκανε, γιατί η Αγορά ένας Μινώταυρος είναι.

Επίσης είμαστε ένας λαός ο οποίος έχει επιβιώσει κατά δύο τρόπους. Αφενός μεν υπήρχε προφορική παράδοση σε ορισμένα χωριά, Μικρά Ασία, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα. Και αφετέρου στην αλεξανδρινή εποχή μεταφράστηκαν τα ευαγγέλια και η Καινή Διαθήκη στην κοινή γλώσσα της Αλεξανδρινής εποχής, που ήταν η δημοτική, η ελληνική γλώσσα που μιλούσαν οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου.

Από αυτήν την κοινή, κατάγεται και η δική μας γλώσσα, που διατηρήθηκε λόγω των εκκλησιαστικών κειμένων, τα οποία άκουγε συνέχεια ο λαός, και έτσι διατηρήθηκε ως λόγια. Η άλλη διατηρήθηκε ως δημοτική.

Έτσι διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα από δύο πλευρές. Η μία είναι η γλώσσα της εκκλησίας και η άλλη είναι η κοινή δημοτική που κατάγεται κατευθείαν από τον Όμηρο. Υπάρχουν ανάλογες φράσεις, και στα δημοτικά τραγούδια, και στις παραδόσεις, όπως τα ομηρικά έπη, κλπ.

Αυτή η ατυχία, να είμαστε ένας λαός ο οποίος διατήρησε μια γλώσσα τόσο αρχαία, ασχέτως της βιολογικής μας προέλευσης, διότι όπως έλεγαν και οι αρχαίοι: Έλληνας είναι όποιος δέχεται τον ελληνικό πολιτισμό.

Αυτό δεν είναι; Εμείς είμαστε Έλληνες, όχι επειδή είμαστε εξ αίματος απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απευθείας απόγονοι΄  καμία σχέση. Μπορεί να είμαστε και Σλάβοι και Αλβανοί, και τρέχα γύρευε.

Εφόσον δεχόμαστε να είμαστε Έλληνες και χρησιμοποιούμε αυτή τη γλώσσα, και εγώ είμαι ο ίδιος ποιητής μέσα σε αυτή τη γλώσσα, είμαι Έλληνας, πώς να το κάνουμε;

Τώρα, στο τέλος, πρέπει να σου πω, όμως, και κάποιο όμορφο στοιχείο. Οι Γερμανοί έβγαλαν ένα βιβλιαράκι με τα στερεότυπα που κυκλοφορούν εκεί στη Γερμανία για μας, και τα αντικρούουν.

Το έχει βγάλει αυτό το μικρό βιβλιαράκι το αριστερό κόμμα, έχει απέξω ένα ευρώ και μέσα έχει κεφάλαια: Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, είναι απατεώνες, είναι εκείνο, είναι τούτο, συνέχεια. Είναι όλα αυτά τα στοιχεία που τα αντικρούουν, και το έχουν κάνει οι ίδιοι οι Γερμανοί.

Οι λαοί, λοιπόν, ευτυχώς, δεν είναι ένα μόνο πράγμα. Υπάρχουν μέσα διαφοροποιήσεις, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι. Αυτοί οι άνθρωποι ευτυχώς υπάρχουν ακόμα, και είναι αυτοί ακριβώς που δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Δηλαδή οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτονται για τον εαυτό τους, και δεν ακολουθούν τη γραμμή… η οποία είναι είτε ο λόγος του Θεού, είτε ο λόγος του αρχηγού, κλπ.

Πρέπει να πω, λοιπόν, ότι αυτό το βιβλιαράκι είναι ένα καλό σημάδι, ένα από τα καλά σημάδια, γιατί όσο κι αν είναι οι Γερμανοί ολοκληρωτικοί στη σκέψη τους και στη συμπεριφορά τους, υπάρχουν ανάμεσά τους και εξαιρέσεις. Ευτυχώς. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Ότι δεν θα υπερνικήσουν αυτές οι δυνάμεις που θέλουν σώνει και καλά να μας κατασπαράξουν.


Δημοσιεύτηκε : http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ean-den-antistathoyme-stis-synexeis-apaitiseis-ypokyptoyme-sto-sxedio-ton-german

Ξεκαθαρίζει το τοπίο. Του Γιάννη Μακριδάκη

Επιτέλους λοιπόν μάθαμε κι εμείς κάτι από αυτά που συζητά η κυβέρνησή μας τόσον καιρό με τους “εταίρους” μας, ψάχνοντας και αισιοδοξώντας κιόλας για έναν “αμοιβαίο και έντιμο συμβιβασμό”!

Επιτέλους μάθαμε τουλάχιστον τις προτάσεις των “εταίρων” διότι τις δικές μας ακόμη μας τις κρατούν κρυφές.

Ύστερα λοιπόν και από τις τελευταίες εξελίξεις αναρωτιέται κανείς:

Αυτά διαπραγματεύεται κρυφά από τους πολίτες η κυβέρνηση τόσον καιρό; Με βάση αυτές τις απαιτήσεις των δανειστών αναζητούμε “έντιμο συμβιβασμό”; Είναι προφανές ότι ακόμη και στο μισό να “τις ρίξουμε”, είναι δυσβάσταχτες και “γενοκτονικές” για την ελληνική κοινωνία.

Πότε ακριβώς η κυβέρνηση θα μιλήσει στους πολίτες ξεκάθαρα και θα τους ενημερώσει για το ποιες ακριβώς είναι οι επιλογές μας και ποιες αναμένονται οι συνέπειες της κάθε επιλογής;

Τι άλλο πρέπει να δούμε και να ακούσουμε για να κατανοήσουμε ότι όσο είμαστε δεμένοι στο γερμανικό ευρώ, δεν έχουμε καμία προοπτική ζωής, ότι θα εξαθλιωθούμε και θα εκποιήσουμε την δημόσια και την ιδιωτική μας περιουσία χρόνο με τον χρόνο όλοι πλην ελαχίστων που βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας;

Πώς θα πορευτούμε ως χώρα και ως κοινωνία σε τόσο αντίξοες οικονομικοπολιτικές συνθήκες όταν έχουμε μια κυβέρνηση που επιμένει να διαπραγματεύεται ακόμη και υπ’ αυτούς τους μη βιώσιμους όρους, δίχως να έχει παρουσιάσει εναλλακτικό πλάνο και προετοιμάσει τους πολίτες για αυτό, μια κυβέρνηση δηλαδή εγκλωβισμένη στις ανειλικρινείς και αδιέξοδες επιλογές της αλλά, κυρίως, μιαν αντιπολίτευση τρομακτικά αναξιοπρεπή, γλοιώδη και εθελόδουλη, η οποία ζητά “συμφωνία με κάθε κόστος”, ζητά δηλαδή να εκποιήσει τη χώρα και να εκπορνεύσει τον εαυτό της για να λάβει ευρώ;

Η κατάσταση αυτή την ιστορική στιγμή είναι σαφέστατη. Παραμονή στην ευρωζώνη σημαίνει συνεχής περιδίνηση μέσα σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης μέχρι να αλλάξει χέρια η δημόσια και η ιδιωτική περιουσία των υπό εξαθλίωση κατοίκων της, οι οποίοι, άλλος αργότερα και άλλος πιο σύντομα, θα εκδιώκονται από τις εστίες τους και από τη ζωή τους.

Προφανώς υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός από αυτόν και είναι πλέον σαφές ότι αποτελεί μονόδρομο αν θέλουμε να σώσουμε την αξιοπρέπεια, τη ζωή και την δημόσια και ιδιωτική περιουσία μας. Είναι χρέος της κυβέρνησης να τον αναδείξει επιτέλους αυτόν τον δρόμο και να ενημερώσει τους πολίτες για τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες δυσκολίες και προοπτικές του, μιλώντας ειλικρινά και ζητώντας την εξίσου ειλικρινή τους στήριξη στις προσπάθειές της και αλληλεγγύη μεταξύ τους. Όσοι διαθέτουν ικανότητα στοιχειώδους τουλάχιστον σκέψης αλλά και ψήγματα έστω συναισθηματικής νοημοσύνης θα ανταποκριθούν με όλες τους τις δυνάμεις στο κάλεσμα αυτό διότι κατανοούν την κρισιμότητα των στιγμών και νιώθουν ότι κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει αν δεν αλλάξουμε πορεία…

http://yiannismakridakis.gr/?p=6728

Στο στίβο της κριτικής. Του Περικλή Σφυρίδη

[…] Με τον παρόντα τρίτο τόμο ολοκληρώνω, ύστερα από τριάντα πέντε συνολικά έτη, τη θητεία μου στον στίβο της κριτικής και βγαίνω στη σύνταξη […] Μόνο με την εντιμότητά του ο κριτικός μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν ενδίδει σε αλισβερίσι ή κάθε είδους άλλες πιέσεις. Αυτά όμως έχουν κόστος. Δημιουργούν εχθρούς, χαλάνε φιλίες […] Ο πεζογράφος, ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Περικλής Σφυρίδης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου του βιβλίου:

Το βιβλίο μου Παραφυάδες ΙΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013, κυκλοφόρησε φέτος (2015) από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας, με εισαγωγή, επιλογή κειμένων και επιμέλεια της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου.

Πρόκειται για τον τρίτο τόμο μιας προσπάθειάς μου με κριτικά κείμενα που άρχισε το 1979 από το περιοδικό Διαγώνιος (1958-1983) του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου δημοσίευσα την πρώτη βιβλιοκρισία μου για τη συλλογή διηγημάτων Τα μάτια του σμηνία του Αλέκου Δαμιανίδη.

Την ίδια ακριβώς χρονιά αρχίζω και τη συνεργασία μου με τη Διαγώνιο ως διηγηματογράφος. Η Σταυρακοπούλου ισχυρίζεται – και δεν έχει άδικο – ότι η πορεία μου ως κριτικού λογοτεχνίας υπήρξε παράλληλη με αυτήν του πεζογράφου.

Μάλιστα η Σταυρακοπούλου, ως καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Α. Π. Θ., ασχολήθηκε πρώτα με το κριτικό μου έργο στον τόμο Παραφυάδες ΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1989-2008 (Καστανιώτης, 2008) πριν καταπιαστεί με το πεζογραφικό μου, με το βιβλίο της Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του (Εστία, 2011), παρότι είναι και η ίδια μια καθιερωμένη πεζογράφος, διότι, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Μελετώντας, εδώ και μια δεκαετία το σύνολο της δουλειάς του έκρινα σκόπιμο να αναδείξω πρώτα τη σημασία του κριτικού του έργου κι ύστερα του πεζογραφικού, επειδή το κριτικό του έργο παρέμενε στη σκιά της πεζογραφικής προσφοράς του, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους του καιρού μας».

Έτσι για να σας μιλήσω για την «ιδέα» να δημοσιεύω κριτικά κείμενα πρέπει να πάμε πίσω στο 1979 και η «δημιουργική εμπειρία της γραφής» μέχρι να πάνε τα πρώτα κείμενα στο τυπογραφείο διήρκησε είκοσι ολόκληρα χρόνια, αφού ο πρώτος τόμος Παραφυάδες [Ι]. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1979-1998 κυκλοφόρησε το 1998 (Καστανιώτης).

Με τον παρόντα τρίτο τόμο ολοκληρώνω, ύστερα από τριάντα πέντε συνολικά έτη, τη θητεία μου στον στίβο της κριτικής και βγαίνω στη σύνταξη.

Ο αγαπητός φίλος Γιάννης Πατίλης, που κι αυτός έχει μια μακρά λογοτεχνική πορεία και προσφορά ως ποιητής και εκδότης  / διευθυντής του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, χαρακτήρισε την προσπάθειά μου αυτή, μ’ ένα ευχαριστήριο e-mail για την αποστολή του βιβλίου μου, ως «πολύτιμη μαρτυρία για μια ολόκληρη εποχή!».

Θα σας πω επομένως λίγα πράγματα για το βιβλίο και κάποια για την εποχή. Πρώτα  για την «ιδέα» ή μάλλον το «κίνητρο» που με ώθησε να ασχοληθώ, παράλληλα με την πεζογραφία, και με την κριτική λογοτεχνικών κειμένων.

Έχοντας μια εκτεταμένη λογοτεχνική παιδεία, αφού από τα δώδεκά μου χρόνια διάβαζα ελληνική και ξένη λογοτεχνία (κυρίως αγγλόφωνη στην αρχή), είχα κατορθώσει, ύστερα από εξετάσεις, να κερδίσω μια υποτροφία στο Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια (απ’ αυτές που χορηγούσε το Κολέγιο σε καλούς μαθητές που οι γονείς τους, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, αδυνατούσαν να πληρώσουν τα ακριβά δίδακτρα του σχολείου αυτού).

Σύμφωνα με την αμερικάνικη νοοτροπία που επικρατούσε στο Κολέγιο (πολύ σωστή κατά την άποψή μου), οι άποροι αυτοί υπότροφοι έπρεπε να δουλεύουν κάπου στο σχολείο για να «κερδίζουν» το κόστος της υποτροφίας.

Ευτύχησα να με τοποθετήσουν ως βοηθό βιβλιοθηκονόμου στην μεγάλη και πλούσια βιβλιοθήκη του Ανατόλια. Από τότε άρχισα να διαβάζω μανιωδώς λογοτεχνία, κάτι που μου έγινε τρόπος ζωής, γι’ αυτό και  συνέχισα την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων ακόμα και την περίοδο που ήμουν μαθητής της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1953-1959), όπου απαγορευόταν αυστηρά η ανάγνωση εξωπανεπιστημιακών βιβλίων.

Αγόραζα λογοτεχνικά βιβλία από έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη, που αράδιαζε την πραμάτεια του πάνω σε μια λινάτσα έξω από την κεντρική πύλη του πανεπιστημίου μας, τα καμουφλάριζα με εξώφυλλα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και τα διάβαζα στο αναγνωστήριο της Σχολής.

Καναδυό φορές όμως με πιάσανε οι επιτηρητές αξιωματικοί και την έβγαλα στο πειθαρχείο για αρκετές μέρες. Μερικά από αυτά τα βιβλία (πρόχειρες εκδόσεις με φτηνό χαρτί, αλλά καλές οι μεταφράσεις στα ξενόγλωσσα) τα έδωσα αργότερα σε βιβλιοδέτη και τα έντυσε με πάνινο σκληρό εξώφυλλο. Τα έχω στη βιβλιοθήκη μου και τα καμαρώνω.

Αυτή, λοιπόν, η παρακαταθήκη της λογοτεχνικής μου παιδείας ήταν η «αιτία» που με ώθησε να μπω μεσήλικας πια στον στίβο της λογοτεχνικής κριτικής, αφού πρώτα είχα αποκτήσει μια σοβαρή εμπειρία γραφής κριτικών κειμένων, ως τεχνοκριτικός της Διαγωνίου, παρουσιάζοντας από το περιοδικό, αλλά και με δικά μου ξεχωριστά βιβλία, το έργο ζωγράφων της Θεσσαλονίκης, τόσο το συνολικό των καθιερωμένων, όσο – και κυρίως – το έργο πρωτοεμφανιζόμενων που εξέθεταν τα έργα τους στη «Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος», όπου, επί μια εικοσαετία επιλέγαμε μαζί με τον Χριστιανόπουλο έργα από τα σπίτια ή τα ατελιέ των ζωγράφων και στήναμε, πάντα μαζί, τις νέες εκθέσεις ανά δεκαπενθήμερο.

Έρχομαι τώρα στο «κίνητρο». Έβλεπα ότι αξιόλογα λογοτεχνικά βιβλία, κυρίως νέων συγγραφέων της Θεσσαλονίκης ή της μακεδονικής περιφέρειας, περνούσαν απαρατήρητα χωρίς τη στοιχειώδη προβολή, ενώ για  κάποια άλλα του αθηναϊκού κέντρου, που διαβάζοντάς τα μου έδιναν την εντύπωση παραλογοτεχνικών κατασκευασμάτων, χαλούσε ο κόσμος.

Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης για να προβάλουν το έργο τους εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπως είναι π.χ. οι Γιώργος Ιωάννου, Μανόλης Αναγνωστάκης, κ.ά.

Προς Θεού μην παρεξηγηθώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα  δεν είχε και έχει πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες, αφού αποτελεί, εκτός των άλλων (πολιτικό, επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, κτλ.), και το πνευματικό κέντρο της χώρας.

Εκεί, λοιπόν, υπάρχει η δυνατότητα να προβάλλουν το έργο τους όχι μόνο οι σημαντικοί λογοτέχνες αλλά και μετριότητες ή παραλογοτέχνες (με διάφορους ανορθόδοξους τρόπους) ως σπουδαίο, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν το λογοτεχνικό βιβλίο μπήκε με ορμή στην αγορά κι άρχισαν να το κυνηγούν και οι σοβαροί εκδότες για να κάνουν ένα best seller.

Ξέρω ότι θα με ρωτήσετε και πώς μπορώ να ξεχωρίσω την καλή ή σοβαρή λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία; Υπάρχουν όρια ή κανόνες; Πιστεύω πως όχι. Τα όρια είναι ασαφή και κάποιους κανόνες που αναφέρω στο δοκίμιό μου «Που το πάει η λογοτεχνία;» στον παρόντα τόμο, είναι υποκειμενικοί. Είναι σαν τον καφέ. Άλλη η αίσθηση που έχει ένας περιστασιακός καφεπότης για το τι είναι ο καλός καφές κι άλλη εκείνη ενός θεριακλή.

Ποιανού η γνώμη είναι πιο έγκυρη; Του θεριακλή ασφαλώς, που έχει την πείρα και τη γνώση. Αν όμως του ζητήσει κανείς να ορίσει τα στοιχεία που κάνουν τον έναν καφέ καλύτερο από τον άλλο, φοβάμαι πως δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει πειστικά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λογοτεχνία.

Δυο λόγια τώρα για τον τίτλο. Γιατί Παραφυάδες; Διότι στην αρχή δεν είχα συνειδητοποιήσει τη σημασία του κριτικού μου έργου που είχα αρχίσει. Το βάρος έπεφτε στο λογοτεχνικό.

Πιστεύω πως αν δεν γινόμουν λογοτέχνης, πιθανόν να μην καταπιανόμουνα ποτέ με την κριτική. Έτσι το κριτικό μου έργο ξεπήδησε ως παραφυάδα από το πεζογραφικό μου.

Και επιπλέον δεν θεωρώ τον εαυτό μου «επαγγελματία» κριτικό. Ο επαγγελματίας κριτικός αμείβεται για τη δουλειά που κάνει και τέτοιοι στον τόπο μας είναι οι δημοσιογράφοι / κριτικοί των εφημερίδων, που συχνά τους βλέπουμε και τους ακούμε και στα τηλεοπτικά κανάλια. Φυσικά είναι αυτοί που ως κριτικοί λογοτεχνίας αποκτούν και τη μεγαλύτερη δημοσιότητα.

Αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε έναν «συστηματικό» κριτικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν έχω εποπτεία του συνόλου της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής (θα μου πείτε και ποιος έχει;) όπως οφείλει να έχει ένας κριτικός.

Ο καημός μου είναι να μοιράζουμε με τον αναγνώστη τη συγκίνηση που πήρα από την ανάγνωση ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου ή να πω τη γνώμη μου για το συνολικό έργο ενός δημιουργού ή την προσφορά ενός σοβαρού λογοτεχνικού περιοδικού, κτλ. Έτσι θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν «επαρκή αναγνώστη».

Ως «επαρκής αναγνώστης» έγραφα και δημοσίευα αυτά τα κείμενα κριτικής. Όταν τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβαζα είχαν αρετές αλλά και αρκετές αδυναμίες, τότε δεν δημοσιοποιούσα τη γνώμη μου σε κάποιο έντυπο, αλλά έστελνα ανελλιπώς μια ιδιωτική επιστολή / κριτική στον  συγγραφέα.

Όσο καιρό έγραφα με το χέρι δεν κρατούσα αντίγραφα, στο αρχείο μου όμως υπάρχουν αρκετά γράμματα με απαντήσεις των συγγραφέων. Κάποιοι με ευχαριστούν για τις παρατηρήσεις μου, άλλοι την άρπαξαν.

Δεν κατάλαβαν ότι ο συγγραφέας κερδίζει όταν του επισημαίνεις, εκτός από τις συγγραφικές του αρετές και τις αδυναμίες του, γιατί αυτές είναι που βλάπτουν την ποιότητα του έργου του. Τις αρετές τις έχει.

Και πάλι δεν λέω να δεχθεί ως θέσφατο τις παρατηρήσεις μου, αλλά ας τις σκεφτεί, βρε αδελφέ! Δεν έχει να χάσει τίποτα. Να κερδίσει έχει. Εγώ τουλάχιστον ωφελήθηκα πολύ από τις παρατηρήσεις κριτικών που αφορούσαν το πεζογραφικό μου έργο. Αλλά είναι θέμα χαρακτήρα.

Από το 2005 που άρχισα κι εγώ να γράφω σε υπολογιστή, τέτοιες επιστολές έμειναν στον σκληρό δίσκο του. Τις ανακάλυψε η Σταυρακοπούλου και ως επιμελήτρια πρόσθεσε, μετά τα κείμενα λογοτεχνίας και τις βιβλιοκρισίες, ένα τρίτο μέρος στο βιβλίο ως παράρτημα, δημοσιεύοντας δέκα στις Παραφυάδες ΙΙ και τριάντα μία στις Παραφυάδες ΙΙΙ.

Έρχομαι τώρα στον υπότιτλο: γιατί κείμενα λογοτεχνίας και  βιβλιοκρισίες και όχι δοκίμια, όπως γράφουν στα βιβλία τους οι περισσότεροι (πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, κριτικοί, λογοτέχνες, κ.ά.).

Ο όρος «δοκίμιο» είναι ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος,  που το πρωτολανσάρισε ο Γάλλος Μ. Μοntaigne ήδη από το 1580 (Essais=Δοκιμές). Αυτοί όμως που το καθιέρωσαν ήταν οι Αγγλοσάξονες με πρώτο τον F. Βacon, που στα τέλη του 16ου αιώνα αποκάλεσε τα δικά του κείμενα Essays.

Θυμάμαι ότι στο Ανατόλια, ένας Αμερικανός φιλόλογος μάς έκανε ολόκληρο μάθημα για τα Essays. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα με λογοτεχνικό μεράκι, όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται ένα θέμα καταθέτοντας τις δικές του απόψεις.

Οι μελέτες ή οι βιβλιοκρισίες επομένως είναι δοκίμια; Ο όρος έχει δεινοπαθήσει στον τόπο μας, αφού όλα μαζί, μελέτες, βιβλιοκρισίες, κριτικές, κ.ά. μπουζουριάζονται κάτω από τον όρο «Δοκίμια». Αυτό μ’ ενοχλεί γιατί φανερώνει την επιπολαιότητα που κυριαρχεί στον τόπο μας ακόμα και σε πνευματικούς κύκλους.

Στον παρόντα τόμο μόνο δύο κείμενά μου μπορεί να θεωρηθούν δοκίμια, τα «Που το πάει η λογοτεχνία;» και «Η Κατοχή και ο Εμφύλιος: κάποιες νύξεις στη μεταπολεμική λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης».

Πώς θα μπορούσα να ονομάσω τα πολλά άλλα κείμενά μου που αμφιρρέπουν ανάμεσα στη μελέτη και την κριτική; Υιοθέτησα έναν γενικό όρο «Κείμενα λογοτεχνίας».

Θυμάμαι ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπισε και ο Γιώργος Ιωάννου όταν λανσάρισε ένα είδος πεζού λόγου, μια ρεαλιστική πρόζα μικρής φόρμας, μέσα στον οποίο χώρεσε προσωπικά βιώματα, παρατηρήσεις δοκιμιακού χαρακτήρα, ιστορικά στοιχεία, κ.ά., που τα έδεσε με μια συνειρμικού τύπου αφηγηματική τεχνική που παρέπεμπε στον «εσωτερικό μονόλογο» του Ν. Γ. Πεντζίκη. Για να είναι τίμιος με τους αναγνώστες του δεν ονόμασε τα κείμενά του αυτά διηγήματα (όπως τόσοι άλλοι), αλλά τους έδωσε τον γενικό όρο πεζογραφήματα. Κάπως έτσι σκέφτηκα κι εγώ.

Κάποιες απόψεις μου τώρα για τον ρόλο του «επαρκή αναγνώστη» που γράφει κριτικές. Πιστεύω πως ο κριτικός είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον συγγραφέα ή σε συγκεκριμένο βιβλίο του (αν πρόκειται για βιβλιοκρισία) και τον αναγνώστη.

Στον αναγνώστη που γνωρίζει τον συγγραφέα κι έχει διαβάσει το βιβλίο του, προσπαθεί να πει τη γνώμη του για το είδος και την ποιότητα του βιβλίου καταθέτοντας τη δική του «ματιά», αφού κάθε λογοτεχνικό κείμενο επιδέχεται πολλές και ενίοτε διαφορετικές αναγνώσεις.

Για τον αναγνώστη που αγνοεί τον συγγραφέα ή το κρινόμενο βιβλίο, να τον κατατοπίσει και με τις παρατηρήσεις επί του κειμένου να του προκαλέσει το ενδιαφέρον να το αγοράσει και να το διαβάσει.

Για τον τρόπο πραγματοποίησης του διπλού αυτού σκοπού επέλεξα την αγγλοσαξονική ρήση που γνώριζα από τα ιατρικά συγγράμματα: «να πεις τα πιο σπουδαία πράγματα με την πιο απλή γλώσσα».

Έχω διαβάσει βιβλιοκρισίες και δεν έχω καταλάβει τι λένε. Μια γλώσσα «κουλτουριάρικη», με την οποία καμουφλάρουν τις αερολογίες ή τις κοινοτοπίες που γράφουν. Διαβάζω άλλες στις οποίες ο κριτικός δεν προσπαθεί να προβάλει το βιβλίο αλλά τον εαυτό του ή τις γνώσεις του.

Επίσης, ο κριτικός δεν πρέπει να κρίνει το βιβλίο ή το συνολικό έργο ενός λογοτέχνη ως αυθεντία, αλλά να καταθέτει τις απόψεις του και να τις τεκμηριώνει με επιλεγμένα αποσπάσματα μέσα από το κρινόμενο κείμενο.

Κι αφού μιλήσει για τις αρετές του βιβλίου, να μη διστάσει να αναφέρει και τις τυχόν αδυναμίες, όπου τις ανιχνεύει.

Μόνο με την εντιμότητά του ο κριτικός μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν ενδίδει σε αλισβερίσι ή κάθε είδους άλλες πιέσεις. Αυτά όμως έχουν κόστος. Δημιουργούν εχθρούς, χαλάνε φιλίες.

Για χρόνια είχα φιλική σχέση με έναν πεζογράφο της Θεσσαλονίκης, του οποίου το έργο είχα ποικιλοτρόπως προβάλει γιατί το θεωρώ αξιόλογο. Μια φορά μου ζήτησε να γράψω κριτική για ποιητική συλλογή μιας φίλης του.

Αρνήθηκα, γιατί τα ποιήματά της δεν με είχαν κερδίσει. Εκείνος επέμενε και προσπαθούσε να με μεταπείσει. Του έδωσα ένα επτασέλιδο κείμενο με τις παρατηρήσεις μου για τις αδυναμίες των ποιημάτων της φίλης του. «Πάρ’ το», του είπα, «να δεις το πόσο με απασχόλησαν τα ποιήματά της. Αν νομίζεις ότι οι παρατηρήσεις μου θα την βοηθήσουν να βελτιώσει την ποιητική προσφορά της, να της το δώσεις να το διαβάσει. Αν πιστεύεις ότι θα την στενοχωρήσω, τότε να το σκίσεις». Μου γύρισε την πλάτη και η φιλία μας κόπηκε μαχαίρι.

          Πώς ξεκίνησε όμως η τακτική συγγραφή κριτικών κειμένων; Από το 1985 έως το 1991 ήμουν υπεύθυνος σύνταξης δύο λογοτεχνικών περιοδικών ταυτόχρονα.

Της Παραφυάδας (1985-1990), που ήταν μια ετήσια έκδοση που κυκλοφορούσε τα Χριστούγεννα, με ανέκδοτα κείμενα όλων σχεδόν των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου παρουσίασα πολλά νέα ταλέντα που σήμερα είναι καθιερωμένοι λογοτέχνες.

Και της τρίτης διαδρομής του λογοτεχνικού περιοδικού Το Τραμ (1987-1991), με εκδότη τον Γιώργο Κάτο. Η Παραφυάδα με βοήθησε να μελετήσω το συνολικό έργο καθιερωμένων πεζογράφων της πόλης μας και να ανακαλύψω νέα ταλέντα.

Έγραφα, επομένως, κριτικά κείμενα και βιβλιοκρισίες που δημοσίευα στο Τράμ. Ασφαλώς η εμβέλεια των βιβλιοκρισιών δεν αφορούσε μόνο τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης αλλά όλη τη χώρα.

Επίσης σ’ αυτό με συνέδραμε και μια ολιγάριθμη ομάδα που είχα συγκροτήσει από Αθηναίους και Θεσσαλονικείς κριτικούς. Το κύριο βάρος όμως έπεσε στους ώμους μου. Την πενταετία αυτή δημοσίευσα στο Τραμ είκοσι τέσσερα κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες. Ας πούμε ότι εκεί πήρα το βάπτισμα του πυρός στην κριτική.

          Επόμενος σταθμός ήταν η συνεργασία μου με το περιοδικό Διαβάζω, με κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες, από το 1984 έως το 2009.

Την περίοδο αυτή διευθυντές του περιοδικού υπήρξαν διαδοχικά οι Γιώργος Γαλάντης, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπαθή και Γιάννης Μπασκόζος. Οι τρεις πρώτοι δεν μου έθεσαν ποτέ θέμα έκτασης των κειμένων μου. Έτσι είχα την ελευθερία να διατυπώνω αβίαστα τις απόψεις μου στα κριτικά κείμενα που τους έστελνα.

Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Όταν το 2006 ανέλαβε τη διεύθυνση του Διαβάζω ο Μπασκόζος, θέλησε να  «εκσυγχρονίσει» το περιοδικό και άρχισε να δημοσιεύει βιβλιοκρισίες μικρές, τόσων λέξεων.

Προσωπικά πρώτη φορά άκουσα ότι η έκταση των κειμένων μετριέται με τις λέξεις κι όχι με τις σελίδες, όπως είχα μάθει. Τόσο καθυστερημένος ήμουν.

Έτσι το 2009, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, διέκοψα τη συνεργασία μου με το Διαβάζω, όπου είχα δημοσιεύσει είκοσι τρία κείμενα.

Η αλήθεια είναι ότι όταν το 2012 το περιοδικό έκλεισε, στενοχωρήθηκα πολύ. Με τον Γαλάντη, τον Παπαλέξη και τη Σπαθή είχα δημιουργήσει και μια προσωπική σχέση, πες την φιλία.

          Ακολούθησε το περιοδικό Νέα Εστία, όπου ο τότε διευθυντής της Σταύρος Ζουμπουλάκης (που την ανέδειξε, από το 1998 έως το 2012, που είχε την αποκλειστική ευθύνη της ύλης, ως το καλύτερο λογοτεχνικό περιοδικό του τόπου) δεν μου έβαζε κανένα φραγμό στην έκταση των βιβλιοκρισιών που του έστελνα.

Με τη Νέα Εστία συνεργάστηκα από το 2006 ώς το 2011 και δημοσίευσα δώδεκα βιβλιοκρισίες (και δύο διηγήματα). Όλο αυτό το διάστημα διαισθανόμουνα ότι με τον Ζουμπουλάκη είχαμε ταύτιση απόψεων ως προς την αισθητική αξιολόγηση των λογοτεχνικών κειμένων. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που, ενώ σπανίως ανταμώναμε, τον ένιωθα σαν προσωπικό μου φίλο.

Τέλος, πρέπει να σημειώσω ότι με κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες έχω συνεργαστεί με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας (Εντευκτήριο, η λέξη, Μπιλιέτο, Πόρφυρας, Φιλόλογος, Οδός Πανός, Ένεκεν, Παρέμβαση, Εμβόλιμον, Ακτή [Κύπρου], Δίοδος 66100, Νέα Ευθύνη, Φρέαρ, κ.ά.).

Αν τώρα σ’ αυτά προσθέσουμε τις εισηγήσεις μου στα τέσσερα συνέδρια που διοργάνωσα για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης (για την πεζογραφία το 1996, την ποίηση το 2001, τα λογοτεχνικά περιοδικά το 2005 και την κριτική και τους κριτικούς το 2008) και τα κείμενά μου στη σειρά λογοτεχνικών εκδόσεων του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου (έντεκα τομίδια ως πρακτικά αντίστοιχων λογοτεχνικών εκδηλώσεων) που πραγματοποιήσαμε με τη Σταυρακοποπούλου τη διετία 2009-2010, ε, τότε καταλαβαίνετε πως «ανεπαισθήτως» χτίστηκε αυτό το κριτικό έργο των τριών τόμων και 1334 σελίδων (συνυπολογίζω και τις εισαγωγές της Σταυρακοπούλου στις Παραφυάδες ΙΙ και ΙΙΙ).

Θα υπάρχουν άραγε στο μέλλον φιλόλογοι που θα ασχοληθούν με τη λογοτεχνία της εποχής αυτής; Δεν ξέρω. Αν υπάρξουν, τότε πιστεύω ότι τα κριτικά μου κείμενα θα είναι ένα κάποιο βοήθημα στο έργο τους.

Εγώ πάντως πέρασα καλά. Αφού το γράψιμο μου έχει γίνει τρόπος ζωής, τα κείμενα λογοτεχνίας, οι βιβλιοκρισίες και οι άλλες μελέτες μου που αποτέλεσαν το υλικό κάποιων άλλων βιβλίων μου, υπήρξαν η λύση για να γεμίζω τα κενά του χρόνου, όταν η έμπνευση για τη συγγραφή πρωτότυπου έργου (διηγήματα, αφηγήματα, μυθιστορήματα) μ’ εγκατέλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

          Θα σας πω τώρα κάποια πράγματα για την εποχή. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η παρουσίαση ενός νέου βιβλίου κάποιου λογοτέχνη ήταν στη Θεσσαλονίκη τελετουργία.

Για το βιβλίο μιλούσαν ένας, το πολύ δύο σοβαροί εισηγητές, που δεν μασούσαν τα λόγια τους (πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, καθιερωμένοι κριτικοί και λογοτέχνες). Αν χρειαζόταν, ο συγγραφέας έλεγε κι αυτός δυο λόγια για το βιβλίο του ή διάβαζε κάποια μικρά αποσπάσματα. Ακολουθούσε πάντα ουσιαστική συζήτηση με το κοινό.

Οι παρουσιάσεις αυτές μπορεί και να διαρκούσαν δυο ώρες, αλλά κανείς δεν κουραζόταν ή διαμαρτύρονταν. Το ακροατήριο – άνθρωποι των γραμμάτων οι περισσότεροι – έφευγαν από την εκδήλωση έχοντας αποθησαυρίσει μια ακόμα λογοτεχνική εμπειρία.

Οι χώροι όπου γίνονταν αυτές οι εκδηλώσεις ήταν ή δημόσιοι, όπως το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ή ιδιωτικοί, όπως ήταν τα βιβλιοπωλεία Ραγιάς, Μπαρμπουνάκης, Ιανός, Παρατηρητής, Βιβλιορυθμός, κ.ά.

Από της αρχές του 21ου αιώνα η εποχή άρχισε να αλλάζει. Κάθε νέος συγγραφέας ήθελε περισσότερους ομιλητές που συνέρευσαν από εξωλογοτεχνικούς κύκλους (πολιτικοί, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, τραγουδοποιοί, κ.ά.).

Άρχισε να επικρατεί η νοοτροπία ότι όσο πιο πολλοί ήταν οι ομιλητές τόσο πιο σημαντικό ήταν το βιβλίο. Θυμάμαι μια τέτοια παρουσίαση, όπου ένας πολιτικός που για κάποιο διάστημα είχε διατελέσει και υφυπουργός, παίρνοντας τον λόγο είπε με ειλικρίνεια:

«Εγώ δεν διαβάζω λογοτεχνία αλλά ο συγγραφέας με παρακάλεσε να έρθω και να πω τη γνώμη μου!»

Ένα άλλο φαινόμενο που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων ήταν οι πολλές παρόμοιες εκδηλώσεις που γίνονταν σχεδόν καθημερινά και ταυτόχρονα.

Κι εδώ αρχίζει το αλισβερίσι μεταξύ των συγγραφέων: «θα μιλήσω για το βιβλίο σου αλλά και εσύ για το δικό μου». Πήγα αρκετές φορές σε τέτοιες εκδηλώσεις και μόνο καλά λογάκια άκουγα. Θαρρείς κι όλοι οι συγγραφείς ήταν άξιοι για Νόμπελ.

Κι αν τύχαινε κάποιος ή κάποια να καταφέρει και να αποσπάσει κανένα βραβείο (με τους γνωστούς τρόπους που απονέμονται τα βραβεία στην Ελλάδα), ε, με κοιτούσαν χαμογελώντας ειρωνικά, επειδή είχα αρνητική άποψη για το σχετικό πόνημά τους.

Για να προσελκύουν κοινό οι συγγραφείς (ιδίως οι νέοι) άρχισαν να προσκαλούν στις εκδηλώσεις γνωστούς ηθοποιούς για να διαβάσουν ποιήματα (εάν το παρουσιαζόμενο βιβλίο ήταν ποιητική συλλογή) ή πεζά αποσπάσματα (εάν επρόκειτο για πεζογράφημα).

Καθώς οι εκδηλώσεις με τον καιρό πλήθαιναν, άρχισαν να έρχονται και οι μουσικοί: πιανίστες που συνόδευαν τραγουδίστριες, μπουζουξήδες που τραγουδούσαν ρεμπέτικα, λυράρηδες, ακόμα και ολόκληρες κομπανίες.

Και ο κόσμος συνέρρεε. Σε μια τέτοια εκδήλωση σε βιβλιοπωλείο είδα έναν φίλο μου τραγουδιστή που αμφιβάλλω αν στη ζωή του είχε αγοράσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να το διαβάσει. «Πώς από δω;» τον ρώτησα, «γνωρίζεσαι με τον συγγραφέα;» «Όχι», μου λέει, «είμαι φίλος της τραγουδίστριας!»

Ξύπνησαν και οι βιβλιοπώλες και ορισμένοι άρχισαν να ζητούν χρήματα (ένα ποσόν ταρίφα) για να παραχωρούν τον χώρο των εκδηλώσεων στα βιβλιοπωλεία τους. Έτσι άρχισαν οι βιβλιοπαρουσιάσεις σε καφέ-μπαρ και άλλα παρόμοια στέκια, όπου οι ιδιοκτήτες τους αρκούνται στα ποτά που καταναλώνει το ακροατήριο.

Τελευταίοι εμφανίστηκαν και κάτι επαγγελματίες παρουσιαστές. Μιλώ για καθιερωμένους λογοτέχνες, με βραβεία στο ενεργητικό τους και μεγάλη «αναγνωρισιμότητα»  από την τηλεόραση. Παρουσιάζουν τα βιβλία χωρίς κείμενο, από στήθους ή πρόχειρες σημειώσεις.

Παρακολούθησα μερικές τέτοιες παρουσιάσεις τους. Έχουν τον τρόπο να λένε μόνο καλά λόγια αλλά με σοβαροφάνεια.

Μια φορά έτυχε να έχω διαβάσει το βιβλίο και παρευρέθηκα στην παρουσίασή του. Ήταν τόσο επαινετική η βιβλιοπαρουσίαση του εν λόγω λογοτέχνη / κριτικού που δεν μπόρεσα να κρατηθώ, κι όταν τελείωσε η εκδήλωση τον πλησίασα και τον ρώτησα αν μιλούσε για το βιβλίο που είχα διαβάσει κι εγώ ή για κάποιο άλλο. «Ε, τι να κάνουμε;» δικαιολογήθηκε, «επαγγελματίας είμαι». Έμεινα. Δηλαδή τι εννοούσε; Πληρωνόταν; Δεν θέλησα να μάθω – δεν μ’ ενδιαφέρει πια.

Η κρίση που περνάει η χώρα – για να έρθω και στη δική σας έρευνα, κ. Πατούλη – δεν είναι μόνο πολιτική ή οικονομική, αλλά κυρίως πολιτισμική. Και πολύ φοβάμαι ότι οι νοοτροπίες που επικρατούν πια (στην πολιτική, στην οικονομία, στις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις, παντού) είναι πλέον μη αναστρέψιμες. Σκέφτηκα μόνο ότι αν κάποιος ανέβαινε στην κορυφή ενός βουνού με κοπριές θα τον θεωρούσαμε επαγγελματία ορειβάτη;

Περικλής Σφυρίδης, Παραφυάδες ΙΙΙ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας – 2015, σελ. 536.


http://tvxs.gr/news/biblio/sto-stibo-tis-kritikis